του Χαρίδημου Ξενικάκη
Εργασία
βασισμένη στο άρθρο:
Μοσχονάς,
Σ. Α. (2005) «Διορθωτικές Πρακτικές», στο Επιστημονικό συμπόσιο Χρήσεις της γλώσσας (3-5 Δεκεμβρίου
2004), Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας,
σ.σ. 151-174.
1. Εισαγωγή
Η παρούσα
εργασία με τίτλο «Οι διορθωτικές πρακτικές ως μέρος της διαδικασίας γλωσσικής
τυποποίησης» βασίζεται ως προς το περιεχόμενο στην περιληπτική απόδοση του
άρθρου του Σ. Α. Μοσχονά (2005) «Διορθωτικές Πρακτικές». Για τη σύνθεση της
εργασίας τηρήθηκε καταρχήν η δομή της προφορικής παρουσίασης του εν λόγω άρθρου
(13/5/2011) με την παράλληλη προσθήκη βιβλιογραφικών αναφορών που πλαισιώνουν και
φωτίζουν κατάλληλα το θέμα. Η διάρθρωση του κειμένου σε υποενότητες είναι
πρωτότυπη και αποδίδει κατά το δοκούν τη νοηματική αλληλουχία του προς μελέτη
άρθρου -με τις αναγκαίες για τους σκοπούς της εργασίας προσαρμογές.
2. Το άρθρο «Διορθωτικές Πρακτικές» και ο
συγγραφέας του
Ο Σπύρος Α.
Μοσχονάς είναι γλωσσολόγος, Επίκουρος Καθηγητής του τμήματος Επικοινωνίας και
Μ.Μ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το άρθρο «διορθωτικές πρακτικές» αποτελεί μια
ανακοίνωση του συντάκτη του στο πλαίσιο του Επιστημονικού Συμποσίου Χρήσεις της γλώσσας. Το εν λόγω συμπόσιο
έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 3-5 Δεκεμβρίου 2004 και είχε ως αντικείμενο τις
χρήσεις της γλώσσας, την παραγωγή γλωσσικών ιδεολογιών, τη διαμόρφωση
μηχανισμών ελέγχου της γνώσης και εν γένει την κοινωνική διάσταση των χρήσεων
της γλώσσας.
Η θεματική του προκείμενου άρθρου εντάσσεται στον προβληματισμό της
γλωσσολογικής επιστήμης σχετικά με την προτυποποίηση των γλωσσών, δηλαδή τον
τρόπο με τον οποίο συγκροτείται η κοινή ή πρότυπη γλώσσα. Συγκεκριμένα, το
κείμενο πραγματεύεται την έννοια «διορθωτικές πρακτικές», δηλαδή τις διορθώσεις
που συστήνονται ή πραγματοποιούνται στη χρήση της γλώσσας. Ο γράφων εμβαθύνει ειδικότερα
στα γνωρίσματα αυτών των πρακτικών στην περίπτωση της «κοινής Νεοελληνικής»,
κυρίως μετά την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας (1976). Τέλος, εκτίθεται ο
προβληματισμός σχετικά με την επίδραση που οι παρεμβάσεις αυτές δύνανται να
έχουν στη συγκρότηση της πρότυπης γλώσσας.
3. Η «νόρμα» και η γλωσσική τυποποίηση
Ως «νόρμα»
ορίζεται η μορφή της γλώσσας που μια ομάδα θεωρεί υπόδειγμα χρήσης, δηλαδή
πρότυπη γλώσσα (Κακριδή- Φερράρι, 2000). Κατά τον Lewandowski[1],
«γλωσσική νόρμα» ή «γλωσσικός κανόνας» είναι:
- Το σύστημα (γραμματικών και συντακτικών) κανόνων μιας γλώσσας το οποίο συστήνεται σε όλα τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας.
- Η γενική χρήση γλωσσικών μέσων που αφορούν σε κάθε μεμονωμένο ομιλητή ως κανόνες ορθής γλωσσικής χρήσης.
Σε επίπεδο οργανωμένου συνόλου, όπως είναι ένα κράτος, η « νόρμα»
συμπίπτει συνήθως με την επίσημη εθνική γλώσσα και καθορίζει την εκπαιδευτική
γλωσσική πολιτική, υπό την έννοια ότι υπάρχει ένα «πρότυπο» ή « υπόδειγμα»
γλώσσας, το οποίο πρέπει να μάθουν να χειρίζονται οι μαθητές, για να είναι
κοινωνικά αποδεκτές ορισμένες χρήσεις της γλώσσας τους, κυρίως η σχολική και
γενικότερα η επίσημη γραπτή (Κακριδή- Φερράρι, 2000). Όπως γίνεται φανερό, η
προτυποποίηση μιας γλώσσας αφορά κυρίως στο γραπτό λόγο, δευτερευόντως στον
προφορικό, αφού «[μ]ια από τις λειτουργίες της γραπτής γλώσσας είναι να
ενισχύσει ή να διατηρήσει την τυποποίηση»
(Χαραμπάκης, 2002: 57). Η τυποποίηση της νόρμας συνίσταται στην ρητή
κωδικοποίηση και περιγραφή των κανόνων που θεωρείται ότι πρέπει να διέπουν τη
χρήση της. Γραμματικές, λεξικά και ορθογραφικοί κανόνες εξυπηρετούν συνήθως
αυτή τη λειτουργία της τυποποίησης, καθορίζοντας ρυθμιστικά τα όρια της
ισχύουσας νόρμας (Κακριδή- Φερράρι, 2000). Μάλιστα, πρωτεύοντα ρόλο στη
διαδικασία τυποποίησης διαδραματίζει η «ρυθμιστική ή κανονιστική γραμματική»
(Μπαμπινιώτης, 1998: 129), στην οποία προέχει η έννοια του κανόνα (norm) στην περιγραφή της
δομής της γλώσσας (βλ. παρακάτω σχετικά με τη γραμματική Τριανταφυλλίδη).
Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, η διαδικασία τυποποίησης σχετίζεται με
εφαρμογή κανόνων χρήσης μιας γλώσσας που θεωρείται πρότυπη και συντελείται
κυρίως μέσα από τον εκπαιδευτικό θεσμό. Ως μια όψη αυτών των διαδικασιών τυποποίησης
στη συνέχεια της εργασίας μελετώνται οι διορθωτικές πρακτικές στο πλαίσιο μιας
πρότυπης γλώσσας, της κοινής Νεοελληνικής.
4. Ορισμός/περιγραφή των πρακτικών
διόρθωσης της γλώσσας
Με τον όρο
«διορθωτικές πρακτικές» δηλώνονται οι παρεμβάσεις που αποβλέπουν στη διόρθωση του
γραπτού, κυρίως, λόγου. Οι εν λόγω πρακτικές αποτελούν μέρος των διαδικασιών μέσω των οποίων οι
γλώσσες τυποποιούνται, δηλαδή προσαρμόζονται σε κάποια πρότυπα, άρα ομογενοποιούνται.
Κατεξοχήν μέσο προώθησης των διορθωτικών πρακτικών είναι η «διορθωτική οδηγία»,
που έχει ως αφετηρία αξιολογήσεις τις μορφής «σωστό-λάθος». Είναι άλλωστε,
«συνηθισμένο το φαινόμενο να αποτιμώνται θετικά ορισμένες γλωσσικές ποικιλίες ή
ακόμη και ορισμένα γλωσσικά στοιχεία έναντι κάποιων άλλων» (Αρχάκης- Κονδύλη,
2004: 156). Μέσα από την αναπαραγωγή
και εκλαΐκευση της διορθωτικής οδηγίας οι διορθωτικές πρακτικές εμπεδώνονται
σταδιακά ως γλωσσικό πρότυπο.
Η διορθωτική πρακτική είναι ταυτόχρονα γλωσσική και μεταγλωσσική, δηλαδή
αφορμάται από μια οδηγία με συγκεκριμένο ιδεολογικό υπόβαθρο (μεταγλωσσικό
επίπεδο) και αποβλέπει στην εφαρμογή της γλωσσική ιδεολογίας στην πράξη της
ομιλίας. Με άλλα λόγια, σκοπός της διόρθωσης είναι «η μετατροπή των προτύπων σε
γλώσσα» μέσω της διαδικασίας τυποποίησης. Η τυποποίηση, δηλαδή, δημιουργεί
συγχρόνως γλώσσα αλλά και επιβάλλει πρότυπα και φαντασιώσεις «σωστής» γλώσσας. Οι
«διορθωτικές πρακτικές» συνιστούν τουλάχιστον το αρχικό στάδιο της τυποποίησης,
καθώς, όταν γίνουν αποδεκτές και εφαρμοστούν μαζικά, καθίστανται γλωσσικό
πρότυπο. Επομένως, όπως γίνεται φανερό, μέσω των διορθωτικών πρακτικών
ρυθμίζεται η γλωσσική συμπεριφορά σε μαζικό επίπεδο.
Συναφής και περιεχόμενη στην έννοια των «διορθωτικών πρακτικών» είναι και
η πρακτική του «γλωσσικού καθαρισμού» (Μοσχονάς, 1997: 79). Ο καθαρισμός συνίσταται
στην πρακτική του «στιγματισμού» ορισμένων στοιχείων του λόγου, συνήθως λέξεων,
που βασίζεται σε δύο θεμελιώδεις αντιθετικές σχέσεις: «Εγώ - Άλλος» και «Σωστό –
Λάθος». Συνήθως ο στιγματισμός έχει ως πεδίο αναφοράς τα ξενικά γλωσσικά
στοιχεία, στο πλαίσιο της εθνικιστικής ιδεολογίας (Μοσχονάς, 1997: 80). Μέσα
από αισθητικές αξιολογήσεις ο καθαριστής μεταφέρει στη γλώσσα κοινωνικές αντιθέσεις
τις οποίες προσπαθεί να εκφράσει με μεταγλωσσικά δίπολα (του τύπου «σωστό-λάθος»,
«χαμηλό-υψηλό» κ.λπ.) (Μοσχονάς, 1997: 89). Έτσι επιχειρείται η διαμόρφωση του
γλωσσικού αισθητηρίου της κοινότητας των ομιλητών, δηλαδή η διαμόρφωση κάποιου
είδους «μεταγλωσσικής συνείδησης του λάθους, του απρεπούς, του κατώτερου»
(Μοσχονάς, 1997: 89). Παράλληλα, η πρακτική αυτή «εγκαθιστά σχέσεις κύρους μεταξύ υψηλών και χαμηλών
χρήσεων, μεταξύ υψηλών και χαμηλών ιδιωμάτων (ή γλωσσών), όπως και μεταξύ
ανώτερων και κατώτερων χρηστών» (Μοσχονάς, 1997: 89, η έμφαση στο πρωτότυπο).
Όπως οι διορθωτικές οδηγίες εν γένει προέρχονται από λίγους και
απευθύνονται σε πολλούς, έτσι και η προπαγάνδιση και εξάπλωση των καθαριστικών
αντιλήψεων ξεκινάει από την ελίτ, μεταδίδεται εν συνεχεία σε ένα «μικρό κοινό»
και, τέλος, διασπείρεται στο «πλατύ κοινό» (Μοσχονάς, 1997: 82). Η ελίτ
συγκροτείται από άτομα της διανόησης (πανεπιστημιακούς δασκάλους, καλλιτέχνες,
δημοσιογράφους) που αναλαμβάνουν, αφενός, τη κοινοποίηση των καθαριστικών
αντιλήψεων και, αφετέρου, τη νομιμοποίησή τους, ώστε να είναι διευκολυνθεί η
απήχησή τους στην κοινότητα (Μοσχονάς, 1997: 82).
Ο Χαραλαμπάκης (2002: 59- 61), βεβαια, κρίνοντας τις απόψεις αυτών των
φορέων διορθωτικών πρακτικών τις χαρακτηρίζει ως «δημοσιογραφική γλωσσική
κριτική» τονίζοντας ότι «δεν έχουν καθιερωθεί ‘αυθεντίες’ για την καλή χρήση
της Νεοελληνικής» (Χαραλαμπάκης, 2002: 107). Με άλλα λόγια, οι γλωσσικές
απόψεις της ελίτ που εκφράζονται με άξονα την αντίθεση «σωστό-λάθος» είναι
αναμφίλεκτα υποκειμενικές και μπορούν να ελεγχθούν ως προς το αν βοηθούν
πράγματι στη «σωστή» χρήση (Χαραλαμπάκης, 2001: 150).
Όπως γίνεται αντιληπτό, η πρακτική του καθαρισμού συνιστά «μεταγλωσσική
εκδήλωση» με το νόημα «αφορά τη
γλώσσα και καταλήγει σ’ αυτήν» (Μοσχονάς,
1997: 79, η έμφαση στο πρωτότυπο). Με άλλα λόγια, ο καθαρισμός ως διορθωτική
πρακτική έχει ιδεολογικές αφετηρίες και στοχεύει στην εφαρμογή του προτύπου στη
γλωσσική συμπεριφορά των ομιλητών.
5. Πεδίο αναφοράς των διορθωτικών πρακτικών
Η διορθωτική
πρακτική είναι ένα αρκετά ευρύ φαινόμενο, εφόσον δεν περιορίζεται στην εργασία
των επαγγελματιών διορθωτών, αλλά συντελείται και μέσα από οδηγίες φιλολόγων, γραμματικές, λεξικά, μεταφράσεις,
κ.α.. Παράλληλα, όπως προαναφέρθηκε, το φαινόμενο σχετίζεται με εκδηλώσεις
«καθαρισμού», που αφορούν σε ποικίλες εκφάνσεις του κοινωνικού βίου. Για
παράδειγμα, διορθωτική πρακτική συνιστά η στάση που τηρείται απέναντι σε
λέξεις-ταμπού, οι οποίες συχνά δημιουργούν την ανάγκη ευφημισμών (π.χ.
«επάρατος νόσος» αντί για «καρκίνος») (Μοσχονάς, 1997: 80). Άλλη εκδήλωση
καθαρισμού είναι τα φαινόμενα της γλωσσική ευπρέπειας ή «πολιτικής ορθότητας» (“politically correct”), όπως είναι η
προτίμηση του όρου «άτομα με ειδικές ανάγκες» αντί για «ανάπηροι»). Μάλιστα, η
γλωσσική ευπρέπεια μπορεί να είναι
«διαβαθμισμένη», όταν αφορά στις σχέσεις κύρους μεταξύ διαφορετικών επιπέδων
ύφους, ή «απόλυτη», εφόσον αναφέρεται σε στοιχεία που στιγματίζονται ασχέτως
υφολογικών διαφορών (Μοσχονάς, 1997: 81).
Ειδικότερα, οι διορθωτικές οδηγίες δεν επικεντρώνονται μόνο σε
συγκεκριμένες λέξεις (π.χ. χρήση του «ως» αντί του «σαν»), αλλά μπορεί να
αφορούν και σε λεκτικές πράξεις (π.χ. απαγόρευση ή στιγματισμός της βρισιάς),
σε λεκτικά συμβάντα (π.χ. πώς πρέπει να συντελείται μια συνέντευξη) ή σε
ολόκληρα πεδία ή επίπεδα λόγου (π.χ. οδηγίες για τη συγγραφή μαθητικών
εκθέσεων).
Επιπρόσθετα, γλωσσικές διορθωτικές πρακτικές ασκούνται με την ευρύτερη
έννοια και στο χώρο της φιλοσοφίας. Η «φιλοσοφία της γλώσσας» ασχολείται κυρίως
με το πρόβλημα της προέλευσης, των ιδιοτήτων, του τρόπου λειτουργίας και των
ορίων της γλώσσας (Χαραλαμπάκης, 2002: 76). Έτσι, στη φιλοσοφική γλωσσική κριτική
παρατηρούνται δύο τάσεις :
1.
ο λογικός θετικισμός ή «φιλοσοφία της ιδανικής γλώσσας»
(ideal
language philosophy)
(Χαραλαμπάκης, 2002: 77), που διορθώνει την καθημερινή γλώσσα με πρότυπο μια
«καθολική» γλώσσα των επιστημών.
2.
η «φιλοσοφία της καθημερινής γλώσσας» (ordinary language philosophy) (Χαραλαμπάκης,
2002: 78) ή «γλωσσαναλυτική μέθοδος» που διορθώνει τα λάθη του φιλοσοφικού
λόγου με πρότυπο την καθημερινή γλώσσα και τον «κοινό νου» (Μοσχονάς, 1997: 81).
6.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα διορθωτικών οδηγιών που αφορούν στη δημοτική γλώσσα
Στη συνέχεια το άρθρο εστιάζει σε πρακτικές διόρθωσης στην περίπτωση της Νέας
Ελληνικής, ειδικότερα στην περίοδο μετά την καθιέρωση της δημοτικής
(1976). Αναφέρεται μεταξύ άλλων στις
διαφορετικές τάσεις διόρθωσης που επικράτησαν σε διάφορες ιστορικές περιόδους πριν
από την περίοδο αυτή, λαμβάνοντας υπόψη ένα βασικό άξονα διορθωτικών πρακτικών,
τις γραμματικές, δηλαδή τη μορφολογία και τη σύνταξη. Όπως χαρακτηριστικά αποφαίνεται ο Μοσχονάς
(1997: 81), «[ο] καθαρισμός αποτελεί προϋπόθεση της ρυθμιστικής γραμματικής».
Η πρώτη γραμματική της σύγχρονης Ελληνικής είναι η Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής) του Τριανταφυλλίδη (1941). Ως
«ιδρυτικό έργο» στο πεδίο της δημοτικής γλώσσας άσκησε καθοριστική επίδραση
στην τυποποίηση της Νέας Ελληνικής. Το κείμενο της Νεοελληνικής Γραμματικής βρίθει διορθωτικών οδηγιών σε ρητή
(«ορθογραφικός οδηγός») ή υπόρρητη μορφή (παραλείψεις σε κλιτικά υποδείγματα,
π.χ. κλίση των επιθέτων σε –ης,-ης,-ες: ο, η επιμελής, το επιμελές). Τα πρότυπο
της Νεοελληνικής Γραμματικής έχει ως
κύρια γνωρίσματα ότι:
- είναι ανεκτικό όχι μόνο σε λόγια στοιχεία αλλά και
σε (γεωγραφικές-διαλεκτικές) διαφοροποιήσεις, όπως παρατηρούμε συνήθως
μόνο σε επιστημονικές γραμματικές
- προτείνει τον καθαρισμό της γλώσσας από ξένες
λέξεις μέσα από προσπάθεια «εξελληνισμού» τους
- εστιάζει περισσότερο στις γραμματικές κλίσεις,
δηλαδή στη μορφολογία των λέξεων (μορφολογικό πρότυπο) και όχι στη σύνταξη
(φρασεολογικό πρότυπο).
Τη Νεοελληνική Γραμματική ακολούθησε η έκδοση μιας επιτομής το 1949 με
τον τίτλο Μικρή Νεοελληνική Γραμματική,
στην οποία το κριτήριο επιλογής από το αρχικό έργο είναι «απολύτως
μορφολογικό», δηλαδή εστιάζει στη μορφολογία. Το πρότυπο της Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη εμπνέει
και τις Σύντομες οδηγίες για την καλή
χρήση της δημοτικής των Ε. Παπανούτσου και Θ. Σταύρου που εκδίδεται την
περίοδο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964.
Μετά την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας το 1976 παρατηρείται
μαζικοποίηση των διορθωτικών οδηγιών μέσω εκλαΐκευσης και αναπαραγωγής τους από όλα τα μέσα ενημέρωσης
(Τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση και πρόσφατα διαδίκτυο). Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελούν τηλεοπτικές εκπομπές με περιεχόμενο σχετικό με τις παρεμβάσεις στη
γλώσσα, όπως το «ομιλείτε Ελληνικά».
Παράλληλα όμως, παρατηρείται στροφή στο πρότυπο των διορθωτικών οδηγιών
κυρίως μέσα από τα παρεμβατικά κείμενα του Εμ. Κριαρά. Ο τελευταίος
αποδελτιώνει κείμενα τονίζοντας τις υφολογικές αρετές της δημοτικής
μετατοπίζοντας, παράλληλα, την έμφαση από το μορφολογικό πρότυπο (γραμματική,
ορθογραφία) στο φρασεολογικό, δηλαδή στη δομή της φράσης (σύνταξη).
7. Εξέλιξη των διορθωτικών πρακτικών μετά
την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας
Η μελέτη των διορθωτικών οδηγιών μετά το 1976 και την
καθιέρωση της δημοτικής αναδεικνύει αλλαγές στα πρότυπα της κοινής γλώσσας και
κατ’ επέκταση στις τάσεις διόρθωσης. Μάλιστα, οι τάσεις αυτές αναδεικνύονται
περισσότερο μέσα από την εκλαΐκευση των διορθωτικών οδηγιών και, συνακόλουθα,
στη μαζικοποίηση της προώθησής τους μέσα από τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές
εκπομπές, επιστολές διορθωτικού περιεχομένου σε εφημερίδες, γλωσσικές
επιφυλλίδες, συνεντεύξεις κ.α.. Κατά το Μοσχονά (1997: 82), «[ο]ι επιφυλλίδες αντιστοιχούν στο λόγο της
ελίτ από την οποία εκπορεύεται η κεντρική αντίληψη του καθαρισµού· οι επιστολές, στο λόγο του µικρού κοινού· οι συνεντεύξεις καταγράφουν
την εξάπλωση των καθαριστικών αντιλήψεων στο πλατύ κοινό». Άλλωστε, σε
ό, τι αφορά στη μελέτη των διορθωτικών πρακτικών, η γλώσσα της αυθεντίας μάς
γίνεται περισσότερο οικεία από τους απόηχούς της (Μοσχονάς, 1997: 82). Συνολικά,
η εξέλιξη των διορθωτικών πρακτικών την δεδομένη χρονική περίοδο παρουσιάζει τρεις
κυρίως τάσεις.
Σε πρώτο επίπεδο, τα λόγια αρχαϊστικά στοιχεία δεν θεωρείται αναγκαίο να εξοβελίζονται
από τη γλώσσα, αλλά συχνά θεωρούνται χρήσιμα υπό την έννοια ότι αποτελούν
στοιχεία εμπλουτισμού της γλώσσας. Η διορθωτική πρακτική που ασκείται μέσα από
γραμματικές και λεξικά εντοπίζει τα στοιχεία αυτά στη βάση της διάκρισης
«λόγιο-λαϊκό». Το λόγιο πρότυπο αναφέρεται και στη γραμματική Τριανταφυλλίδη με
τη διαφορά ότι οι διορθωτικές πρακτικές μετά το 1976 αντιμετωπίζουν τα αρχαϊστικά
στοιχεία ως «γλωσσικά απολιθώματα», τα οποία δεν εντάσσονται μεν στο
μορφολογικό πρότυπο της «κοινής νεοελληνικής», εντούτοις έχουν ενσωματωθεί στην
Κοινή Νέα Ελληνική έστω σαν περιφερειακά στοιχεία. (π.χ. «ούτως ή άλλως»). Από
την άλλη πλευρά, εφόσον τα στοιχεία αυτά αποτελούν «γλωσσικά απολιθώματα»,
προκύπτει συχνά η ανάγκη διόρθωσής τους στις περιπτώσεις κατά τις οποίες
χρησιμοποιούνται εσφαλμένα λόγω άγνοιας των πιο αρχαϊκών αυτών τύπων και εν
μέρει λόγω της «τάσης υπερδιόρθωσης» που παρατηρείται σε όσους δεν γνωρίζουν
εκδοχές της γλώσσας που θεωρούνται «ανώτερες κοινωνικά», αλλά πασχίζουν να
δείξουν ότι τις κατέχουν υποπίπτοντας όμως σε λάθη (π.χ. «εν πάσει περιπτώσει» αντί του ορθού «εν
πάση περιπτώσει»).
Μια δεύτερη τάση αφορά στην πρωτοφανή διάδοση της πρακτικής του
καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία. Πρόκειται για τον τύπο καθαρισμού που
χαρακτηρίζεται ως «εθνοκεντρικός» (Μοσχονάς, 1997: 80) ή «ξενοφοβικός» (Thomas, 1991: Κεφ. 4, 10 και
11) με την έννοια ότι στρέφεται κατά των ξένων στοιχείων στη γλώσσα. Εν
προκειμένω, «[ο] καθαριστής επιδιώκει να δημιουργήσει
την αίσθηση του ξένου στις εκάστοτε θεωρούμενες
ξένες λέξεις» (Μοσχονάς, 1997: 85, η έμφαση στο πρωτότυπο). Μάλιστα, κύριος
στόχος του στιγματισμού φαίνεται να είναι οι αγγλικές λέξεις (Μοσχονάς, 1997:
82). Ωστόσο, όπως διατείνονται συχνά οι γλωσσολόγοι, «[η] διάκριση ανάμεσα σε
επιζήμιες, ουδέτερες και χρήσιμες ξένες λέξεις στηρίζεται σε υποκειμενικά
κριτήρια» (Χαραμπάκης, 2001: 340- 341). Από την άλλη πλευρά, είναι
χαρακτηριστικό ότι «[ό]σοι καταδικάζουν τους ξενισμούς ως επικίνδυνους
δολιοφθορείς της γλώσσας αποσιωπούν εντελώς ή δέχονται ασυζητητί τα
μεταφραστικά δάνεια» (Χαραμπάκης, 2001: 341). Συγκεκριμένα, οι διορθωτικές οδηγίες
αποδοκιμάζουν τη χρήση ξένων λέξεων και προτείνουν στη θέση τους ελληνικές
αποδόσεις και «μεταφραστικά δάνεια». Κατά
το Χαραλαμπάκη (2001: 330), ο όρος «μεταφραστικό δάνειο» αναφέρεται στην
ακριβή, λέξη προς λέξη μετάφραση μιας ξένης έκφρασης που περιέχει περισσότερες
από μια λέξεις (π.χ. πόλεμος των άστρων:
stars war). Στην ίδια κατηγορία
ανήκουν σύνθετες λέξεις οι οποίες περιέχουν τουλάχιστον δυο αυτοτελή λεξιλογικά
στοιχεία, εξαιρουμένων των γραμματικών μορφημάτων (π.χ. «ουρανοξύστης» από το αγγλικό
«skyscraper»). Στη μετάφραση τεχνικών επιστημονικών και
συναφών όρων με στόχο τον καθαρισμό από ξένες λέξεις συμβάλλουν πλέον και
θεσμικοί φορείς, όπως το «Γραφείο Επιστημονικών όρων και Νεολογισμών» της
Ακαδημίας Αθηνών.
Μάλιστα, οι λεκτικές επιλογές για την προσαρμογή των δάνειων λέξεων στο
πλαίσιο του καθαριστικού προτύπου βασίζονται σε λόγιες μορφές της γλώσσας, συχνά
αρχαϊστικές (Μοσχονάς, 1997: 83). Για το λόγο αυτό «[ί]σως έχουν κάποιο δίκιο
αυτοί που λένε ότι τα πρότυπα της καθαρεύουσας επανέρχονται» (Μοσχονάς, 1997:
83).
Τέλος, το πρότυπο της διορθωτικής πρακτικής επικεντρώνεται κυρίως στη
φράση (φρασεολογικό πρότυπο) και λιγότερο στη μορφολογία των λέξεων (μορφολογικό
πρότυπο), με αιχμή τις διορθωτικές οδηγίες του Εμ. Κριαρά.. Με άλλα λόγια,
επικρατεί η τάση να διορθώνονται φράσεις (π.χ. «διαπραγματεύονται το πρόβλημα»
= «το πρόβλημα γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης» όχι «το πρόβλημα
διαπραγματεύεται») και λιγότερο η γραμματική μορφή των λέξεων, όπως είναι οι
καταλήξεις τους (π.χ. «πόλης»/ «πόλεως»). Συγκεκριμένα, το μορφολογικό πρότυπο
επικεντρώνεται στη λέξη ως γραμματική κατηγορία και στόχος του είναι η επίτευξη
ομοιομορφίας μέσα από την καθιέρωση γραμματικών τύπων κοινά αποδεκτών. Από την
άλλη πλευρά, το φρασεολογικό πρότυπο καθιστά τη λέξη εστία της φράσης, δηλαδή
αναφέρεται κυρίως στη σύνταξη.
Με την έμφαση στη σύνταξη οι πιο πρόσφατες διορθωτικές πρακτικές εξυπηρετούν, κατά το
Μοσχονά (2005: 164), την υφολογική διάκριση και, άρα, την κοινωνική, εφόσον
προβάλλουν το φορέα του φρασεολογικού προτύπου ως μορφωμένου χρήστη της
γλώσσας. Όπως, άλλωστε, επισημαίνουν οι Αρχάκης και Κονδύλη (2004: 157) «τα
άτομα που χρησιμοποιούν την πρότυπη γλώσσα, τον ‘σωστό’ για μια συγκεκριμένη
κοινωνία τρόπο ομιλίας, είναι πολύ πιθανό να θεωρείται ότι έχουν όποιο
χαρακτηριστικό λογίζεται ως καλό και αξιοσέβαστο στην κοινωνία αυτή, όπως
παιδεία, ευφυΐα, αγωγή, κ.λπ.. Το αντίθετο προφανώς συμβαίνει για όσους δεν
χρησιμοποιούν τον ενδεδειγμένο τρόπο ομιλίας». Παρατηρείται, επομένως, ότι η
χρήση της γλώσσας από κάποιον ομιλητή επιφέρει αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με
τα κοινωνικά του γνωρίσματα, φαινόμενο που ονομάζεται «γλωσσική προκατάληψη»
(Αρχάκης- Κονδύλη, 2004: 157).
8. Δύσκολο ερώτημα: έχουν οι διορθωτικές οδηγίες πιο μόνιμη
επίδραση στη γλώσσα;
Η έκδοση των
διορθωτικών οδηγιών συχνά συνοδεύεται από αιτιολογήσεις, οι οποίες είναι πάντα
ιδεολογικά φορτισμένες, προωθούν, δηλαδή, ένα συγκεκριμένο πρότυπο έναντι ενός
άλλου με βάση μια δικαιολογία. Σε ό,τι αφορά στην ορθογραφία, για παράδειγμα, οι
αιτιολογήσεις που συνοδεύουν τις διορθωτικές οδηγίες είναι κατά κύριο
ετυμολογικές (π.χ. σωστή γραφή:
«καινούργιος» <
καινός + ἔργον).
Οι παρεμβάσεις αυτές προωθούν την αλλαγή της γλώσσας, στην περίπτωση που
επιτυγχάνουν να καθιερωθούν ως συμβάσεις μέσω της γλωσσικής τυποποίησης. Εξάλλου,
η επιτυχία των διορθωτικών πρακτικών κρίνεται από τις κοινωνικές και
πολιτισμικές συνθήκες υπό τις οποίες συντελούνται, αφού «το ενδιαφέρον του
κοινού (μικρού και πλατιού) πυροδοτείται ή χειμάζει ανάλογα με την
επικαιρότητα» (Μοσχονάς, 1997: 81). Με άλλα λόγια, άλλοτε επιτυγχάνουν να
καθιερωθούν και άλλοτε όχι.
Η αποδοχή των διορθωτικών πρακτικών από το ευρύ κοινό συντελεί στη
συγκρότηση της λεγόμενης «κοινής» ή «πρότυπης γλώσσας», της οποίας το
ισχυρότερο μέσο προώθησης είναι η εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, εφόσον οι διορθωτικές οδηγίες γίνουν
αντικείμενο διδασκαλίας στο σχολείο, αρχίζουν να εφαρμόζονται μαζικά. Αναντίρρητα,
το σχολείο διδάσκει την πρότυπη γλώσσα
«σαν το μόνο πρότυπο ορθής γλώσσας, σαν την μοναδική ποιοτικά άρτια
εκδοχή του λόγου» (Φραγκουδάκη, 1987: 116). Εξάλλου, η ενδεχόμενη σύγκρουση με
τη σχολική νόρμα επιφέρει αναπόφευκτα αρνητική αξιολόγηση (Αρχάκης- Κονδύλη,
2004: 162). «Έτσι, η γλωσσική εκπαίδευση παίρνει τη μορφή της γλωσσικής
λογοκρισίας» (Φραγκουδάκη, 1987: 116). Άλλωστε, «[π]ολλοί συνδέουν την καλή ή
κακή, τη σωστή ή λαθεμένη χρήση της γλώσσας με την τήρηση κανόνων που έχουν
αποστηθίσει από διάφορες σχολικές γραμματικές» (Χαραμπάκης, 2001: 146).
Συνακόλουθα, μέσω της εκπαίδευσης- κατά κύριο λόγο- οι διορθωτικές
πρακτικές βαθμιαία γίνονται πρότυπο και δε χρειάζεται πλέον να υποστηρίζονται
από καμία αιτιολόγηση. Με τον τρόπο αυτόν αποκτούν μονιμότερη επίδραση στη
γλώσσα, δηλαδή καθίστανται «νόρμα». Και βέβαια, η στάση της κοινότητας και των
επιμέρους ομάδων απέναντι στην υπάρχουσα νόρμα καθορίζει και την περαιτέρω τύχη
της: τη διατήρηση, ανανέωση, το μερικό εκσυγχρονισμό της, την ανατροπή της κτλ.
(Κακριδή- Φερράρι, 2000).
Βιβλιογραφία
Αρχάκης,
Α., Κονδύλη, Μ. (2004) Εισαγωγή σε ζητήματα
κοινωνιογλωσσολογίας,
Αθήνα: Νήσος.
Κακριδή-
Φερράρι, Μ. (2000) «Νόρμα, γλωσσική ποικιλία και εκπαίδευση: Η έννοια της
νόρμας και η σχέση της με τη γλωσσική ποικιλία», στο Γλωσσικός Υπολογιστής, 2ος τόμος.
Μοσχονάς, Σ. Α.,
Δελβερούδη, Ρ. (1997) «Ο καθαρισμός της γλώσσας και η γλώσσα του καθαρισμού»,
στο Σύγχρονα Θέματα, 62 (Ιανουάριος –
Μάρτιος 1997), σ.σ. 79-91.
Μοσχονάς, Σ. Α.
(2005) «Διορθωτικές Πρακτικές», στο Επιστημονικό συμπόσιο Χρήσεις της γλώσσας (3-5 Δεκεμβρίου 2004), Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών
Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, σ.σ. 151-174.
Μπαμπινιώτης, Γ.
(1998) Θεωρητική Γλωσσολογία: Εισαγωγή
στη Σύγχρονη Γλωσσολογία, Αθήνα: Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών.
Thomas, G. (1991) Linguistic Purism, London : Longman.
Φραγκουδάκη, Α.
(1987) Γλώσσα και Ιδεολογία: Κοινωνιολογική
προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Οδυσσέας.
Χαραλαμπάκης, Χ.
(2001) Νεοελληνικός Λόγος: Μελέτες για τη
γλώσσα, τη λογοτεχνία και το ύφος, Αθήνα: Κ. Τσιβεριώτης.
Χαραλαμπάκης, Χ.
(2002) Γλωσσική και λογοτεχνική κριτική,
Αθήνα: Α. Χριστάκης.
[1] Lewandowski Theodor (1984- 1985) Linguistisches
Wörtrebuch, 3 τόμοι, Heidelberg : Quelle &
Meyer,
όπως παρατίθεται στο Χαραλαμπάκης, Χ. (2002) Γλωσσική και λογοτεχνική κριτική, Αθήνα: Α. Χριστάκης, 54- 55.