Γενικές οδηγίες για το μάθημα «Αρχαία Ελληνικά-Φιλοσοφικός λόγος»





Εξέταση:
Η εξέταση του μαθήματος καλύπτει 60 μονάδες στις 100 (οι υπόλοιπες 40 αντιστοιχούν στο Αδίδακτο Κείμενο) και  περιλαμβάνει με την ακόλουθη σειρά τα εξής ζητήματα:
1) Μετάφραση ενός αποσπάσματος περίπου 10 στίχων [ 10 μονάδες
2) Δύο ερμηνευτικές ερωτήσεις [ 15 μονάδες η καθεμιά
ή τρεις ερμηνευτικές ερωτήσεις [ 10 μονάδες η καθεμιά
3) Ερώτηση εισαγωγής [ 10 μονάδες
4) Λεξιλογική/-ές άσκηση/-εις [ 10 μονάδες

Παρακάτω δίνονται αναλυτικές οδηγίες για κάθε κατηγορία ζητημάτων. Σε παρένθεση τίθεται ο προτεινόμενος χρόνος για καθεμιά απάντηση.

Μετάφραση (10 με 15 λεπτά):
ü  Προσπαθούμε να είναι όσο το δυνατόν πιο καθαρογραμμένη.
ü  Γενικά, τηρούμε τα σημεία στίξης τού πρωτότυπου κειμένου, αλλά στη Νέα Ελληνική βάζουμε κεφαλαίο μετά από τελεία.
ü  Ελέγχουμε, αν έχουμε αποδώσει πιστά κατά λέξη το κείμενο. Προσέχουμε μην τυχόν έχουμε παραλείψει να αποδώσουμε κάποιες λέξεις.
ü  Προσέχουμε ιδιαίτερα το χρόνο των ρηματικών τύπων και τον αποδίδουμε αναλόγως [π.χ. «οἱ μὲν φάσκοντες τὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν» (Αρ. Πολιτικά, ενότητα 15) [ άλλοι λένε ότι η πόλη έχει κάνει την τάδε συγκεκριμένη πράξη)
ü  Προσέχουμε την ορθογραφία.

Ερωτήσεις ανάπτυξης (40 με 50 λεπτά):
Α. Προεργασία:
α. Διαβάζουμε καλά τον τίτλο και υπογραμμίζουμε λέξεις κλειδιά.
β. Ξεχωρίζουμε δεδομένα από ζητούμενα (προσέχουμε ότι μπορεί να είναι περισσότερα από ένα κάθε φορά)
γ. Βρίσκουμε και υπογραμμίζουμε (με μολύβι) μέσα στο κείμενο τα χωρία στα οποία θα χρειαστεί να παραπέμψουμε.
δ. Κάνουμε ένα υποτυπώδες σχεδιάγραμμα τριμερούς δομής των βασικών σημείων τής απάντησής μας. Δεν ξεχνάμε στο σχεδιάγραμμα να αναφέρουμε ποιο ή ποια σχόλια του βιβλίου θα εντάξουμε στην απάντηση, αφού είναι πολύ σημαντικό να μην παραλειφθούν κατά τη συγγραφή.
_ Προσοχή: πριν ξεκινήσουμε τη συγγραφή, διαβάζουμε και τις υπόλοιπες ερωτήσεις ανάπτυξης. Ο σκοπός μας είναι να μην εξαντλήσουμε στην πρώτη ερώτηση κάποιο από τα στοιχεία που τίθεται ως ζητούμενο σε μία από τις επόμενες ερωτήσεις.
Π.χ. Αν η πρώτη ερώτηση (Αρ. Ηθικά Νικομάχεια, ενότητα 7) ζητεί «να προσδιοριστούν τα κριτήρια με τα οποία διακρίνει τα είδη της μεσότητας ο Αριστοτέλης», ενώ στη δεύτερη υπάρχει το ζητούμενο «να παρουσιάσετε και να σχολιάσετε τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης στην ενότητα», προφανώς τα παραδείγματα θα αναπτυχθούν στη δεύτερη ερώτηση· στην πρώτη ερώτηση μπορεί να γίνει απλώς μία σύντομη αναφορά. Μα αυτόν τον τρόπο εξοικονομείται χρόνος, που είναι πολύτιμος στις εξετάσεις.

Β.Συγγραφή:
Προσπαθούμε να τηρούμε εν γένει τριμερή δομή (πρόλογο -κυρίως μέρος- επίλογο) στην απάντησή μας.
ü  Στον πρόλογο, μπορούμε να αναπτύξουμε το δεδομένο (αν υπάρχει). Σκοπός τού προλόγου είναι κατεξοχήν να συνδέσει το ζητούμενο με τα προηγούμενα ή να εντάξει το θέμα στο γενικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, αν το ζητούμενο είναι «ποια είναι τα δώρα τού Δία στον άνθρωπο;» (ενότητα 4η Πρωταγόρα), στον πρόλογο μπορούμε να μιλήσουμε συνοπτικά για το προηγούμενο στάδιο ζωής τού ανθρώπου (διαβίωση εκτός κοινωνιών, αλληλοσπαραγμοί, κίνδυνος αφανισμού από τα θηρία), ώστε να εντάξουμε το ζητούμενο (την παρέμβαση τού Δία) στο πλαίσιο τής πλοκής τού μύθου.
Προσοχή: γενικεύσεις τού τύπου «το θέμα τού διαλόγου Πρωταγόρας είναι η φύση τής πολιτικής αρετής», αν δεν προσφέρουν κάτι άμεσα σχετικό με το θέμα, είναι μάλλον περιττές στον πρόλογο.
ü  Στο κυρίως μέρος πραγματευόμαστε τα ζητούμενα με τρόπο σαφή και διεξοδικό. Δεν ξεχνάμε να εντάξουμε τα σχόλια τού βιβλίου, όπου συνάπτονται με το θέμα. Για τη συνοχή τού κειμένου δεν ξεχνάμε να χρησιμοποιούμε τις κατάλληλες διαρθρωτικές λέξεις/φράσεις (επιπλέον, επιπρόσθετα, ωστόσο, από τη μία/άλλη πλευρά, κλπ). Στο δοθέν παράδειγμα, η πραγμάτευση τού ζητουμένου θα ήταν δυνατό να ξεκινήσει με την αφήγηση της παρέμβασης τού Δία και τον τρόπο διανομής τής αἰδοῦς και τής δίκης. Σε μία επόμενη παράγραφο θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στο περιεχόμενο των δύο εννοιών με έμφαση στη λειτουργικότητά τους για τη συγκρότηση πόλεων. Στην ενότητα αυτή θα ήταν δυνατό να ενταχθούν τα σχόλια τού βιβλίου (ενότητα 3: «δίκη», ενότητα 4: «αἰδώς» και «φιλίας»).
Αν πρόκειται για ερώτηση που ζητάει σύγκριση μεταξύ δύο κειμένων (ενός πρωτότυπου κι ενός μεταφρασμένου από τα κείμενα της ύλης ή τού κειμένου που εξετάζεται με ένα αδίδακτο παράλληλο), τότε η δομή προτείνεται να έχει ως εξής:
α) πρόλογος: αναφορά στα κείμενα που συγκρίνονται, στο θέμα που εξετάζεται και στη θέση που θα υποστηρίξουμε (αν υπάρχουν κυρίως διαφορές ή ομοιότητες μεταξύ των δύο αποσπασμάτων)
β) κυρίως μέρος: μπορούν να αναπτυχθούν ξεχωριστά τα στοιχεία του διδαγμένου κειμένου που είναι σχετικά με το θέμα και σε ξεχωριστή παράγραφο τα χωρία του παράλληλου κειμένου που προσφέρονται για τη σύγκριση που ζητείται.
γ) επίλογος: εξαγωγή συμπεράσματος μέσα από τη σύγκριση (σύνοψη των κοινών σημείων ή/και των διαφορών που εντοπίστηκαν).
ü  Ο επίλογος σε ερωτήσεις ανάπτυξης είναι δυνατό να λειτουργεί ανακεφαλαιωτικά ως προς τα κύρια σημεία τής απάντησής μας ή και να προσθέτει ένα συμπέρασμα/ερμηνευτική εκδοχή των χωρίων που σχολιάστηκαν. Στο δοθέν παράδειγμα ο επίλογος θα μπορούσε να συνοψίζει την αποτελεσματικότητα τού δώρου τού Δία και να αποσυμβολίζει την παρέμβαση αυτή στο πλαίσιο τής εξελικτικής θεωρίας τού Πρωταγόρα (φάση δημιουργίας πόλεων από τον άνθρωπο, κατάκτηση των ενδιάθετων προϋποθέσεων για την πολιτική συγκρότηση, αλλά η πολιτική αρετή είναι επίκτητη).
_ Δεν ξεχνάμε τις παραπομπές στο κείμενο, πάντα μέσα σε εισαγωγικά, εφόσον αποτελούν αυτούσια χωρία: 
α) Οι παραπομπές τίθενται μέσα σε παρένθεση, όταν δεν εντάσσονται στο λόγο μας, π.χ. Ο Δίας παρενέβη, για να προφυλάξει το ανθρώπινο γένος από την αλληλοεξόντωση («Ζεὺς οὖν δείσας ... ἀπόλοιτο πᾶν»).
β) Είναι δυνατό, βέβαια, να εντάσσουμε τις φράσεις τού πρωτότυπου κειμένου στη σύνταξη τού λόγου μας, αλλά σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να προσέχουμε την γραμματική μορφή που θα χρησιμοποιήσουμε, π.χ. ...η διανομή τής «αἰδοῦς» και τής «δίκης» ... (όχι της «αἰδώς» ...).
@ Παρατηρήσεις για τις παραπομπές:
i.      Τα ίδια ισχύουν και για τις παραπομπές σε δοθέν μεταφρασμένο κείμενο.
ii.      Αν δοθεί προς σύγκριση κάποιο παράλληλο αρχαίο κείμενο (εκτός ύλης)  με μετάφραση, τότε στην απάντησή μας παραπέμπουμε εκ παραλλήλου και στο αρχαίο κείμενο και στην μεταφρασμένη εκδοχή του.
iii.      Γενικά, δεν παραπέμπουμε σε ενότητες τού σχολικού εγχειριδίου (π.χ. ενότητα 4η), αφού το κείμενο στις Πανελλαδικές δίνεται με την αρίθμηση τής έκδοσης (π.χ. Πρωταγόρας 322Α – 323Α). Είναι, λοιπόν, σαφέστερο να χρησιμοποιούμε αυτό το σύστημα, αν θέλουμε να παραπέμψουμε σε ολόκληρο το δοθέν απόσπασμα.
iv.      Γενικά, όταν αναφερόμαστε στο κείμενο είναι προτιμότερο να κάνουμε παράφραση τού περιεχομένου του και όχι ακριβή κατά λέξη μετάφραση, πχ. (Πλατ. Πολιτεία, ενότητα 13) ο Γλαύκωνας θεωρεί άδικο τον ηθικό εξαναγκασμό των φιλοσόφων, γιατί θα οδηγήσει σε έκπτωση του επιπέδου ζωής τους («Ἔπειτ’, ἔφη ... ὂν ἄμεινον»), [όχι: «ο Γλαύκων ισχυρίζεται ότι θα αδικήσουμε αυτούς και θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, αν και είναι δυνατόν σ’ αυτούς να ζουν καλύτερα»].

ü  Έλεγχος: Το κείμενό μας οφείλει να δίνει με σαφήνεια και ακρίβεια απάντηση στα ζητούμενα. Ελέγχουμε μην τυχόν έχουμε παραλείψει κάποιο από τα ζητούμενα.



Παράδειγμα απάντησης σε ερμηνευτική ερώτηση:
Πανελλαδικές εξετάσεις 2009
Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β1, 1-4 (Ενότητες 1 και 2)
Ερώτηση Β1: Με βάση το ακόλουθο τμήμα του κειμένου «Οὔτ’ ἄρα φύσει ... τελειουμένοις δὲ διᾶ τοῦ ἔθους.», ποια είναι η άποψη του Αριστοτέλη για τη γένεση της ηθικής αρετής και σε τι διαφοροποιείται από την αριστοκρατική αντίληψη, όπως αυτή εκφράζεται και από το Σοφοκλή στο εξής απόσπασμα από την Αντιγόνη, στίχοι 37-38 (η Αντιγόνη απευθύνεται στην αδελφή της Ισμήνη): «έτσι έχουν τα πράγματα για σένα τώρα, και γρήγορα θα αποδείξεις αν είσαι από τη φύση σου γενναία ή δειλή, παρόλο που κατάγεσαι από λαμπρή γενιά».
Α. Πρόλογος:
Συνοπτικό π
εριεχόμενο δύο αποσπασμάτων ως προς το θέμα τής μεταξύ τους σύγκρισης
Στο προκείμενο απόσπασμα των Ἠθικῶν Νικομαχείων (Β 1-2) ο Αριστοτέλης αποδεικνύει ότι η ηθική αρετή δεν είναι εκ φύσεως («Ἐξ οὗ καὶ δῆλον ... ἡμῖν ἐγγίνεται»). Στην τελευταία περίοδο τού κειμένου ο φιλόσοφος συμπυκνώνει το γενικό συμπέρασμα («ἄρα») που προκύ­πτει από την παράθεση των στοιχείων που έχει ήδη αναφέρει και ξεδιπλώνει τις επιπλέον πτυχές του θέματος του, δείχνοντας έτσι την ικανότητα του να περνά ομαλά και αβίαστα από το ένα επίπεδο εμβάθυνσης στο επόμενο. Μάλιστα, οι απόψεις του περί αρετής φαίνεται να διαφοροποιούνται από την αριστοκρατική αντίληψη που εκφράζει η κόρη τού Οιδίποδα στο δοθέν απόσπασμα (Σοφοκλέους Αντιγόνη, 37-38).
Β. Κυρίως μέρος
1. Σχολιασμός τής φράσης : «Οὔτ’ ἄρα φύσει ... διὰ τοῦ ἔθους»
_ Επισημάνσεις:
ü  η αρετή δεν είναι εκ φύσεως
ü  Έχουμε την προδιάθεση να την δεχτούμε

Κατά τον Αριστοτέλη, οι ηθικές α­ρετές δεν προέρχονται εκ φύσεως («οὔτ’ ἄρα φύσει ... ἐγγίνονται αἵ ἀρεταί»). Εντούτοις, βρίσκει την κατάλληλη στιγμή να δηλώσει- προς αποφυγήν παρεξηγήσεων- ότι αυτό δε σημαίνει ότι οι ηθικές αρετές και η φύση δε συναντώνται πουθενά και δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ τους («οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί»). Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η ηθική αρετή δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως δε συνεπάγεται ότι είναι ολότελα αποκομμένη από αυτήν (οὔτε παρὰ φύσιν), γιατί ο άνθρωπος έχει από τη φύση ένα σχετικό με την αρε­τή στοιχείο: την προδιάθεση, την ιδιότητα, δηλαδή, να δεχτεί την η­θική αρετή, την οποία θα καλλιεργήσει με τη συνήθεια και θα ολο­κληρωθεί τελειουμένοις διὰ τοῦ ἔθους»). Άλλωστε, τονίζει ότι μπορεί η φύση να αποτελεί το στέρεο υπέδαφος, όπου θα στηρι­χτεί η προσπάθεια του ανθρώπου(«μέν»), αλλά το ἔθος, η συνήθεια, θα δώσει στην προσπάθεια αυτή την τελική της κατάληξη («δέ»). Επομένως, κατά τον φιλόσοφο, η άσκηση τής αρετής είναι δυνατότητα («δυνάμει») και όχι χαρακτηριστικό, δοσμένη στον άνθρωπο από τη φύση. Η τελευταία, δηλαδή, κάνει τον άνθρωπο έτοιμο και δεκτικό να προσλάβει, να αφομοιώσει, να κάνει κτήμα του τις αρετές και να καθορίσει μ' αυτές τη συμπεριφορά του και τον τρόπο ζωής του (πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς).

2. Σχολιασμός τής φράσης: «τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους»
_ τελεολογική αντίληψη
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ο μόνος υπεύθυνος για το αν θα φθάσει στην αρετή βελτιώνοντας αδιάλειπτα τη συμπεριφορά του, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα του, το ήθος του.  Με αυτό τον τρόπο θα φθάσει στην ολοκλήρωση, θα γίνει τέ­λειος, καθοδηγούμε­νος από την τάση αυτοπραγμάτωσης που τον διακρίνει μέσω της απόκτησης τής αρετής «ἐξ ἔθους» («τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους»). Και σε άλλο έργο του (Μετὰ τὰ φυσικὰ)  ο Αριστοτέλης λέει πως η αρετή είναι τελείωσίς τις. Θεωρεί, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται, γίνεται τέλειος, με την από­κτηση τής αρετής, εκπληρώνοντας έτσι τον σκοπό (τέλος) της ύπαρξης του. Η μετοχή «τελειουμένοις» (τελειόομαι –οῦμαι = ολοκληρώνομαι - υποκεί­μενο: εν.  ἡμῖν) παραπέμπει στη θεμελιώδη άποψη τού Αριστοτέλη για την «ἐντε­λέχεια» (<ἐν + τέλος + ἔχω), σύμφωνα με την οποία σε κάθε ον ενυπάρχει ο σκοπός ύπαρξης του και η δυναμική, για να φθάσει στην επίτευξη αυτού του καθορισμένου από τη φύση σκοπού. Με αυτόν τον τρόπο εκφράζεται και η τελεολογική αντίληψη τού Αριστοτέλη.

3. Σχολιασμός τού παράλληλου χωρίου
_ αριστοκρατική αντίληψη Αντιγόνης
Στον αντίποδα αυτών των απόψεων τού Αριστοτέλη, η Αντιγόνη απευθυνόμενη στην αδελφή της Ισμήνη εκφράζει ιδέες συμβατές με την αριστοκρατική αντίληψη. Συγκεκριμένα, η ηρωίδα φαίνεται να συναρτά τη «λαμπρή γενιά» τής Ισμήνης με την αναμενόμενη συμπεριφορά της («και γρήγορα θα αποδείξεις»). Εξάλλου, η λογική εναντίωση που ανιχνεύεται στο απόσπασμα («αν είσαι από τη φύση σου γενναία ή δειλή, παρόλο που κατάγεσαι από λαμπρή γενιά») επισημαίνει το αυτονόητο για τα αριστοκρατικά ήθη : η αρετή είναι δώρο της φύσης, το οποίο τελεσίδικα δίνεται ή δε δίνεται στον άνθρωπο με τη γέννηση του - και φυσικά δίνεται μόνο στους "αρίστους" (στους αριστοκράτες) και δε δίνεται στους "πολλούς" (στο λαό). Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, αξιόλογος είναι μόνο ο άνθρωπος που έχει φυάν, που είναι, δηλαδή, φορέας δώρου της φύσης, του θεού, ενώ ελάχιστη σημασία έχουν τελικά όσα ο ίδιος ο άνθρωπος κατα­φέρνει να μάθει μόνος του. Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η έμφαση που δίνεται στον παράγοντα τής «φύσεως» στο προκείμενο απόσπασμα («αν είσαι από τη φύση σου»). Ανάλογη άποψη συναντάμε σε πολλούς ποιητές, όπως στον Όμηρο, τον Τυρταίο, τον Θέογνη και τον Πίνδαρο. Παρόμοια, ο Ξενοφώντας στο έργο του Ἀγησίλαος αποδίδει την αρετή τού Αγησίλαου στην ευγενική του καταγωγή. 
Γ. Επίλογος:
Συμπέρασμα
Η διακειμενική προσέγγιση των δύο αποσπασμάτων αναδεικνύει τη μεταξύ τους διαφορά ως προς τις απόψεις περί αρετής που εμφαίνουν. Ο Αριστοτέλης περιορίζει τον παράγοντα τής φύσεως στην προδιάθεση που έχει κάθε άνθρωπος να κατακτήσει την αρετή. Ωστόσο, η πρόσκτησή της εξαρτάται από τις προσωπικές του προσπάθειες και τον εθισμό στις ανάλογες πράξεις. Έτσι, ο Σταγειρίτης απορρίπτει την παλιά αριστοκρατική αντίληψη, όπως εκφράζεται από την Αντιγόνη στην ομώνυμη τραγωδία τού Σοφοκλή (στ. 37-38).

 Ερώτηση εισαγωγής (10 με 15 λεπτά):
Ø  Συνήθως η έκταση τής απάντησης αντιστοιχεί σε 15 με 20 σειρές τού σχολικού εγχειριδίου και απαιτεί αυτούσια –ει δυνατόν- αναπαραγωγή του. Η μορφή τής απάντησης ενδείκνυται να είναι αυτή μιας παραγράφου σε συνεχή λόγο, χωρίς κάθετη αριθμημένη διάταξη ή παραγραφοποίηση (συνήθως).
Ø  Σε περίπτωση που έχουμε αμφιβολία για το αν η απάντηση που σκεφτήκαμε αρκεί, είναι σκόπιμο να γράψουμε και λίγο πριν ή λίγο μετά από το χωρίο τής εισαγωγής που νομίζουμε ότι ζητείται. Σε αυτήν την περίπτωση αποφεύγουμε τις ελλείψεις, εφόσον, βέβαια, αυτό που γράφουμε είναι σωστό και συναφές με το ζητούμενο.
Ø  Ως προς τη θέση τής ερώτησης εισαγωγής, καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι είναι η ερώτηση ακριβώς πριν από τις λεξιλογικές ασκήσεις που βαθμολογείται με 10 μονάδες. Έτσι, αποκλείουμε το ενδεχόμενο σύγχυσης τής ερώτησης αυτής με τις ερωτήσεις ανάπτυξης. Για παράδειγμα, αν το δοθέν κείμενο είναι από τα Πολιτικά τού Αριστοτέλη και η ερώτηση είναι «πώς ορίζεται η πόλις στα Πολιτικά», προσέχουμε τη θέση της, για να ελέγξουμε πώς χρειάζεται να απαντηθεί (ως ερώτηση ανάπτυξης ή εισαγωγής).

Λεξιλογικές ασκήσεις (10 με 15 λεπτά):
Αν δίνονται κάποιες λέξεις βάσει των οποίων υπάρχει κάποιο ζητούμενο, είναι σκόπιμο να μεταγράψουμε τις λέξεις αυτές στο τετράδιο απαντήσεων, χρησιμοποιώντας το κατάλληλο σύμβολο:
ü  «>» για παράγωγα στην Αρχαία/Νέα Ελληνική, π.χ. ἔσχεν > σχέση, καχεξία
ü  «=» για συνώνυμα στην Αρχαία Ελληνική, π.χ. δῆλον= φανερόν
ü  «» για αντώνυμα στην Αρχαία Ελληνική, π.χ. δῆλον ≠ ἄδηλον
ü  «:» για λέξεις ετυμολογικά συγγενείς μέσα από το κείμενο, π.χ. πομπός: «πέμπει»
ü  «<» για την ετυμολογία λέξης, π.χ. νομοθέτου < νόμος + τίθημι
@ Παρατηρήσεις:
i.      Γενικά, αν δεν είμαστε σίγουροι για το σύμβολο που αρμόζει στην άσκηση, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσουμε άνω-κάτω τελεία (:) ή βελάκι. 
ii.      Προσοχή: Αν δίνονται κάποιες λέξεις και ζητείται «να εντοπιστούν στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς», τότε γράφουμε όσες τυχόν υπάρχουν για καθεμιά από τις δοθείσες.
iii.      Αν η λέξη που δίνεται, για να βρούμε ετυμολογικά συγγενείς της μέσα από το κείμενο, είναι σύνθετη, τότε προσέχουμε να βρούμε λέξεις που συνδέονται ετυμολογικά με καθένα από τα δύο συνθετικά (εξαιρούνται οι προθέσεις), π.χ. «πολιούχος» (< πόλις + ἔχω)" άρα ψάχνω μέσα στο κείμενο λέξεις που συνδέονται και με τη λέξη «πόλις» και με τη λέξη «ἔχω».
iv.      Κανονικά υπάρχει διαφορά μεταξύ των όρων «παράγωγα» και «ομόρριζα»:
ü  Ως παράγωγα μπορούμε γενικά να γράψουμε ετυμολογικά συγγενείς λέξεις, π.χ. λόγος : λεξικό, παραλογισμός, ρήτορας, ρήση, έπος, επικός
ü  Ως ομόρριζα κανονικά εννοούνται λέξεις τής ίδιας ρίζας, πχ. λόγος : λεξικό, παραλογισμός (όχι ρήτορας, ρήση, έπος, επικός)
v.      Στα συνώνυμα και αντώνυμα προσέχουμε να γράφουμε λέξεις στον ίδιο γραμματικό τύπο με αυτές που δίνονται, π.χ. νόσον = ἀσθένειαν (όχι ἀσθένεια), συμβουλεύῃ = παραινῇ (όχι παραινεῖ)

Γενικά:
1.   Για την όσο το δυνατόν οικονομικότερη διαχείριση τού χρόνου εξέτασης ενδείκνυται να αφιερώσουμε μία ώρα και ένα τέταρτο έως μιάμιση ώρα στις ερωτήσεις τού διδαγμένου κειμένου. Ειδικότερα, είναι χρήσιμο να υπολογίζουμε
ü  10 με 15 λεπτά για τη μετάφραση,
ü  10 με 15 λεπτά για την εισαγωγή,
ü  10 (με 15 λεπτά) για τις λεξιλογικές ασκήσεις,
ü  45 με 50 λεπτά για τις ερωτήσεις ανάπτυξης.
2.   Φροντίζουμε κατά το δυνατόν την εικόνα τού γραπτού μας. Ειδικότερα:
·         Προσπαθούμε να κάνουμε ευανάγνωστα γράμματα.
·         Αποφεύγουμε –κατά το δυνατόν – τις μουντζούρες· εν πάση περιπτώσει, φροντίζουμε να παρουσιάζουν όσο το δυνατόν λιγότερο αποκρουστική εικόνα F ενδεικτικός τρόπος: (μουντζούρα)
·         Αποφεύγουμε τις παραπομπές με αστερίσκο ή άλλα σύμβολα σε πεδία εκτός τού κειμένου τής απάντησής μας.
·         Η απάντηση των ερωτήσεων κατά τη σειρά των εκφωνήσεων στο φύλλο της εξέτασης είναι βολική για τον εξεταστή. Εν προκειμένω, είναι πρόσφορο να ξεκινήσουμε με τη μετάφραση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην επιμέλειά τής απάντησης, αφού η πρώτη επαφή με το γραπτό μας ενδέχεται να προϊδεάσει τον εξεταστή για τη συνέχεια.
3.   Εφόσον είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι, είναι μάλλον σίγουρο ότι τίποτα δεν μπορεί να μας εκπλήξει στο διδαγμένο κείμενο. Γι΄ αυτό το λόγο, διαβάζουμε ψύχραιμα τις ερωτήσεις και δεν βιαζόμαστε να ενθουσιαστούμε ή να απογοητευτούμε. Εν πάση περιπτώσει, αν έχουμε κατανοήσει τα κύρια σημεία κάθε κειμένου, είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε οποιαδήποτε ερώτηση.


Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης