α)
Προσωπικές αντωνυμίες
|
ΕΝΙΚΟΣ
Α΄ προσωπο Β΄ πρόσωπο Γ΄ πρόσωπο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
ἐγώ
|
σύ
|
_
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
ἐμοῦ,
μου
|
σοῦ, σου
|
(οὗ)
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
ἐμοί,
μοι
|
σοί, σοι
|
οἷ, οἱ
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
ἐμέ, με
|
σέ, σε
|
(ἓ)
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Α΄ προσωπο Β΄ πρόσωπο Γ΄ πρόσωπο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
ἡμεῖς
|
ὑμεῖς
|
(σφεῖς)
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
ἡμῶν
|
ὑμῶν
|
(σφῶν)
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
ἡμῖν
|
ὑμῖν
|
σφίσι(ν)
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
ἡμᾶς
|
ὑμᾶς
|
(σφᾶς)
|
Παρατηρήσεις:
1. Όλοι οι
τύποι α΄ & β΄ πληθυντικού παίρνουν δασεία και περισπωμένη.
2. Οξεία
παίρνει μόνο η δοτική πληθυντικού στο γ’ πρόσωπο: σφίσι(ν)
3. Στους
τύπους του α’ προσώπου προστίθεται το μόριο γε για λόγους έμφασης και κλίνεται ως εξής:
ἔγωγε ἡμεῖσγε
ἐμοῦγε ἡμῶνγε
ἔμοιγε ἡμῖνγε
ἐμέγε ἡμᾶσγε
|
β)
Δεικτικές αντωνυμίες
1. οὗτος, αὕτη, τοῦτο
2. τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) = τέτοιο,
τέτοιου είδους
3. τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο(ν) = τόσο μεγάλος,
τόσος πολύς
4. ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο
5. τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) =τόσο
μεγάλος
6. ὅδε, ἥδε, τόδε =αυτός εδώ
7. τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε =τέτοιος, τέτοιου
είδους
8. τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε = τόσος μεγάλος,
τόσος πολύς
9. τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε = τόσο μεγάλος
10. οὑτοσί, αὑτηί, τουτί / ὁδί, ἡδί, τοδί = αυτός
εδώ ή δα, αυτή εδώ ή δα, αυτό εδώ ή δα
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
οὗτος
|
αὓτη
|
τοῦτο
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
τούτου
|
ταύτης
|
τούτου
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
τούτῳ
|
ταύτῃ
|
τούτῳ
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
τοῦτον
|
ταύτην
|
τοῦτο
|
ΚΛΗΤΙΚΗ
|
(ὦ) οὗτος
|
(ὦ) αὓτη
|
_
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
οὗτοι
|
αὗται
|
ταῦτα
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
τούτων
|
τούτων
|
τούτων
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
τούτοις
|
ταύταις
|
τούτοις
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
τούτους
|
ταύτας
|
ταῦτα
|
Παρατήρηση: Μόνο η
δεικτική αντωνυμία οὗτος, αὕτη, τοῦτο
σχηματίζει κλητική στο αρσενικό και θηλυκό γένος ενικού αριθμού.
2) τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) = τέτοιο,
τέτοιου είδους
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. τοιοῦτος τοιαύτη τοιοῦτο(ν)
|
ΓΕΝ. τοιούτου
τοιαύτης τοιούτου
|
ΔΟΤ. τοιούτῳ
τοιαύτῃ τοιούτῳ
|
ΑΙΤ. τοιοῦτον
τοιαύτην τοιοῦτο(ν)
|
ΟΝ. τοιοῦτοι τοιαῦται τοιαῦτα
|
ΓΕΝ.
τοιούτων τοιούτων τοιούτων
|
ΔΟΤ. τοιούτοις
τοιαύταις τοιούτοις
|
ΑΙΤ. τοιούτους
τοιαύτας τοιαῦτα
|
3) τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο(ν) = τόσο μεγάλος,
τόσος πολύς
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. τοσοῦτος τοσαύτη τοσοῦτο(ν)
|
ΓΕΝ. τοσούτου
τοσαύτης τοσούτου
|
ΔΟΤ. τοσούτῳ
τοσαύτῃ τοσούτῳ
|
ΑΙΤ. τοσοῦτον
τοσαύτην τοσοῦτο(ν)
|
ΟΝ. τοσοῦτοι τοσαῦται τασαῦτα
|
ΓΕΝ.
τοσούτων τοσούτων τοσούτων
|
ΔΟΤ. τοσούτοι τοσαύταις τοσούτοις
|
ΑΙΤ. τοσούτους
τοσαύτας τοσαῦτα
|
4) ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο
Η αντωνυμία κλίνεται σαν
δευτερόκλιτο επίθετο αλλά το ουδέτερο δεν έχει –ν.
5) τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) =τόσο
μεγάλος
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. τηλικοῦτος τηλικαύτη τηλικοῦτο(ν)
|
ΓΕΝ. τηλικούτου τηλικαύτης τηλικούτου
|
ΔΟΤ.
τηλικούτῳ τηλικαύτῃ τηλικούτῳ
|
ΑΙΤ. τηλικοῦτον τηλικαύτην τηλικοῦτο(ν)
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. τηλικοῦτοι τηλικαῦται τηλικαῦτα
|
ΓΕΝ. τηλικούτων τηλικούτων τηλικούτων
|
ΔΟΤ. τηλικούτοις τηλικαύταις τηλικούτοις
|
ΑΙΤ. τηλικούτους τηλικαύτας τηλικαῦτα
|
6) ὅδε, ἥδε, τόδε =αυτός εδώ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. ὅδε ἥδε τόδε
|
ΓΕΝ. τοῦδε τῆσδε τοῦδε
|
ΔΟΤ. τῷδε τῇδε τῷδε
|
ΑΙΤ. τόνδε τήνδε τόδε
|
ΟΝ. οἵδε αἵδε τάδε
|
ΓΕΝ. τῶνδε τῶνδε τῶνδε
|
ΔΟΤ. τοῖσδε ταῖσδε τοῖσδε
|
ΑΙΤ. τούσδε τάσδε τάδε
|
Παρατήρηση: Κλίνεται
όπως ακριβώς το άρθρο με το εγκλιτικό δε
μετά απ’ αυτό.
7) τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε =τέτοιος, τέτοιου
είδους
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. τοιόσδε τοιάδε τοιόνδε
|
ΓΕΝ. τοιοῦδε τοιᾶσδε τοιοῦδε
|
ΔΟΤ. τοιῷδε τοιᾷδε τοιῷδε
|
ΑΙΤ. τοιόνδε τοιάνδε τοιόνδε
|
ΟΝ. τοιοίδε τοιαίδε τοιάδε
|
ΓΕΝ. τοιῶνδε τοιῶνδε τοιῶνδε
|
ΔΟΤ. τοιοῖσδε τοιαῖσδε τοιοῖσδε
|
ΑΙΤ. τοιούσδε τοιάσδε τοιάδε
|
Παρατήρηση: Κλίνεται
όπως η δευτερόκλιτη αντωνυμία τοῖος,
τοία, τοῖον και ακολουθεί μετά απ’ αυτό το εγκλιτικό δε.
8) τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε = τόσος μεγάλος,
τόσος πολύς
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. τοσόσδε τοσήδε τοσόνδε
|
ΓΕΝ. τοσοῦδε τοσῆσδε τοσοῦδε
|
ΔΟΤ. τοσῷδε τοσῇδε τοσῷδε
|
ΑΙΤ. τοσόνδε τοσήνδε τοσόνδε
|
ΟΝ. τοσοίδε τοσαίδε τοσάδε
|
ΓΕΝ. τοσῶνδε τοσῶνδε τοσῶνδε
|
ΔΟΤ. τοσοῖσδε τοσαῖσδε τοσοῖσδε
|
ΑΙΤ. τοσούσδε
τοσάσδε τοσάδε
|
Παρατήρηση: Κλίνεται όπως ένα
δευτερόκλιτο επίθετο τόσος, τόση, τόσον
και ακολουθεί μετά απ’ αυτό το εγκλιτικό δε.
9) τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε = τόσο
μεγάλος
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. τηλικόσδε τηλικήδε τηλικόνδε
|
ΓΕΝ. τηλικοῦδε τηλικῆσδε τηλικοῦδε
|
ΔΟΤ. τηλικῷδε τηλικῇδε τηλικῷδε
|
ΑΙΤ.
τηλικόνδε τηλικήνδε τηλικόνδε
|
ΟΝ. τηλικοίδε
τηλικαίδε τηλικάδε
|
ΓΕΝ.τηλικῶνδε
τηλικῶνδε τηλικῶνδε
|
ΔΟΤ.τηλικοῖσδε τηλικαῖσδε
τηλικοῖσδε
|
ΑΙΤ.
τηλικούσδε τηλικάσδε τηλικάδε
|
Παρατήρηση: Κλίνεται όπως ένα
δευτερόκλιτο επίθετο τηλικός, τηλική,
τηλικόν και ακολουθεί μετά απ’ αυτό το εγκλιτικό δε.
10) οὑτοσί,
αὑτηί, τουτί / ὁδί, ἡδί, τοδί = αυτός εδώ ή δα, αυτή εδώ ή δα, αυτό εδώ ή δα
ΕΝΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. οὑτοσί αὑτηί τουτί ὁδί ἡδί τοδί
|
ΓΕΝ. τουτουί ταυτησί τουτουί τουδί τησδί
τουδί
|
ΔΟΤ. τουτῳί ταυτῃί τουτῳί τῳδί τῃδί τῳδί
|
ΑΙΤ. τουτονί ταυτηνί τουτί τονδί τηνδί
τοδί
|
ΚΛ. οὑτοσί αὑτηί -
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. οὑτοιί αὑταιί ταυτί οἱδί αἱδί ταδί
|
ΓΕΝ. τουτωνί τουτωνί τουτωνί τωνδί τωνδί
τωνδί
|
ΔΟΤ. τουτοισί ταυταισί τουτοισί τοισδί
ταισδί τοισδί
|
ΑΙΤ. τουτουσί ταυτασί ταυτί τουσδί τασδί ταδί
|
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Π.χ. τουτοΐ > τουτί, ταυταΐ >ταυτί
|
γ) Κτητικές αντωνυμίες
Κτητικές
λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν σε ποιόν ανήκει κάτι, δηλ. ορίζουν τον
κτήτορα.
Οι
κτητικές αντωνυμίες έχουν τρία πρόσωπα, όπως και οι προσωπικές και
σχηματίζονται από τα θέματα των αντίστοιχων προσωπικών αντωνυμιών:
Α΄ Για
έναν κτήτορα
α΄
πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (= δικός μου, δική μου, δικό μου)
β΄
πρόσωπο: σός, σή, σόν (= δικός σου, δική σου, δικό σου)
γ΄
πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (= δικός του, δική του, δικό του)
Β΄ Για
πολλούς κτήτορες
α΄
πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας)
β΄
πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας)
γ΄
πρόσωπο: σφέτερον, σφετέρα, σφέτερον (= δικός τους, δική τους, δικό τους)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Οι
κτητικές αντωνυμίες κλίνονται σαν τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης σε
–ος, -η,
-ον και –ος, -α, -ον: ἐμός, ἐμή, ἐμόν - ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον.
δ)
Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
αὐτός
|
αὐτή
|
αὐτό
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
αὐτοῦ
|
αὐτῆς
|
αὐτοῦ
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
αὐτῷ
|
αὐτῇ
|
αὐτῷ
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
αὐτόν
|
αὐτήν
|
αὐτό
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
αὐτοί
|
αὐτή
|
αὐτά
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
αὐτῶν
|
αὐτῶν
|
αὐτῶν
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
αὐτοῖς
|
αὐταῖς
|
αὐτοῖς
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
αὐτούς
|
αὐτάς
|
αὐτά
|
Παρατἠρηση:
Οριστική
είναι,
όταν χρησιμεύει για να ορίσει κάτι, να το ξεχωρίσει από τα άλλα και απαντά σε όλες τις πτώσεις. π.χ. Μετὰ
δὲ ταῦτα γενομένης τῆς ὕστερον στρατείας, ἣν αὐτὸς (=αυτός ο ίδιος όχι
άλλος) Ξέρξης ἤγαγεν.
Επαναληπτική
είναι μόνο στις πλάγιες
πτώσεις,
όταν χρησιμεύει για να επαναλάβει κάτι για το οποίο έγινε λόγος πρωτύτερα
π.χ. Κῦρον δὲ μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν (=δηλ. Κῦρον) σατράπην
ἐποίησε καὶ στρατηγὸν δὲ αὐτὸν ἀπέδειξε πάντων.
Προσοχή! Στις πλάγιες πτώσεις η οριστική/ επαναληπτική αντωνυμία
έχει κοινούς τύπους με την αυτοπαθητική αντωνυμία γ’προσώπου. Για να την διακρίνουμε, προσέχουμε το
πνεύμα:
Η οριστική/
επαναληπτική αντωνυμία παίρνει ψιλή
(αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτοῦ)∙ αντίθετα η αυτοπαθητική
αντωνυμία παίρνει δασεία (αὑτοῦ,
αὑτῆς, αὑτοῦ)
|
ε)
Αυτοπαθητικές αντωνυμίες
α΄
πρόσωπο
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
_
|
_
|
_
|
_
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
ἐμαυτοῦ
|
ἐμαυτῆς
|
ἡμῶν
αὐτῶν
|
ἡμῶν
αὐτῶν
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
ἐμαυτῷ
|
ἐμαυτῇ
|
ἡμῖν
αὐτοῖς
|
ἡμῖν
αὐταῖς
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
ἐμαυτόν
|
ἐμαυτήν
|
ἡμᾶς
αὐτούς
|
ἡμᾶς
αὐτάς
|
β΄
πρόσωπο
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
_
|
_
|
_
|
_
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
σεαυτοῦ
ή σαυτοῦ
|
σεαυτῆς
ή σαυτῆς
|
ὑμῶν
αὐτῶν
|
ὑμῶν
αὐτῶν
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
σεαυτῷ
ή σαυτῷ
|
σεαυτῇ
ή σαυτῇ
|
ὑμῖν
αὐτοῖς
|
ὑμῖν
αὐταῖς
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
σεαυτόν
ή σαυτόν
|
σεαυτήν
ή σαυτήν
|
ὑμᾶς
αὐτούς
|
ὑμᾶς
αὐτάς
|
γ΄
πρόσωπο
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό
|
ΕΝΙΚΟΣ
ουδέτερο
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
_
|
_
|
_
|
_
|
-
|
-
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
ἑαυτοῦ
ή αὑτοῦ
|
ἑαυτῆς
ή αὑτῆς
|
ἑαυτῶν
ή
σφῶν
αὐτῶν
|
ἑαυτῶν
ή
σφῶν
αὐτῶν
|
-
|
-
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
ἑαυτῷ
ή αὑτῷ
|
ἑαυτῇ
ή αὑτῇ
|
ἑαυτοῖς
ή
σφίσιν
αὐτοῖς
|
ἑαυταῖς
ή
σφίσιν
αὐταῖς
|
-
|
-
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
ἑαυτόν
ή αὑτόν
|
ἑαυτήν
ή αὑτῇ
|
ἑαυτούς
ή
σφᾶς αὐτούς
|
ἑαυτάς
ή
σφᾶς
αὐτάς
|
ἑαυτό
|
ἑαυτά
|
στ) Ερωτηματικές αντωνυμίες
1.
τίς, τί (= ποιος;),
2.
πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο;),
3.
πόσος, πόση, πόσον
4.
ποῖος, ποία, ποῖον (= τι λογής, τι είδους;),
5.
πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (= πόσο μεγάλος; ποιας ηλικίας;),
6.
ποδαπός, ποδαπή, ποδαπὸν (= από ποιον τόπο;),
7.
πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική
σειρά πβ. δεύτερος, τρίτος κ.λπ.),
8.
ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (= σε πόσες μέρες;- πβ. τριταῖος,
τεταρταῖος κ.λ.π).
Όλες οι ερωτηματικές αντωνυμίες είναι τρικατάληκτες και
κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -η, -ον, εκτός από την αντωνυμία τίς, τί που είναι τριγενής και δικατάληκτη και
κλίνεται κατά τη γ΄ κλίση ως εξής:
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
τίς
|
τίς
|
τί
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
τίνος ή τοῦ
|
τίνος ή
τοῦ
|
τίνος ή τοῦ
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
τίνι ή τῷ
|
τίνι ή τῷ
|
τίνι ή τῷ
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
τίνα
|
τίνα
|
τί
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
τίνες
|
τίνες
|
τίνα
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
τίνων
|
τίνων
|
τίνων
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
τίσι(ν)
|
τίσι(ν)
|
τίσι(ν)
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
τίνας
|
τίνας
|
τίνα
|
ζ)
Αόριστες αντωνυμίες
1. τὶς, τὶ (= κάποιος),
2.
ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα (άκλιτη)
3.
ἔνιοι, ἔνιαι,ἔνια (= μερικοί).
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
τίς
|
τίς
|
τί
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
τινός ή του
|
τινός ή
του
|
τινός ή
του
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
τινί ή τῳ
|
τινί ή τῳ
|
τινί ή τῳ
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
τινά
|
τινά
|
τί
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
τινές
|
τινές
|
τινά ή ἂττα
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
τινῶν
|
τινῶν
|
τινῶν
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
τισί(ν)
|
τισί(ν)
|
τισί(ν)
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
τινάς
|
τινάς
|
τινά ή ἂττα
|
Στις
αόριστες αντωνυμίες ανήκουν και μερικά επίθετα που λέγονται επιμεριστικές αντωνυμίες, οι
οποίες ονομάζονται έτσι διότι δηλώνουν επιμερισμό από ένα σύνολο δύο ή περισσότερων
ουσιαστικών. Αυτές είναι οι εξής:
1. πᾶς,
πᾶσα, πᾶν (=
καθένας χωρίς καμία εξαίρεση),
2. ἕκαστος,
ἑκάστη, ἕκαστον (=
καθένας),
3. ἄλλος,
ἄλλη, ἄλλο,
4. οὐδείς,
οὐδεμία, οὐδὲν – μηδείς, μηδεμία, μηδὲν (= κανείς),
5. ἀμφότεροι,
ἀμφότεραι, ἀμφότερα (=
και οι δύο μαζί),
6. ἑκάτερος,
ἑκατέρα, ἑκάτερον (=
καθένας από τους δύο),
7. ἕτερος,
ἑτέρα, ἕτερον (=
άλλος, χρησιμοποιείται όταν έχουμε δύο ουσιαστικά),
8. οὐδέτερος,
οὐδετέρα, οὐδέτερον – μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (= ούτε ο ένας ούτε ο άλλος),
9. ποσός,
ποσή, ποσόν (=
κάμποσος),
10. ποιός,
ποιά, ποιόν (=
κάποιας λογής),
11.
ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπὸν (= από άλλο τόπο).
12. ὁ, ἡ, τό δεῖνα = ο τάδε
13. ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια = μερικοί, μερικές, μερικά
οὐδείς,
οὐδεμία, οὐδὲν
Ενικός
|
Πληθυντικός
|
|||
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
||
Ονομαστική
|
οὐδεὶς
|
οὐδεμία
|
οὐδὲν
|
οὐδένες
|
Γενική
|
οὐδενὸς
|
οὐδεμιᾶς
|
οὐδενὸς
|
οὐδένων
|
Δοτική
|
οὐδενὶ
|
οὐδεμιᾷ
|
οὐδενὶ
|
οὐδέσι(ν)
|
Αιτιατική
|
οὐδένα
|
οὐδεμίαν
|
οὐδὲν
|
οὐδένας
|
ὁ,
ἡ, τό δεῖνα = ὁ, ἡ, τό τάδε
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
ΟΝ. ὁ, ἡ, τό δεῖνα
|
ΓΕΝ. τοῦ, τῆς, τοῦ δεῖνος
|
ΔΟΤ. τῷ, τῇ, τῷ δεῖνι
|
ΑΙΤ. τόν, τήν, τό δεῖνα
|
ΟΝ. οἱ,
αἱ δεῖνες
|
ΓΕΝ. τῶν δείνων
|
ΔΟΤ. τοῖς, ταῖς δεῖσι
|
ΑΙΤ. τους, τάς δεῖνας
|
Παρατήρηση: Πολλές
φορές η αντωνυμία αυτή μένει άκλιτη.
Π.χ. τοῦ,
τῆς δεῖνα – τον, την δεῖνα
ἔνιοι,
ἔνιαι, ἔνια = μερικοί, μερικές, μερικά
Αυτή η
αντωνυμία βρίσκεται μόνο στον πληθυντικό αριθμό και κλίνεται ως τρικατάληκτο
επίθετο της β’ κλίσης.
Οι υπόλοιπες αόριστες
αντωνυμίες κλίνονται όπως τα δευτερόκλιτα τριγενή και τρικατάληκτα επίθετα.
η)
Αλληλοπαθητική αντωνυμία
Πληθυντικός
αριθμός
|
|||||
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
|||
Γενική
|
ἀλλήλων
|
ἀλλήλων
|
ἀλλήλων
|
||
Δοτική
|
ἀλλήλοις
|
ἀλλήλαις
|
ἀλλήλοις
|
||
Αιτιατική
|
ἀλλήλους
|
ἀλλήλας
|
ἄλληλα
|
||
Μεταφράζεται: μεταξύ τους, ο ένας τον άλλον
θ) Αναφορικές αντωνυμίες
1.
ὅς, ἥ, ὃ (= ο οποίος),
2.
ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που),
3.
ὅστις,
ἥτις, ὅ,τι (= όποιος),
4.
ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= όποιος από τους δύο),
5.
ὅσος, ὅση, ὅσον,
6.
ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= όσος),
7.
οἷος, οἵα, οἷον (= τέτοιος),
8.
ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον(= όποιας λογής),
9.
ἡλίκος, ἡλίκη, ἠλίκον (= όσο μεγάλος),
10.
ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= όσο μεγάλος),
11.
ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπὸν (= από ποιον τόπο, σε πλάγια ερώτηση).
ὃς,
ἣ, ὃ
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
ὃς
|
ἣ
|
ὃ
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
οὗ
|
ἧς
|
οὗ
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
ᾧ
|
ᾗ
|
ᾧ
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
ὃν
|
ἣν
|
ὃ
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
οἳ
|
αἳ
|
ἃ
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
ὧν
|
ὧν
|
ὧν
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
οἷς
|
αἷς
|
οἷς
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
οὓς
|
ἃς
|
ἃ
|
ὃσπερ,
ἣπερ, ὃπερ
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
ὃσπερ
|
ἣπερ
|
ὃπερ
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
οὗπερ
|
ἧσπερ
|
οὗπερ
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
ᾧπερ
|
ᾗπερ
|
ᾧπερ
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
ὃνπερ
|
ἣνπερ
|
ὃπερ
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
οἳπερ
|
αἳπερ
|
ἃπερ
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
ὧνπερ
|
ὧνπερ
|
ὧνπερ
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
οἷσπερ
|
αἷσπερ
|
οἷσπερ
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
οὓσπερ
|
ἃσπερ
|
ἃπερ
|
ὃστις, ἣτις, ὃ,τι
|
ΕΝΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
ὃστις
|
ἣτις
|
ὃ,τι
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
οὗτινος
ή ὃτου
|
ἧστινος
|
οὗτινος
ή ὃτου
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
ᾧτινι ή ὃτῳ
|
ᾗτινι
|
ᾧτινι ή ὃτῳ
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
ὃντινα
|
ἣντινα
|
ὃ,τι
|
|
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
|
||
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ
|
οἳτινες
|
αἳτινες
|
ἃτινα ή ἃττα
|
ΓΕΝΙΚΗ
|
ὧντινων
|
ὧντινων
|
ὧντινων
|
ΔΟΤΙΚΗ
|
οἷστισι(ν)
|
αἷστισι(ν)
|
οἷστισι(ν)
|
ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
|
οὓστινας
|
ἃστινας
|
ἃτινα ή ἃττα
|
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1) Η
αναφορική αντωνυμία ὅστις, ἥτις, ὅ, τι
κλίνεται όπως η αναφορική ὅς, ἥ, ὅ και η αόριστη τίς, τί.
2) Η αναφορική αντωνυμία ὅστις λαμβάνει στο τέλος το μόριο οὖν, δή, δήποτε, δηποτοῦν
και κλίνεται κανονικά, μόνο που τονίζεται στο μόριο π.χ. ὁστισοῦν (=οποιοσδήποτε), γεν. οὑτινοσοῦν - ὁστισδήποτε
(=οποιοσδήποτε), γεν. οὑτινοσδήποτε κ.τ.λ.
3) Οι
υπόλοιπες αναφορικές αντωνυμίες κλίνονται σαν δευτερόκλιτα επίθετα.
4) Το ὃ,τι με υποδιαστολή είναι αναφορική
αντωνυμία, ενώ το ὃτι χωρίς υποδιαστολή είναι ειδικός (ή αιτιολογικός)
σύνδεσμος.
5) Προσοχή
στο πνεύμα: ἄττα = τινά (αόριστη
αντωνυμία) ενώ ἅττα = ἅτινα
(αναφορική αντωνυμία)
|
Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης