Παραθετικά επιθέτων και επιρρημάτων Αρχαίας Ελληνικής

Παραθετικά

 




1) β’κλίσης σε -ος
ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ σε -ότερος / -ότατος
ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ σε -ώτερος / -ώτατος
1. αν προηγείται συλλαβή φύσει μακρόχρονη, δηλαδή μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγος (η, ω, ου, ει, αι) 
π.χ. ξηρός, ξηρό-τερος, ξηρό-τατος
γενναῖος, γενναιό-τερος, γενναιό-τατος
1. αν προηγείται συλλαβή βραχύχρονη:
π.χ. νος, νεώ-τερος, νεώ-τατος
σοφός, σοφώ-τερος, σοφώ-τατος
2. αν προηγείται συλλαβή θέσει μακρόχρονη, δηλαδή βραχύχρονο φωνήεν και ακολουθούν δυο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό -ξ, -ψ
π.χ. θερμός, θερμό-τερος, θερμό-τατος ἔνδοξος, ἐνδοξό-τερος, ἐνδοξό-τατος
2. όσα λήγουν σε:
-ιος, -ιμος, -ικος, -ινος 
π.χ. δόκιμος
3. όσα έχουν ως δεύτερο συνθετικό τις λέξεις:, νίκη, τιμή, λύπη, ψυχή, θυμός, κῦρος, κίνδυνος
π.χ. ἔγκυρος
3. όσα λήγουν σε:
-ακος, -αλος, -αμος, -ανος, -αρος, -ατος,
ΠΡΟΣΟΧΗ: εξαιρείται το ἀνιαρός
4. τα επίθετα: ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, πρᾶος, λιτός, φλύαρος
4. όσα λήγουν σε: -υρος, - χος, 
π.χ. ἥσυχος

2) γ’κλίσης και λοιπές καταλήξεις
α) –ύτερος, ύτατος
Τα τρικατάληκτα τριτόκλιτα επίθετα σε –υς, -εῖα, -ύ.

βαρύς, -εῖα, -ύ
βαρύ-τερος, 
βαρυ-τέρα, 
βαρύ-τερον
βαρύ -τατος, 
βαρυ -τάτη, 
βαρύ -τατον
Κατ’ αναλογίαν σχηματίζονται και ορισμένα δευτερόκλιτα:
ἐλαφρός -ἐλαφρύτερος-ἐλαφρύτατος
χοντρός-χοντρύτερος-χοντρύτατος.

β) -έστερος, -έστατος
Τα τριτόκλιτα επίθετα σε –ης, -ες και -ων, -ον (γεν. –ονος):
ἀληθής, -ής, -ές
ἀληθ-έσ-τερος, 
ἀληθ -εσ-τέρα, 
ἀληθ -έσ-τερον
ἀληθ -έσ-τατος, 
ἀληθ -εσ-τάτη, 
ἀληθ -έσ-τατον
εὐδαίμων, -ων, -ον
εὐδαιμον-έσ-τερος, 
εὐδαιμον-εσ-τέρα, 
εὐδαιμον-έσ-τερον
εὐδαιμον-έσ-τατος, 
εὐδαιμον-εσ-τάτη, 
εὐδαιμον-έσ-τατον

" Ομοίως τα επίθετα ἄκρατος (= αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος),
ἄσμενος (= ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός), πένης και χαρίεις.
ἄκρατος, -ος, -ον
ἀκρατ-έσ-τερος, 
ἀκρατ-εσ-τέρα, 
ἀκρατ-έσ-τερον
ἀκρατ-έσ-τατος (και ἀκρατό-τατος), 
ἀκρατ-εσ-τάτη (και ἀκρατο-τάτη), 
ἀκρατ-έσ-τατον (και ἀκρατό-τατον)
ἄσμενος,-ος, -ον
ἀσμεν-έσ-τερος (και ἀσμενώ-τερος)
ἀσμεν-εσ-τέρα (και ἀσμενω-τέρα)
ἀσμεν-έσ-τερον (και ἀσμενώ-τερον)
ἀσμεν-έσ-τατος (και ἀσμενώ-τατος), 
ἀσμεν-εσ-τάτη (και ἀσμενω-τάτη),
ἀσμεν-έσ-τατον (και ἀσμενώ-τατον)
ἐρρωμένος,- η,-ον
ἐρρωμεν-έσ-τερος,
ἐρρωμεν-εσ-τέρα, 
ἐρρωμεν-έσ-τερον
ἐρρωμεν-έσ-τατος, 
ἐρρωμεν-εσ-τάτη, 
ἐρρωμεν-έσ-τατον
πένης
πεν-έσ-τερος, 
πεν-εσ-τέρα, 
πεν-έσ-τερον
πεν-έσ-τατος,
πεν-εσ-τάτη, 
πεν-έσ-τατον
χαρίεις                             χαρι-έσ-τερος, -α, -ον                                   χαρι-έσ-τατος, -η, ον

γ) –ούστερος, -ούστατος
Το επίθετο ἁπλοῦς και τα συνηρημένα επίθετα της β΄ κλίσης με β΄ συνθετικό το όνομα νοῦς
σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ούστερος, -ούστατος:
ἁπλοῦς, -ῆ,-οῦν
ἁπλ-ούστερος, 
ἁπλ-ουστέρα, 
ἁπλ-ούστερον
ἁπλ-ούστατος, 
ἁπλ-ουστάτη, 
ἁπλ-ούστατον
εὔνους, -η,-ουν
εὐν-ούστερος, 
εὐν-ουστέρα, 
εὐν-ούστερον
εὐν-ούστατος, 
εὐν-ουστάτη, 
εὐν-ούστατον
δ) -ίστερος, -ίστατος

Τα μονοκατάληκτα επίθετα ἅρπαξ, βλάξ, λάλος (= φλύαρος), κλέπτης, πλεονέκτης και
ἄχαρις σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ίστερος, -ίστατος
ἅρπαξ
ἁρπαγ-ίσ-τερος, 
ἁρπαγ-ισ-τέρα, 
ἁρπαγ-ίσ-τερον
ἁρπαγ-ίσ-τατος, 
ἁρπαγ-ισ-τάτη, 
ἁρπαγ-ίσ-τατον
βλὰξ
βλακ-ίσ-τερος, 
βλακ-ισ-τέρα, 
βλακ-ίσ-τερον
βλακ-ίσ-τατος,
βλακ-ισ-τάτη, 
βλακ-ίσ-τατον
λάλος
λαλ-ίσ-τερος, 
λαλ-ισ-τέρα, 
λαλ-ίσ-τερον
λαλ-ίσ-τατος,
λαλ-ισ-τάτη,
λαλ-ίσ-τατον
κλέπτης
κλεπτ-ίσ-τερος, 
κλεπτ-ισ-τέρα, 
κλεπτ-ίσ-τερον
κλεπτ-ίσ-τατος,
κλεπτ-ισ-τάτη, 
κλεπτ-ίσ-τατον
πλεονέκτης
πλεονεκτ-ίσ-τερος, 
πλεονεκτ-ισ-τέρα, 
πλεονεκτ-ίσ-τερον
πλεονεκτ-ίσ-τατος,
πλεονεκτ-ισ-τάτη, 
πλεονεκτ-ίσ-τατον

ε) –αίτερος, -αίτατος
παλαιός, -ά, -όν
παλαί-τερος, 
παλαι-τέρα, 
παλαί-τερον
παλαί-τατος, 
παλαι-τάτη, 
παλαί-τατον

γεραιός, -ά, -όν 
(= γέροντας, σεβαστός)
γεραί-τερος, 
γεραι-τέρα, 
γεραί-τερον
γεραί-τατος, 
γεραι-τάτη, 
γεραί-τατον

σχολαῖος, -α, -ον 
(= αργός, αργοκίνητος)
σχολαί-τερος, 
σχολαι-τέρα, 
σχολαί-τερον
σχολαί-τατος, 
σχολαι-τάτη, 
σχολαί-τατον

ἴσος-η-ον
ἰσ-αί-τερος, -α, -ον
ἰσ-αί-τατος

ὄψιος (= όψιμος), -α, -ον
ὀψι-αί-τερος, -α, -ον
ὀψι-αί-τατος

πλησίος, -α, -ον
πλησι-αί-τερος, -α, -ον
πλησι-αί-τατος, -η, -ον
πρῷος (από το πρώιος = πρωινός), -α, -ον
πρῳ-αί-τερος, -α, -ον
πρῳ-αί-τατος, -η, -ον

εὔδιος, -α, -ον
εὐδι-αίτερος, -α, -ον
(και εὐδιέσ-τερος, -α, -ον)
εὐδι-αί-τατος , -η, -ον
(και εὐδιέσ-τατος, -η, -ον)
ἥσυχος, -ον
ἡσυχ-αί-τερος ,-α, -ον
(και ἡσυχώ-τερος, -α, -ον)
ἡσυχ-αί-τατος , -η, -ον
(και ἡσυχώ-τατος, -η, -ον)
ἴδιος, -α, -ον
ἰδι-αί-τερος, -α, -ον
(και ἰδιώ-τερος, -α, -ον)
ἰδι-αί-τατος, -η, -ον
(και ἰδιώ-τατος, -η, -ον)
φίλος, -η, -ον
φιλ-αί-τερος, -α, -ον
ἤ φίλ-τερος, -α, -ον
(και φιλ-ίων, -ιων, -ιον)
φιλ-αίτατος , -η, -ον
φίλ-τατος, -η, -ον


Σύμφωνα με τις κανονικές καταλήξεις σχηματίζει τα παραθετικά του και το επίθετο μέλας
μέλας, μέλαινα, μέλαν
μελάντερος, -α, -ον
μελάντατος , -η, -ον

3) Ανώμαλα παραθετικά
Θετικός
Συγκριτικός
Υπερθετικός
αἰσχρός, -ά, -όν
ὁ,ἡ αἰσχίων, τὸ αἴσχιον
αἰσχιστος, -η, -ον
ἐχθρός, -ά, -όν
ὁ,ἡ ἐχθίων, τὸ ἔχθιον
(καὶ ὀμαλά: ἐχθρότερος, -α, -ον)
ἔχθιστος, -η, -ον (και ομαλά: ἐχθρό-τατος, -η, -ον)
ἡδύς, -εῖα, -ὺ
ὁ, ἡ ἡδίων, τὸ ἥδιον
ἥδιστος, -η, -ον
καλός, -ή, -όν
ὁ, ἡ καλλίων, τὸ κάλλιον
κάλλιστος, -η, -ον
μέγας - μεγάλη - μέγα
ὁ, ἡ μείζων, τὸ μεῖζον
μέγιστος, -η, -ον
ῥᾴδιος, -α, -ον
ὁ, ἡ ῥᾴων, τὸ ῥᾷον
ῥᾷστος, -η, -ον
ταχύς, -εῖα, -ὺ
ὁ, ἡ θάττων, τὸ θᾶττον
τάχιστος, -η, -ον
ἀγαθός, -ή, -όν
ὁ, ἡ ἀμείνων, τὸ ἄμεινον
ὁ, ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον
ὁ, ἡ κρείττων, τὸ κρεῖττον
ὁ, ἡ λῴων, τὸ λῷον
ἄριστος, -η, -ον
βέλτιστος, -η, -ον
κράτιστος, -η, -ον
λῷστος, -η, -ον
κακός, -ή, -όν
ὁ, ἡ κακίων, τὸ κάκιον
ὁ, ἡ χείρων, τὸ χεῖρον
κάκιστος, -η, -ον
χείριστος, -η, -ον
μακρός, -ά, -όν
μακρότερος, -α, -ον
ὁ, ἡ μάσσων, τὸ μᾶσσον
μακρότατος, -η, -ον
μήκιστος, -η, -ον
μικρός, -ά, -όν
μικρότερος, -α, -ον
ὁ, ἡ ἐλάττων, τὸ ἔλαττον
ὁ, ἡ ἥττων, τὸ ἧττον
μικρότατος, -η, -ον
ἐλάχιστος, -η, -ον
ἐπιρρ. ἥκιστα
ὀλίγος, -η, -ον
ὁ, ἡ μείων, τὸ μεῖον
ὀλίγιστος, -η, -ον
πολύς - πολλή - πολύ
ὁ, ἡ πλείων, τὸ πλέον
πλεῖστος, -η, -ον

Κλίση συγκριτικού
π.χ. ὁ,ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
Ον.
ὁ, ἡ βελτίων
τὸ βέλτιον
οἱ, αἱ βελτίον-ες
ή βελτίους
τὰ βελτίον-α
ή βελτίω
Γεν.
τοῦ,τῆς βελτίον-ος
τοῦ βελτίον-ος
τῶν βελτιόν-ων
τῶν βελτιόν-ων
Δοτ.
τῷ, τῇ βελτίον-ι
τῷ βελτίον-ι
τοῖς, ταῖς βελτίοσι(ν)
τοῖς βελτίοσι(ν)
Αιτ.
τόν, τὴν βελτίον-α  ή βελτίω
τὸ βέλτιον
τούς, τὰς βελτίον-ας ή βελτίους
τὰ βελτίον-α
ή βελτίω
Κλητ.
ὦ βέλτιον
ὦ βέλτιον
(ὦ) βελτίον-ες
ή βελτίους
(ὦ) βελτίον-α
ή βελτίω

Περιφραστικά παραθετικά

Σχηματισμός
  • συγκριτικός βαθμός: με το επίρρημα μᾶλλον  

·         υπερθετικός βαθμός: με το επίρρημα μάλιστα 
π.χ. ἐπιμελής, μᾶλλον ἐπιμελής, μάλιστα ἐπιμελής

Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν μονολεκτικά παραθετικά μπορούν να σχηματίσουν
παράλληλα και περιφραστικά παραθετικά. 

? Παρατηρήσεις στα περιφραστικά παραθετικά:
Σχηματίζουν τα παραθετικά τους μόνο περιφραστικά:
1) οι μετοχές
π.χ.      δυνάμενος – μᾶλλον δυνάμενος – μάλιστα δυνάμενος
            συμφέρων – μᾶλλον συμφέρων – μάλιστα συμφέρων
           
2) μερικά μονοκατάληκτα επίθετα που χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά.:
π.χ.      εἴρων – μᾶλλον εἴρων – μάλιστα εἴρων, ἔνδακρυς – μᾶλλον ἔνδακρυς – μάλιστα ἔνδακρυς. Έτσι και τα εὔελπις, κόλαξ, ὑβριστής, φιλόγελως κ.ά.




Ελλειπτικά παραθετικά
Μερικά επίθετα δεν έχουν θετικό βαθμό ή και έναν από τους δύο άλλους βαθμούς.
Τα παραθετικά των επιθέτων αυτών λέγονται ελλειπτικά παραθετικά.
Θετικός
Συγκριτικός
Υπερθετικός
(ἄνω)
ἀνώ-τερος
ἀνώ-τατος
(κάτω)
κατώ-τερος
κατώ-τατος
(πρὸ)
πρό-τερος
πρῶτος
(ὑπὲρ)
ὑπέρ-τερος
ὑπέρ-τατος
ἐπικρατῶν
ἐπικρατ-έστερος
-
προτιμώμενος
προτιμό-τερος
-
-
ὕστερος
ὕστατος

-                                                           -                                          ὕπατος

-                                                           -                                         ἔσχατος                

@  Παρατήρηση στα παραθετικά των επιθέτων:
Μερικά επίθετα δεν σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα, ποιότητα ή
κατάσταση που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι όσα φανερώνουν: 
α) ύλη: π.χ. λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος 
β) τοπική ή χρονική σχέση: π.χ. χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος 
γ) μέτρο: π.χ. σταδιαῖος, πηχυαῖος 
δ) καταγωγή ή συγγένεια: π.χ. πατρῷος, μητρικός 
ε) μόνιμη κατάσταση: π.χ. θνητός, νεκρός 
στ) μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το στερητικό ἀ-: π.χ. ἀθάνατος, ἄυλος, ἄυπνος, ἄψυχος κ.ά. 
ζ) μερικά συνθετικά με α΄ συνθετικό το επίθετο πᾶς ή την πρόθεση ὑπέρ: 
π.χ. πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος , ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος

 




Γενικά:
·         Θετικός βαθμός: από τη γενική πληθυντικού του επιθέτου (π.χ. ἀληθής- ἀληθῶν)
με την κατάληξη –ως (διατηρώντας τον τονισμό της γενικής), π.χ. ἀληθῶν _ ἀληθῶς
·         Συγκριτικός βαθμός: όμοιος με την ενική αιτιατική του ουδετέρου του συγκριτικού
επιθέτου, π.χ. ἀληθής _ ἀληθέστερον
·         Υπερθετικός βαθμός: όμοιος με την πληθυντική αιτιατική του ουδετέρου
του υπερθετικού επιθέτου, π.χ. ἀληθής _ ἀληθέστατα

Παραδείγματα:
(δίκαιος) δικαίως, δικαιότερον, δικαιότατα
(σοφός) σοφῶς, σοφώτερον, σοφώτατα
(σώφρων) σωφρόνως, σωφρονέστερον, σωφρονέστατα
(ἡδύς) ἡδέως, ἥδιον, ἥδιστα
(καλός) καλῶς, κάλλιον, κάλλιστα κ.ά.

m Ανώμαλα επιρρήματα:
Θετικός
Συγκριτικός
Υπερθετικός
εὖ
ἄμεινον
βέλτιον
κρεῖττον
ἄριστα
βέλτιστα
κράτιστα
ὀλίγον
μεῖον
ἔλαττον
ἧττον
ὀλίγιστα
ἐλάχιστα
ἥκιστα
πολὺ
πλέον
πλεῖστα ή πλεῖστον

    μάλα                         μᾶλλον                              μάλιστα


m Τοπικά επιρρήματα:
Θετικός
Συγκριτικός
Υπερθετικός
ἄνω
ἀνωτέρω
ἀνωτάτω
ἄπωθεν (= μακριά)
ἀπωτέρω
ἀπωτάτω
ἐγγὺς (= κοντά)
ἐγγυτέρω
ἐγγύτερον
ἔγγιον
ἐγγυτάτω
ἐγγύτατα
ἔγγιστα
ἔξω
ἐξωτέρω
ἐξωτάτω
ἔσω (καὶ εἴσω)
ἐσωτέρω
ἐσωτάτω
κάτω
κατωτέρω
κατωτάτω
πόρρω
πορρωτέρω
πορρωτάτω
πέρα
περαιτέρω
-

m Χρονικά επιρρήματα :
Θετικός
Συγκριτικός
Υπερθετικός
πάλαι
παλαίτερον
παλαίτατα
πρωί
πρωιαίτερον
πρῳαίτερον
πρωιαίτατα
πρῳαίτατα
ὀψέ (= ἀργά)
ὀψιαίτερον
ὀψιαίτατα

@ Παρατήρηση στα παραθετικά των επιρρημάτων:
Και τα παραθετικά των επιρρημάτων, όπως και των επιθέτων, εκφέρονται κάποτε
περιφραστικά με τα μᾶλλον, μάλιστα και το θετικό. 

π.χ.      σοφῶς, μᾶλλον σοφῶς, μάλιστα σοφῶς
             ἡδέως, μᾶλλον ἡδέως, μάλιστα ἡδέως