Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα
όλων των ανθρώπων
Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι
ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης
πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. Ἐν γὰρ
ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ
ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή
ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι
προσιόντες
νουθετοῦσιν
ὡς μαινόμενον· ἐν δὲ
δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός
ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ
σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν πάντας
δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]·
ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν' οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν
αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.
Ὅτι μὲν οὖν πάντ' ἄνδρα εἰκότως
ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι
αὐτῆς, ταῦτα λέγω· ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται
εἶναι οὐδ' ἀπὸ τοῦ
αὐτομάτου,
ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ
ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν
παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι. Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται
ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ
νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα
ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ' ἐλεοῦσιν· οἷον
τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς
ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; Ταῦτα μὲν
γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ
τἀναντία τούτοις· ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται
γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά,
ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις. Ὧν ἐστιν
ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ
ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς.
|
v
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΑΠΟΔΟΣΗ
Ἵνα δὲ μὴ
οἴῃ ἀπατᾶσθαι
ὡς τῷ ὄντι
ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα
μετέχειν
δικαιοσύνης τε
καὶ τῆς
ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς,
Ἐν γὰρ ταῖς
ἄλλαις ἀρεταῖς,
ὥσπερ σὺ
λέγεις,
ἐάν τις φῇ
ἀγαθὸς
αὐλητὴς εἶναι,
ἐν δὲ
δικαιοσύνῃ
καὶ ἐν τῇ
ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ,
ἐάν τινα καὶ
εἰδῶσιν
ὅτι ἄδικός
ἐστιν,
ἐὰν οὗτος
αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ
ἐναντίον
πολλῶν,
ὃ ἐκεῖ
σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι,
τἀληθῆ
λέγειν,
ἐνταῦθα
μανίαν,
καί φασιν
πάντας δεῖν
φάναι εἶναι
δικαίους,
ἐάντε ὦσιν
ἐάντε μή,
ἢ μαίνεσθαι
[δικαιοσύνην]·
ὡς ἀναγκαῖον
οὐδένα ὅντιν' οὐχὶ
ἢ μὴ εἶναι
ἐν ἀνθρώποις.
Ὅτι μὲν οὖν
πάντ' ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται
περὶ ταύτης
τῆς ἀρετῆς σύμβουλον
διὰ τὸ
ἡγεῖσθαι
παντὶ
μετεῖναι αὐτῆς,
ταῦτα λέγω·
ᾧ ἂν
παραγίγνηται,
τοῦτό σοι
μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι.
τοὺς ταῦτα
ἔχοντας,
ἵνα μὴ
τοιοῦτοι ὦσιν,
ἢ σμικροὺς ἢ
ἀσθενεῖς
τίς οὕτως
ἀνόητος
ὥστε τι
τούτων έπιχειρεῖν ποιεῖν;
Ταῦτα μὲν
γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται,
τὰ καλὰ
καὶ τἀναντία
τούτοις·
ὅσα δὲ ἐξ
ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις,
ἐάν τις
ταῦτα μὴ ἔχῃ,
ἀλλὰ
τἀναντία τούτων κακά,
ἐπὶ τούτοις
που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται
Ὧν ἐστιν ἓν
τῆς
πολιτικῆς ἀρετῆς.
|
Και για να μη νομίζεις πως
εξαπατάσαι
ότι πραγματικά όλοι οι άνθρωποι
θεωρούν ότι κάθε άνδρας
συμμετέχει και στη δικαιοσύνη και στην άλλη πολιτική αρετή,
πάρε το εξής πάλι ως απόδειξη.
Στις άλλες, δηλαδή, ικανότητες,
όπως ακριβώς λες εσύ,
αν κάποιος ισχυρίζεται
ότι είναι ικανός αυλητής
ή (ικανός) σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη,
στην οποία όμως δεν είναι,
τον περιγελούν ή αγανακτούν,
και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν
και τον συμβουλεύουν
με την ιδέα ότι είναι τρελός·
στη δικαιοσύνη όμως
και στην άλλη πολιτική αρετή,
και αν ακόμη γνωρίζουν ότι κάποιος είναι άδικος,
αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια
εναντίον του εαυτού του
μπροστά σε πολλούς άλλους,
εκείνο το οποίο θεωρούσαν στην πρώτη περίπτωση πως είναι
σωφροσύνη,
να λέει, δηλαδή, κάποιος την αλήθεια,
σ’ αυτή την περίπτωση
(το θεωρούν) τρέλα
και ισχυρίζονται ότι πρέπει όλοι
να λένε ότι είναι δίκαιοι,
είτε είναι είτε όχι,
διαφορετικά (λένε ότι) είναι τρελός
αυτός που δεν προσποιείται
[ότι κατέχει τη δίκαιοσύνη]·
γιατί, κατά τη γνώμη τους, είναι ανάγκη ο καθένας
να συμμετέχει σ' αυτήν
με οποιονδήποτε τρόπο
ή, αλλιώς, να μη συγκαταλέγεται
ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ότι, λοιπόν, εύλογα δέχονται
κάθε άνθρωπο
ως σύμβουλο γι' αυτήν την αρετή,
επειδή πιστεύουν
ότι όλοι έχουν συμμετοχή σ' αυτήν,
αυτά τα επιχειρήματα φέρνω·
ότι όμως νομίζουν πως αυτή δεν είναι έμφυτη
ούτε πως έρχεται από μόνη της,
αλλά ότι μπορεί να διδαχτεί
και ότι γίνεται κτήμα ύστερα από φροντίδα,
σε όποιον τυχόν γίνεται κτήμα,
αυτό θα προσπαθήσω στη συνέχεια
να σού αποδείξω.
Γιατί για όσα ελαττώματα πιστεύουν οι άνθρωποι, ο ένας για τον
άλλο, ότι τα έχουν από τη φύση ή την τύχη,
κανείς δεν οργίζεται ούτε
συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί
όσους έχουν αυτά,
για να μην είναι τέτοιοι,
αλλά τούς λυπούνται·
για παράδειγμα, τους άσχημους ή
τους μικρόσωμους ή τους ασθενικούς ποιος θα ήταν τόσο ανόητος,
ώστε να προσπαθεί να τους κάνει
κάτι από αυτά;
Γιατί γνωρίζουν, νομίζω,
ότι αυτά από τη φύση και τυχαία συμβαίνουν στους ανθρώπους,
δηλαδή και τα προτερήματα
και τα αντίθετα τους·
όσα όμως προτερήματα νομίζουν
ότι τα αποκτούν οι άνθρωποι
με φροντίδα, άσκηση και
διδασκαλία,
αν κανείς δεν τα έχει αυτά,
αλλά (έχει) τα αντίθετα τους ελαττώματα,
σ' αυτές τις περιπτώσεις, βέβαια, προκαλούνται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι συμβουλές.
Απ' αυτά (τα ελαττώματα) ένα είναι
και η αδικία και η ασέβεια
και, γενικά, καθετί το αντίθετο
προς την πολιτική αρετή.
|
v Νοηματικοί άξονες
Εμπειρική απόδειξη από τον Πρωταγόρα της θέσης του ότι η πολιτική
αρετή αποτελεί κοινή ιδιότητα όλων όσων ανήκουν σε μια «πόλιν».
è Ο σοφιστής καταγράφει τις
διαφορετικές αντιδράσεις του κοινωνικού συνόλου απέναντι στον υποθετικό
ισχυρισμό κάποιου ότι:
α. δεν κατέχει κάποια
«τέχνην»
β. δεν κατέχει την
πολιτική αρετή.
Εμπειρική
απόδειξη από τον Πρωταγόρα της θέσης του ότι η πολιτική αρετή είναι επίκτητη
και όχι έμφυτη ιδιότητα.
è Ο σοφιστής επισημαίνει και
ερμηνεύει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από το κοινωνικό σύνολο
κάποιος που διαθέτει:
α. ένα έμφυτο
ελάττωμα
β. ένα επίκτητο
ελάττωμα.
v Ερμηνευτική Προσέγγιση
Το θέμα της
ενότητας
Ο Πρωταγόρας στην ενότητα αυτή επιχειρεί να αποδείξει λογικά ό,τι
ήδη έχει παρουσιάσει με τον μύθο, χωρίς να εισάγει νέα θέματα προς συζήτηση.
Χρησιμοποιεί, λοιπόν, επιχειρήματα, για να αποδείξει:
α) ότι η πολιτική αρετή είναι κοινή ιδιότητα όσων ζουν στην πόλη
β) το διδακτό της πολιτικής αρετής.
«Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι... ταῦτα λέγω»
Ο Πρωταγόρας ακολουθώντας
το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, που αναφερόταν στον ειδικό στη ναυπηγική και
στην οικοδομική, χρησιμοποιεί μια εμπειρική
απόδειξη («τεκμήριον»), για να
δείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Προκειμένου
ο Πρωταγόρας να αποδείξει εμπειρικά τη θέση
του, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο αντιδρά το κοινωνικό σύνολο
στον υποθετικό ισχυρισμό κάποιου μέλους του είτε ότι δεν κατέχει μια «τέχνην»
είτε ότι δεν διαθέτει την πολιτική αρετή.
Διαγραμματική παρουσίαση του συλλογισμού
Αποδεικτέα θέση
|
||
Όλοι
οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
(«ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»). |
||
Παραδείγματα
|
||
α)
Στις τέχνες: έστω ότι κάποιος δεν είναι καλός αυλητής.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν πει την αλήθεια· αλλιώς, θεωρείται τρελός. |
β)
Στην αρετή-δικαιοσύνη: έστω ότι κάποιος δεν είναι δίκαιος.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι· αλλιώς, θεωρείται τρελός. |
|
Φράσεις-αιτιολογήσεις, που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση
|
||
α) επειδή όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι
(«καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους») |
β) επειδή είναι αναγκαίο να έχει ο καθένας μερίδιο στην πολιτική αρετή
(«ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς») |
|
Συμπέρασμα - Κατακλείδα
|
||
Εύλογα
οι Αθηναίοι δέχονται τη γνώμη καθενός σε θέματα πολιτικής, καθώς θεωρούν ότι
όλοι μπορούν να μετέχουν σ’ αυτή
(«Ὅτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω»). |
||
ü Ο συλλογισμός είναι επαγωγικός
Τα παραδείγματα που τεκμηριώνουν
την αποδεικτέα θέση
ü Η αρετή,
εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις σε
έναν ειδικό τομέα. Όσον αφορά, λοιπόν, στην ικανότητα ή στις γνώσεις σε κάποια
τέχνη, επαινείται να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη
συνείδηση της κοινής γνώμης.
ü Οι
αντιδράσεις του κοινωνικού συνόλου εδώ παρουσιάζονται με πολυσύνετο σχήμα: «...ἢ
καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, και … νουθετοῦσιν»
ü Βραχυλογία:
«... ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην (ἱκανὸς
εἶναι)...»,
2ο
παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν
τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ
ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν
…»
ü Αντίθετα,
όσον αφορά στη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι
είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι.
Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος
της κοινωνίας.
ü Είναι
χαρακτηριστική η αντίθεση που
δημιουργεί η αντίδραση τού κοινωνικού συνόλου στη δεύτερη περίπτωση σε σχέση με
την προηγούμενη: «ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο
εἶναι...ἐνταῦθα μανίαν»
ü Αντίθεση,
βέβαια, δημιουργείται και παρακάτω, σε σχέση με το ενδεχόμενο κάποιος είναι
πράγματι άδικος: «ἐάντε ὧσιν ἐάντε μή».
«…ἐνταῦθα μανίαν…»
Το
να ομολογεί κάποιος δημόσια ότι είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι θα
αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του και θα υποστεί ποινές. Και, βέβαια, κανένας
λογικός άνθρωπος δεν θέλει να του συμβεί κάτι τέτοιο.
Δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνία χωρίς
στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι’ αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανένα
να ομολογεί ότι είναι άδικος. Η
κοινωνική ηθική της αθηναϊκής κοινωνίας απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει πολιτική
και κοινωνική συνείδηση που στοιχειωδώς εκδηλώνεται με κατάφαση του δικαίου. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε στο να υποστηρίζει
κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά θα θεωρούνταν
απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς,
ο Πρωταγόρας προβάλλει ως «τεκμήριον» για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής
το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία.
Ο Πρωταγόρας φαίνεται να διεισδύει στη νοοτροπία των ανθρώπων και
να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή είναι σωστό να κάνουν, αλλά
το τι τους συμφέρει να κάνουν.
Επίσης, δεν τους ενδιαφέρει η πραγματική τους εικόνα (το εἶναι), όσο η εικόνα που
συνάδει με τα προβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα και το κοινώς αποδεκτό σύστημα
αξιών (το φαίνεσθαι).
καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους …. ὡς
ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν' οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς
Ακόμη
κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό
σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν
καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Η στάση
του κοινωνικού συνόλου δείχνει, κατά τον σοφιστή, ότι οι άνθρωποι θεωρούν την πολιτική αρετή, σε αντίθεση με οποιαδήποτε
άλλη «τέχνην», σύμφυτη με την ανθρώπινη υπόσταση, εφόσον χάρη
σ' αυτήν διασφαλίζεται η ύπαρξη «πόλεων» και κατ' επέκταση η ανθρώπινη ζωή («ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν'... μετέχειν αὐτῆς»).
Γι' αυτό και η παντελής έλλειψη ηθικής σε ένα άτομο δεν γίνεται ανεκτή από το
κοινωνικό σύνολο.
ἢ μὴ
εἶναι
ἐν
ἀνθρώποις
Όταν και αυτό το ελάχιστο
της κατάφασης στην έννοια του δικαίου λείπει από κάποιον, ο άνθρωπος αυτός
αποτελεί απειλή για τους ιδρυτικούς σκοπούς της πολιτικής κοινωνίας. Στην 4η ενότητα είχε προταθεί από τον Δία η θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»).
Σ’ αυτή την ενότητα προτείνεται ο άδικος άνθρωπος να μη συγκαταλέγεται μεταξύ των
ανθρώπων, δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα.
Η κύρωση αυτή είναι αμφίβολο αν είναι ηπιότερη από τη θανάτωση, δεδομένης της σημασίας που έχει για τον άνθρωπο η κοινωνική ζωή. Ειδικότερα για την εποχή εκείνη η εξορία ισοδυναμούσε με θάνατο.
Αξιολόγηση
του «τεκμηρίου»
Το
«τεκμήριον» του Πρωταγόρα είναι μια υποδειγματική εφαρμογή των τεχνικών και των
κανόνων της ρητορικής:
α)
Αποτελεί επίκληση στην εμπειρία και μάλιστα εμπειρία κοινή και αποδεκτή από
όλους. Γι’ αυτό είναι τυπικό τεκμήριο.
β)
Το σχήμα της αντίθεσης, που χρησιμοποιεί ο ρήτορας για να δείξει τι ισχύει στον
χώρο της τεχνικής γνώσης και τι στον χώρο της δικαιοσύνης, είναι ένα κλασικό στοιχείο
που χρησιμοποιείται στους ρητορικούς λόγους.
Ωστόσο,
η αξιολόγηση του τεκμηρίου του Πρωταγόρα φανερώνει τα εξής τρωτά σημεία του:
1. Η
απόδειξη έχει δεοντολογικό χαρακτήρα.
Ο σοφιστής δεν αποδεικνύει τελικά, όπως είχε προαναγγείλει στην αρχή της
ενότητας, ότι η πολιτική αρετή είναι κοινή ιδιότητα των ανθρώπων («πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ
τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς»), αλλά ότι πρέπει ή επιβάλλεται να είναι,
προκειμένου να λειτουργεί εύρυθμα μια πολιτεία («δεῖν φάναι», «ὡς ἀναγκαῖον
οὐδένα ὅντιν' οὐχὶ ἀμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς»). Δεν αποδεικνύει, δηλαδή,
ότι την πολιτική αρετή την κατέχουν όλοι όσοι ανήκουν σε μια «πόλιν», παρά μόνο
ότι είναι απαραίτητο να την κατέχουν και, συχνά, αυτό που πρέπει να συμβαίνει
δεν ταυτίζεται με αυτό που πραγματικά συμβαίνει.
2. «ἐάντε
ὦσιν ἐάντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση
με την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην αποδεικτέα θέση, καθώς
εδώ δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.
3. Ο συλλογισμός έχει περιορισμένη
αποδεικτική αξία, γιατί ως προς τη μορφή είναι υποθετικός, στηρίζεται δηλαδή σε κρίσεις που ισχύουν υπό όρους και
όχι απόλυτα.
4. Οι
προκείμενες δεν είναι λογικές κρίσεις, αλλά εμπειρικά παραδείγματα και
χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό. Άλλωστε, το επιχείρημα στηρίζεται στην κοινή αντίληψη («ἡγοῦνται», «ἡγοῦντο», «διὰ τὸ ἡγεῖσθαι»)· ο Πρωταγόρας δεν το θεμελιώνει λογικά.
«ὅτι δὲ
αὐτὴν οὐ φύσει ... τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς»
Ο Πρωταγόρας με το πρώτο
«τεκμήριον» επιβεβαίωσε το σωκρατικό ισχυρισμό για την άνευ όρων συμμετοχή όλων
των πολιτών στον πολιτικό διάλογο και υποχρεώνεται τώρα να προχωρήσει στην
ανατροπή της σωκρατικής θέσης ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Είναι
φανερός στο κεφάλαιο αυτό ο φόβος του Πρωταγόρα μήπως από το μύθο εξαχθεί το
συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή είναι απλώς μια φυσική καταβολή (και, επομένως,
κάτι που δε χρειάζεται διδασκαλία).
Ο Πρωταγόρας
προτάσσει στην αποδεικτική διαδικασία την αποδεικτέα
θέση («ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ...
πειράσομαι ἀποδεῖξαι»), κάνοντας όμως μια προσθήκη· πρώτα θα αποδείξει από
πού δεν προέρχεται η αρετή και στη συνέχεια από πού προέρχεται. Έτσι, χρησιμοποιώντας το σχήμα άρσης-θέσης θα αποδείξει ότι η αρετή δεν προέρχεται από τη φύση ή την τύχη, χωρίς την προσπάθεια του
ανθρώπου, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας, φροντίδας και άσκησης («ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’
ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι»).
ü
Στην αισθητική τού λόγου τού σοφιστή συμβάλλει η παρήχηση τού «τ» που δημιουργεί η
αποδεικτέα θέση: «...τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο
...»
οὐ φύσει…ἀλλὰ διδακτόν…
Η διάκριση φύσει ≠ διδακτόν μπορεί να συσχετιστεί με τη θεμελιώδη διάκριση των σοφιστών σε φύσει και νόμῳ. Η διάκριση αυτή είναι ένα από τα σημεία που διαφοροποιούν τους σοφιστές μεταξύ τους. Ο Πρωταγόρας ανήκει στους υποστηρικτές του νόμου, αντίθετα π.χ. με τον Ιππία.
φύσις
1)
οι φυσικές ιδιότητες
και η φυσική κατάσταση κάποιου πράγματος, ο χαρακτήρας κάποιου πράγματος ή
έμψυχου είδους, ο χαρακτήρας του ανθρώπου·
2)
ο φυσικός κόσμος, οι
νόμοι που διέπουν το σύμπαν, η γέννηση και η αρχή του κόσμου·
3)
το σύμπαν
4)
η δύναμη που προκαλεί
τη γέννηση και την αρχή του κόσμου·
5)
η ουσία των πραγμάτων
6)
το φύλο, το γένος
(θηλυκό ή αρσενικό),
7)
τα γεννητικά όργανα και τα φυλετικά
χαρακτηριστικά.
|
Οι
δύο κατηγορίες ανθρώπινων ελαττωμάτων
Το κύριο επιχείρημα που
χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας βασίζεται στη διαφοροποίηση
της αντίδρασης του κοινωνικού συνόλου στα έμφυτα και επίκτητα γνωρίσματα της
ανθρώπινης φύσης. Έτσι, στην πορεία απόδειξης της θέσης του, διακρίνει δύο
κατηγορίες χαρακτηριστικών στον άνθρωπο, τα φυσικά/έμφυτα και τα επίκτητα.
«Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ
ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ ... τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις»
Ο
Πρωταγόρας αναφέρεται στα ελαττώματα που προέρχονται από τη φύση και την τύχη
και σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση και τον ανθρώπινο οργανισμό. Φυσικά,
δεν τον απασχολούν τα φυσικά προτερήματα, γιατί αυτά δεν του είναι απαραίτητα
για την απόδειξή του. Με όποιον, λοιπόν, έχει φυσικά ελαττώματα (ασχήμια, μικρό
ανάστημα, ασθενικό σώμα) κανείς σώφρων άνθρωπος («τίς οὕτως ἀνόητος») δεν οργίζεται ούτε προσπαθεί να τα διορθώσει με
συμβουλές, διδασκαλία και τιμωρίες, γιατί δεν εξαρτώνται από τη βούληση και την
ευθύνη του ανθρώπου («ἀπό τοῦ αὐτομάτου»).
Αντίθετα, οι άνθρωποι νοιώθουν οίκτο και συμπόνια για τη σκληρότητα της φύσης ή
της τύχης.
κολάζει: η διαφορά μεταξύ
της έννοιας του κολάζω και της έννοιας του τιμωροῦμαι ορίζεται
από τον Αριστοτέλη (Ρητορική Ι, 10, 17):
· κολάζω
è
αποβλέπει στην τιμωρία του αδικήσαντος
τιμωροῦμαι
è αποβλέπει στην ικανοποίηση του αδικηθέντος
|
οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ … ἐπιχειρεῖν ποιεῖν;
Άνθρωποι που έχουν αδικηθεί από τη φύση αξίζουν την κατανόηση, τη
συμπαράσταση και τη συμπάθεια των άλλων ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό το πολυσύνδετο σχήμα και η κλιμάκωση με την οποία παρουσιάζονται
οι αντιδράσεις τού κοινωνικού συνόλου τις οποίες απορρίπτει ο Πρωταγόρας στην
περίπτωση των έμφυτων ελαττωμάτων: «οὐδεὶς
θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει». Μάλιστα, με το σχήμα άρσης-θέσης ο σοφιστής
υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις των έμφυτων ελαττωμάτων το κοινωνικό σύνολο
εκφράζει οίκτο («…ἀλλ’ ἐλεοῦσι»).
ü Στην
αισθητική τού λόγου συμβάλλει και η παρήχηση:«τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τὶς
οὕτως ἀνόητος
ὥστε τι τούτων...» (παρήχ. τού «σ» και τού «τ»), «τὰ καλὰ καὶ τἀναντία»(παρήχ.
του α)
Μέσα από την ανάπτυξη των παραπάνω θέσεων αποκαλύπτεται η ανθρωπιστική στάση του Πρωταγόρα, η
οποία κρίνεται ιδιαίτερα πρωτοποριακή για την εποχή της. Είναι χαρακτηριστική η
ρητορική ερώτηση τού σοφιστή, με την
οποία χαρακτηρίζει απερίφραστα ανόητο όποιον αντιδρά αρνητικά στους έχοντες
κάποια φυσική μειονεξία: «οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ
ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν;»
Βέβαια, σήμερα, με την ανάπτυξη της κοινωνικής μέριμνας και των
ειδικών κλάδων της ψυχολογίας που ασχολούνται με αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται
σαφές ότι η στάση της κοινωνίας απέναντι στα άτομα αυτά δεν πρέπει να στηρίζεται
στον οίκτο, αλλά στην αναγνώριση και επιβεβαίωση της προσωπικότητάς τους.
«φύσει ἢ τύχῃ»
Με
την αναφορά στο ζεύγος «φύσει ή τύχῃ» ο Πρωταγόρας δείχνει ότι τίποτε δεν
μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο στη φύση, αλλά προϊόν σκοπιμότητας. Δέχεται, λοιπόν,
την ύπαρξη μιας τελεολογικής αρχής
στη φύση, ότι όλα δηλαδή γίνονται για να εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό, και
προσθέτει τον αστάθμητο παράγοντα του τυχαίου. Πουθενά, όμως, δεν γίνεται λόγος
για παρουσία ή παρέμβαση του θείου. Είναι
προφανής, λοιπόν, η αποστασιοποίηση του σοφιστή από θεοκρατικές ερμηνείες, σε
αντίθεση με την 4η ενότητα,
όπου, στο πλαίσιο του μύθου, γινόταν αναφορά στη θεϊκή προέλευση της αἰδοῦς και
της δίκης.
«ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως
καὶ διδαχῆς ... πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς.»
Σ’
αυτό το χωρίο ο σοφιστής αναφέρεται στα χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι
ύστερα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται
στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τις αρετές. Εύλογα,
και πάλι, δεν ασχολείται με όσους ήδη διαθέτουν αυτές τις αρετές.
Σε αυτό το σημείο ο Πρωταγόρας κυρίως στηρίζει την απόδειξη του
«διδακτού» της αρετής: όποιος δεν έχει αρετές, αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά
(για παράδειγμα την αδικία και την ασέβεια), προκαλεί την κοινή γνώμη και οι
άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε
να τα καλλιεργήσει. Αυτό αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.
ü Είναι
χαρακτηριστικά τα πολυσύνδετα σχήματα
που επιστρατεύει ο σοφιστής, για να αναφερθεί στα επίκτητα ελαττώματα και την
αναμενόμενη αντίδραση τού κοινωνικού συνόλου σε αυτά: «...οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ... καὶ...», «... καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ
ἀσέβεια καὶ...». Η αναφορά στην αδικία και την ασέβεια παραπέμπει στα
αντίθετα συστατικά τής πολιτικής αρετής, όπως παρουσιάστηκαν στο μύθο, δηλαδή
την αἰδῶ και τη δίκην. Έτσι, η εὐσέβεια (ως το αντίθετο τής ἀσεβείας)
αντιστοιχεί με την αἰδῶ, ενώ η δικαιοσύνη (ως το αντίθετο τής ἀδικίας)
αντιστοιχεί με τη δίκην.
θυμός:
1.
η ψυχή ή το πνεύμα, το
στοιχείο της ζωής, της αίσθησης ή της σκέψης, ειδικά των ισχυρών
συναισθημάτων και παθών
2.
η ψυχή, η πνοή, η ζωή·
3.
οι επιθυμίες και οι ορέξεις·
4.
η θέληση·
5.
η τόλμη, το θάρρος·
6.
η οργή, το πάθος, ο θυμός.
7.
Ο Πλάτων διαιρεί το ζωώδες μέρος της
ψυχής σε θυμόν και επιθυμίας, δηλαδή πάθος και ορμή.
|
«ἐξ
ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς»
α) Η φροντίδα (ἐπιμέλεια)
είναι η επιλογή των παιδευτικών / μορφωτικών αγαθών που θα παρασχεθούν.
β) Η άσκηση (ἄσκησις)
είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής. Αυτό σημαίνει ότι στη
διαδικασία της αγωγής είναι σημαντικό να αποκτήσουν οι άνθρωποι με τον εθισμό την
προσδοκώμενη από την πολιτεία συμπεριφορά[1].
γ) Η διδασκαλία (διδαχή)
είναι η θεωρητική κατάρτιση και η συστηματική παροχή γνώσεων στον μαθητή από
τον δάσκαλο, που έχει την ευθύνη καθοδήγησης.
ü
Οι μορφές αγωγής αυτές παρατίθενται από το σοφιστή με πολυσύνδετο σχήμα: «... ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ
διδαχῆς...»
Για να είναι, βέβαια,
αποτελεσματική η διαδικασία της αγωγής οι παραπάνω μορφές αγωγής χρειάζεται να
βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας. Η αναφορά στις τρεις μορφές αγωγής έμμεσα
προβάλλει την αναγκαιότητα του καλού
δασκάλου, για να αναλάβει την αγωγή του νέου. Ένας τέτοιος δάσκαλος είναι ο
Πρωταγόρας, από τον λόγο του οποίου συνάγεται και η αξία του ως παιδαγωγού.
Γιατί
παραλείπεται η μίμηση;
Στις μορφές αγωγής
εντάσσεται και η μίμηση, την οποία σκόπιμα παραλείπει ο Πρωταγόρας, γιατί δεν εξυπηρετεί την επιχειρηματολογία του.
Η μίμηση που έχει στόχο ανώτερα πρότυπα είναι θεμιτή. Όταν, όμως, κάποιος
μιμείται άκριτα ή αρνητικά πρότυπα, τότε ελλοχεύουν κίνδυνοι τόσο για την
ανθρώπινη προσωπικότητα όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, η
αποτελεσματικότητα της μίμησης είναι αμφισβητήσιμη και η αναφορά του σ’ αυτή θα
ανέτρεπε όλη του τη θεωρία για το «διδακτόν» της αρετής ή θα έστρεφε τη συζήτηση
σε θέματα άσχετα ή με χαλαρή σχέση με το βασικό ζητούμενο για το διδακτό της
αρετής.
«ὦν
ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς
ἀρετῆς»
Είναι χαρακτηριστικό ότι η
«ἀδικία» και η «ἀσέβεια»
είναι η τρίτη παραλλαγή που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας στα συστατικά ζεύγη της
«αρετής» και μάλιστα με αντιθετικές έννοιες (αντί «δικαιοσύνη» και «ευσέβεια» ή
«οσιότητα»). Τα άλλα ζεύγη ήταν η «αἰδώς» και η «δίκη», η «σωφροσύνη» και η
«δικαιοσύνη».
Το
«πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς» θα αποτελέσει σε λίγο πρόβλημα του
διαλόγου, αν δηλαδή είναι η αρετή μία και ενιαία ή πολλές. Είναι φανερό πως η
ασέβεια δεν είναι το αντίθετο της πολιτικής αρετής, αλλά μέρος του αντίθετου. Ο
σοφιστής χρησιμοποιεί αυτή την έννοια, γιατί θέλει να μεταβεί από την ειδική
στην καθολική αρετή.
ἀσέβεια:
η έλλειψη ευσέβειας, σεβασμού προς τα θεία.
·
Η ασέβεια είναι ως προς τους θεούς
το αντίστοιχο με την αδικία ως προς τους ανθρώπους.
·
Πολλοί φιλόσοφοι και ποιητές της
Αθήνας είχαν υποστεί κατηγορίες και δίκες περί ασεβείας κατά τον 5ο
αιώνα. Μεταξύ αυτών, ο Αναξαγόρας, ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο τραγικός
ποιητής Αισχύλος.
|
Σύντομη απόδοση του συλλογισμού
1)
Η κοινωνία
ανέχεται τα φυσικά ελαττώματά τού ανθρώπου, όχι όμως και τα επίκτητα, τα οποία
μεταστρέφονται σε αρετές με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή.
2)
Η ασέβεια
και η αδικία ως το αντίθετο της πολιτικής αρετής είναι επίκτητα ελαττώματα.
Συμπέρασμα : η πολιτική αρετή ως το αντίθετο της ασέβειας και
της αδικίας αποκτάται με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδαχή.
Αξιολόγηση τού συλλογισμού
Ο Πρωταγόρας οργανώνει το
επιχείρημα κατά το τυπικό του ρητορικού λόγου, δηλαδή με υποδειγματική
«πρόθεσιν» (θεματική περίοδο) και «απόδειξιν», και προσφεύγει και πάλι στην εμπειρία και τη ρητορική αντίθεση (φυσικά ≠ επίκτητα, θετικά ≠ αρνητικά
χαρακτηριστικά, συμπονετική/ ανεκτική ≠ κριτική / «παρεμβατική» συμπεριφορά).
Από την άλλη πλευρά, εντοπίζονται ορισμένες αδυναμίες στο
συλλογισμό:
α) Η βασική φράση που χρησιμοποιεί ως τεκμήριο για την απόδειξη
της αρετής («ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ
ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις») αποτελεί την ίδια
την αποδεικτέα θέση, αυτό δηλαδή που χρειάζεται να αποδειχθεί. Έχουμε, λοιπόν,
το είδος σοφίσματος που ονομάζεται «λῆψις τοῦ ζητουμένου / αἰτουμένου» (petitio principii).
β) Η ευστάθεια του επιχειρήματος προϋποθέτει σαφή διάκριση
ανάμεσα στο έμφυτο και στο επίκτητο στοιχείο. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι
αυταπόδεικτο, αφού, λ.χ., η σωματική
ασχήμια και καχεξία μπορεί να είναι ταυτόχρονα προϊόν φυσικής προδιάθεσης και
κακών επιλογών.
γ) Η
απόδειξη τού διδακτού της αρετής βασίζεται ουσιαστικά στη διακρίση τής
αντίδρασης τής κοινωνίας απέναντι στα έμφυτα και στα επίκτητα χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, η συμπονετική στάση που αναφέρει ο Πρωταγόρας στην περίπτωση των
έμφυτων ελαττωμάτων («οὐδεὶς
θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει…ἀλλ’ ἐλεοῦσι»)
αποδίδει μάλλον περισσότερο ένα ιδανικό, παρά μια πραγματικότητα τής εποχής.
Πρόκειται, επομένως, για μια έμμεσα
δεοντολογική άποψη, καθώς υπονοεί τον τρόπο με τον οποίο πρέπει –κατά τη
γνώμη τού σοφιστή- να αντιμετωπίζονται οι έχοντες μια φυσική καχεξία.
δ) «ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»: Οι δύο φράσεις έρχονται σε αντίφαση είτε με τη θεωρία ότι η
αρετή διδάσκεται, αφού αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποιοι δεν μπορούν να την
αποκτήσουν με τη διδασκαλία, είτε
με τη θεωρία για την καθολικότητα της αρετής, αφού δέχεται ότι υπάρχουν και
κάποιοι που δεν την κατέχουν.
Άρση της αντίφασης
«ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή» /«ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»: Οι φράσεις αυτές υπονοούν ότι
κάποιοι μπορεί να μη μετέχουν στην πολιτική αρετή. Αν
λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι, σύμφωνα με το μύθο, η εντολή του Δία ήταν να δοθεί σε
όλους τους ανθρώπους η «αιδώς» και η «δίκη» και, επίσης, ότι ο ίδιος ο
Πρωταγόρας υποστηρίζει πως όλοι συμμετέχουν στην πολιτική αρετή (και γι' αυτό
το λόγο, εξάλλου, εκφέρουν όλοι ελεύθερα την άποψη τους για θέματα που αφορούν στη
διοίκηση της πόλης), είναι δυνατό να θεωρηθεί πως υπάρχει κάποια αντίφαση.
Η
απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι η «αἰδώς» και η «δίκη» είναι ηθικές
αξίες που υπάρχουν στον άνθρωπο «δυνάμει», όχι όμως στον ίδιο βαθμό σε όλους
τους ανθρώπους· δόθηκαν στον άνθρωπο ως προϋποθέσεις για την κατάκτηση της
πολιτικής αρετής, ως πρότυπα· εξαρτάται, επομένως, από τον ίδιο αν θα τις
κατακτήσει με τη λογική του και τον προσωπικό του αγώνα. Άλλωστε, τα δώρα του
Δία, σύμφωνα με το μύθο δόθηκαν στον άνθρωπο, αφού αυτός είχε βγει στο φως (και
όχι όσο βρισκόταν στα έγκατα της γης, όπως τα δώρα του Προμηθέα), και,
επομένως, πρέπει να θεωρηθούν επίκτητα και όχι έμφυτα.
Επομένως, όταν ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι όλοι οι άνθρωποι
κατέχουν την πολιτική αρετή («ἡγοῦνται
πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς
ἀρετῆς») εννοεί ότι όλοι
έχουν μέσα τους στοιχεία πολιτικής αρετής ως προδιάθεση και καταβολές. Πρέπει, όμως, να μεσολαβήσει η
διδασκαλία για να φτάσουν στην πλήρη κατάκτησή της. Όταν, πάλι, ισχυρίζεται ότι
υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, εννοεί αυτούς που δεν την έχουν αναπτύξει
πλήρως, που έχουν αδιαφορήσει να την κατακτήσουν μέσω της διδασκαλίας και, επομένως, έχουν μείνει στο στάδιο
της προδιάθεσης, των καταβολών («ἐάντε
ὦσιν ἐάντε μὴ / ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»).
c
Υπό αυτή την οπτική, ο σοφιστής δεν
αντιφάσκει.
v ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ-ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ
οἴῃ: β' ενικό υποτακτικής μέσου ενεστώτα του ρ. οἴομαι και οἶμαι (θ.
οἰ-,οἰε-,οἰη-), συνώνυμα: ἡγοῦμαι,
δοκῶ, ὑπολαμβάνω, νομίζω, κρίνω, ομόρριζα:
οίηση (= έπαρση, αλαζονεία), οιηματίας (= αλαζόνας, επηρμένος).
ἀπατᾶσθαι: απαρέμφατο μέσου ενεστώτα του ρ.
ἀπατάω -ῶ (ἀπάτη + jω),
συνώνυμα: πλανῶμαι, φενακίζομαι, ομόρριζα: απάτη, εξαπάτηση, απατεώνας,
απατεωνίσκος, απατηλός.
ἡγοῦνται: γ' πληθυντικό οριστικής μέσου
ενεστώτα του ρ. ἡγέομαι –οῦμαι (θ. ἡγ-, ἡγε-, ἡγη-), συνώνυμα: δοκῶ, νομίζω, οἴομαι, κρίνω, ὑπολαμβάνω ομόρριζα: ηγεσία, υφηγεσία, καθηγεσία,
ηγέτης, ηγεμόνας, ηγεμονία, (εισ, εξ, δι, αφ, περι)ήγηση, καθοδήγηση,
καθηγητής, καθοδηγητής, (αφ, υφ, εισ, περι)ηγητής, ανεκδιήγητος, αφήγημα,
διήγημα, ηγούμενος.
μετέχειν: απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα του
ρ. μετέχω (μετά + ἔχω, θ. σεχ-, σχε-, σχη-), συνώνυμα: κοινωνῶ, μέτεστί μοί τινος, αντώνυμο: ἀπέχω, ομόρριζα:
μετοχή, σχέση, σχήμα, συμμετοχή, έξη, μέθεξη.
λαβέ: β' ενικό προστακτικής ενεργητικού
αορίστου β' του ρ. λαμβάνω (θ. λαβ-, ληβ-), συνώνυμα: δέχομαι, αποδέχομαι, αντώνυμα:
δίδωμι, παρέχω, ομόρριζα: λαβή,
παραλαβή, χειρολαβή, λάφυρο, λαβίδα, εργολαβία, λήμμα, λήψη, (ανά, αντί, κατά,
μετά, περί, προ, πρόσ, συν, υπό)ληψη, λήπτης, παραλήπτης, εργολήπτης,
δανειολήπτης, ανυπόληπτος, ασύλληπτος, ευυπόληπτος, θρησκόληπτος, εύληπτος,
ακατάληπτος, απροκατάληπτος, καταληπτός, αντιληπτός, ανεπίληπτος, επιληπτικός,
επιληψία, εργοληψία.
τεκμήριον: ουσιαστικό
β' κλίσης ουδέτερου γένους (το τεκμήριον) < ρ. τεκμαίρομαι (τεκμάρ + jομαι), ομόρριζα: τεκμηρίωση,
τεκμαρτός, ατέκμαρτος, ατεκμηρίωτος.
λέγεις: β' ενικό οριστικής ενεργητικού ενεστώτα
του ρ. λέγω (θ. λεγ-, ἐρε-, ῥε-, εἰπ-), συνώνυμα: φημί, φάσκω, φράζω,
ἀγορεύω, δημηγορῶ, ομόρριζα: λέξη, διάλεξη, λεκτικός, λέσχη, λόγος, (αντί,
από, δια, επί, προ, υπό)λογος, λογική, έλλογος, άλογος, ρήμα, ρήση, ρήτρα, ρήτορας,
αντίρρηση, απόρρητος, επίρρημα, έπος, καλλιέπεια, ορθοέπεια.
φῇ: γ' ενικό υποτακτικής ενεργητικού ενεστώτα του ρ. φημί (θ. φη-,
φα-), συνώνυμα: λέγω, ἀγορεύω, δημηγορῶ, ομόρριζα: φήμη,
προφήτης, πρόφαση, κατάφαση, άφατος, αφασία
χαλεπαίνουσιν: γ'
πληθυντικό οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρ. χαλεπαίνω = οργίζομαι,
ἀγανακτῶ (χαλεπός + -αίνω), συνώνυμα: ἀγανακτῶ, οργίζομαι, χαλεπῶς φέρω.
προσιόντες: μετοχή
ενεργητικού ενεστώτα αρσενικού γένους του ρ. προσέρχομαι ή πρόσειμι (πρός +
εἶμι, θ. εἰ-, ἰ-), ομόρριζα: προσιτός, απρόσιτος, δυσπρόσιτος,
εισιτήριο, εξιτήριο, ισθμός, αμαξιτός, ανεξίτηλος, ιταμός (= θρασύς).
νουθετοῦσιν: γ'
πληθυντικό οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρ. νουθετέω -ῶ (νοῦς + τίθημι, θ.
θη-, θε-), συνώνυμα: παραινῶ, συμβουλεύω, ὑποδείκνυμι, ομόρριζα: νουθεσία,
νουθέτηση, θήκη, σύνθημα, θέση, θέμα, θεσμός, θετός.
μαινόμενον: μετοχή
μέσου ενεστώτα αρσενικού γένους του ρ. μαίνομαι (θ. μαν-), ομόρριζα: μανία,
μανιακός, μανιώδης, πυρομανής, τελειομανής, αρχομανής, μάντης, μαντεία,
μαντική.
εἰδῶσιν: γ'
πληθυντικό υποτακτικής ενεργητικού ενεστώτα του ρ. οἶδα (θ. εἰδ-, οἰδ-, ἰδ-), συνώνυμα:
γιγνώσκω, ἐπίσταμαι, ἐπαΐω, αντώνυμο:
ἀγνοῶ, ομόρριζα: είδηση, ειδικός, ειδίκευση, ειδήμονας, συνείδηση,
ασύνειδος, συνειδητός, ευσυνείδητος, ασυνείδητος, ανίδεος, ιστορία, ιστορικός,
ανιστόρητος, φιλίστορας (= λάτρης της ιστορίας), εξιστόρηση.
δεῖν: απαρέμφατο
ενεργητικού ενεστώτα του απρόσωπου ρήματος «δεῖ» (θ. δε-, δέη-), συνώνυμα: πρέπει, προσήκει, χρή, ομόρριζα: δέηση, ένδεια, ενδεής.
εἰκότως: επίρρημα που
παράγεται από τη μετοχή «εἰκός» του ρ. ἔοικα (θ. εἰκ-, οἰκ-, ἰκ-), ομόρριζα: εικοτολογία, εικόνα,
εικόνισμα, απείκασμα, επιείκεια.
ἀποδέχονται: γ' πληθυντικό
οριστικής μέσου ενεστώτα του ρ. ἀποδέχομαι (ἀπό + δέχομαι, θ. δεκ-, δοκ-,
δοχ-), ομόρριζα: (από, δια, εκ,
παρά, συνεκ, υπο)δοχή, αποδέκτης, δεξιός, δεξαμενή, δεκτός, αποδεκτός,
απαράδεκτος, ακατάδεκτος, δοκός, δοκάρι, δοχείο, ξενοδόχος, δωροδοκία.
μετεῖναι: απαρέμφατο
ενεργητικού ενεστώτα του απρόσωπου ρήματος «μέτεστι» (μετά + ἐστί, θ. ἐσ-), συνώνυμα: μετέχω, κοινωνῶ, αντώνυμο: ἀπέχω, ομόρριζα: ουσία, απουσία, παρουσία, εξουσία, μετουσίωση, ουσιώδης,
επουσιώδης, ανούσιος, ουσιαστικός.
αὐτομάτου: επίθετο β'
κλίσης, τριγενές και δικατάληκτο (ὁ, ἡ αὐτόματος, τὸ αὐτόματον) < αὐτός +
μέμαα (παρακείμενος του ρ. μάω = επιθυμώ).
ἐπιμελείας: ουσιαστικό α’ κλίσης θηλυκού γένους (ἡ
ἐπιμέλεια) < ρ. ἐπιμέλομαι ή ἐπιμελέομαι –οῦμαι, ἐπί + μέλομαι, θ. μελ-, συνώνυμα: κήδομαι, θεραπεύω, μεριμνώ,
φροντίζω, ομόρριζα: μέλημα, μελέτη,
μελετηρός, επιμελής, αμελής, αμέλεια, επιμελητής, επιμελητεία.
παραγίγνηται: γ' ενικό
υποτακτικής μέσου ενεστώτα του ρ. παραγίγνομαι = ἐπέρχομαι (παρά + γίγνομαι, θ.
γεν-, γον-, γενε-), ομόρριζα:
γένος, γενιά, γένεση, γενέτειρα, γενέθλιος, νεογνό, γηγενής, ενδογενής,
πρωτογενής, υστερογενής, προγενέστερος, μεταγενέστερος, γόνος, γονέας,
γονικός, πρόγονος, απόγονος, επίγονος.
πειράσομαι: α’ ενικό οριστικής μέσου μέλλοντα του
ρ. πειράομαι -ῶμαι (θ. πεῖρα + jομαι), συνώνυμο: ἐπιχειρῶ, ομόρριζα: πείραμα, πειρατής,
πειρατικός, απόπειρα, αποπειρατικός, πειρασμός, πειραματικός, πειραματισμός.
ἀποδεῖξαι: απαρέμφατο
ενεργητικού αορίστου του ρ. ἀποδείκνυμι (ἀπό + δείκνυμι, θ. δεικ-), συνώνυμο:
ἐξελέγχω, ομόρριζα: δείγμα, παράδειγμα,
υπόδειγμα, (ανά, από, εν, επί, κατά,
υπό)δειξη, δείκτης, αποδεικτικός, αναπόδεικτος.
θυμοῦται: γ’ ενικό
οριστικής μέσου ενεστώτα του ρ. θυμόομαι –οῦμαι (θυμός + jομαι), συνώνυμα: ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι,
χαλεπαίνω, ομόρριζα: θυμός, θύμηση, ενθύμηση, θυμηδία, θυμοειδές,
θυμικό, ενθύμιο, ενθύμημα, μεγαθυμία (= μεγαλοψυχία), οξύθυμος, εύθυμος,
δύσθυμος, θυμοσοφία, θυμόσοφος.
διδάσκει: γ' ενικό
οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρ. διδάσκω (δι-δάκ-σκ-ω), συνώνυμα: συμβουλεύω,
παραινῶ, νουθετῶ, ομόρριζα: δάσκαλος, διδασκαλείο, διδασκαλία, δίδαγμα,
διδακτός, διδακτέος, διδακτικός, αδίδακτος, αυτοδίδακτος, δίδακτρα, διδαχή.
κολάζει: γ' ενικό
οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρ. κολάζω < κόλος (= βραχύς, κοντός) + -άζω,
συνώνυμα: ζημιῶ, τιμωροῦμαί τινα, δίκην λαμβάνω παρά τινος, ομόρριζα:
κόλαση, κολασμός, ακόλαστος, κολασμένος, κολαστήριο, κολάσιμος.
ἐλεοῦσιν: γ' πληθυντικό
οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρ. ἐλεέω -ῶ = λυπάμαι, οικτίρω (έλεος + jω, θ. ἐλεε-), συνώνυμο: οἰκτίρω ή οἰκτείρω,
ομόρριζα: έλεος, ελεήμονας, ελεημοσύνη, ελεεινός, ελεεινότητα,
ελεεινολογία, ανήλεος, ανηλεής, ανελέητος.
αἰσχρούς: επίθετο β'
κλίσης αρσενικού γένους, τριγενές και τρικατάληκτο (αἰσχρός, -ά, όν = ο
επαίσχυντος, ο ανήθικος, ο άσχημος). Παράγεται από το ουσιαστικό «αίσχος».
ἐπιχειρεῖν: απαρέμφατο
ενεργητικού ενεστώτα του ρ. ἐπιχειρέω -ῶ (έπι + χείρ), ομόρριζα: επιχείρηση,
επιχείρημα, επιχειρηματίας, εγχείρημα.
ποιεῖν: απαρέμφατο
ενεργητικού ενεστώτα του ρ. ποιέω -ῶ (θ. ποιε-), συνώνυμα: δρῶ, πράττω, ομόρριζα:
ποίηση, ποίημα, ποιητής.
ἴσασιν: γ' πληθυντικό
οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρ. οἶδα.
κολάσεις: ουσιαστικό
γ' κλίσης θηλυκού γένους (ἡ κόλασις = τιμωρία) < ρ. κολάζω, συνώνυμο: κολασμός, ομόρριζα: κολαστήριο, κολασμός, κολάσιμος,
ακόλαστος.
νουθετήσεις: ουσιαστικό γ'
κλίσης θηλυκού γένους (ἡ νουθέτησις = συμβουλή, παραίνεση) < ρ. νουθετέω -ῶ
(νοῦς + τίθημι), συνώνυμα: συμβουλή,
παραίνεσις, ομόρριζο: νουθεσία.
ἀδικία: ουσιαστικό α’ κλίσης θηλυκού γένους (ἡ ἀδικία), αντώνυμα: δίκη, δικαιοσύνη.
ἀσέβεια: ουσιαστικό α’ κλίσης θηλυκού γένους (ἡ ἀσέβεια),
αντώνυμα: εὐσέβεια, ὁσιότης.
συλλήβδην: επίρρημα (=
γενικά, συνολικά) από το ρ. συλλαμβάνω (σύν
+ λαμβάνω, θ. λαβ-, ληβ-).
ἀρετῆς: ουσιαστικό
α’ κλίσης θηλυκού γένους (ἡ ἀρετή) < ρ. ἀραρίσκω, αντώνυμα: κακία, φαυλότης.
v ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ στα ΘΕΜΑΤΑ για ΣΥΖΗΤΗΣΗ
1. Γιατί η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή θεωρούνται, κατά τον
Πρωταγόρα, στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα (τουλάχιστον από
τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στον πολιτισμό); Αναλυστε τα επιχειρήματα
του Πρωταγόρα στο απόσπασμα αυτό και προσθέστε τα δικά σας.
Βλ.
τις ενότητες: «Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι... ταῦτα λέγω», «…ἐνταῦθα
μανίαν…», «ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις», «καί φασιν
πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους …. ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν' οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς»
2. Πώς προσπαθούν οι άνθρωποι να καλλιεργήσουν την ιδιότητα της
δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής;
Βλ. την ενότητα «ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς»
v Ερωτήσεις Αξιολόγησης
Συνδυασμός ερωτήσεων
κλειστού και ανοικτού τύπου
1. Α. Να συνδέσετε τις
ανθρώπινες ιδιότητες της στήλης Α με τον τρόπο που
αντιμετωπίζονται - σύμφωνα με τον Πρωταγόρα - όπως δίνεται στη στήλη Β. (Καθένας από τους
δύο τρόπους συνδέεται με περισσότερες από μία ιδιότητες).
Α
|
Β
|
||
• σμικρότης
• ἀδικία
|
−
πάντες θυμοῦνται, νουθετοῦσι, διδάσκουσι, κολάζουσι
|
Β. Να αιτιολογήσετε
τον τρόπο αντιμετώπισης, εξηγώντας την προέλευση των ιδιοτήτων, σύμφωνα με το κείμενο.
Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοικτού τύπου
1. Ο Πρωταγόρας
προσκομίζει μια εμπειρική απόδειξη για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής.
Ποια είναι αυτή και γιατί θεωρείται τρελός όποιος δέχεται ότι δεν κατέχει τη
δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή;
2. Να αξιολογήσετε την εμπειρική απόδειξη
του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της αρετής. Τη βρίσκετε πειστική;
3. «ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις»: να συγκρίνετε την
τιμωρία αυτή με τη θανάτωση («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως») που προτάθηκε στην 4η ενότητα
από το Δία. Είναι η κύρωση αυτή ελαφρότερη ή όχι και γιατί;
4. Πώς
αποδεικνύει ο Πρωταγόρας ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται; Να καταγράψετε τα
επιχειρήματά του και να τα αξιολογήσετε.
5. Από πού προέρχεται, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η πολιτική αρετή;
6. Είναι γνωστό ότι ο
άνθρωπος μαθαίνει αρχικά με τη μίμηση. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, την παραλείπει
ο Πρωταγόρας;
7. Ο Πρωταγόρας υποστηρίζει α) ότι, σύμφωνα με το μύθο, ο Δίας έδωσε σε όλους τους ανθρώπους την αἰδῶ και τη δίκη, και β) ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Νομίζετε ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις δύο αυτές θέσεις του Πρωταγόρα; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
8. οὐ φύσει ἀλλὰ διδακτόν: Ποιο είναι το νόημα της διάκρισης αυτής; Να τη συσχετίσετε με την αριστοκρατική (αρχαϊκή) αντίληψη της ηθικής και τις γενικότερες αντιλήψεις των σοφιστών.
9. Ποια άποψη
υποστηρίζει ο Πρωταγόρας για τα χαρακτηριστικά που οι άνθρωποι έχουν από τη
φύση ή από τυχαίο γεγονός και ποια στάση τηρούν οι άλλοι άνθρωποι (της εποχής)
απέναντι
σ' αυτά; Πώς κρίνετε τις απόψεις αυτές; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
10. Ποια είναι τα συστατικά στοιχεία της αρετής - όπως εμφανίζονται
στην ενότητα αυτή - και με ποιο τρόπο τα παρουσιάζει ο Πρωταγόρας;
11. πᾶν
τὸ
ἐναντίον
τῆς
πολιτικῆς
ἀρετῆς:
Ποιο
πρόβλημα
δημιουργείται
με
την εναλλαγή των όρων από τον Πρωταγόρα και τι μπορούμε
να υποθέσουμε
για την εξέλιξη του διαλόγου, δεδομένης
της φροντίδας του Σωκράτη για ακριβολογία και ειδικά για ακριβείς ορισμούς
των εννοιών;
Λεξιλογικές - Σημασιολογικές ασκήσεις
1.
ἡγοῦνται, χαλεπαίνουσιν, θυμοῦται, νουθετεῖ, οἴῃ, μετέχειν, δεῖν, ποιεῖν, ἀγαθὰ:
Να
γράψετε στην αρχαία ελληνική από ένα συνώνυμο
για κάθε λέξη που σας δίνεται.
2. Να δώσετε δύο νεοελληνικά ομόρριζα για
καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις : φῇ, οἰκεῖοι, μανίαν,
φύσει, τύχῃ, διδαχῆς.
3. Να γράψετε την ετυμολογία των λέξεων: νουθετοῦσιν, ἄδικος, τἀληθῆ, σωφροσύνην,
σύμβουλον
4. Να συνδέσετε τις λέξεις του κειμένου που δίνονται στη στήλη Α με τις ετυμολογικά συγγενείς τους της νέας ελληνικής στη στήλη Β.
Α
|
Β
|
ἐλεοῦσιν
θυμοί
φάναι
μαίνεσθαι
ἀσθενεῖς
ἀνόητος
|
μανιακός
ευθυμία
σθεναρά
εξασθενημένος
δυσνόητος
ανελέητα
διαφήμιση
παρανοϊκός
ελεημοσύνη
προφήτης
μυθομανής
πυρομανής
επιθυμώ
ενθύμιο
|
Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης
[1] Βλ και τις
αντίστοιχες θέσεις του Αριστοτέλη για την παιδευτική
λειτουργία του εθισμού (Ηθικά
Νικομάχεια, ενότητα 4η : «Οὐ μικρὸν οὖν διαφέρει
τὸ οὕτως ἤ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν»)