Πλάτωνος Πρωταγόρας ενότητα 7


ΕΝΟΤΗΤΑ 7η (324 D – 326E)

Η διδασκαλία της αρετής από την οικογένεια
και την κοινωνία

Υπάρχει ακόμη μια απορία, αυτή που διατύπωσες σχετικά με τους αγαθούς άνδρες: για ποιον λόγο οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες, ενώ διδάσκουν στους γιους τους όλα τα άλλα πράγματα που εξαρτώνται από τους δασκάλους και τους κάνουν σοφούς, δεν είναι σε θέση να τους βελτιώσουν στην αρετή στην οποία είναι και οι ίδιοι εξαίρετοι. Για το θέμα αυτό, Σωκράτη, δεν θα σου πω μύθο, αλλά λόγο. Σκέψου λοιπόν, τι από τα δύο συμβαίνει: υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι οι πολίτες, προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη πόλεως, ή δεν υπάρχει; Έτσι μόνο μπορεί να λυθεί η απορία που έχεις. Διότι, εάν μεν υπάρχει αυτό το ένα πράγμα και εάν αυτό το πράγμα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και το ὅσιον (και αυτά τα ονομάζω όλα μαζί ἀνδρὸς ἀρετήν)· εάν υπάρχει λοιπόν αυτό το πράγμα στο οποίο πρέπει να μετέχουν όλοι και σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ενεργεί κάθε άνδρας ξεχωριστά σε περίπτωση που θέλει να μάθει ή να πράξει κάτι, και σε καμιά περίπτωση χωρίς αυτό· και εάν, σε περίπτωση που κάποιος δεν μετέχει σ' αυτό, είτε παιδί είναι, είτε άνδρας είτε γυναίκα, πρέπει να τον διδάσκουμε και να τον τιμωρούμε, μέχρι που, με την τιμωρία, να βελτιωθεί· και εάν, σε διαφορετική περίπτωση, πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία· εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, και εάν, παρόλο που αυτή είναι η φύση των πραγμάτων, οι αγαθοί άνδρες, ενώ μορφώνουν τους γιους τους σε όλα τα άλλα, αυτό δεν τους το διδάσκουν, τότε σκέψου τι περίεργα πλάσματα είναι αυτοί οι αγαθοί άνδρες! Ότι το πράγμα αυτό το θεωρούν διδακτό και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, το αποδείξαμε ήδη. Ενώ όμως είναι το πράγμα αυτό διδακτό, αφού είναι κάτι που μπορεί να φροντίσει και να καλλιεργήσει κανείς, αυτοί διδάσκουν στους γιους τους τα άλλα, των οποίων η άγνοια δεν πρόκειται να επιφέρει ως ποινή τον θάνατο, αυτό όμως, την αρετή, που εάν τα αγόρια δεν τη μάθουν και δεν τη φροντίσουν, μπορεί να υποστούν ως ποινή και τον θάνατο και την εξορία και τη δήμευση της περιουσίας εκτός από τη θανάτωση και, με μια λέξη, τη συνολική καταστροφή του οἴκου τους, αυτή δεν τη διδάσκουν και δεν τη φροντίζουν με κάθε δυνατή επιμέλεια! Μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;
Στην πραγματικότητα, αρχίζουν από την παιδική ηλικία να διδάσκουν και να νουθετούν, συνεχίζοντας για όλη τη ζωή. Αμέσως μόλις αρχίσει να καταλαβαίνει ένα παιδί τι του λένε, και η παραμάνα του και η μητέρα του και ο παιδαγωγός του και ο ίδιος ο πατέρας του αγωνίζονται γι' αυτό το πράγμα, για το πώς δηλαδή θα βελτιωθεί το αγόρι, διδάσκοντάς το για κάθε του πράξη και για κάθε του λόγο και εξηγώντας του ότι αυτό είναι δίκαιο και το άλλο άδικο, και ότι αυτό είναι καλό και το άλλο αισχρό, και αυτό όσιο και εκείνο ανόσιο, και ότι αυτά πρέπει να τα κάνεις και αυτά να μην τα κάνεις. Κι όταν ακούει με τη θέλησή του, πάει καλά. Εάν όμως δεν υπακούει, τότε, με τις απειλές και τα χτυπήματα το "ισιώνουν", σαν δέντρο που λυγίζει και γέρνει.


Κι ύστερα, όταν το στέλνουν στους δασκάλους, δίνουν εντολή να επιμεληθεί ο δάσκαλος περισσότερο την εὐκοσμία των παιδιών, παρά τα γράμματα και τη μουσική. Και οι δάσκαλοι άλλωστε γι' αυτό φροντίζουν κυρίως. Και μόλις τα αγόρια μάθουν τα γράμματα και είναι σε θέση στο εξής να καταλάβουν ένα γραπτό κείμενο, όπως μέχρι τώρα καταλάβαιναν τον προφορικό λόγο, τα βάζουν, καθισμένα στα θρανία τους, να διαβάζουν δυνατά τα ποιήματα των μεγάλων ποιητών και τα αναγκάζουν να μάθουν απέξω αυτά τα έργα, στα οποία υπάρχουν πολλές συμβουλές, αλλά και αναλύσεις για τα πράγματα, και ἔπαινοι και  ἐγκώμια για τους αρχαίους ήρωες, προκειμένου το αγόρι να θελήσει να τους μιμηθεί και να έχει διάθεση να γίνει παρόμοιος. [...]
Και όταν πια φύγουν αυτοί [δηλ. οι νέοι άνδρες] από τους δασκάλους, η πόλη, με τη σειρά της, τους αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς, ώστε να μην ενεργούν από μόνοι τους και όπως νομίζουν οι ίδιοι [...]. Έτσι, και η πόλη, υπογραμμίζοντας τους νόμους, αυτά τα επινοήματα των καλών, παλαιῶν νομοθετῶν, αναγκάζει και όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με αυτούς. Εκείνος δε ο οποίος τους παραβαίνει, υφίσταται κυρώσεις και οι κυρώσεις αυτές ονομάζονται, και σε σας εδώ [δηλ. στην Αθήνα] και σε πολλά άλλα μέρη, εὐθύνες, λες και η δικαιοσύνη ξαναβάζει [τον παραβάτη] στην ευθεία. Ενώ λοιπόν είναι τόσο μεγάλη η προσπάθεια που καταβάλλεται για την αρετή και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, εσύ Σωκράτη εκπλήττεσαι και απορείς αν η αρετή είναι διδακτή; Το εκπληκτικό όμως θα ήταν μάλλον το να μην μπορεί να διδαχθεί η αρετή.

v
Νοηματικοί άξονες

     Αναίρεση από τον Πρωταγόρα με «λόγον» και όχι με «μῦθον» της θέσης του Σωκράτη (ΕΝΟΤΗΤΑ 1: δεύτερο επιχείρημα) ότι οι κορυφαίοι πολιτικοί άνδρες της Αθήνας αδυνατούν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παι­διά τους.
α) Αναίρεση της σωκρατικής θέσης με αποφατικό τρόπο: ο σοφι­στής επικαλείται δεδομένα της προηγούμενης συζήτησης, που αποδεικνύουν πως δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό που υποστηρίζει ο Σωκράτης.
β) Αναίρεση της σωκρατικής θέσης με καταφατικό τρόπο: ο σοφι­στής αναλύει το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας, αποδεικνύο­ντας πως πρωταρχικός στόχος σε κάθε στάδιο του είναι η εκμά­θηση της πολιτικής αρετής.

v Ερμηνευτική Προσέγγιση

«Υπάρχει ακόμη μια απορία ... οι ίδιοι εξαίρετοι.»
Ο σοφιστής εισάγει στο θέμα: ανασκευή της δεύτερης απορίας-ένστασης του Σωκράτη ότι οι ἀγαθοὶ ἄνδρες[1] (και ως τέτοιους θα εννοήσουμε τους πολιτικούς με το ακέραιο ήθος και τις διαπιστωμένες ικανότητες) δεν μπορούν να διδάξουν την πολιτική αρετή. Στην 1η ΕΝΟΤΗΤΑ του σχολικού εγχειριδίου, ο Σωκράτης, επιδιώκοντας να αντικρούσει τον ισχυρισμό του Πρωταγόρα σχετικά με το διδακτό της πολιτικής αρετής, είχε επικαλεστεί ως επιχείρημα την αδυναμία των Αθηναίων πολιτικών (π.χ. Περικλή) να διδάξουν τη συγκεκριμένη ιδιότητα στα παιδιά τους.
Βέβαια, ο Σωκράτης δεν έχει διατυπώσει «απορία», αλλά μάλλον μια γνώμη, την οποία, ωστόσο, ο Πρωταγόρας αντιμετωπίζει ως απορία που προέρχεται από κάποιον οιονεί μαθητή, ο οποίος περιμένει απάντηση από το δάσκαλό του. Ο τρόπος, μάλιστα, με τον οποίο ο σοφιστής απευθύνεται στο Σωκράτη είναι ενδεικτικός μιας αυταρέσκειας.

«Για το θέμα αυτό ... αλλά λόγο».
Στην ενότητα αυτή, ο σοφιστής επιχειρεί να ανασκευάσει τη θέση του φιλοσόφου με δύο τρόπους: αποφατικά, αποδεικνύοντας ότι δεν ισχύει, και καταφατικά, αποδεικνύοντας ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Για τον σκοπό αυτό, παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, τους πολλούς και ποικίλους τρόπους με τους οποίους κάθε Αθηναίος πολίτης διδάσκεται την πολιτική αρετή καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Η ανασκευή της σωκρατικής θέσης θα γίνει, κατά δήλωση του ίδιου του Πρωταγόρα, με «λόγον» (διάλεξη), δηλαδή με τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, και όχι με «μῦθον». Είναι χαρακτηριστικό το σχήμα άρσης-θέσης: «δεν θα σου πω μύθο, αλλά λόγο».
Σε σύγκριση με το μύθο, η διάλεξη προσφέρει:
                    i.            λογικά επιχειρήματα
                  ii.            αναφορά σε πραγματικά γεγονότα
                iii.            επομένως, μεγαλύτερη πειστικότητα.

«Σκέψου λοιπόν ... να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»
Ο Πρωταγόρας, χρησιμοποιεί ένα εκτενές επιχείρημα, για να αποδείξει ότι οι σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες οπωσδήποτε ενδιαφέρονται να διδάξουν την πολιτική τέχνη στα παιδιά τους. Μάλιστα, η αναίρεση της σωκρατικής θέσης γίνεται με αποφατικό τρόπο: ο σοφι­στής επικαλείται δεδομένα της προηγούμενης συζήτησης, που αποδεικνύουν πως δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό που υποστηρίζει ο Σωκράτης. Το επιχείρημα οργανώνεται ως εξής:
α) προϋπόθεση: όλοι οι πολίτες πρέπει να μετέχουν στην πολιτική αρετή, γιατί στην αντίθετη περίπτωση δεν θα υπήρχε πόλη («Σκέψου λοιπόν, ... η απορία που έχεις», «εάν υπάρχει λοιπόν ... σε καμιά περίπτωση χωρίς αυτό»).
β) συστατικά μέρη της πολιτικής αρετής είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η οσιότητα, τα οποία αποτελούν τους συνεκτικούς δεσμούς για την ύπαρξη της πόλης («Διότι, εάν μεν υπάρχει ... ἀνδρός ἀρετήν»).
γ) όποιος αδυνατεί να δεχτεί και να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στην πολιτική αρετή και τα μέρη της, δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία, εξορίζεται ή θανατώνεται («και εάν, σε περίπτωση που κάποιος ... και μετά την τιμωρία»).
δ) η πολιτική αρετή είναι διδακτή («ότι το πράγμα αυτό το θεωρούν διδακτό ... να καλλιεργήσει κανείς ...».)
c Συμπέρασμα: Είναι αδύνατον οι Αθηναίοι πολιτικοί, που γνωρίζουν τα παραπάνω, να αμελούν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους, παρό­λο που αυτή διδάσκεται και επιβάλλεται να διδάσκεται σε όλους («αυτοί  διδάσκουν στους γιους τους ... κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»).
ü  συλλογισμός a minore ad maius (ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον).

«Σκέψου λοιπόν… που έχεις.»
Στο σημείο αυτό, ο Πρωταγόρας επαναλαμβάνει μια θέση που έχει αποδείξει σε προηγούμενες ενότητες, ότι είναι αναγκαίο να κατέχουν όλοι την πολιτική αρετή, προκειμένου να υπάρχουν πόλεις. Την ανασκευή της προηγούμενης επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προσπαθεί ο σοφιστής να την πραγματοποιήσει με τρόπο αξιωματικό. Διατυπώνει ένα δίλημμα με τη μορφή ρητορικής ερώτησης («υπάρχει ένα πράγμα … ή δεν υπάρχει;»), στην οποία δε θα απαντήσει, επειδή κρίνει ότι η θέση του έχει ήδη αναπτυχθεί.

«εν αυτ το πργμα δεν εναι οτε η οικοδομικ οτε η μεταλλουργα οτε η κεραμική...»
Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί το σχήμα άρσης-θέσης («αυτό το πράγμα δεν είναι ... αλλά ...»), για να εκθέσει αυτό που θεωρεί θεμελιώδες για τη συγκρότηση και έυρυθμη λειτουργία των πόλεων (πολιτική αρετή). Το στοιχείο αυτό, λοιπόν, δεν είναι κάποια τεχνική δεξιότητα, αλλά κάτι που μπορούν όλοι να διαθέτουν· την πολιτική αρετή, η οποία, όπως έχει φανεί από το μύθο, βρίσκεται έξω από τον καταμερισμό της εργασίας.
ü Στο σημείο αυτό ο Πρωταγόρας υπαινίσσεται το επιχείρημα του Σωκράτη σχετικά το δικαίωμα ισηγορίας των πολιτών στην εκκλησία του δήμου, το οποίο, κατά το Σωκράτη, δείχνει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Είναι χαρακτηριστικό το πολυσύνδετο σχήμα: «εάν αυτό το πράγμα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική»

«αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και το ὅσιον (και αυτά τα ονομάζω όλα μαζί  "ἀνδρός ἀρετήν"»
Ο Πρωταγόρας έχει και πάλι την ευκαιρία να αναφερθεί στο περιεχόμενο της πολιτικής αρετής και τη σημασία της. Η αρετή του ανθρώπου αποτελεί μια ευρεία έννοια, μόρια της οποίας αποτελούν η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η οσιότητα.
α) Το πρώτο συστατικό στοιχείο αυτής της έννοιας αποτελεί η δικαιοσύνη, η συμπεριφορά που αντιλαμβανόμαστε ως έκφρα­ση της ηθικής, ως ενάρετη και έντιμη στάση απέναντι στους άλλους ανθρώπους.
β) Δεύτερο θεμελιακό στοιχείο της είναι η σωφροσύνη, που νοείται ως η ικανότη­τα του ανθρώπου να ενεργεί σωστά, να είναι συνετός απέναντι σε όσα έχουν σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό.
γ) Τελευταίο μόριο της αρετής του ανδρός αποτελεί η οσιό­τητα, η ευσέβεια με λίγα λόγια προς τους θεούς.
Όλες αυτές οι ιδιότητες συνιστούν την αρετή του ανθρώπου, την άνδρός άρετήν, κάτι που μας φέρνει στο μυαλό τα όσα είχε εκθέσει ο Σοφιστής στην ενότητα 4. Εκεί είχε αναφέρει ως συστατικά της πολιτικής αρετής την αιδώ και τη δίκη, ενώ εδώ αναφέρεται στις ίδιες σχεδόν αρε­τές, τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και την οσιότητα, κάνοντας σχεδόν προφανές ότι στον όρο αιδώς έχει στην προκειμένη περίπτωση συμπεριλάβει τόσο τη σωφρο­σύνη όσο και την οσιότητα.
Αφού η πολιτική αρετή είναι μία και ενιαία, άριστος και αγαθός άνδρας είναι όποιος συνδυάζει και τα τρία μέρη της ως γνώρισμά του, καθώς φαίνεται αντιφατικό κάποιος να είναι όσιος, αλλά όχι δίκαιος ή φρόνιμος, και αντίστροφα.
ü Οι έν­νοιες «δικαιοσύνη», «σωφροσύνη», «οσιότητα» παρουσιάζονται από το σοφιστή με πολυσύνδετο σχήμα («η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και το όσιον»). Η αναφορά σε αυτές θα δώσει αφορμή στο Σωκράτη να διατυπώσει τη δεύτερη καίρια ερώτηση του, ώστε να αρχίσει η φιλοσοφική έρευνα για το περιε­χόμενο της έννοιας της αρετής και κυρίως για τη σχέση των μορίων της.
ü Ο Πρωταγόρας αναφέρεται στην πολιτική αρετή με τον όρο «ἀνδρὸς ἀρετήν», με τον οποίο δηλώνεται η ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής του και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Σ’ αυτή, μόνο οι άνδρες μπορούσαν να συμμετέχουν στα κοινά, ενώ οι γυναίκες είχαν υποδεέστερη θέση, ασχολούνταν μόνο με την οργάνωση του νοικοκυριού και έπρεπε να υπακούουν στον άντρα τους[2].

«είτε παιδί είναι, είτε άνδρας είτε γυναίκα»
Η φράση αυτή φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση με τον όρο «ἀνδρὸς ἀρετή», που μόλις χρησιμοποίησε ο Πρωταγόρας. Βέβαια, με τη φράση αυτή ο σοφιστής εννοεί  ότι όλοι ανεξαιρέτως μέσα στην πόλη πρέπει να μετέχουν στα συστατικά τής πολιτικής αρετής που προανέφερε (δικαιοσύνη, σωφροσύνη, οσιότητα), ώστε να καθίσταται δυνατή η εύρυθμη λειτουργία τής κοινωνίας, και να τιμωρούνται σε περίπτωση που αμελούν να τα καλλιεργήσουν. Η αντίφαση αυτή, λοιπόν, είναι διακαιολογημένη, αν ληφθεί υπ’όψιν ότι στην πορεία τού διαλόγου το περιεχόμενο τής έννοιας «(πολιτική) αρετή» αλλοιώθηκε σε σχέση με το περιεχόμενο τής «εὐβουλίας», όπως την όρισε αρχικά ο Πρωταγόρας. Ως αρετή, λοιπόν, πλέον εννοείται όχι η ικανότητα στο πράττειν και λέγειν στην ιδιωτική και δημόσια ζωή (πράγμα που αποτελούσε αποκλειστική υπόθεση των ανδρών), αλλά η συμμετοχή σε ηθικές, κατά βάσιν, ιδιότητες, οι οποίες αφορούν σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους που συμβιώνουν στην πόλη.

«και εάν σε περίπτωση … και μετά την τιμωρία»
Όπως ο σπουδαίος πολιτικός, έτσι και ο απλός πολίτης χρειάζεται να χαρακτηρίζεται από το ενιαίο της πολιτικής αρετής, για να υπάρξει πόλη και ο ίδιος αρμονικά ενταγμένος μέσα σε αυτή. Προς αυτή την κατεύθυνση:
α)  Η διαπαιδαγώγηση του πολίτη αποβλέπει στο να του εμφυσήσει την αρετή και τα μέρη της, ώστε να ενεργεί κατά τρόπο συμβατό με τον τρόπο ύπαρξης της πόλης («πρέπει να τον διδάσκουμε»).
β) Αν όμως η διαπαιδαγώγηση αποτυγχάνει, και δεν συμμορφώνεται ο πολίτης στις αρχές της αρετής, τότε επιβάλλονται ποινές, ώστε να εθιστεί στο ενιαίο της αρετής («πρέπει ... να τον τιμωρούμε»).
γ) Παρόλο, όμως, που η καθολικότητα της αρετής αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση των πολιτικών κοινωνιών, μερικοί είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως και αδυνατούν να οικειωθούν στοιχειωδώς την αρετή και τα μέρη της. Αυτοί, λοιπόν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πρωταγόρα, πρέπει να εκδιώκονται από την πόλη («πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη»)
δ) ή ακόμα και να θανατώνονται («ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμη και μετά τη διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία»).
ü Ο σοφιστής αναφέρει τις ποινές με ανιούσα κλιμάκωση.

Η θανατική ποινή
α) Επιβάλλεται μόνο ως έσχατο μέσο τιμωρίας, όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, με σκοπό να διαφυλαχθεί η ισορροπία και η αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη.
β) Αποτελεί έμμεσα αναπόφευκτη συνέπεια της εξορίας.

« μπορεί να υποστούν ... καταστροφή του οἴκου τους»
Η κλιμάκωση των ποινών που αναφέρονται εδώ («μπορεί να υποστούν ως ποινή και τον θάνατο και την εξορία και τη δήμευση της περιουσίας εκτός από τη θανάτωση και, με μια λέξη, τη συνολική καταστροφή του οἴκου τους») αποδεικνύει ότι ο θάνατος για τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν η βαρύτερη ποινή· ο εξαφανισμός μιας οικογένειας ήταν η μεγαλύτερη συμφορα[3].
Πράγματι, τέτοιες ήταν οι ποινές που επιβλήθηκαν στον Αθηναίο ρή­τορα και πολιτικό Αντιφώντα για τη συμμετοχή του στο ολιγαρχικό πραξικόπημα των Τετρακοσίων (411 π.Χ.), με το οποίο καταλύθηκε προσωρινά το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας. Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας τον καταδίκασε σε θάνατο, απαγορεύοντας μάλιστα την ταφή του σώματος του στην αθηναϊκή γη. Επίσης, αποφάσισε τη δή­μευση της περιουσίας του και την κατεδάφιση της οικογενειακής κατοι­κίας του, ενώ αφαίρεσε και από τους απογόνους του τα πολιτικά τους δι­καιώματα (ατιμία).

Εκφραστικοί τρόποι
Η απόδειξη της θέσης ότι οι άριστοι άνδρες μπορούν να διδάξουν στα παιδιά τους την πολιτική αρετή γίνεται με τα εξής εκφραστικά μέσα:
  1. μια ρητορική ερώτηση Μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, Σωκράτη;»)
  2. επτά διαδοχικές υποθετικές προτάσεις, οι οποίες διατυπώνονται μόνο ρητορικά ως υποθέσεις και δημιουργούν την εντύπωση ανανταπόδοτου, ενώ νοούνται ως προτάσεις αποφαντικές, ως δεδομένες θέσεις.  Διότι, εάν μεν υπάρχει αυτό το ένα πράγμα και εάν αυτό το πράγμα δεν είναι … εάν υπάρχει λοιπόν αυτό το πράγμα … και εάν, σε περίπτωση που κάποιος δεν μετέχει σ' αυτό, … και εάν, σε διαφορετική περίπτωση, πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη … εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, και εάν, παρόλο που αυτή είναι η φύση των πραγμάτων…»)
  3. επαναλήψεις Διότι, εάν μεν υπάρχει αυτό το ένα πράγμα και εάν αυτό το πράγμα δεν είναι … εάν υπάρχει λοιπόν αυτό το πράγμα … Ότι το πράγμα αυτό το θεωρούν διδακτό και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, το αποδείξαμε ήδη. Ενώ όμως είναι το πράγμα αυτό διδακτό…»)
  4. πλατειασμοί
  5. στο συμπέρασμα αξιοποιείται ο συλλογισμός «ἐκ τοῦ ἐλάσσονος πρὸς τὸ μεῖζον», δηλαδή ο λόγος σταδιακά κορυφώνεται καθώς προτάσσει στην αναφορά του το λιγότερο σπουδαίο (πχ. διδασκαλία γλώσσας, αριθμητικής κ.τ.λ.) στο σπουδαιότερο (που εδώ είναι η διδασκαλία της αρετής).
ü Όλοι αυτοί οι εκφραστικοί τρόποι χρησιμοποιούνται πιθανόν:
α) για λόγους εντυπωσιασμού
β) αποδεικνύουν την αμηχανία και τη δυσκολία του σοφιστή να πείσει τον αντίπαλό του.

Αξιολόγηση του συλλογισμού
Το επιχείρημα του Πρωταγόρα δεν κρίνεται ιδιαίτερα πειστικό για τους εξής λόγους:
α. Χρησιμοποιεί ρητορική ερώτηση  και μια σειρά  επτά διαδοχικών υποθέσεων, από τις οποίες προκύπτει μια θέση που ο ίδιος θεωρεί δεδομένη, χωρίς να προσκομίζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
β. Χρησιμοποιεί δεοντολογική διατύπωση πρέπει να μετέχουν, πρέπει να ενεργεί, πρέπει να τον διδάσκουμε και να τον τιμωρούμε, πρέπει να εκδιώκουμε»), η οποία δεν έχει αποδεικτική ισχύ, καθώς αναφέρει τι πρέπει να συμβαίνει και όχι τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
γ. Συνάγει το διδακτό της πολιτικής αρετής από τους μεγάλους πολιτικούς στα παιδιά τους ως συμπέρασμα –αναγκαιότητα λόγω των επικρεμάμενων αυστηρών ποινών που έχει θεσπίσει η πολιτεία για όσους παραμελούν την αρετή. Αυτό όμως το συμπέρασμα είναι μάλλον αυθαίρετο.
δ. Ο Πρωταγόρας αλλοιώνει την αρχική θέση του Σωκράτη. Ο Σωκράτης είχε υποστηρίξει ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να κάνει τους γυιους του ικανούς πολιτικούς, δηλαδή ικανούς να πράττουν και μιλούν για τις δημόσιες υποθέσεις. Ο Πρωταγόρας, από την άλλη, εννοεί εδώ την πολιτική αρετή ως οικειοποίηση των ηθικών αρχών (δικαιοσύνης, σωφροσύνης, οσιότητας) που είναι αναγκαίες για την ομαλή κοινωνική συμβίωση.

ü Ίσως ο συγγραφέας του διαλόγου, ο Πλάτωνας, παρουσιάζει σκόπιμα σαθρή την επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα, ώστε να καταδείξει μέσω αυτής τις γενικότερες ανακολουθίες της σοφιστικής.

«Στην πραγματικότητα ... να μην μπορεί να διδαχθεί η αρετή».
Ο Πρωταγόρας, συνεχίζοντας την απόδειξη για το διδακτό της αρετής, επικαλείται ένα εμπειρικό και γι’ αυτό ισχυρότερο τεκμήριο. Παρουσιάζει το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας εγκωμιαστικά ως πρότυπο παιδείας και αγωγής που υπηρετεί με συνέπεια την πολιτική αγωγή και τον πολιτισμό. Ο Πρωταγόρας θα παρουσιάσει τη δομή και τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος της Αθήνας μιλώντας για τις βαθμίδες που περιλαμβάνει, για να καταλήξει τελικά στο συμπέρασμά του ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.
ü Βέβαια, η περιγραφή του αθηναϊκού εκπαιδευτικού συστήματος γίνεται για να φανεί το διδακτό της αρετής και αυτό σημαίνει ότι δεν αποτελεί μια πλήρη και λεπτομερή απόδοσή του. Πάντως, το κείμενο αυτό αποτελεί την πρώτη απόπειρα θεωρητικής θεμελίωσης της αγωγής και αποτίμησής της ως κοινωνικής λειτουργίας.  

«...αρχίζουν από την παιδική ηλικία ... και γέρνει.»
Στο πρώτο στάδιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που αντιστοιχεί στην προσχολική αγωγή, το παιδί διδάσκεται από τους γονείς, τον παι­δαγωγό και την τροφό του τις βασικές κοινωνικές/ηθικές αρετές (το δί­καιο, το καλό, το όσιο) και μαθαίνει να τις διακρίνει από τις αντίθετες τους (το άδικο, το αισχρό, το ανόσιο).
ü  Είναι χαρακτηριστικές οι αντιθέσεις που χρησιμοποιεί ο σοφιστής, για να παρουσιάσει τις ηθικές έννοιες που διδάσκονται στο παιδί σε αυτό το στάδιο: «και ότι αυτό είναι καλό και το άλλο αισχρό» , «και αυτό όσιο κι εκείνο ανόσιο» , «και ότι αυτά πρέπει να τα κάνεις και αυτά να μην τα κάνεις»
Σκοπός της παρεχόμενης αγωγής είναι η ηθική διάπλαση του χαρακτή­ρα του νέου ανθρώπου, η μετάδοση της πολιτικής αρετής («για το πώς θα βελτιωθεί το αγόρι»).
Μέθοδος: Οι αρετές αυτές μεταδίδονται στο παιδί με τη νουθεσία, τις προτροπές, τις υποδείξεις και το παράδειγμα, αλλά και με την απειλή, τον κατανα­γκασμό και την τιμωρία, ακόμη και με τον ξυλοδαρμό, στην περίπτωση που τα υπόλοιπα μέσα αποδειχθούν ατελέσφορα.
ü  Είναι χαρακτηριστική η παρομοίωση του παιδιού με δέντρο: «… το "ισιώνουν", σαν δέντρο που λυγίζει και γέρνει»
ü  Η αναφορά στους φορείς αγωγής στο στάδιο αυτό τής εκπαιδευτικής διαδικασίας γίνεται με πολυσύνδετο σχήμα: «και η παραμάνα του και η μητέρα του και ο παιδαγωγός του και ο ίδιος ο πατέρας του»
ëτροφός: ήταν γυναίκα δούλα ή ελεύθερη με μισθό που ασχολούταν με την περιποίηση των νηπίων. Υπήρχαν δύο ειδών τροφοί:
      α) η τίτθη που θήλαζε το παιδί και
      β) η τιθήνη που περιποιούταν το παιδί μέχρι την ηλικία των 6 ή 7 ετών.

ëπαιδαγωγός: ήταν άντρας, συνήθως δούλος, που αναλάμβανε την περιποίηση του παιδιού από 7 μέχρι 18 ετών. Φρόντιζε για τη διαγωγή του παιδιού, το συμβούλευε, το τιμωρούσε, το προφύλασσε από κακές πράξεις, το παρακολουθούσε στη μελέτη των μαθημάτων του και το συνόδευε στο σχολείο, όπου μπορούσε να παρακολουθήσει και το μάθημα.

«Κι ύστερα ... να γίνει παρόμοιος»
Στο δεύτερο στάδιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας την ηθική διαπαιδα­γώγηση του νέου ανθρώπου αναλαμβάνουν οι διαφόρων ειδών «διδάσκα­λοι» («γραμματισταί», «κιθαρισταί», «παιδοτρίβαι» και «γυμνασταί»).
α) Οι «γραμματισταί» αρχικά μαθαίνουν στα παιδιά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Μετά υποχρεώνουν τα παιδιά να αποστηθίσουν ποιήματα αξιόλογων επικών (Ομήρου και Ησίοδου) και λυρικών ποιητών (Σόλωνα και Θέογνη). Η πρακτική αυτή εξυπηρετούσε ηθοπλαστικούς σκοπούς: τα έργα αυτά παρείχαν στους νέους χρήσιμες συμβουλές, υ­ποδείξεις και διδάγματα για τη μετέπειτα ζωή τους, ενώ οι εξυμνούμενες σε αυτά πράξεις ενάρετων και σπουδαίων ανδρών του παρελθόντος λειτουργούσαν ως αξιόλογα υποδείγματα ζωής, συμπεριφοράς και δράσης («... έπαινοι και εγκώμια για τους αρχαίους ήρωες, προκειμένου το αγόρι να θελήσει να τους μιμηθεί...»).
β) Οι «κιθαρισταί» μαθαίνουν στα παιδιά «μουσική» (χορό, τραγούδι, εκμάθηση αυλού και λύρας).
γ) Οι «παιδοτρίβαι» και οι «γυμνασταί» με τη σειρά τους φροντίζουν για τη σωστή διάπλαση του σώματος τους, γυμνάζοντας τα στις «παλαί­στρες» και στα «γυμναστήρια».

ü Βασικός στόχος της αγωγής και σ' αυτό το στάδιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας παραμένει η ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων ανθρώπων, δηλαδή η διδασκαλία της πολιτικής αρετής, και δευτερευόντως μόνο η παροχή γνώσεων σ' επιμέρους γνωστικά αντικείμενα («... να επιμελη­θεί ο δάσκαλος περισσότερο την εὐκοσμία των παιδιών, παρά τα γράμ­ματα και τη μουσική»).
ü Ο καταναγκασμός εξακολουθεί και εδώ να κατέχει σημαντική θέση με­ταξύ των εφαρμοζόμενων μεθόδων αγωγής και διδασκαλίας («τα ανα­γκάζουν να μάθουν απ' έξω αυτά τα έργα»).

 «Και όταν πια φύγουν ... στην ευθεία»
Μετά την ενηλικίωση των νέων, το έργο της ηθικής τους αρτίωσης συ­νεχίζεται και ολοκληρώνεται από την πολιτεία (τρίτο στάδιο της εκ­παιδευτικής διαδικασίας). Η τελευταία μαθαίνει στα νέα μέλη της τους ισχύοντες νόμους, δηλαδή τους παραδεδεγμένους κώδικες ηθικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, που καθορίζουν τον ιδιωτικό και δημόσιο βίο των πολιτών και τους οποίους οφείλουν να τηρούν όλοι. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, το γεγονός ότι οι νόμοι αναγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες και τοποθετούνταν σε δημόσιο χώρο, για να μπορούν να τους διαβάζουν όλοι οι πολίτες.
Το παιδευτικό ιδεώδες του Πρωταγόρα δεν είναι ατομοκρατικό αλλά κοινωνιοκρατικό, εφόσον η καλλιέργεια στον καθένα της αἰδοῦς και της δίκης, που είναι πόλεων κόσμοι τε κα δεσμο φιλίας συναγωγοί, είναι στην ουσία «γωγ ες λότητα». Ο νέος μορφωνόταν για λογαριασμό του κοινωνικού συνόλου και διαμέσου αυτού. Υπέρτατος δάσκαλος της πολιτικής τέχνης είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και το σύνολο των πολιτών.

ü Ο στόχος παραμένει ο ίδιος: η διαμόρφωση ενάρετων χαρακτήρων, χρηστών και δίκαιων πολιτών, μέ­σω της ευεργετικής επίδρασης των νόμων. Είναι χαρακτηριστική η προσωποποίηση τής διακαιοσύνης, η οποία «ξαναβάζει τον παραβάτη στην ευθεία»
ü Ο καταναγκασμός, ως μέθοδος ηθικής διαπαιδαγώγησης, δεν λείπει ούτε απ' αυτό το στάδιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας («... τους αναγκάζει να μάθουν τους νόμους»).

 «... και οι κυρώσεις αυτές ονομάζονται, και σε σας εδώ και σε πολλά άλλα μέρη, ευθύνες...»
Η λέξη «εὐθῦναι» παράγεται από το ρ. εὐθύνω, το οποίο στην αρχαία ελ­ληνική γλώσσα σήμαινε «ισιώνω», «ισοσκελίζω». «Εὐθῦναι» ονόμαζαν στην αρχαιότητα τη λογοδοσία, στην οποία ήταν υποχρεωμένος να προβεί κάθε δημόσιος λειτουργός για τα πεπραγμένα της διοίκησης του στο τέλος ή και στο μέσο της θητείας του. «Εὐθῦναι» ονόμαζαν επίσης και την ποινή που του επέβαλλε η πολιτεία, στην περίπτωση που δεν ήταν χρηστή η άσκηση των δημόσιων καθηκόντων του.
ευθύνες: γλωσσικό παιχνίδι Πρωταγόρα σε σύγκριση με την εικόνα του ανυπάκουου παιδιού που περιγράφεται παραπάνω: « Εάν όμως δεν υπακούει, τότε, με τις απειλές και τα χτυπήματα το “ισιώνουν”, σαν δέντρο που λυγίζει και γέρνει».
Η λέξη «εὐθῦναι», επομένως, αποτελεί μια μεταφορική έκφραση που δηλώνει την συμμόρφωση στους νόμους και τη δικαιοσύνη.

Εκπαιδευτικο Συστημα Αρχαιασ Αθηνας

Βαθμίδες εκπαίδευσης
Φορείς αγωγής
Αντικείμενο διδασκαλίας. Περιεχόμενο

Στόχοι

Μέσα
 Α. Πρώτη      βαθμίδα (Προσχολική    αγωγή) έως το  6ο ή 7ο έτος

γονείς, παραμάνα, παιδαγωγός
ηθική διαπαιδαγώγηση (δίκαιο-άδικο,
καλό-κακό,
όσιο-ανόσιο)
μετάδοση ηθικών αξιών
διδασκαλία, συμβουλές, απειλές, χτυπήματα
 Β. Δεύτερη  βαθμίδα  (Διδασκαλία  στο σχολείο)  από το 7ο -18ο έ  τος
δάσκαλοι:
ü κιθαριστές
ü παιδοτρίβες
ü γραμματιστές
γραφή, ανάγνωση ποίηση, μουσική, γυμναστική,
ηθικές αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς
η εὐκοσμία των παιδιών,
υγιές σώμα,
ικανότητα στο λέγειν και πράττειν
αποστήθιση ποιημάτων
παραδείγματα
μίμηση προτύπων
τιμωρίες
 Γ. Τρίτη  βαθμίδα (Ενήλικος  πολιτικός βίος)

πόλη
εκμάθηση των νόμων
 άρχειν και αρχεσθαι
πολιτική αρετή
τήρηση των νόμων
τιμωρία και λογοδοσία εκείνων που παραβαίνουν τους νόμους



Ο χαρακτήρας της αγωγής στην αρχαία Αθήνα
 Η παιδεία των νέων στην Αθήνα θα μπορούσε επιπόλαια μάλλον και βιαστικά να θεωρηθεί αυταρχική, διότι ασκούν έλεγχο το οικογενειακό και «σχολικό» περιβάλλον και η πολιτεία, ώστε το παιδί να υποχρεώνεται να πειθαρχεί. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστική η επανάληψη του ρήματος «αναγκάζω». Ωστόσο, το αν θα αποδοθεί ο χαρακτηρισμός, εξαρτάται από το είδος της πολιτείας και την ποιότητα των σχέσεων. Στην πραγματικότητα, η αγωγή στην Αθήνα απέβλεπε στο να δημιουργήσει ελεύθερους δημοκρατικούς πολίτες, υπεύθυνους και καλλιεργημένους ανθρώπους με υψηλό ήθος.  

Βασικά γνωρίσματα εκπαιδευτικού συστήματος τής Αθήνας
Œ Η αγωγή των Αθηναίων πολιτών ήταν μια διαδικασία που διαρκούσε όλη τους τη ζωή. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια διά βίου εκπαίδευση.
 Η εκπαίδευση είχε ιδιωτικό χαρακτήρα και επομένως απευθυνόταν κυρίως στις εύπορες οικογένειες. Η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι του μαθητή ή του δασκάλου, ενώ το περιεχόμενο της εκπαίδευσης δεν ήταν σαφώς καθορισμένο από την πολιτεία, αλλά εξαρτάτο από το κριτήριο του δασκάλου ή της οικογένειας.
Ž Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης ήταν κυρίως ηθοπλαστικό, αφού αποσκοπούσε στο να διαμορφωθούν ηθικά ενάρετοι άνθρωποι. Αυτό υποδηλώνεται σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.

Ο νόμος για τον Πρωταγόρα
Για τον Πρωταγόρα, αλλά και γενικότερα για τους ηθικούς και πολιτικούς στοχαστές του πέμπτου π.Χ. αι., ο νόμος:
α) Είχε απεκδυθεί παντελώς της θεϊκής υπόστα­σης του. Ως τότε, οι άνθρωποι πίστευαν ότι εκπορεύεται από τους θεούς και αποτελεί έκφραση της βούλησης τους. Αντίθετα, οι σοφιστές αντι­μετωπίζουν τον νόμο ως καθαρά ανθρώπινο δημιούργημα, προϊόν συναπόφασης και συναποδοχής των μελών μιας πολιτικής κοινωνίας, που γίνεται σεβαστός και αποδεκτός για όσο χρονικό διάστημα κρίνουν ε­κείνοι. Ο νόμος, δηλαδή, δεν είχε γι' αυτούς αιώνιο, καθολικό και ακατά­βλητο κύρος, αλλά μερικό, σχετικό και παροδικό.
β) Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε και σ' αυτή και στην 4η ΕΝΟΤΗΤΑ («αἰδώς», «δίκη»), ο Πρωταγόρας ανα­γνώριζε την καθοριστική συμβολή του τόσο στη διαμόρφωση του χαρα­κτήρα ενός ανθρώπου όσο και στη συγκρότηση «πόλεων». Παρόμοια, ο Περικλής στον Ἐπιτάφιο τονίζει ότι η αθηναϊκή δημοκρατία στηρίζεται στην ενσυνείδητη πειθαρχία των πολιτών της στους γραπτούς και άγραφους νόμους (Θουκυδίδης ΙΙ, 37, 3).

Σύγκριση αδος –δίκης και νόμων
1) Δεν είναι φύσει στους ανθρώπους.
2) Επιβάλλεται να συμμορφώνονται όλοι σε αυτά.
3)  Για όποιον αποκλίνει από τα στοιχεία αυτά προβλέπονται ποινές.
4) Συμβάλλουν στην ηθική του ατόμου και εγγυώνται την  κοινωνική αρμονία.

 «Ενώ λοιπόν είναι … αν η αρετή είναι διδακτή;»
Στη φράση αυτή διατυπώνεται το συμπέρασμα του Πρωταγόρα για το «διδακτὸν» της πολιτικής αρετής. Παράλληλα, αποτελεί την κατακλείδα τής σοφιστικής διάλεξης προς το Σωκράτη. Αφού, λοιπόν, μίλησε διεξοδικά για το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας και τις βαθμίδες που περιλαμβάνει, ο Πρωταγόρας καταλήγει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να μη διδάσκεται η πολιτική αρετή, εφόσον καταβάλλονται τόσες προσπάθειες από τους ανθρώπους και σε ιδιωτικό και σε δημόσιο επίπεδο για τη μετάδοσή της. 
ü Συνολικά, κατά τον Πρωταγόρα, η διαβίωση ενός ανθρώπου σε μια πολιτική κοινωνία είναι, μια συνεχής και ατελεύτητη διαδικασία εκμάθησης της πολιτικής αρετής. Το γεγονός αυτό αποτελεί τη μέγιστη απόδειξη του επίκτητου χαρακτήρα της.

Ο συλλογισμός επιγραμματικά
α) Οι γονείς, η τροφός και ο παιδαγωγός προσπαθούν με παραινέσεις, συμβουλές αλλά και με απειλές να νουθετήσουν το μικρό παιδί και να το οδηγήσουν στην αρετή.
β) Αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία συνεχίζεται έπειτα στο «σχολείο» και στο γυμναστήριο, όπου η κυριότερη επιδίωξη είναι να προσφερθεί ηθικό-πολιτική αγωγή.
γ) Εξάλλου, η ίδια η πόλη αναγκάζει τους πολίτες της να μαθαίνουν τους νόμους και τους θεσμούς της και να ζουν σύμφωνα με αυτούς.
è Αφού, λοιπόν, τόσοι κόποι και προσπάθειες καταβάλλονται από όλους τους φορείς για τη διδασκαλία της αρετής, η τελευταία είναι διδακτή.

Αξιολόγηση τού συλλογισμού
Ο Πρωταγόρας με θριαμβικό τόνο τελειώνει αυτό το κεφάλαιο. Η ρητορική του ερώτηση («Ενώ λοιπόν ... είναι διδακτή;») αλλά και η απάντηση («Το εκπληκτικό όμως ... η αρετή») φανερώνει την πίστη του πως η αρετή είναι διδακτή και πως δεν είναι δυνατόν ο Σωκράτης να έχει πλέον αμφιβολίες. Παρουσιάζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σίγουρος ότι ολοκλήρωσε με επιτυχία την απόδειξη για την ορθότητα της θέσης του. Το επιχείρημα θεωρείται από πολλούς πειστικό, εφόσον βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Ωστόσο, το συμπέρασμα παρουσιάζεται μέσω μιας ρητορικής ερώτησης («εσύ εκπλήττεσαι... είναι διδακτή;») που συνιστά σόφισμα λήψεως του αιτουμένου («το εκπληκτικό όμως θα ήταν να μην μπορεί να διδαχθεί η αρετή»). Συγκεκριμένα, ο σοφιστής θεωρεί ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, επειδή ακριβώς συνεργάζονται όλοι οι φορείς της αγωγής σε δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο. Ωστόσο, το ότι έχουν όλοι τη θέληση να διδάξουν την πολιτική αρετή δεν αποδεικνύει ότι μπορούν να επιτύχουν το σκοπό τους, καθιστώντας τους μαθητές κοινωνούς της πολιτικής αρετής.

v  ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ στα ΘΕΜΑΤΑ για ΣΥΖΗΤΗΣΗ

1.    Συγκρίνετε τη στάση του Σωκράτη, όταν στη φυλακή αρνή­θηκε να πειστεί στις προτάσεις των φίλων του για απόδραση (δες Εισαγωγή, σελ. 37 επ.), με τις απόψεις του Πρωταγόρα περί τιμωρίας.
Ο Πρωταγόρας είναι ο πρώτος διανοητής στην ιστορία της ανθρώπι­νης σκέψης που συλλαμβάνει την εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στην ποι­νή/κολασμό και την εκδίκηση/ανταπόδοση. Ο Σωκράτης, όπως διαπιστώνε­ται στον πλατωνικό Κρίτωνα, πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα: απορρίπτει ως ηθικά απαράδεκτη τη διάπραξη μιας άδικης ενέργειας σε ανταπόδοση μιας άλλης που έχει προηγηθεί. Κατ' αυτόν, η εκδίκηση συνιστά πράξη εξίσου άδικη και ηθικά αξιόμεμπτη με αυτή για την οποία επιβάλλεται, ενώ βλά­πτει όχι τόσο εκείνον που την υφίσταται όσο αυτόν που τη διαπράττει (Ει­σαγωγή σχολικού βιβλίου, σελ. 39: «...ο Σωκράτης αντιστάθηκε στις προ­σπάθειες των φίλων του να τον πείσουν να αποδράσει ... πίστευε πως το γεγονός ότι αδικήθηκε από τους συμπολίτες του δεν αποτελούσε δικαιολο­γία για να διαπράξει αδικία εναντίον των νόμων της πόλης του. Έτσι, ήπιε ψύχραιμα το κώνειο ... και πέθανε μέσα στο κελί του δεσμωτηρίου»). Πέρα από αυτό, ο Σωκράτης δεν φαίνεται να απορρίπτει τη θανατική ποινή ως μέσο απονομής δικαιοσύνης, κάτι που θα έκανε ασφαλώς ο Πρωταγόρας, ο οποίος απέδιδε στις ποινές σωφρονιστικό και όχι κατασταλτικό χαρακτήρα.

2.    Συγκρίνετε την άποψη του Σωκράτη για την αδυναμία των πολιτών να διδάξουν την αρετή στα παιδιά τους με τη δια­φορετική θέση του Πρωταγόρα.
Ο Σωκράτης δεν υποστήριξε ότι οι πολίτες αδυνατούν να διδάξουν την αρετή στα παιδιά τους, με την έννοια της δικαι­οσύνης και της ηθικής («ανδρός αρετή»), αλλά ότι οι επιφανείς Αθηναίοι πο­λιτικοί σαν τον Περικλή δεν μπορούν να μεταδώσουν στους γυιους τους στοι­χεία της αναμφισβήτητης πολιτικής τους τέχνης («πολιτική αρετή» ή «πολιτική τέχνη»). Ο Πρωταγόρας πάλι απέδειξε ότι διδάσκεται η αρετή, με την έννοια όμως της δικαιοσύνης και της ηθικής και όχι της πολιτικής τέ­χνης, όπως είχε υποστηρίξει στην αρχή της ομιλίας του (ΕΝΟΤΗΤΑ 1η). Βέ­βαια, για τους αρχαίους Έλληνες οι έννοιες «ανδρός αρετή» («ηθική αρετή»), «πολιτική αρετή» και «πολιτική τέχνη» ήταν σχεδόν ταυτόσημες σημασιο­λογικά μεταξύ τους και η ηθική αποτελούσε μέρος της πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Σωκράτης δεν πιστεύει πραγματικά ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή, αφού την θεωρεί γνώση, αλλά προσποιείται κάτι τέ­τοιο, προκειμένου να υποχρεώσει τον Πρωταγόρα να αποδείξει τη θέση του και να υποπέσει σε αντιφάσεις. Η διαφωνία του φιλοσόφου με τον σοφιστή έγκειται στο περιεχόμενο της έννοιας «αρετή» και στα μέσα με τα οποία αυ­τή μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο.

3.    Ποια μέσα θεωρείτε ότι έχουν στη διάθεση τους η οικογένεια και η κοινωνία προκειμένου να διδάξουν στους νέους την πολιτική αρετή;
Σύμφωνα με το πλατωνικό κείμενο, τόσο η οικογένεια όσο και η κοι­νωνία έχουν αρκετά μέσα στη διάθεση τους για να διδάξουν την πολιτική αρετή στους νέους ανθρώπους. Η οικογένεια κατ' αρχάς επιστρατεύει είτε ήπιες είτε καταναγκαστικές μεθόδους. Στις πρώτες περιλαμβάνονται οι υ­ποδείξεις, οι συμβουλές και το παράδειγμα, ενώ στις δεύτερες οι απειλές, οι τιμωρίες και η χρήση βίας, λεκτικής, ψυχολογικής και σωματικής. Η κοινω­νία πάλι διαθέτει από την πλευρά της ανάλογα μέσα για τη μετάδοση της συγκεκριμένης ιδιότητας στους μελλοντικούς πολίτες: τη διδασκαλία (εκ­παίδευση), τους νόμους και την ποινή, η οποία έχει σωφρονιστικό χαρα­κτήρα.

4.    Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτιζαν απολύτως την πολιτική και την ιδιωτική αρετή. Θεωρείτε πως πράγματι πρέπει να τις ταυτί­ζουμε ή πως πρόκειται για ξεχωριστές ιδιότητες;
Για τους Έλληνες των κλασικών χρόνων, η πολιτική και η ιδιωτική αρετή θεωρούνταν ταυτόσημες μεταξύ τους, επειδή το άτομο ήταν αναπό­σπαστα συνδεδεμένο με την πολιτική κοινότητα στην οποία ανήκε. Ο πολί­της αποτελούσε κύτταρο του πολιτικού οργανισμού που ονομαζόταν «πόλις» και μέσω αυτής ολοκληρωνόταν. Γι' αυτό και η πολιτική ιδιότητα συνι­στούσε την κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα. Η κατάκτηση της ιδιωτικής αρε­τής ή αλλιώς της «ηθικής αρετής» οδηγούσε τον άνθρωπο στην εκδήλωση ηθικά αξιέπαινων και κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών και τον βοη­θούσε να λειτουργεί με σωστό τρόπο όχι μόνο ως ιδιώτης αλλά και ως πολί­της, να είναι δηλαδή κάτοχος της «πολιτικής αρετής».
Στις σύγχρονες κοινωνίες, η δημοκρατία δεν είναι άμεση, όπως στην αρχαι­ότητα, αλλά αντιπροσωπευτική. Οι πολίτες δεν συμμετέχουν οι ίδιοι στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά εκχωρούν μέρος των εξουσιών τους σε άτομα που τους εκπροσωπούν και αποφασίζουν εξ ονόματος τους (βουλευτές, δικαστές, υπουργούς κ,τ.λ.). Ταυτόχρονα, παρα­τηρείται έντονη έξαρση του ατομικιστικού πνεύματος. Ο πολίτης ενδιαφέρε­ται περισσότερο για το προσωπικό του συμφέρον παρά για το συλλογικό καλό. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα ο συνεκτικός δεσμός μεταξύ α­τόμου και πολιτικής κοινότητας να μην είναι τόσο ισχυρός, όπως στην αρ­χαία Ελλάδα. Έτσι, οι ιδιότητες της ιδιωτικής (ηθικής) και της πολιτικής αρε­τής δεν ταυτίζονται απόλυτα μεταξύ τους, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν καμία σχέση η μία με την άλλη. Αλλωστε, οι ηθικές αρχές και αξίες προϋποθέτουν την ύπαρξη συλλογικού/κοινωνικού, δηλαδή πολιτικού, βίου.

v Ερωτήσεις Αξιολόγησης

1.       Ποια αντίρρηση του Σωκράτη δηλώνει ότι θα ανασκευάσει ο Πρωταγόρας;
2.       Με ποια μέθοδο δηλώνει ο Πρωταγόρας ότι θα ανασκευάσει τη δεύτερη αντίρρηση του Σωκράτη; Γιατί, κατά τη γνώμη σας, προτίμησε να αλλάξει μέθοδο; Ποια πλεονεκτήματα του προσφέρει η δεύτερη;
3.       Υπρχει να πργμα στο οποο εναι αναγκαο να μετχουν λοι οι πολτες, προκειμνου να εναι δυνατ η παρξη πλεως, δεν υπάρχει; (στι τι ν, οκ στιν, ο ναγκαον πάντας τος πολίτας μετέχειν, επερ μέλλει πόλις εναι;) Ποιο είναι το «να», «αναγκαο» για την ύπαρξη της πόλης; Nα εντοπίσετε τη σχέση ανάμεσα στην άποψη αυτή και στον πρωταγόρειο μύθο.  
4.       εν μεν υπρχει αυτ το να πργμα και εν αυτ το πργμα δεν εναι οτε η οικοδομικ οτε η μεταλλουργα οτε η κεραμικ (ε μν γρ στι κα τοτό στι τ ν ο τεκτονικ οδ χαλκεία οδ κεραμεία). Ποιο επιχείρημα του Σωκράτη υπαινίσσεται στο σημείο αυτό ο Πρωταγόρας;
5.       Σε ποια μέρη αναλύεται η ἀνδρὸς ἀρετή σύμφωνα με τον Πρωταγόρα;
6.       Ποια είναι η βασική υποχρέωση του πολίτη για να μπορούν να υπάρξουν οργανωμένες κοινωνίες και με ποιους τρόπους παρεμβαίνει η πολιτεία στην εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής;
7.       Με ποιο επιχείρημα προσπαθεί ο Πρωταγόρας να αποδείξει ότι οι άριστοι πολιτικοί άνδρες μπορούν να διδάσκουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους; Να αξιολογήσετε την πειστικότητά του.
8.       μπορε να υποστον ως ποιν και τον θνατο και την εξορα ... τη συνολικ καταστροφ του οκου τους: Ποιες ποινές επιβάλλονται και πώς κλιμακώνονται;
9.       Γιατί θεωρείται αυστηρότερη, χειρότερη ποινή από το θάνατο, ο θάνατος στην εξορία, η δήμευση της περιουσίας και η διάλυση της οικογένειας; Στην απάντησή σας πρέπει να λάβετε υπόψη σας τις σχέσεις που επικρατούσαν στην αρχαία πόλη και ιδίως τη σχέση του πολίτη με την πόλη.
10.    Ποια εκφραστικά μέσα χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας για να καταλήξει στο πρώτο του συμπέρασμα; Τι φανερώνουν;
11.    Παρουσιάστε αναλυτικά τις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης στην αρχαία Αθήνα (ηλικία, φορείς αγωγής, στόχους και μεθόδους).
12.    Ποιο σκοπό εξυπηρετούσε η διδασκαλία της ποίησης και η απομνημόνευση ποιημάτων; Θα ήταν σήμερα, κατά τη γνώμη σας, χρήσιμη και εφικτή μια τέτοια απομνημόνευση;
13.    Σε ποιο στάδιο αναλάμβανε η ίδια η πολιτεία την αγωγή των νέων, ποιος ήταν ο στόχος και ποιο το αντικείμενο της αγωγής;
14.    Ποια ήταν τα βασικά γνωρίσματα του εκπαιδευτικού συστήματος της αρχαίας Αθήνας;
15.    με τις απειλς και τα χτυπματα το «ισινουν, σαν δντρο που λυγζει και γρνει» (σπερ ξύλον διαστρεφόμενον κα καμπτόμενον εθύνουσιν πειλας κα πληγας): Ποιο στόχο υπηρετεί η παρομοίωση και πόσο επιτυχημένη είναι, κατά τη γνώμη σας; Ποια σημασία έχει η χρησιμοποίηση του ρήματος «ισινουν» (εθύνουσιν);
16.    Ποιο είναι το επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται; Αξιολογήστε το.
17.    α) Να επισημάνετε τα σημεία εκείνα του κειμένου που δηλώνουν τα μέσα και τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι φορείς της αγωγής για την επίτευξη των στόχων τους
β) Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα, όπως την περιγράφει ο Πρωταγόρας, είναι αυταρχική; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας.
18. Ποια άποψη εκφράζει ο Πρωταγόρας για τους νόμους στην ενότητα αυτή; Πώς συνδέεται με τις απόψεις του για την αἰδῶ και τη δίκη;
19. Αν συγκρίνουμε το εκπαιδευτικό σύστημα της αρχαίας Αθήνας με το σύγχρονο - τηρουμένων των αναλογιών λόγω μεγάλης διαφοράς ανάμεσα στις κοινωνίες - μπορούμε να βρούμε κοινά σημεία και ποια; Ειδικότερα ποιες αρχές της αγωγής των νέων είναι, κατά τη γνώμη σας, αποδεκτές και σήμερα και ποιες όχι;
20. Σε ποια χαρακτηριστικά της οργανωμένης κοινωνίας αναφέρεται ο Πρωταγόρας στο κεφάλαιο αυτό και ποια η παιδευτική λειτουργία της πόλης, όπως συνάγεται από το κείμενο;

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης


[1] Βλ. σχόλια βιβλίου ενότητα 1 Πρωταγόρα: «ἄνδρες» και «ἀγαθούς»
[2] Βλ. σχόλιο βιβλίου σελ. 72: «ἄνδρες»
[3] Βλ. σχόλιο βιβλίου ενότητα 1 Πρωταγόρα: «οἰκεῖα»