Επίθετα Αρχαίας Ελληνικής


ΕΠΙΘΕΤΑ


Β’ Κλίση


 1) Ασυναίρετα:
α) τριγενή και τρικατάληκτα σε –ος, -η / –α, -ον: ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθὸν – γενναῖος, γενναία, γενναῖον
β) τριγενή και δικατάληκτα σε –ος (αρσενικό και θηλυκό), -ον (ουδέτερο): ὁ, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον

2) Συνηρημένα:
            α) τριγενή και τρικατάληκτα σε -οῦς, -ῆ / -ᾶ,  -οῦν: χρυσοῦς, χρυσῆ, χρυσοῦν
            β) συνηρημένα τριγενή και δικατάληκτα σε –ους, -ουν: ὁ, ἡ εὔνους, τὸ εὔνουν

3) Αττικόκλιτα σε –ως, -ων: ὁ, ἡ ἵλεως, τὸ ἵλεων

 


















Ασυναίρετα τρικατάληκτα επίθετα

ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
καλός
καλή
τό
καλόν
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
καλοῦ
τῆς
καλῆς
τοῦ
καλοῦ
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
καλῷ
τῇ
καλῇ
τῷ
καλῷ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
καλόν
τήν
καλήν
τό
καλόν
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
καλέ
(ὦ)
καλή
(ὦ)
καλόν


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
καλοί
αἱ
καλαί
τά
καλά
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
καλῶν
τῶν
καλῶν
τῶν
καλῶν
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
καλοῖς
ταῖς
καλαῖς
τοῖς
καλοῖς
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
καλούς
τάς
καλάς
τά
καλά
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
καλοί
(ὦ)
καλαί
(ὦ)
καλά


ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
καθαρός
καθαρά
τό
καθαρόν
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
καθαροῦ
τῆς
καθαρᾶς
τοῦ
καθαροῦ
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
καθαρῷ
τῇ
καθαρᾷ
τῷ
καθαρῷ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
καθαρόν
τήν
καθαράν
τό
καθαρόν
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
καθαρέ
(ὦ)
καθαρά
(ὦ)
καθαρόν


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
καθαροί
αἱ
καθαραί
τά
καθαρά
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
καθαρῶν
τῶν
καθαρῶν
τῶν
καθαρῶν
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
καθαροῖς
ταῖς
καθαραῖς
τοῖς
καθαροῖς
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
καθαρούς
τάς
καθαράς
τά
καθαρά
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
καθαροί
(ὦ)
καθαραί
(ὦ)
καθαρά

Παρατηρήσεις:
1) Τα αρσενικά και τα ουδέτερα κλίνονται σύμφωνα με την Β΄ κλίση των ουσιαστικών, ενώ τα θηλυκά σύμφωνα με την Α΄ κλίση.
2) Η κατάληξη των θηλυκών είναι:
i. –η, όταν πριν την κατάληξη υπάρχει οποιοδήποτε σύμφωνο εκτός του –ρ- (ὁ καλός, ἡ καλή, τό καλόν).
ii. –α, όταν πριν την κατάληξη υπάρχει–ρ- ή οποιοδήποτε φωνήεν (ὁ καθαρός, ἡ καθαρά, τό καθαρόν). Εξαιρείται τὸ ὄγδοος, ὀγδόη.
3) Το θηλυκό στην ονομαστική, γενική και κλητική του πληθυντικού τονίζεται όπου τονίζεται στις αντίστοιχες πτώσεις το αρσενικό: ἡ ἁγία – αἱ ἅγιαι, τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιαι (όπως οἱ ἅγιοι, τῶν ἁγίων, ὦ ἅγιοι).
4) Η κατάληξη – α των δευτερόκλητων θηλυκών επιθέτων στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού αριθμού είναι μακρόχρονη. Επίσης, μακρόχρονες είναι οι καταλήξεις : - ῳ, -ου, -οις, -ους, -ᾀ, -αις, -ας. Αντίθετα, βραχύχρονες είναι οι καταλήξεις :  -οι, -αι και –α στα ουδέτερα



Ασυναίρετα δικατάληκτα επίθετα

ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
ἀθάνατος
ἀθάνατος
τό
ἀθάνατον
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
ἀθανάτου
τῆς
ἀθανάτου
τοῦ
ἀθανάτου
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
ἀθανάτῳ
τῇ
ἀθανάτῳ
τῷ
ἀθανάτῳ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
ἀθάνατον
τήν
ἀθάνατον
τό
ἀθάνατον
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
ἀθάνατε
(ὦ)
ἀθάνατε
(ὦ)
ἀθάνατον


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
ἀθάνατοι
αἱ
ἀθάνατοι
τά
ἀθάνατα
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
ἀθανάτων
τῶν
ἀθανάτων
τῶν
ἀθανάτων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
ἀθανάτοις
ταῖς
ἀθανάτοις
τοῖς
ἀθανάτοις
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
ἀθανάτους
τάς
ἀθανάτους
τά
ἀθάνατα
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
ἀθάνατοι
(ὦ)
ἀθάνατοι
(ὦ)
ἀθάνατα

Παρατηρήσεις:
1) Το αρσενικό και το θηλυκό κλίνονται ακριβώς το ίδιο.
2) Δικατάληκτα επίθετα είναι:
α)  τα περισσότερα σύνθετα (ἀ-θάνατος, ἂ-καρπος, ἒν-τιμος, διά-φορος)
β)  μερικά απλά που λήγουν σε –ειος, -ιος, -ιμος (βόρειος, γαμήλιος, δόκιμος)
γ)  τα επίθετα: βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος, βέβηλος,  ἕωλος( = παλιός), ἣμερος, ἢρεμος, ἣσυχος, κίβδηλος, λάβρος, λάλος, χέρσος, τιθασός(=ήμερος)
δ)  μερικά επίθετα σε -ος, που χρησιμοποιούνται (στο αρσεν. και το θηλ.) και ως ουσιαστικά: ὁ, ἡ ἀγωγός, τὸ ἀγωγὸν (= αυτός που οδηγεί, που φέρνει) — ὁ, ἡ βοηθός, τὸ βοηθὸν (= αυτός που βοηθεί) — ὁ, ἡ τιμωρός, τὸ τιμωρὸν (= αυτός που τιμωρεί) —  ὁ, ἡ τύραννος, τὸ τύραννον (= τυραννικός).
3) Όμως είναι τρικατάληκτα:
i. τα παρασύνθετα επίθετα σε –ικος: εὐδαιμονικός, εὐδαιμονική, εὐδαιμονικόν.
ii. Μερικὰ σύνθετα σε-ος: ἀντάξιος, ἀνταξία, ἀντάξιον - ἐναντίος, ἐναντία, ἐναντίον - πάγκαλος, παγκάλη, πάγκαλον.

Συνηρημένα τρικατάληκτα επίθετα

Γενικά:
1) Σχηματίζονται όπως και τα αντίστοιχα συνηρημένα ουσιαστικά της β΄ και α΄ κλίσης.
2) Δεν έχουν κλητική.


ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
χρυσοῦς
χρυσῆ
τό
χρυσοῦν
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
χρυσοῦ
τῆς
χρυσῆς
τοῦ
χρυσοῦ
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
χρυσῷ
τῇ
χρυσῆ
τῷ
χρυσῷ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
χρυσοῦν
τήν
χρυσῆν
τό
χρυσοῦν


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
χρυσοῖ
αἱ
χρυσαῖ
τά
χρυσᾶ
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
χρυσῶν
τῶν
χρυσῶν
τῶν
χρυσῶν
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
χρυσοῖς
ταῖς
χρυσαῖς
τοῖς
χρυσοῖς
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
χρυσοῦς
τάς
χρυσᾶς
τά
χρυσᾶ

Παρατηρήσεις:
1) Συνηρημένα τρικατάληκτα είναι συνήθως επίθετα που δηλώνουν χρώμα ή μέταλλο.
2) Όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στη λήγουσα, ακόμη και όταν δεν τονίζεται κανένα από τα φωνήεντα που συναιρούνται: (χρύσεος) χρυσοῦς.
3) Κανονικά σχηματίζουν τὸ θηλυκὸν σε -: κυανοῦς, κυανῆ - χαλκοῦς, χαλκῆ.
Αλλά, όταν πριν από την κατάληξη -ους τού αρσενικού υπάρχει ε ή ρ, τότε σχηματίζουν το θηλυκὸ σε -α : ἐρεοῦς, ἐρεᾶ - κεραμεοῦς, κεραμεᾶ -ἀργυροῦς, ἀργυρᾶ
4) Σύμφωνα με τα τρικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -οῦς κλίνονται τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά επίθετα σε – πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν: ἁπλοῦς, ἁπλῆ, ἁπλοῦν.





ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
εὔνους
εὔνους
τό
εὔνουν
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
εὔνου
τῆς
εὔνου
τοῦ
εὔνου
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
εὔνῳ
τῇ
εὔνῳ
τῷ
εὔνῳ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
εὔνουν
τήν
εὔνουν
τό
εὔνουν


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
εὖνοι
αἱ
εὖνοι
τά
εὔνοα
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
εὔνων
τῶν
εὔνων
τῶν
εὔνων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
εὔνοις
ταῖς
εὔνοις
τοῖς
εὔνοις
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
εὔνους
τάς
εὔνους
τά
εὔνοα

Παρατηρήσεις
1) Δικατάληκτα συνηρημένα σε -ους επίθετα είναι σύνθετα με δεύτερο συνθετικὸ τις λέξεις νοῦς, πλοῦς, ροῦς, χροῦς : ὁ, ἡ κακόνους, τὸ κακόνουν - ὁ, ἡ εὔπλους, τὸ εὔπλουν - ὁ, ἡ εὔρους, τὸ εὔρουν - ὁ, ἡ ἄχρους, τὸ ἄχρουν.
2) Σχηματίζονται όπως και τα αντίστοιχα συνηρημένα ουσιαστικά της β΄  ( το αρσενικό και το ουδέτερο ) και της α΄ κλίσης ( το θυλυκό ) αλλά  όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στην παραλήγουσα.
3) Η κατάληξη -οι στην ονομαστική πληθυντικού είναι βραχύχρονη, παρόλο που προέρχεται από συναίρεση: οἱ, αἱ εὖνοι.
3) Στο τέλος του πληθυντικού των ουδετέρων το -οα της ονομαστικής και της αιτιατικής μένει ασυναίρετο: τὰ εὔνοα.

Αττικόκλιτα επίθετα

ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
ἵλεως
ἵλεως
τὸ
ἵλεων
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
ἵλεω
τῆς
ἵλεω
τοῦ
ἵλεω
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
ἵλεῳ
τῇ
ἵλεῳ
τῷ
ἵλεῳ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
ἵλεων
τήν
ἵλεων
τό
ἵλεων
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
ἵλεως
(ὦ)
 ἵλεως
(ὦ)
ἵλεων


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
ἵλεῳ
αἱ
ἵλεῳ
τά
ἵλεα
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
ἵλεων
τῶν
ἵλεων
τῶν
ἵλεων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
ἵλεῳς
ταῖς
ἵλεῳς
τοῖς
ἵλεῳς
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
ἵλεως
τάς
ἵλεως
τά
ἵλεα
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
ἵλεῳ
(ὦ)
ἵλεῳ
(ὦ)
ἵλεα

Παρατηρήσεις:
1) Όλα τα αττικόκλιτα είναι δικατάληκτα εκτός από το επίθετο ὁ πλέως, ἡ πλέα, τὸ πλέων. Τα σύνθετά του όμως σχηματίζονται ως δικατάληκτα. Π.χ. ὁ, ἡ ἔμπλεως, τὸ ἔμπλεων.
2) Στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού του ουδετέρου, έχουν κατάληξη , σύμφωνα με τα ουδέτερα της κοινής β' κλίσης.
3) Σχηματίζουν κλητική όμοια με ονομαστική
4) Οι διαφορές από τα ασυναίρετα δευτερόκλιτα ουσιαστικά έχουν ως εξής
Ασυ
αίρετα β’κλίσης
Αττικόκλιτα
-ο / -ου / -ε
ω
-οι /-ῳ


  Γ' Κλίση



Φωνηεντόληκτα
α) Τρικατάληκτα διπλόθεμα σε -υς, -εια, -υ

ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
βαρύς
βαρεῖα
τό
βαρύ
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
βαρέος
τῆς
βαρείας
τοῦ
βαρέος
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
βαρεῖ
τῇ
βαρείᾳ
τῷ
βαρεῖ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
βαρύν
τήν
βαρεῖαν
τό
βαρύ
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
βαρύ
(ὦ)
βαρεῖα
(ὦ)
βαρύ


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
βαρεῖς
αἱ
βαρεῖαι
τά
βαρέα
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
βαρέων
τῶν
βαρειῶν
τῶν
βαρέων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
βαρέσι(ν)
ταῖς
βαρείαις
τοῖς
βαρέσι(ν)
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
βαρεῖς
τάς
βαρεῖας
τά
βαρέα
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
βαρεῖς
(ὦ)
βαρεῖαι
(ὦ)
βαρέα

Παρατήρηση:
1)  Στο αρσεν. (και στο ουδέτερο) είναι γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς κ.ά.· βαρύτονα είναι μόνο το θῆλυς, θήλεια, θῆλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ  (γεν. του ἡμίσεος, τῆς ἡμισείας, τοῦ ἡμίσεος κτλ.)·
2) Το –υ- στις καταλήξεις του ενικού σε αρσενικό και ουδέτερο θεωρείται βραχύχρονο, συνεπώς εάν δεν τονίζεται η λήγουσα προσέχουμε τον τονισμό (ὁ θλυς, ἡ θήλεια, τό θλυ).
3) Το –α των θηλυκών είναι βραχύχρονο, εκτός από την κατάληξη –ας (μακρόχρονη): ἡ βαρεῖα, αλλά τῆς βαρείας
4) Η γενική πληθυντικού στο θηλυκό τονίζεται πάντα στη λήγουσα π.χ. ἡ ταχεῖα, τῶν ταχειῶν
5) Συναιρούν το χαρακτήρα ε με το ακόλουθο ε ή ι σε ει· το ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το ε+α στο τέλος του ουδετέρου σε -η: τὰ ἡμίσεα  και τὰ ἡμίση

β) Δικατάληκτα μονόθεμα σε -υς, -υ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ εὔβοτρυς
τοῦ, τῆς εὐβότρυος
τῷ, τῇ εὐβότρυϊ
τὸν, τὴν εὔβοτρυν
(ὦ) εὔβοτρυ
τὸ εὔβοτρυ
τοῦ εὐβότρυος
τῷ εὐβότρυϊ
τὸ εὔβοτρυ
(ὦ) εὔβοτρυ

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ εὐβότρυες
 τῶν εὐβοτρύων
τοῖς, ταῖς εὐβότρυσι
τοὺς, τὰς εὐβότρυς
(ὦ) εὐβότρυες
τὰ εὐβότρυα
τῶν εὐβοτρύων
τοῖς εὐβότρυσι
τὰ εὐβότρυα
(ὦ) εὐβότρυα


Κατά το εὔβοτρυς (= αυτός που έχει αφθονα σταφύλια) κλίνονται: πολύιχθυς, φίλιχθυς, λεύκοφρυς, σύνοφρυς, ἄδακρυς, πολύδακρυς, φιλόδακρυς κ.α.

γ) Δικατάληκτα διπλόθεμα σε -υς, -υ

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ δίπηχυς
τοῦ, τῆς διπήχεος
τῷ, τῇ διπήχει
τόν, τὴν δίπηχυν
(ὦ) δίπηχυ
τὸ δίπηχυ
τοῦ διπήχεος
τῶ διπήχει
τὸ δίπηχυ
(ὦ) δίπηχυ


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ διπήχεις
τῶν διπηχέων
τοῖς, ταῖς διπήχεσι
τούς, τὰς διπήχεις
(ὦ) διπήχεις
τὰ διπήχεα και διπήχη
τῶν διπηχέων
τοῖς διπήχεσι
τὰ διπήχεα και διπήχη
(ὦ) διπήχεα και διπήχη


Κατά το δίπηχυς κλίνονται: τρίπηχυς, τετράπηχυς κτλ, διπέλεκυς, τριπέλεκυς κτλ.



Συμφωνόληκτα
Ι. Αφωνόληκτα
α) Τρικατάληκτα οδοντικόληκτα

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ χαρίεις
τοῦ χαρίεντος
τῷ χαρίεντι
τὸν χαρίεντα
(ὦ) χαρίεν
ἡ χαρίεσσα
τῆς χαριέσσης
τῇ χαριέσσῃ
τὴν χαρίεσσαν
(ὦ) χαρίεσσα
τὸ χαρίεν
τοῦ χαρίεντος
τῷ χαρίεντι
τὸ χαρίεν
(ὦ) χαρίεν


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
 Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ χαρίεντες
τῶν χαριέντων
τοῖς χαρίεσι
τοὺς χαρίεντας
(ὦ) χαρίεντες
αἱ χαρίεσσαι
τῶν χαριεσσῶν
ταῖς χαριέσσαις
τὰς χαριέσσας
(ὦ) χαρίεσσαι
τὰ χαρίεντα
τῶν χαριέντων
τοῖς χαρίεσι
τὰ χαρίεντα
(ὦ) χαρίεντα


Κατά το χαρίεις, -εσσα, -εν (= γεμάτος χάρη, χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που σημαίνουν πλησμονή: ἀστερόεις, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή γρήγορος όπως ο άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δάση), φωνήεις (= αυτὀς που έχει φωνή)

ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
πᾶς
πᾶσα
τό
πᾶν
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
παντός
τῆς
πάσης
τοῦ
παντὀς
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
παντί
τῇ
πάσῃ
τῷ
παντί
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
πάντα
τήν
πᾶσαν
τό
πᾶν
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
πᾶς
(ὦ)
πᾶσα
(ὦ)
πᾶν


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
πάντες
αἱ
πᾶσαι
τά
πάντα
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
πάντων
τῶν
πασῶν
τῶν
πάντων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
πᾶσι(ν)
ταῖς
πάσαις
τοῖς
πᾶσι(ν)
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
πάντας
τάς
πάσας
τά
πάντα
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
πάντες
(ὦ)
πᾶσαι
(ὦ)
πάντα
Όμοια με το επίθετο πᾶς, πᾶσα, πᾶν κλίνονται και τα : ἅπας, ἅπασα, ἅπαν – σύμπας, σύμπασα, σύμπαν.


ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
ἂκων
ἂκουσα
τό
ἆκον
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
ἂκοντος
τῆς
ἀκούσης
τοῦ
ἂκοντος
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
ἂκοντι
τῇ
ἀκούσῃ
τῷ
ἂκοντι
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
ἂκοντα
τήν
ἂκουσαν
τό
ἆκον
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
ἆκον
(ὦ)
ἂκουσα
(ὦ)
ἆκον


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
ἂκοντες
αἱ
ἂκουσαι
τά
ἂκοντα
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
ἀκόντων
τῶν
ἀκουσῶν
τῶν
ἀκόντων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
ἂκουσι(ν)
ταῖς
ἀκούσαις
τοῖς
ἂκουσι(ν)
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
ἂκοντας
τάς
ἀκούσας
τά
ἂκοντα
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
ἂκοντες
(ὦ)
ἂκουσαι
(ὦ)
ἂκοντα

Όμοια κλίνεται το επίθετο ἑκών, -οῦσα, -όν
Το επίθετο ἑκών στο αρσενικό γένος σχηματίζεται στην κλητική ενικού ὦ ἑκών

β) Δικατάληκτα οδοντικόληκτα σε –ις, -ι και – ους, - ουν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ εὔχαρις
τοῦ, τῆς εὐχάριτος
τῷ, τῇ εὐχάριτι
τόν, τὴν εὔχαριν
(ὦ) εὔχαρι
τὸ εὔχαρι
τοῦ εὐχάριτος
τῷ εὐχάριτι
τὸ εὔχαρι
(ὦ) εὔχαρι


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ εὐχάριτες
τῶν εὐχαρίτων
τοῖς, ταῖς εὐχάρισι
τούς, τὰς εὐχάριτας
(ὦ) εὐχάριτες
τὰ εὐχάριτα
τῶν εὐχαρίτων
τοῖς εὐχάρισι
τὰ εὐχάριτα
(ὦ) εὐχάριτα


ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ εὔελπις
τοῦ, τῆς εὐέλπιδος
τῷ, τῇ εὐέλπιδι
τόν, τὴν εὔελπιν
(ὦ) εὔελπις
τὸ εὔελπι
τοῦ εὔέλπιδος
τῷ εὐέλπιδι
τὸ εὔελπι
(ὦ) εὔελπι

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
οἱ, αἱ εὐέλπιδες
τῶν εὐελπίδων
τὰ εὐέλπιδα
τῶν εὐελπίδων

Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
τοῖς, ταῖς εὐέλπισι
τούς, τὰς εὐέλπιδας
(ὦ) εὐέλπιδες
τοῖς εὐέλπισι
τὰ εὐέλπιδα
(ὦ) εὐέλπιδα



ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ δίπους
τοῦ, τῆς δίποδος
τῷ, τῇ δίποδι
τόν, τὴν δίποδα (δίπουν)
(ὦ) δίπους
τὸ δίπουν
τοῦ δίποδος
τῷ δίποδι
τὸ δίπουν
(ὦ) δίπου


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
 Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ δίποδες
τῶν διπόδων
τοῖς, ταῖς δίποσι
τούς, τὰς δίποδας
(ὦ) δίποδες
τὰ δίποδα
τῶν διπόδων
τοῖς δίποσι
τὰ δίποδα
(ὦ) δίποδα



ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
 Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ μονόδους
τοῦ, τῆς μονόδοντος
τῷ, τῇ μονόδοντι
τόν, τὴν μονόδοντα
(ὦ) μονόδους
τὸ μονόδουν
τοῦ μονόδοντος
τῷ μονόδοντι
τὸ μονόδουν
(ὦ) μονόδουν




ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
 Γεν.
 Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ μονόδοντες
τῶν μονοδόντων
τοῖς, ταῖς μονόδουσι
τούς, τὰς μονόδοντας
(ὦ) μονόδοντες
τὰ μονόδοντα
τῶν μονοδόντων
τοῖς μονόδουσι
τὰ μονόδοντα
(ὦ) μονόδοντα


Παρατηρήσεις:
1.   Τριγενή και δικατάληκτα είναι μερικά αφωνόληκτα επίθετα που είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδοὺς, κ.α) και κλίνονται όπως το β΄ συνθετικό τους. ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι
2.   Όμοια κλίνονται και τα: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους, κτλ.
γ) Μονοκατάληκτα (με δυο γένη)
ὁ, ἡ βλὰξ
ὁ, ἡ κόλαξ
ὁ, ἡ ἅρπαξ
ὁ, ἡ γαμψῶνυξ
ὁ, ἡ λογὰς
ὁ, ἡ μιγὰς
ὁ, ἡ φυγὰς
ὁ ἡ ἄπαις
ὁ, ἡ πένης
ὁ, ἡ ἡμιθνὴς
ὁ,ἡ ἀγνὼς
 ὁ,ἡ φιλόγελως
τοῦ, τῆς βλακὸς κτλ.
τοῦ, τῆς κόλακος κτλ.
τοῦ, τῆς ἅρπαγος κτλ.
τοῦ, τῆς γαμψώνυχος κτλ.
τοῦ, τῆς λογάδος κτλ.
τοῦ, τῆς μιγάδος κτλ.
τοῦ, τῆς φυγάδος κτλ.
τοῦ, τῆς ἄπαιδος κτλ.
τοῦ, τῆς πένητος κτλ.
τοῦ, τῆς ἡμιθνῆτος κτλ.
 τοῦ, τῆς ἀγνῶτος κτλ. (= άγνωστος ή αυτός που αγνοεί),
τοῦ, τῆς φιλογέλωτος κτλ. (αλλά και κατά την αττική β΄κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν. φιλόγελω, δοτ. φιλόγελῳ κτλ.)

ΙΙ. Ερρινόληκτα - Υγρόληκτα επίθετα
α) Τρικατάληκτα
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ μέλας
τοῦ μέλανος
 τῷ μέλανι
τὸν μέλανα
(ὦ) μέλαν
ἡ μέλαινα
τῆς μελαίνης
τῇ μελαίνῃ
τὴν μέλαιναν
(ὦ) μέλαινα
τὸ μέλαν
τοῦ μέλανος
 τῷ μέλανι
τὸ μέλαν
(ὦ) μέλαν


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ μέλανες
τῶν μελάνων
τοῖς μέλασι
τοὺς μέλανας
(ὦ) μέλανες
αἱ μέλαιναι
τῶν μελαινῶν
ταῖς μελαίναις
τὰς μελαίνας
(ὦ) μέλαιναι
τὰ μέλανα
τῶν μελάνων
τοῖς μέλασι
τὰ μέλανα
(ὦ) μέλανα


Όμοια κλίνεται και το επίθετο: ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, το τάλαν ( γεν. τοῦ τάλανος, τῆς ταλαίνης, τοῦ τάλανος κτλ.).

β) Δικατάληκτα σε -ων, -ων, -ον


ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
εὐδαίμων
εὐδαίμων
τό
εὒδαιμον
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
εὐδαίμονος
τῆς
εὐδαίμονος
τοῦ
εὐδαίμονος
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
εὐδαίμονι
τῇ
εὐδαίμονι
τῷ
εὐδαίμονι
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
εὐδαίμονα
τήν
εὐδαίμονα
τό
εὒδαιμον
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
εὒδαιμον
(ὦ)
εὒδαιμον
(ὦ)
εὒδαιμον


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
εὐδαίμονες
αἱ
εὐδαίμονες
τά
εὐδαίμονα
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
εὐδαιμόνων
τῶν
εὐδαιμόνων
τῶν
εὐδαιμόνων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
εὐδαίμοσι
ταῖς
εὐδαίμοσι
τοῖς
εὐδαίμοσι
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
εὐδαίμονας
τάς
εὐδαίμονας
τά
εὐδαίμονα
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
εὐδαίμονες
(ὦ)
εὐδαίμονες
(ὦ)
εὐδαίμονα

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ σώφρων
τοῦ, τῆς σώφρονος
τῷ, τῇ σώφρονι
τόν, τὴν σώφρονα
(ὦ) σῶφρον
τὸ σῶφρον
τοῦ σώφρονος
τῷ σώφρονι
τὸ σῶφρον
(ὦ) σῶφρον




ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ σώφρονες
τῶν σωφρόνων
τοῖς, ταῖς σώφροσι
τούς, τὰς σώφρονας
(ὦ) σώφρονες
τὰ σώφρονα
τῶν σωφρόνων
τοῖς σώφροσι
τὰ σώφρονα
(ὦ) σώφρονα


Όμοια κλίνονται τα επίθετα:
ὁ, ἡ κακοδαίμων
ὁ, ἡ ἀγνώμων
ὁ, ἡ εὐσχήμων
ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων
τὸ κακόδαιμον
τὸ ἄγνωμον
τὸ εὔσχημον
τὸ μεγαλόπραγμον

γ) Δικατάληκτα σε –ην, -εν, (γεν.-ενος)

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ ἄρρην
τοῦ, τῆς ἄρρενος
 τῷ, τῇ ἄρρενι
τόν, τὴν ἄρρενα
(ὦ) ἂρρεν
τὸ ἄρρεν
τοῦ ἄρρενος
τῷ ἄρρενι
τὸ ἄρρεν
(ὦ) ἄρρεν


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ ἄρρενες
τῶν ἀρρένων
τοῖς, ταῖς ἄρρεσι
τούς, τὰς ἄρρενας
(ὦ) ἄρρενες
τὰ ἄρρενα
τῶν ἀρρένων
τοῖς ἄρρεσι
τὰ ἄρρενα
(ὦ) ἄρρενα


Παρατηρήσεις:
1. Τα σύνθετα σε –ων, -ον, (γεν. –ονος) στη κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν το τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού: π.χ. ὁ, ἡ εὐδαίμων, (ὦ) εὔδαιμον - τὸ εὔδαιμον, ὁ, ἡ εὐγνώμων, (ὦ) εὔγνωμον - τὸ εὔγνωμον, ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, (ὦ) μεγαλόπραγμον - τὸ μεγαλόπραγμον.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ :
α) όσα τονίζονται ήδη στην τελευταία συλλαβή του α΄συνθετικού π.χ.μεγαλόφρων, ὦ μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον 
β) όσα είναι σύνθετα με -α στερητικό π.χἀμνήμωνὦ άμνῆμον – τὸ ἀμνῆμον  κ.ά.
2. Τα δικατάληκτα ενρινόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το ασθενές θέμα: (ὦ) ἐλεῆμον, (ὦ) ἄρρεν.

δ) Δικατάληκτα σε –ωρ, -ορ (γεν. –ορος):
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ ἀπάτωρ
τοῦ, τῆς ἀπάτορος
τῷ, τῇ ἀπάτορι
τόν, τὴν ἀπάτορα
(ὦ) ἀπάτορ
τὸ ἀπάτορ
τοῦ ἀπάτορος
τῷ ἀπάτορι
τὸ ἀπάτορ
(ὦ) ἀπάτορ


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ ἀπάτορες
τῶν ἀπατόρων
τοῖς, ταῖς ἀπάτορσι
τούς, τὰς ἀπάτορας
(ὦ) ἀπάτορες
τὰ ἀπάτορα
τῶν ἀπατόρων
τοῖς ἀπάτορσι
τὰ ἀπάτορα
(ὦ) ἀπάτορα


Όμοια κλίνεται το επίθετο: ὁ, ἡ ἀμήτωρ, τὸ ἀμῆτορ.

ε) Μονοκατάληκτα.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
ὁ, ἡ μάκαρ
τοῦ, τῆς μάκαρος
τῷ, τῇ μάκαρι
τόν, τὴν μάκαρα
(ὦ) μάκαρ


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ μάκαρες
τῶν μακάρων
τοῖς, ταῖς μάκαρσι
τούς, τὰς μάκαρας
(ὦ) μάκαρες



Παρατηρήσεις:
1.      Επίθετα μονοκατάληκτα με δύο γένη είναι απλά ή σύνθετα με β΄ συνθετικό τριτόκλιτο ερρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά.
2.      Όμοια κλίνονται: ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρος, δοτ. ἄχειρι, αιτ. ἄχειρα κτλ, ὁ, ἡ μακρόχειρ, γεν. μακρόχειρος, δοτ. μακρόχειρι, αιτ. μακρόχειρα κτλ, ὁ, ἡ ὑψαύχην, γεν. ὑψαύχενος, δοτ. ὑψαύχενι, αιτ. ὑψαύχενα κτλ( = υψηλός, υπερήφανος ).

ΙΙΙ. Σιγμόληκτα
(-ής, -ής, -ές και –ης, -ης, -ες)

ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
ἐπιμελής
ἐπιμελής
τό
ἐπιμελές
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
ἐπιμελοῦς
τῆς
ἐπιμελοῦς
τοῦ
ἐπιμελούς
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
ἐπιμελεῖ
τῇ
ἐπιμελεῖ
τῷ
ἐπιμελεῖ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
ἐπιμελῆ
τήν
ἐπιμελῆ
τό
ἐπιμελές
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
ἐπιμελές
(ὦ)
ἐπιμελές
(ὦ)
ἐπιμελές



ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
ἐπιμελεῖς
αἱ
ἐπιμελεῖς
τά
ἐπιμελῆ
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
ἐπιμελῶν
τῶν
ἐπιμελῶν
τῶν
ἐπιμελῶν
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
ἐπιμελέσι(ν)
ταῖς
ἐπιμελέσι(ν)
τοῖς
ἐπιμελέσι(ν)
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
ἐπιμελεῖς
τάς
ἐπιμελεῖς
τά
ἐπιμελῆ
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
ἐπιμελεῖς
(ὦ)
ἐπιμελεῖς
(ὦ)
ἐπιμελῆ


ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
ὁ, ἡ πλήρης
τοῦ, τῆς πλήρους
τῷ, τῇ πλήρει
τὸ πλῆρες
τοῦ πλήρους
τῷ πλήρει

Αιτ.
Κλητ.
τόν, τὴν πλήρη
(ὦ) πλῆρες
τὸ πλῆρες
(ὦ) πλῆρες





ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον.
Γεν.
Δοτ.
Αιτ.
Κλητ.
οἱ, αἱ πλήρεις
τῶν πλήρων
τοῖς, ταῖς πλήρεσι
τούς, τὰς πλήρεις
(ὦ) πλήρεις
τὰ πλήρη
τῶν πλήρων
τοῖς πλήρεσι
τὰ πλήρη
(ὦ) πλήρη







ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο


ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
συνήθης
συνήθης
τό
σύνηθες


ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
συνήθους
τῆς
συνήθους
τοῦ
συνήθους


ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
συνήθει
τῇ
συνήθει
τῷ
συνήθει


ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
συνήθη
τήν
συνήθη
τό
σύνηθες


ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
σύνηθες
(ὦ)
σύνηθες
(ὦ)
σύνηθες



ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
συνήθεις
αἱ
συνήθεις
τά
συνήθη
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
συνήθων
τῶν
συνήθων
τῶν
συνήθων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
συνήθεσι(ν)
ταῖς
συνήθεσι(ν)
τοῖς
συνήθεσι(ν)
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
συνήθεις
τάς
συνήθεις
τά
συνήθη
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
συνήθεις
(ὦ)
συνήθεις
(ὦ)
συνήθη



Κατά το ἀληθὴς κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδής κ.ά.
Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα:
σε 1)-ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες· ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες· ὁ, ἡ ποδήρης, τὸ ποδῆρες κ.ά.
2) σε -ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες· ὁ, ἡ εὐώδης, τό εὐῶδες 
3) σε -ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς χαμένος)· ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένος, άξιος να χαθεί πριν από την ώρα του)· ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένος· και με ενεργ. σημ.: αυτός που καταστρέφει τα πάντα) κ.ά.
Κατά το συνήθης  κλίνονται επίθετα:
1) σε -ήθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος)· ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ χρηστόηθες κ.ά.
2)  σε -έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τό εὐμέγεθες· ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.ά.
3)-σε άντης: ὁ, ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (= ανηφορικός)· ὁ, ἡ κατάντης, τό κάταντες (= κατηφορικός)· ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.ά. Επίσης τα επίθετα ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες· ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.ά


Παρατηρήσεις
1) Τα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες, αν είναι υπερδισύλλαβα ανεβάζουν τον τόνο στην κλητική του ενικού αριθμού του αρσενικού και του θηλυκού γένους και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού αριθμού του ουδετέρου γένους:
π.χ. ὁ, ἡ συνήθης, (ὦ) σύνηθες - τὸ σύνηθες, ὁ, ἡ αὐθάδης, (ὦ) αὔθαδες - τὸ αὔθαδες.
Εξαίρεση αποτελούν όσα λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης και κλίνονται κανονικά:
π.χ. ὁ, ἡ εὐώδης, (ὦ) εὐῶδες, τὸ εὐῶδες, ὁ, ἡ ἐξώλης, (ὦ) ἐξῶλες, τὸ ἐξῶλες, ὁ, ἡ ποδήρης, (ὦ) ποδῆρες, τὸ ποδῆρες
2) Τα επίθετα σε –ης που πριν από την κατάληξη έχουν ε, ι ή ρ σχηματίζουν αιτιατική ενικού αρσενικού και θηλυκού και ονομ-αιτ-κλητ πληθυντικού τού ουδετέρου σε –η και σε –α.
π.χ ὑγιής: τὸν ὑγιῆ και ὑγιᾶ.

Ανώμαλα επίθετα


ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
πολύς
πολλή
τό
πολύ
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
πολλοῦ
τῆς
πολλῆς
τοῦ
πολλοῦ
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
πολλῷ
τῇ
πολλῇ
τῷ
πολλῷ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
πολύν
τήν
πολλήν
τό
πολύ
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
πολύ
(ὦ)
πολλή
(ὦ)
πολύ

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
πολλοί
αἱ
πολλαί
τά
πολλά
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
πολλῶν
τῶν
πολλῶν
τῶν
πολλῶν
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
πολλοῖς
ταῖς
πολλαῖς
τοῖς
πολλοῖς
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
πολλούς
τάς
πολλάς
τά
πολλά
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
πολλοί
(ὦ)
πολλαί
(ὦ)
πολλά


ΕΝΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
μέγας
μεγάλη
τό
μέγα
ΓΕΝΙΚΗ
τοῦ
μεγάλου
τῆς
μεγάλης
τοῦ
μεγάλου
ΔΟΤΙΚΗ
τῷ
μεγάλῳ
τῇ
μεγάλῃ
τῷ
μεγάλῳ
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τόν
μέγαν
τήν
μεγάλην
τό
μέγα
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
μέγα
(ὦ)
μεγάλη
(ὦ)
μέγα


ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
       Αρσενικό                     Θηλυκό                      Ουδέτερο
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
οἱ
μεγάλοι
αἱ
μεγάλαι
τά
μεγάλα
ΓΕΝΙΚΗ
τῶν
μεγάλων
τῶν
μεγάλων
τῶν
μεγάλων
ΔΟΤΙΚΗ
τοῖς
μεγάλοις
ταῖς
μεγάλαις
τοῖς
μεγάλοις
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
τούς
μεγάλους
τάς
μεγάλας
τά
μεγάλα
ΚΛΗΤΙΚΗ
(ὦ)
μεγάλοι
(ὦ)
μεγάλαι
(ὦ)
μεγάλα

Ενικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο

ονομ.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλητ.
ὁ πρᾶος
τοῦ πράου
τῷ πράῳ
τὸν πρᾶον
 (ὦ) πρᾶε
ἡ πραεῖα
τῆς πραείας
τῇ πραείᾳ
τὴν πραεῖαν
(ὦ) πραεῖα
τὸ πρᾶον
τοῦ πράου
τῷ πράῳ
τὸ πρᾶον
(ὦ) πρᾶον




Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο

ονομ.
 γεν.
δοτ.
αιτ.
κλητ.
οἱ πρᾶοι
τῶν πραέων
τοῖς πραέσι
τοὺς πράους
(ὦ) πρᾶοι
αἱ πραεῖαι
τῶν πραειῶν
ταῖς πραείαις
τὰς πραείας
(ὦ) πραεῖα
τὰ πραέα
τῶν πραέων
τοῖς πραέσι
τὰ πραέα
(ὦ) πραέα






 





Τα αριθμητικά είναι: επίθετα, ουσιαστικά, επιρρήματα.

Τα αριθμητικά επίθετα διακρίνονται σε απόλυτα, τακτικά, χρονικά, πολλαπλασιαστικά και αναλογικά.

Α. Απόλυτα αριθμητικά

αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο

Ονομαστική
εἷς
μία
ἓν
Γενική
ἑνὸς
μιᾶς
ἑνὸς
Δοτική
ἑνὶ
μιᾷ
ἑνὶ
Αιτιατική
ἕνα
μίαν
ἓν


αρσενικό και θηλυκό
ουδέτερο

Ονομαστική
τρεῖς
τρία
Γενική
τριῶν
τριῶν
Δοτική
τρισὶ(ν)
τρισὶ(ν)
Αιτιατική
τρεῖς
τρία


αρσενικό και θηλυκό
ουδέτερο

Ονομαστική
τέτταρες
τέτταρα
Γενική
τεττάρων
τεττάρων
Δοτική
τέτταρσι(ν)
τέτταρσι(ν)
Αιτιατική
τέτταρας
τέτταρα


Παρατηρήσεις:
• Τα αριθμητικά από το πέντε μέχρι και το εκατό είναι άκλιτα (π.χ. τῶν τριάκοντα τυράννων κ.λπ.).
• Από το διακόσιοι, -αι, -α και εξής κλίνονται μόνο στον πληθυντικό αριθμό όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα.

Β. Τακτικά αριθμητικά
Τα τακτικά αριθμητικά φανερώνουν την τάξη, τη θέση που κατέχει κάτι σε σχέση με μια σειρά από όμοιά του: π.χ. πρῶτος (μήν), δευτέρα (ἡμέρα) κ.λπ. Σχηματίζονται από τα απόλυτα αριθμητικά.
• Από το 1 έως και το 12 είναι μονολεκτικά με την κατάληξη -τος, -τη, -τον (π.χ. πρῶτος, -τη, -τον) και περιφραστικά από το 13 έως και το 19 (π.χ. τρίτος και δέκατος κ.λπ.).
Εξαιρούνται τα: δεύτερος, -τέρα, -τερον, ἕβδομος, -μη, -μον και ὅγδοος, -όη, -οον.
• Από το 20 και πέρα σχηματίζονται με την κατάληξη -στός, -στή, -στόν: π.χ. εἰκοστός, -στή, -στὸν κ.λπ.
• Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε ος, -η, -ον.

Γ. Χρονικά
Τα χρονικά αριθμητικά (που δεν τα έχει η νέα ελληνική) φανερώνουν ποια ημέρα συμβαίνει μια πράξη, από τότε που άρχισε. Αυτά σχηματίζονται από το θέμα των τακτικών και λήγουν σε –αῖος: π.χ. (δεύτερος) δευτεραῖος ἀφίκετο (= έφτασε τη δεύτερη μέρα αφότου ξεκίνησε). Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -α, -ον.

Δ. Πολλαπλασιαστικά
Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά δηλώνουν από πόσα μέρη αποτελείται κάτι. Σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων με την προσθήκη της κατάληξης -πλοῦς. π.χ. (τρί-α) τριπλοῦς, (δέκα) δεκαπλοῦς.
Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά κλίνονται όπως τα συνηρημένα τρικατάληκτα επίθετα της βʹ κλίσης σε - οῦς, -ῆ, -οῦν. π.χ. (ἁπλόος) ἁπλοῦς, (ἁπλόη) ἁπλῆ , (ἁπλόον) ἁπλοῦν, (διπλόος) διπλοῦς, (διπλόη) διπλῆ, (διπλόον) διπλοῦν κτλ.

Ε. Αναλογικά
Τα αναλογικά αριθμητικά δηλώνουν πόσες φορές είναι μεγαλύτερο ένα ποσό από ένα άλλο του ίδιου είδους. Τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων και λήγουν σε -πλάσιος. π.χ. (δι-ο) διπλάσιος. Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -α, -ον.


Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης