ΑΡΧΑΙΑ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ: ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ (ενότητες 11 και 21)

 



Γ΄ Λυκείου    Ομάδα Προσ/μού Ανθρωπιστικών Σπουδών

Γραπτή δοκιμασία στα Αρχαία Ελληνικά


Διδαγμένο κείμενο


1ο απόσπασμα: Πλουτάρχου, Περὶ Ἀλεξάνδρου τύχης καὶ ἀρετῆς, 6 329Α-D

Καὶ μὴν ἡ πολὺ θαυμαζομένη πολιτεία τοῦ τὴν Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλομένου Ζήνωνος εἰς ἓν τοῦτο συντείνει κεφάλαιον, ἵνα μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοι δικαίοις, ἀλλὰ πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας, εἷς δὲ βίος ᾖ καὶ κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης. Τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος, Ἀλέξανδρος δὲ τῷ λόγῳ τὸ ἔργον παρέσχεν. Οὐ γάρ, ὡς Ἀριστοτέλης συνεβούλευεν αὐτῷ, τοῖς μὲν Ἕλλησιν ἡγεμονικῶς τοῖς δὲ βαρβάροις δεσποτικῶς χρώμενος, καὶ τῶν μὲν ὡς φίλων καὶ οἰκείων ἐπιμελόμενος τοῖς δ’ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφερόμενος, πολέμων πολλῶν καὶ φυγῶν ἐνέπλησε καὶ στάσεων ὑπούλων τὴν ἡγεμονίαν, ἀλλὰ κοινὸς ἥκειν θεόθεν ἁρμοστὴς καὶ διαλλακτὴς τῶν ὅλων νομίζων, οὓς τῷ λόγῳ μὴ συνῆγε τοῖς ὅπλοις βιαζόμενος καὶ εἰς ταὐτὸ συνενεγκὼν τὰ πανταχόθεν, ὥσπερ ἐν κρατῆρι φιλοτησίῳ μίξας τοὺς βίους καὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς γάμους καὶ τὰς διαίτας, πατρίδα μὲν τὴν οἰκουμένην προσέταξεν ἡγεῖσθαι πάντας, ἀκρόπολιν δὲ καὶ φρουρὰν τὸ στρατόπεδον, συγγενεῖς δὲ τοὺς ἀγαθούς, ἀλλοφύλους δὲ τοὺς πονηρούς τὸ δ’ Ἑλληνικὸν καὶ βαρβαρικὸν μὴ χλαμύδι μηδὲ πέλτῃ μηδ’ ἀκινάκῃ μηδὲ κάνδυι διορίζειν, ἀλλὰ τὸ μὲν Ἑλληνικὸν ἀρετῇ τὸ δὲ βαρβαρικὸν κακίᾳ τεκμαίρεσθαι, κοινὰς δ’ ἐσθῆτας ἡγεῖσθαι καὶ τραπέζας καὶ γάμους καὶ διαίτας, δι’ αἵματος καὶ τέκνων ἀνακεραννυμένους.

 

2ο απόσπασμα: Αριστοτέλους Πολιτικά Θ 2, 4

Ὅτι μὲν οὖν νομοθετητέον περὶ παιδείας καὶ ταύτην κοινὴν ποιητέον, φανερόν· (…) Ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον· ὅτι δὲ οὐ πάντα,  διῃρημένων τῶν τε ἐλευθερίων ἔργων καὶ τῶν ἀνελευθερίων  φανερόν,  καὶ ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον. Βάναυσον δ' ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν.

 

Α1α. Να αντιστοιχίσετε τα πρόσωπα τής στήλης Α (ένα όνομα περισσεύει)  με τις θέσεις τους στη στήλη Β (μονάδες 3) και να τεκμηριώσετε κάθε απάντησή σας αντιγράφοντας το κατάλληλο χωρίο από τα δοθέντα αποσπάσματα (μονάδες 3).

Α

Β

1. Ζήνων

2. Αριστοτέλης

3. Αλέξανδρος

α. οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν πρέπει να διδάσκονται τις ευτελείς τέχνες

β.  ο ελέω θεού μονάρχης ρυθμίζει τις σχέσεις όλων

γ. ο ηγέτης πρέπει να αντιμετωπίζει τούς ομόφυλούς του με αγάπη

(μονάδες 6)

Α1β. 1. τοῖς δ’ (1ο απόσπασμα): σε ποια λέξη τού αρχαίου κειμένου αναφέρεται η αντωνυμία; (μονάδες 2)

2. τοιούτων: σε ποια λέξη τού αρχαίου κειμένου αναφέρεται η αντωνυμία;

(μονάδες 2)

(μονάδες 4)

                                                                                Μονάδες 10

 

Β1. Ποιο όραμα για την ιδανική πολιτεία διατύπωσε ο Ζήνων (1ο απόσπασμα) και πώς οι προτάσεις τού Αριστοτέλη για την παιδεία (2ο απόσπασμα) θα μπορούσαν να ενισχύσουν αυτό το όραμα;

Μονάδες 10

 

Β2. ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ισοκράτης, Πανηγυρικός, 181-184 (Μτφρ. Στ. Μπαζάκου–Μαραγκουδάκη.)

Με τον λόγο αυτόν, τον οποίο ολοκλήρωσε το 380 π.Χ., ο Ισοκράτης απευθύνεται στον ελληνικό λαό, και διατυπώνει το όραμά του για την ένωση των Ελλήνων και την από κοινού αντιμετώπιση των βαρβάρων.

Για όλα αυτά θα πρέπει, να μας πιάσει η αγανάκτηση και να κοιτάξουμε να βρούμε τρόπο να πάρουμε εκδίκηση για όσα πάθαμε στο παρελθόν και να τακτοποιήσουμε τα πράγματα στο μέλλον. Στο κάτω κάτω είναι ντροπή σαν ιδιώτης ο καθένας να έχουμε στα σπίτια μας για δούλους τους βαρβάρους, και από την άλλη επίσημα σαν κράτος να αφήνουμε τόσους από τους συμμάχους μας να είναι δούλοι εκείνων· (…) Μα και από κάθε άποψη αν το συλλογιστεί κανείς στα σοβαρά, θα βρει πως τέτοιες πράξεις μας ωφελούν πάρα πολύ. Και πράγματι, με ποιους πρέπει να πολεμούν οι άνθρωποι που δεν κατέχονται από καμιά διάθεση πλεονεξίας, αλλά κοιτούν μόνο το δίκαιο; Δεν πρέπει να τα βάζουν με αυτούς που και παλιότερα έβλαψαν την Ελλάδα και τώρα πάλι την έχουν στο μάτι και όλο τον καιρό τρέφουν εναντίον μας αισθήματα μονάχα μίσους; Ποιους είναι φυσικό να φθονούν όσοι δεν έχουν χάσει ακόμα το φιλότιμό τους εντελώς, αλλά διατηρούν μια στάλα αξιοπρέπειας; Δεν πρέπει να μισούν εκείνους που έχουν φορτωθεί εξουσία μεγαλύτερη από όση γίνεται να σηκώσει η φύση η ανθρώπινη, μόλο που η αξία τους δε φτάνει ούτε τους πιο άθλιους δικούς μας; Και εναντίον τίνων έχουν χρέος να εκστρατεύουν αυτοί που θέλουν να δείχνουν ευσέβεια, μα δεν ξεχνούν ούτε στιγμή και το συμφέρον τους; Όχι εναντίον εκείνων που είναι φυσικοί και προαιώνιοι εχθροί, που έχουν αποκτήσει αμέτρητα αγαθά, μα δεν είναι σε θέση να τα υπερασπίσουν; Ε λοιπόν, όλους αυτούς τους όρους τους συγκεντρώνουν απάνω τους οι Πέρσες.

 

Να συγκρίνετε την άποψη τού Ισοκράτη για τους Πέρσες στο παράλληλο κείμενο με τις αντιλήψεις τού Αριστοτέλη και τού Αλέξανδρου για τους βαρβάρους στο δοθέν αρχαίο απόσπασμα τού Πλουτάρχου.

Μονάδες 10

 

Β3.    α. Για καθεμιά από τις λέξεις του κειμένου που σάς δίνονται, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που βρίσκεται δίπλα τους, να γράψετε στο τετράδιό σας μια ετυμολογικά συγγενή λέξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, απλή ή σύνθετη.

νομίζων:   -μα

λόγῳ:        -ύδριον

χρώμενος: -σις

ποιητέον: -τής

μετέχειν:   -εῖον                              

(μονάδες 5)

β. Να εντοπίσετε στα αρχαία αποσπάσματα τα αντώνυμα των ακόλουθων λέξεων τού κειμένου (οι αρχαίες λέξεις να γραφούν στον τύπο που βρίσκονται στο κείμενο):

ἰδίοις, ἀγαθούς, ἀλλοφύλους, ἀρετῇ, ἄχρηστον (μονάδες 5).

Μονάδες 10

 

Β4. Να γράψετε στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε καθεμία από τις παρακάτω θέσεις, τη λέξη Σωστό, αν είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν είναι λανθασμένη:         

α. Ο Αριστοτέλης ίδρυσε σχολή, το Λύκειον.

β. Όταν ο Αριστοτέλης πέθανε στη Χαλκίδα ήταν το τρίτο έτος της εκατοστής δέκατης τέταρτης Ολυμπιάδας σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Διογένη τού Λαέρτιου (3ος αι. μ.Χ.).

γ. Η πολιτική φιλοσοφία είναι μέρος τής ηθικής φιλοσοφίας.

δ. Η ευδαιμονία είναι ενέργεια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.

ε. Κατά διάρκεια τής δεύτερης παραμονής του στην Αθήνα ο Αριστοτέλης επιδόθηκε στη συγκέντρωση των 158 Πολιτειῶν.

 

Μονάδες 10


 Αδίδακτο κείμενο

 Πλάτωνος Ίων 533Ε–534D

Στον διάλογο αυτό ο Σωκράτης αμφισβητεί τη δυνατότητα των ποιητών να ερμηνεύουν με την ίδια δεξιότητα οποιοδήποτε ποιητικό είδος, εφόσον η καλλιτεχνική τους παραγωγή δεν είναι προϊόν τέχνης κι επιστήμης, αλλά έχει θεϊκή προέλευση.

 

πάντες γὰρ οἵ τε τῶν ἐπῶν ποιηταὶ οἱ ἀγαθοὶ οὐκ ἐκ τέχνης ἀλλ’ ἔνθεοι ὄντες καὶ κατεχόμενοι πάντα ταῦτα τὰ καλὰ λέγουσι ποιήματα, καὶ οἱ μελοποιοὶ οἱ ἀγαθοὶ ὡσαύτως (…). κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, καὶ οὐ πρότερον οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε γένηται καὶ ἔκφρων καὶ ὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ· ἕως δ’ ἂν τουτὶ ἔχῃ τὸ κτῆμα, ἀδύνατος πᾶς ποιεῖν ἄνθρωπός ἐστιν καὶ χρησμῳδεῖν. ἅτε οὖν οὐ τέχνῃ ποιοῦντες καὶ πολλὰ λέγοντες καὶ καλὰ περὶ τῶν πραγμάτων, ὥσπερ σὺ περὶ Ὁμήρου, ἀλλὰ θείᾳ μοίρᾳ, τοῦτο μόνον οἷός τε ἕκαστος ποιεῖν καλῶς ἐφ’ ὃ ἡ Μοῦσα αὐτὸν ὥρμησεν, ὁ μὲν διθυράμβους, ὁ δὲ ἐγκώμια, ὁ δὲ ὑπορχήματα, ὁ δ’ ἔπη, ὁ δ’ ἰάμβους· τὰ δ’ ἄλλα φαῦλος αὐτῶν ἕκαστός ἐστιν. οὐ γὰρ τέχνῃ ταῦτα λέγουσιν ἀλλὰ θείᾳ δυνάμει, ἐπεί, εἰ περὶ ἑνὸς τέχνῃ καλῶς ἠπίσταντο λέγειν, κἂν περὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων· διὰ ταῦτα δὲ ὁ θεὸς ἐξαιρούμενος τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις καὶ τοῖς χρησμῳδοῖς καὶ τοῖς μάντεσι τοῖς θείοις, ἵνα ἡμεῖς οἱ ἀκούοντες εἰδῶμεν ὅτι οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες οὕτω πολλοῦ ἄξια, οἷς νοῦς μὴ πάρεστιν, ἀλλ’ ὁ θεὸς αὐτός ἐστιν ὁ λέγων, διὰ τούτων δὲ φθέγγεται πρὸς ἡμᾶς. 

…………………………………………..

μελοποιοὶ = λυρικοί ποιητές

ὑπορχήματα = χορευτικοί ύμνοι

 

Γ1. Να μεταφράσετε στη νέα ελληνική το απόσπασμα: «πάντες γάρ … καὶ δ’ ἔπη, ὁ δ’ ἰάμβους».

Μονάδες 20

 

Γ2.  Ποια σκοπιμότητα εντοπίζει ο Σωκράτης στον έλεγχο που ασκεί το θεϊκό στοιχείο στους ποιητές;

Μονάδες 10

 

Γ3. α. οὐ γὰρ τέχνῃ ταῦτα λέγουσιν ἀλλὰ θείᾳ δυνάμει, ἐπεί, εἰ περὶ ἑνὸς τέχνῃ καλῶς ἠπίσταντο λέγειν, κἂν περὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων· διὰ ταῦτα δὲ ὁ θεὸς ἐξαιρούμενος τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις καὶ τοῖς χρησμῳδοῖς καὶ τοῖς μάντεσι τοῖς θείοις, ἵνα ἡμεῖς οἱ ἀκούοντες εἰδῶμεν ὅτι οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες οὕτω πολλοῦ ἄξια: να αντικαταστήσετε τους υπογραμμισμένους τύπους στα παραθετικά τους (μονάδες 6).

 

Γ3.β. καὶ κατεχόμενοι πάντα ταῦτα τὰ καλὰ λέγουσι ποιήματα: να γράψετε για κάθε ρηματικό τύπο τού αποσπάσματος το β’ ενικό ευκτικής και προστακτικής αορίστου β’ ίδιας φωνής (μονάδες 4).

Μονάδες 10

 

Γ4.α. Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τους όρους: ποιεῖν, ὁ μὲν, ὑπηρέταις (μονάδες 3)

 

Γ4. β. ἕως δ’ ἂν τουτὶ ἔχῃ τὸ κτῆμα, ἀδύνατος πᾶς ποιεῖν ἄνθρωπός ἐστιν καὶ χρησμῳδεῖν: να αναγνωρίσετε το είδος τού υποθετικού λόγου που λανθάνει στο απόσπασμα (μονάδες 2) και στη συνέχεια να μεταφέρετε τη φράση τον πλάγιο λόγο με εξάρτηση «Σωκράτης ἔφη…» (μονάδες 5).

Μονάδες 10

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

 

Α1α.

2-α: ὅτι δὲ οὐ πάντα,  διῃρημένων τῶν τε ἐλευθερίων ἔργων καὶ τῶν ἀνελευθερίων  φανερόν,  καὶ ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον

3-β: ἀλλὰ κοινὸς ἥκειν θεόθεν ἁρμοστὴς καὶ διαλλακτὴς τῶν ὅλων νομίζων

2-γ: καὶ τῶν μὲν ὡς φίλων καὶ οἰκείων ἐπιμελόμενος

 

Α1β. 1. τοῖς βαρβάροις

2. τῶν χρησίμων

                                                                               

Β1. Στο δοθέν απόσπασμα ο Πλούταρχος αναφέρεται στην ιδανική πολιτεία τού Ζήνωνα («ἡ πολὺ θαυμαζομένη πολιτεία τοῦ τὴν Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλομένου Ζήνωνος»), εκθέτοντάς την ως όραμα τού τελευταίου για μια οικουμενική πατρίδα Τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος»). Ο Ζήνων, λοιπόν, είχε γράψει ένα έργο με τον τίτλο Πολιτεία που δεν σώθηκε. Όπως ο Πλάτων στη δική του Πολιτεία, με την οποία αναπόφευκτα θα συγκρινόταν οποιαδήποτε άλλη, ο Στωικός κάνει τη δική του, εναλλακτική, πολιτική πρόταση για την ιδανική πολιτεία, στο πλαίσιο όμως μιας εποχής που αλλάζει. Πρόκειται, ίσως, για μία κοινότητα σοφών και ενάρετων ανθρώπων, όπου η ιδιότητα του πολίτη είναι μία μόνο πτυχή της ηθικής προσωπικότητας. Χαρακτηριστικό αυτής τής πολιτείας είναι ότι δεν διακρίνει τους ανθρώπους βάσει των διαφορετικών θεσμών τουςμὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοι δικαίοις»). Ο Ζήνων, δηλαδή, υποστήριζε ότι μια κοινωνία σοφών δεν έχει ανάγκη τους συμβατικούς θεσμούς της ελληνικής πόλης.  Γι’ αυτό και στη ζηνώνεια πολιτεία όλοι οι άνθρωποι είναι συμπολίτες («πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας»). Η ιδανική πολιτεία του Ζήνωνα, με άλλα λόγια, αποβλέπει στην άρση των γεωγραφικών και εθνικών περιορισμών. Η πρόταση του φιλοσόφου αισθητοποιείται εναργέστερα με το σχήμα άρσης-θέσης: μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοι δικαίοις, ἀλλὰ πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας. Επιπρόσθετα, σε αυτή την πολιτεία όλοι μετέχουν στον ίδιο τρόπο ζωής (βίος) αλλά και στην ίδια αρμονική και εύτακτη πολιτεία (κόσμος). Μοιράζονται, δηλαδή, τόσο το ζῆν, όσο και το εὖ ζῆν («εἷς δὲ βίος ᾖ καὶ κόσμος»). Έτσι, ο Πλούταρχος καταφεύγει σε μια παρομοίωση («ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης»): η πολιτεία αυτή μοιάζει με αγέλη που βόσκει στο ίδιο κοπάδι αρμονικά (σύννομη) και διατρέφεται/ ανατρέφεται με κοινές αρχές (νόμῳ κοινῷ). Μέσα απ’αυτό γίνεται φανερό ότι ο τελικός σκοπός του Ζήνωνα είναι η δημιουργία μιας εύνομης πολιτείας (Τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος). Η ευνομία αποτελούσε μόνιμο αίτημα στη θεωρία και την πρακτική της ελληνικής αρχαιότητας. Ένας από τους υποστηρικτές της δημοκρατίας, ο λεγόμενος "Ανώνυμος του Ιαμβλίχου" συνοψίζει τα πλεονεκτήματα της, αξιολογώντας την ως «ό,τι καλύτερο για το σύνολο και για το άτομο». Στους Στωικούς, ο νόμος είναι ουσιαστικό στοιχείο της πόλης, που ορίζεται ως ένα «πλήθος ανθρώπων που διοικούνται από τον νόμο» (Κλήμης Αλεξανδρεύς), τον φυσικό νόμο που ισχύει για όλα τα πράγματα. Ο ηγέτης αυτής της κοσμόπολης πρέπει να γνωρίζει τα αγαθά και τα κακά, να κατέχει το κύριο πολιτικό αγαθό, την αρετή, και να αναλαμβάνει πολλαπλούς ρόλους (κυβερνήτης, δικαστικός, παιδαγωγός κ.ά.), ώστε να διασφαλιστεί η ευνομία. Εκτός από την παρομοίωση, η έμφαση στην ευνομία επιτυγχάνεται με την επανάληψη τής πρόθεσης σύν, που τονίζει το πνεύμα ομόνοιας και συνεργασίας: συννόμου, συντρεφομένης. Άλλωστε, προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και το σχήμα «ἕν διὰ δυοῖν», κατά το οποίο μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά με τον σύνδεσμο καὶ (εὐνομίας καὶ πολιτείας), ενώ έπρεπε η μία να προσδιορίζει την άλλη (εὐνόμου πολιτείας). Τέλος, με το ετυμολογικό σχήμα –παρονομασία: συννόμου νόμῳ ο Πλούταρχος φέρνει τις δύο λέξεις δίπλα-δίπλα κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με την κοινή ετυμολογία των σύννομος (νομή) και νόμος. Σύννομος είναι αυτός που έχει κοινή νομή, μοιράζεται δηλαδή ένα βοσκοτόπι, λειτουργεί συντροφικά (η λέξη αφορά συ­νήθως σε μία αγέλη)∙ και ο νόμος βέβαια αποτελεί κάτι που μοιράζονται οι άνθρωποι στο πλαίσιο μιας αρμονικής συμβίωσης, την αυτονόητη κοινότητα του οποίου έρχεται να τονίσει το επίθετο κοινός (εν αντιθέσει προς το ἴδιος που προηγήθηκε). Με τα δεδο­μένα αυτά μπορούμε να κατανοήσουμε και τη νεοελληνική σημασία του «σύννομος»: σύμφωνος προς τον νόμο, υπάκουος στον νόμο.

Ορισμένες από τις θέσεις τού Αριστοτέλη στο δεύτερο απόσπασμα θα ήταν δυνατό να συμβάλουν στην ευόδωση αυτού τού οράματος τού Ζήνωνα. Ο Σταγειρίτης στο απόσπασμα από το Θ΄ βιβλίο των Πολιτικών παραθέτει ορισμένες προτάσεις του σχετικά με την παιδεία. Αρχικά, συνοψίζει τα δύο συμπεράσματα που έχουν προκύψει από τα προηγούμενα. Η φράση «φανέρον (ἐστί)» δείχνει ότι η αιτιολόγηση τους έχει προηγηθεί και θεωρούνται πλέον τεκμηριωμένες απόψεις. Αξιοσημείωτη στην εκφορά των δύο συμπε­ρασμάτων είναι η χρήση ρηματικών επιθέτων σε -τέον («νομοθετητέον, ποιητέον»), που τους προσδίδει το χαρακτήρα του «δέοντος». Η πολιτεία, λοιπόν, κατά τον φιλόσοφο, πρέπει να θεσπίσει νόμους για την εκπαίδευση («νομοθετητέον περί παιδείας»), γιατί η εκπαίδευση των νέων είναι ζήτημα που αφορά στο κράτος και όχι σε κάθε πολίτη ξεχωριστά. Το πολίτευμα, κατά τον Αριστοτέλη, εκτός από κατανομή των εξουσιών είναι και τρόπος ζωής. Για να ακολουθηθεί ο τρόπος ζωής που ταιριάζει σε κάθε πολίτευµα, πρέπει να υπάρχει η αντίστοιχη µορφή παιδείας, που ποικίλλει ανάλογα µε τους σκοπούς της κάθε πολιτείας. Ο νομοθέτης, λοιπόν, πρέπει να φροντίσει για την εκπαίδευση των νέων, εφόσον η αγωγή του πολίτη πρέπει να συμβαδίζει με το είδος του πολι­τεύματος. Επιπρόσθετα, η παιδεία πρέπει να είναι ίδια για όλους [«ταύτην (τὴν παιδείαν) κοινὴν ποιητέον»]. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει ως λογική συνέπεια του προηγούμενου, αφού η θεσμοθέτηση του τρόπου λει­τουργίας της εκπαίδευσης στη βάση συγκεκριμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε όλους τους πολίτες και όχι σε ένα μέρος τους. Ο δημόσιος χαρακτήρας της παιδείας είναι, κατά τον Αριστοτέλη ένα αίτημα που προκύπτει από την ανάγκη κοινωνικής και πολιτικής ισότητας.  Επίσης, η κοινὴ παιδεία είναι απαραίτητη για την ενότητα της πόλης και τη συλλογική ευτυχία. Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται μαζί με τον δημόσιο και ο ενιαίος χαρακτήρας της παιδείας: τὴν παιδείαν κοινὴν καὶ μίαν ποιεῖν (Πολιτικά). Ως καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα για την επίτευξη των παραπάνω στόχων κρίνεται από τον Αριστοτέλη το εκπαιδευτικό σύστημα των Λακεδαιμονίων.  Κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει να διδάσκονται τα μαθήματα εκείνα που οδηγούν στην καλλιέργεια του νου, του σώματος και της ψυχής των ελεύθερων ανθρώπων με στόχο την άσκηση και τις πράξεις της αρετής («βάναυσον δ' ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν»). Ο φιλόσοφος, λοιπόν, ακολουθεί τη μέση οδό και υποστηρίζει ότι οι νέοι πρέπει ασφαλώς να λαμβάνουν γνώσεις χρήσιμες για τη ζωή, αλλά από αυτές όχι όλες, παρά μόνο τις αναγκαίες («Ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον·»), δηλαδή όσες ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και όχι τις ευτελείς που ασκούν οι δούλοι, οι οποίες αδρανοποιούν το σώμα και τον νου του ανθρώπου, τον καθιστούν αγροίκο, άξεστο («βάναυσον») και τον απομακρύνουν από την κατάκτηση της αρετής. Με άλλα λόγια, δεν αρμόζει στους ελεύθερους ανθρώπους να αναζητούν σε κάθε γνώση τη χρησιμότητα, γιατί αυτή μπορεί να τους οδηγήσει στη μονομέρεια. Επομένως, η παιδεία που προτείνει ο Αριστοτέλης έχει ως γνώμονα πρωτίστως τη διαμόρφωση τής αρετής των ελεύθερων ανθρώπων, ώστε να επιτύχουν το ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν, την ευδαιμονία.

Συνολικά, γίνεται φανερό ότι η επιμονή τού Αριστοτέλη για μια κοινή παιδεία, νομοθετικά οργανωμένη, ενισχύει το όραμα τού Ζήνωνα για μια εύτακτη πολιτεία με κοινό τρόπο ζωής. Σε αυτήν την κοσμόπολη, άλλωστε, ο κυβερνήτης-νομοθέτης αναλαμβάνει και τον ρόλο τού παιδαγωγού, όπως προτείνει και ο Αριστοτέλης. Μάλιστα, η καλλιέργεια των αρετών (ηθικών και διανοητικών) ως απώτατο τέλος τής παιδείας που προτείνει ο Σταγειρίτης θα μπορούσε να διαμορφώσει μια κοινότητα σοφών κι ενάρετων ανθρώπων, όπως τη φαντάζεται ο Ζήνωνας.

 

Β2. Τόσο ο Ισοκράτης στο δοθέν απόσπασμα όσο και ο Πλούταρχος στο έργο του για τον Αλέξανδρο ασχολούνται με τις σχέσεις Ελλήνων και βαρβάρων. Η λέξη βάρβαρος είχε αρχική σημασία ο κάθε μη ελληνόφωνος, ο κάθε, επομένως, μη Έλληνας. Οι αντιθέσεις που υπάρχουν στα δύο κείμενα (πρωτότυπο και μεταφρασμένο) αναφέρονται στη διάκριση των Ελλήνων από τους βαρβάρους (Πέρσες) και αναδεικνύουν τις διαφορετικές αντιλήψεις που πρεσβεύει κάθε εκπρόσωπός τους.

Ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του θυμίζει στους ακροατές του τις πληγές που έχουν προξενήσει στην Ελλάδα οι βάρβαροι («όσα πάθαμε στο παρελθόν», «αυτούς που και παλιότερα έβλαψαν την Ελλάδα») αλλά και τις δόλιες προθέσεις που εξακολουθούν να έχουν εναντίον της («και τώρα πάλι την έχουν στο μάτι και όλο τον καιρό τρέφουν εναντίον μας αισθήματα μονάχα μίσους»). Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι βάρβαροι «είναι φυσικοί και προαιώνιοι εχθροί» των Ελλήνων, επιθυμώντας να εξάψει συναισθήματα μίσους εναντίον τους και να συναγείρει τους Πανέλληνες, ώστε να εκδικηθούν («Για όλα αυτά θα πρέπει, να μας πιάσει η αγανάκτηση και να κοιτάξουμε να βρούμε τρόπο να πάρουμε εκδίκηση»). Εξάλλου, μια τέτοια ενέργεια, κατά τον Ισοκράτη, νομιμοποιείται και από τη φυσική κατωτερότητα των βαρβάρων έναντι των Ελλήνων. Ο ρήτορας θεωρεί κατάντια τη δουλεία ορισμένων ομοφύλων του στους Πέρσες («να αφήνουμε τόσους από τους συμμάχους μας να είναι δούλοι εκείνων·») τη στιγμή που οι Έλληνες θα έπρεπε να τους διαφεντεύουν, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις ήδη («ο καθένας να έχουμε στα σπίτια μας για δούλους τους βαρβάρους»). Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και οι πιο ανάξιοι Έλληνες υπερτερούν έναντι των βαρβάρων («η αξία τους δε φτάνει ούτε τους πιο άθλιους δικούς μας»).

Η τελευταία αυτή αντίληψη για τη φυσική υπεροχή των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων συνάδει εμφανώς με τις αντιλήψεις τού Αριστοτέλη, όπως παρατίθενται στο πρωτότυπο απόσπασμα. Ο Πλούταρχος σε αυτό το σημείο θυμίζει τις συμβουλές που ο φιλόσοφος είχε δώσει στον μαθητή του Αλέξανδρο («ὡς Ἀριστοτέλης συνεβούλευεν αὐτῷ»). Σε ένα από τα χαμένα έργα του Αριστοτέλη (Ἀλέξανδρος ἢ ὑπὲρ ἀποίκων), που αποσπάσματά του διασώθηκαν σε άλλους αρχαίους συγγραφείς, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος φαίνεται πως έδινε συμβουλές στον άλλοτε μαθητή του, τον διάδοχο τότε του μακεδονικού θρόνου, τώρα κυρίαρχο του κόσμου, τον Αλέξανδρο. Συμβούλευε, λοιπόν, ο Αριστοτέλης τον Αλέξανδρο «τοῖς μὲν Ἕλλησιν ἡγεμονικῶς τοῖς δὲ βαρβάροις δεσποτικῶς χρῆσθαι καὶ τῶν μὲν ὡς φίλων καὶ οἰκείων ἐπιμελεῖσθαι, τοῖς δ’ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφέρεσθαι» (= η συμπεριφορά του προς τους Έλληνες να είναι η συμπεριφορά ενός αρχηγού, η συμπεριφορά του όμως προς τους βαρβάρους να εί­ναι συμπεριφορά αφέντη- τους Έλληνες να τους νοιάζεται ως συγγενείς και φί­λους, σε όλους όμως τους άλλους να φέρεται σαν να είναι ζώα ή φυτά). Στο απόσπασμα αυτό τής αριστοτελικής παραίνεσης υπάρχουν έντονες αντιθέσεις, που αισθητοποιούνται με τους συνδέσμους μέν-δε: τοῖς μὲν Ἕλλησιν ≠ τοῖς δὲ βαρβάροις, τῶν μὲν ὡς φίλων καὶ οἰκείων ἐπιμελόμενος ≠ τοῖς δ’ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφερόμενος. Τα επιρρήματα ἡγεμονικῶς και δεσποτικῶς, μολονότι είναι συνώνυμα, υποβάλλουν μια ουσιώδη διαφορά. Το πρώτο παράγεται από το «ἡγεμών, ἡγεμονικός» και δηλώνει τον αντίστοιχο τρόπο ηγεσίας, το να είναι κανείς αρχηγός κάποιου σώματος, πολιτών ή οπλιτών. Το δεύτερο παράγεται από το «δεσπότης» και δηλώνει τον τυραννικό τρόπο άσκησης εξουσίας. Η ουσιαστική διαφορά των δύο επιρρημάτων έγκειται στο ότι το πρώτο κυριολεκτεί αναφερόμενο σε ελεύθερους, ενώ το δεύτερο σε δούλους. Και, βέβαια, η παρομοίωση των βαρβάρων με ζώα ή φυτά κάνει πρόδηλη τη φυλετική διάκριση που διέπει την αντίληψη τού Αριστοτέλη. Τέτοιου είδους παρατηρήσεις οδηγούν με βεβαιότητα στη γνώμη πως η σκέψη του Αριστοτέλη παρέμεινε εν πολλοίς «ελληνοκεντρική». Στο ηθικό-πολιτικό επίπεδο, η ηθική του δασκάλου του Αλεξάνδρου, του Αριστοτέλη, αντιστοιχούσε στη μικρή κλίμακα μιας πόλης και όχι στην αναδυόμενη οικουμένη.

Στον αντίποδα των αντιλήψεων τού Αριστοτέλη και τού Ισοκράτη, ο Αλέξανδρος φαίνεται ότι ακολούθησε ένα πρόγραμμα πολιτισμικής ομογενοποίησης, σε πείσμα των τότε αντιλήψεων περί  κατωτερότητας των βαρβάρων. Κατά το μεγάλο ηγέτη, η διάκριση σε συγγενείς και ξένους πρέπει να γίνεται με κριτήριο την αγαθότητα ή τη φαυλότητα αντίστοιχα, δηλαδή με όρους ηθικούς κι όχι φυλετικούς («συγγενεῖς δὲ τοὺς ἀγαθούς, ἀλλοφύλους δὲ τοὺς πονηρούς»). Είναι χαρακτηριστικές οι αντιθέσεις: συγγενεῖς ≠ ἀλλοφύλους, ἀγαθούς ≠ πονηρούς. Προεκτείνοντας την προηγούμενη σκέψη για τη διάκριση με το κριτήριο της αρετής και της κακίας αναφέρονται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που μέχρι τότε βοηθούσαν στη διάκριση Ελλήνων και βαρβάρων. Στο χωρίο «μὴ χλαμύδι μηδὲ πέλτῃ μηδ’ ἀκινάκῃ μηδὲ κάνδυι» δίνονται με πολυσύνδετο σχήμα το ελληνικό και το περσικό ένδυμα (χλαμύδα, κάνδυς) και το ελληνικό και περσικό όπλο (πέλτη, ακινάκης). Με το σχήμα άρσης-θέσης (μὴ χλαμύδι μηδὲ πέλτῃ μηδ’ ἀκινάκῃ μηδὲ κάνδυι … ἀλλὰ…) τα στοιχεία τού υλικού πολιτισμού και τής εξωτερικής εμφάνισης πλέον απορρίπτονται ως κριτήρια διάκρισης. Απεναντίας, επισημαίνεται ότι αυτή πρέπει να γίνεται με βάση την ηθική συμπεριφορά. Και πάλι εμφανίζονται αντιθέσεις με τους συνδέσμους μέν –δε, οι οποίες επαναφέρουν νοηματικά την τρίτη διαταγή τού Αλεξάνδρου : τὸ μὲν Ἑλληνικὸν (συγγενεῖς) ≠ τὸ δὲ βαρβαρικὸν (ἀλλοφύλους), ἀρετῇ (ἀγαθούς) ≠ κακίᾳ (πονηρούς). Οι αντιθέσεις αναδεικνύουν την ύπαρξη στερεοτύπων και το επίτευγμα του Αλέξανδρου να ξεπεράσει την εποχή του και να ενοποιήσει τους ανθρώπους που κατοικούσαν στην αυτοκρατορία του. Δίνεται έμφαση στις διαφορές, με αποτέλεσμα να φαντάζει ακόμα πιο εξαιρετικό το έργο του Έλληνα στρατηλάτη.

Συνολικά, στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου καταργούνται οι εθνικές διακρίσεις, ανασημασιοδοτείται με τη σειρά της και η παραδοσιακή διάκριση Ελλήνων-βαρβάρων: Έλληνας σημαίνει ενάρετος και βάρβαρος σημαίνει κακός. Η ελλη­νικότητα αυτή γεννά καινούριες -διαφορετικές πλέον- γενιές Ελλήνων («δι’ αἵματος καὶ γάμων»): τον ελληνιστικό κόσμο που συναίρεσε και εξομοίωσε στη βάση ορισμένων ελληνικών αρχών (γλώσσα, εξουσία) ποικίλα έθνη (ἀλλὰ τὸ μὲν Ἑλληνικὸν … ἀνακεραννυμένους). Και βέβαια, αυτή η πολιτική συγκερασμού φέρνει τον Αλέξανδρο σε αντίθεση τόσο με τον δάσκαλό του, Αριστοτέλη, όσο και με τον Ισοκράτη.

 

Β3. α. νόμισμα, λογύδριον, χρῆσις, ποιητής, σχολεῖον                                

 

β. ἰδίοις: κοινῷ/  κοινὸς / κοινὰς/ κοινήν

ἀγαθούς: πονηρούς

ἀλλοφύλους: συγγενεῖς

ἀρετῇ: κακίᾳ

ἄχρηστον: χρησίμων

 

Β4.    α. Λάθος

β. Λάθος

γ. Λάθος

δ. Σωστό

ε. Λάθος


 

Γ1. Γιατί όλοι οι καλοί ποιητές των επών δεν απαγγέλλουν όλα αυτά τα ωραία ποιήματα από την τέχνη τους, αλλά επειδή καταλαμβάνονται από το θεϊκό στοιχείο, και το ίδιο ισχύει και για τους καλούς λυρικούς ποιητές (…). Γιατί ο ποιητής είναι ένα άδειο αντικείμενο και πτηνό και ιερό, και δεν μπορεί να δημιουργήσει, προτού τον καταλάβει ο θεός και η μανία του και δεν έχει πια το μυαλό του. Όσο, όμως, το κατέχει αυτό, κάθε άνθρωπος αδυνατεί να δημιουργήσει ποιήματα και χρησμούς. Επειδή, λοιπόν, πράγματι δημιουργούν και λένε πολλά για διάφορα πράγματα, όπως εσύ για τον Όμηρο, όχι με την τέχνη τους, αλλά με το θεϊκό μερίδιο, ο καθένας τους μπορεί να δημιουργεί καλά μόνο αυτό για το οποίο τον ενέπνευσε η μούσα, άλλος διθυράμβους, άλλος εγκώμια, άλλος χορευτικούς ύμνους, άλλος έπη κι άλλος ιάμβους.

 

Γ2.  Στο δοθέν απόσπασμα ο Σωκράτης αποδεικνύει ότι η ποιητική δεξιότητα δεν οφείλεται σε τεχνικούς κανόνες, αλλά είναι προϊόν θεϊκού ελέγχου. Ο θεός, δηλαδή, εμπνέει τους ποιητές, τους χρησμολόγους και τους μάντεις, κάνοντάς τους να χάσουν προσωρινά το μυαλό τους (διὰ ταῦτα δὲ ὁ θεὸς ἐξαιρούμενος τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις καὶ τοῖς χρησμῳδοῖς καὶ τοῖς μάντεσι τοῖς θείοις). Με αυτό τον τρόπο τους θέτει στη θεϊκή υπηρεσία, ώστε να γίνει σαφές στους ακροατές ότι ο θεός στην πραγματικότητα μιλάει στους ανθρώπους, κι όχι αυτοί που εκφέρουν τα ωραία ποιήματα (ἵνα ἡμεῖς οἱ ἀκούοντες εἰδῶμεν ὅτι οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες οὕτω πολλοῦ ἄξια, οἷς νοῦς μὴ πάρεστιν, ἀλλ’ ὁ θεὸς αὐτός ἐστιν ὁ λέγων, διὰ τούτων δὲ φθέγγεται πρὸς ἡμᾶς). Οι τελευταίοι, εξάλλου, εκείνη τη δεδομένη στιγμή βρίσκονται σε κατάσταση απώλειας συνείδησης, αφού ο θεός τους έχει πάρει τον νου τους.

 

Γ3. α.

τύποι κειμένου (θετικός)

συγκριτικός

υπερθετικός

θείᾳ

θειοτέρᾳ

θειοτάτῃ

καλῶς

κάλλιον

κάλλιστα

πολλοῦ

πλείονος / πλέονος

πλείστου

 

 

Γ3.β.

τύποι κειμένου

β’ ενικό ευκτικής

β’ ενικό προστακτικής

κατεχόμενοι

κατάσχοιο

κατάσχου

λέγουσι

εἴποις

εἰπέ

 

 

Γ4.α. ποιεῖν: απαρέμφατο τής αναφοράς στο επίθετο ἀδύνατος, ταυτοπροσωπία.

ὁ μὲν: επιμεριστική παράθεση ως ονοματικός ομοιόπτωτος προσδιορισμός στο ἕκαστος.

ὑπηρέταις: κατηγορούμενο στο αντικείμενο τούτοις τού ρήματος χρῆται.

 

Γ4. β. Η υπόθεση λανθάνει στη δευτερεύουσα χρονικοϋποθετική πρόταση ἕως δ’ ἂν τουτὶ ἔχῃ τὸ κτῆμα, η οποία εισάγεται με τον χρονικό σύνδεσμο ἕως και εκφέρεται με υποτακτική (ἔχῃ) μαζί με το αοριστολογικό μόριο ἄν. Με απόδοση οριστική ενεστώτα (ἐστιν) σχηματίζει λανθάνοντα υποθετικό λόγο που δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρόν / μέλλον.

 

Μετατροπή σε πλάγιο λόγο:

Σωκράτης ἔφη ἕως δὲ τουτὶ ἔχοι τὸ κτῆμα, ἀδύνατον πάντα ποιεῖν ἄνθρωπον εἶναι καὶ χρησμῳδεῖν.

 

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης