ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2025: ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ



ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Α1.α. 1-α

            2-β

            3-β

 

Α1.β. «παρ’ ἣν»: ὁδόν

«ὑπὲρ ὧν»: παραφράγματα

 

Β1. Ο Σωκράτης με το ρήμα ἀπείκασον καθιστά σαφή τη μέθοδο που θα ακολουθήσει, για να αναπτύξει το θέμα που θα πραγματευτεί. Η μέθοδος αυτή είναι η αλληγορία. Το ρήμα πεικάζω σημαίνει «απομιμούμαι, απεικονίζω, παρουσιάζω μέσα από μια παραβολή/ σύγκριση». Η χρήση του συγκεκριμένου ρήματος στην αρχή της αφήγησης, που είναι γνωστή ως ο «(πλατωνικός) μύθος του σπηλαίου», σηματοδοτεί την έναρξη ενός λόγου αλληγορικού.  Μια αλληγορία συνεπάγεται πως όσα λέγονται έχουν και ένα άλλο επίπεδο σημασιών, πως οι λέξεις, οι έννοιες και οι περιγραφές έχουν πέρα από την κυριολεκτική τους και μια συμβολική σημασία. Η αλληγορία ή ο μύθος του σπηλαίου (υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί ορισμοί από τους σύγχρονους μελετητές) είναι από τα πλέον διάσημα κείμενα του Πλάτωνα, γιατί με αναπαραστατική και συμβολική δύναμη συμπυκνώνει ζητήματα οντολογίας, γνωσιολογίας, πολιτικής και φιλοσοφίας της παιδείας. Έχει πολλά στοιχεία ενός πλατωνικού μύθου: είναι μια ιστορία που εξελίσσεται (αρχική παραμονή στο σπήλαιο, ατομική έξοδος, ατομική είσοδος/επιστροφή, υπονοούμενη νέα έξοδος)· περιγράφονται συμβάντα και δρουν πρόσωπα (ακόμη και αν δεν εξατομικεύονται τα χαρακτηριστικά τους), ενώ ακολουθεί εκτενής ερμηνεία του μύθου από τον ίδιο τον Σωκράτη. Ο εκφραστικός τρόπος της αλληγορίας έλκει την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη λόγω τής παραστατικότητας και τής ζωντάνιας της. Με τον εκφραστικό αυτό τρόπο ο Πλάτωνας θεμελιώνει απόψεις που δεν μπορούν να στηριχτούν με τη διαλεκτική ή ενισχύει τη διαλεκτική. Έτσι, κάνει πιο κατανοητές δύσκολες φιλοσοφικές έννοιες. Η αξία της αλληγορίας είναι διδακτική και όχι αποδεικτική. 

Με τις λέξεις παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας ορίζεται μια πρώτη θεματική για τον μύθο του σπηλαίου: ο Πλάτων θα μιλήσει αλληγορικά περί παιδείας (και έλλειψη παιδείας). Αρχικά, η λέξη «παιδεία» σημαίνει αυτό που πρέπει να μάθει το παιδί. Ήδη από τον 5ο αι. ως όρος της παιδαγωγικής δηλώνει τη γενική καλλιέργεια, που είναι προνόμιο μόνο του ανθρώπου -γι' αυτόν τον λόγο άλλωστε αποδίδεται στα λατινικά ως humanitas. Βάση της παιδείας είναι για τον Πλάτωνα η μουσική (λογοτεχνία, τραγούδι, καλλιέργεια της καλλιτεχνικής ευαισθησίας) και η γυμναστική. Παίδευση είναι η πορεία προς την παιδεία. Στην Πολιτεία γενικότερα η αναφορά στην παιδεία γίνεται πάντα σε σύνδεση με την ηθική διαπαιδαγώγηση των πολιτών (424a): [: γιατί η καλή εκπαίδευση και η ανατροφή, αν διατηρείται, γεννά καλές φύσεις, και πάλι οι χρηστές αυτές φύσεις, όταν λάβουν μια τέτοια ανατροφή, θα γίνουν ακόμη καλύτερες από τις προηγούμενες]. Στον μύθο του σπηλαίου, ειδικότερα, η αναφορά στην παιδεία έχει και γνωσιολογικό περιεχόμενο: πώς μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει την αλήθεια, και μάλιστα το αληθινά υπαρκτό;

Στην κατάσταση τής «ἀπαιδευσίας» βρίσκονται οι δεσμώτες («ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς»). Λόγω τής εξαναγκασμένης ακινησίας τους οι δεσμώτες μπορούν να αντικρίζουν μόνο σκιές (τοὺς γὰρ τοιούτους … Τί μην;) .Το μοναδικό θέμα τής μεταξύ τους συζήτησης είναι οι σκιές που βλέπουν (Εἰ οὖν διαλέγεσθαι … Ἀνάγκη). Για τους δεσμώτες του σπηλαίου, που αντλούν τη γνώση με τις περιορισμένες αισθήσεις τους, αληθινά υπαρκτό είναι οι σκιές. Οι δεσμώτες ζουν μέσα σε μια ψευδαίσθηση. Πρόκειται, λοιπόν, για όλους όσοι ζουν στην αμάθεια και την πνευματική άγνοια και θεωρούν ότι οι σκιές είναι τα πραγματικά όντα. Πλανημένοι από τις αισθήσεις τους, νομίζουν ότι γνωρίζουν την αλήθεια, ενώ στην πραγματικότητα είναι απαίδευτοι, βυθισμένοι στην αμάθειά τους. Η στάση των δεσμωτών απέναντι στην πραγματικότητα μπορεί να αποδοθεί με τον όρο «αφελής εμπειρισμός» και η γνωστική τους κατάσταση με τον όρο «εικασία». Στον αντίποδα αυτών, στην κατάσταση τής «παιδείας», βρίσκονται οι απελευθερωμένοι δεσμώτες, δηλαδή οι πεπαιδευμένοι, που έχουν γνωρίσει την αλήθεια και το αγαθό, και βρίσκονται στη γνωστική κατάσταση τής νοήσεως.

Βέβαια, κατά τον Σωκράτη, οι δεσμώτες τού πλατωνικού σπηλαίου είναι όμοιοι με εμάς («ὁμοίους ἡμῖν»). Εφόσον και εμείς έχουμε συνηθίσει και αντιλαμβανόμαστε και ζούμε την καθημερινή μας πραγματικότητα με βάση την επισφαλή γνωσιολογικά εικόνα που μας δίνουν οι αισθήσεις, και δεν είμαστε πρόθυμοι να αμφισβητήσουμε τους περιορισμούς τους, ζούμε επίσης εγκλωβισμένοι σε έναν κόσμο απατηλό.

 

Β2. Στο απόσπασμα από έργο τού Τζορτζ Όργουελ καταδεικνύεται η προπαγάνδα και η χειραγώγηση που επέβαλλε το απολυταρχικό καθεστώς τού «Μεγάλου Αδελφού». Οι συνθήκες που περιγράφονται σε αυτό εμφαίνουν πρόδηλες ομοιότητες αλλά και λεπτές διαφορές με την κατάσταση που επικρατεί στο σπήλαιο τής πλατωνικής αλληγορίας, όπως παρουσιάζεται στο δοθέν απόσπασμα από την «Πολιτεία».

Καταρχάς, στην πρώτη παράγραφο τού παράλληλου κειμένου εντοπίζεται μία χαρακτηριστική αναλογία με τη βασική συνθήκη που επικρατεί στο πλατωνικό σπήλαιο. Η ετεροκατεύθυνση των πολιτών στο οργουελικό καθεστώς είναι κυρίαρχη, καθώς σκόπιμα παραποιείται η αλήθεια και η κοινή λογική  («το Κόμμα θα ανακοίνωνε ότι δύο και δύο έκαναν πέντε, κι εσύ θα έπρεπε να το πιστέψεις»). Οι πολίτες του αναμένεται να δεχτούν άκριτα ό,τι επιβάλλει κεντρικά η εξουσία («Η λογική του ισχυρού το απαιτούσε») και ζουν μεταφορικά έγκλειστοι σε ένα κόσμο απατηλό («Η φιλοσοφία του Κόμματος σιωπηρά αρνιόταν όχι μόνο την εγκυρότητα της εμπειρίας, αλλά και την ύπαρξη της εξωτερικής πραγματικότητας»). Παρόμοια, Οι δεσμώτες της πλατωνικής αλληγορίας παρουσιάζονται έγκλειστοι σε ένα σπήλαιο αμάθειας και πνευματικού σκότους («Ἰδὲ γὰρ ἐν καταγείῳ σηλαιώδει...»), όπου είναι εξαναγκασμένοι σε ακινησία λόγω δεσμών, τα οποία τους επιτρέπουν να βλέπουν μόνο μπροστά («ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αυχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν»). Λόγω τής εξαναγκασμένης ακινησίας τους οι δεσμώτες μπορούν να αντικρίζουν μόνο σκιές (τοὺς γὰρ τοιούτους … Τί μην;)  αντικειμένων που διέρχονται πίσω τους, αγνοώντας την πραγματική προέλευσή τους («ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς ... τῶν παραφερόντων»). Οι τυχόντες ήχοι που προέρχονται από αυτούς που μεταφέρουν τα αντικείμενα αποδίδονται από τους δεσμώτες στις σκιές που βλέπουν μπροστά τους. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι οι δεσμώτες είναι σαν να παρακολουθούν δια βίου ένα θέατρο σκιών ή νευροσπαστών («ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς…»), που τους τροφοδοτεί διαρκώς με πλαστές εντυπώσεις και τους υποβάλλει να τις δεχτούν ως μοναδική πραγματικότητα, όπως συμβαίνει και με τα θύματα τού «Μεγάλου Αδελφού».

Παρά τις προφανείς ομοιότητες, ωστόσο, το οργουελικό έργο παρουσιάζει και μια χαρακτηριστική διαφορά με τις πλατωνικές απόψεις. Στη δεύτερη παράγραφο τού παράλληλου κειμένου τονίζεται ότι η προπαγάνδα τού κόμματος διαδίδει παραλογισμούς που καταργούν την αυταπόδεικτη αξία τής αισθητηριακής αντίληψης («Το Κόμμα σού έλεγε να απορρίπτεις τη μαρτυρία των αυτιών και των ματιών σου»). Στην περίπτωση τού «Μεγάλου Αδελφού», δηλαδή, γίνεται φανερό ότι οι αισθήσεις μαρτυρούν την αλήθεια, την οποία επιχειρεί να παραποιήσει το καθεστώς με συλλογιστικά σχήματα που παγιδεύουν τον νου («…της ευκολίας με την οποία οποιοσδήποτε διανοούμενος του Κόμματος θα τον νικούσε σε μια συζήτηση, των επιχειρημάτων με τις λεπτές αποχρώσεις τα οποία δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσει, ούτε και φυσικά να ανταπαντήσει. Κι όμως, αυτός είχε δίκιο»). Μάλιστα, ο Γουίνστον αποδέχεται ανεπιφύλακτα ότι «Ο υλικός κόσμος υπάρχει, οι νόμοι του δεν αλλάζουν». Η ιδέα αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ουσία τής πλατωνικής γνωσιολογίας, όπως εκφράζεται μέσα από την αλληγορία τού σπηλαίου. Εκεί γίνεται φανερό ότι η τόσο αυτονόητη ένταξη των ανθρώπων στον κόσμο των αισθήσεων είναι ἄτοπος, αποτελεί μια αλλόκοτη στέρηση λογικής («Ἄτοπον, ἔφη, λέγεις εἰκόνα καὶ δεσμώτας ἀτόπους»). Εξάλλου, η πεποίθηση των δεσμωτών ότι οι σκιές αποτελούν τη μοναδική πραγματικότητα απορρέει από την άκριτη εμπιστοσύνη στις οπτικές («τὰς σκιάς») και ακουστικές («φθεγγομένους») τους εμπειρίες. Κατά τον Πλάτωνα, ο «αφελής εμπειρισμός» οδηγεί σε πλάνη, καθώς αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι οι Ιδέες, όχι τα αισθητά.

Η διακειμενική επισκόπηση των δύο αποσπασμάτων, λοιπόν, αναδεικνύει τη μεταξύ τους ομοιότητα ως προς τη χειραγώγηση που επιχειρείται σε μια συνθήκη αποκλεισμού από την εξωτερική πραγματικότητα. Ωστόσο, η πρόταξη τής αλήθειας των αισθήσεων έναντι τής προπαγάνδας στο έργο τού Όργουελ  αντιτίθεται στην πεποίθηση τού Πλάτωνα ότι ο υλικός κόσμος προάγει την απαιδευσία και την πλάνη.

 

Β3.

1. οισοφάγο  

2. φόρος.

3. φορέματα

4. φέρσιμό

5. φερέφωνό

 

Β4.

1. Λάθος

2. Λάθος

3. Σωστό

4. Σωστό

5. Λάθος

 

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Γ1. (Και λέει ότι) παρατηρούσε συχνά τον εαυτό της και πρόσεχε κι αν κάποιος άλλος την κοιτάζει, ενώ μάλιστα πολλές φορές έριχνε βλέμματα και στην ίδια της τη σκιά. Μόλις βρέθηκαν πιο κοντά στον Ηρακλή, η μία που αναφέρθηκε προηγουμένως ερχόταν με τον ίδιο τρόπο, ενώ η άλλη, καθώς ήθελε να προφθάσει, έτρεξε προς τον Ηρακλή και (τού) είπε:  «Σε βλέπω, Ηρακλή, ν’ απορείς ποιο δρόμο να πάρεις στη ζωή σου. Εάν, λοιπόν, κάνεις εμένα φίλη σου, θα σε οδηγήσω στον πιο ευχάριστο και εύκολο δρόμο, και από τα ευχάριστα κανένα δε θα υπάρξει που να μην το γευτείς, και θα περάσεις όλη σου τη ζωή χωρίς να δοκιμάσεις δυσκολίες».

 

Γ2. Το παρατιθέμενο περιστατικό της αρχαίας ελληνικής μυθολογικής παράδοσης με πρωταγωνιστή τον Ηρακλή έχει κεντρικό θέμα του την αντίθεση αρετής - κακίας. Οι δύο έννοιες εδώ προσωποποιούνται ως επιβλητικές γυναίκες (μεγάλας) με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Από τη μία, η Αρετή παρουσιάζεται σεμνή και με φυσικά χαρακτηριστικά που ταιριάζουν σε ελεύθερους (τὴν μὲν ἑτέραν εὐπρεπῆ τε ἰδεῖν καὶ ἐλευθέριον φύσει). Το σώμα της ήταν καθαρό σαν στολίδι (κεκοσμημένην τὸ μὲν σῶμα καθαρότητι), στο βλέμμα της διακρινόταν η ντροπή και ο σεβασμός (τὰ δὲ ὄμματα αἰδοῖ), ενώ στη γενικότερη εμφάνισή της ξεχώριζε η εγκράτεια (τὸ δὲ σχῆμα σωφροσύνῃ). Μάλιστα, φορούσε λευκό ένδυμα (ἐσθῆτι δὲ λευκῇ). Από την άλλη, η Κακία παρουσιάζεται ευτραφής και με χυμώδη σωματότυπο (τὴν δ’ ἑτέραν τεθραμμένην μὲν εἰς πολυσαρκίαν τε καὶ ἁπαλότητα). Ήταν βαμμένη, ώστε να φαίνεται πιο λευκή και ροδαλή από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα (κεκαλλωπισμένην δὲ τὸ μὲν χρῶμα ὥστε λευκοτέραν τε καὶ ἐρυθροτέραν τοῦ ὄντος δοκεῖν φαίνεσθαι). Επιπλέον, είχε επιμεληθεί τη στάση τού σώματός της, ώστε να φαίνεται πιο στητό απ’ ό,τι ήταν εκ φύσεως (τὸ δὲ σχῆμα ὥστε δοκεῖν ὀρθοτέραν τῆς φύσεως εἶναι). Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και φορούσε ρούχο λαμπερό που αναδείκνυε τη νεότητά της (τὰ δὲ ὄμματα ἔχειν ἀναπεπταμένα, ἐσθῆτα δὲ ἐξ ἧς ἂν μάλιστα ὥρα διαλάμποι·).

 

Γ3.α. γυναῖκας: γυναικός

φύσει: φύσεως

τὸ σῶμα: τοῦ σώματος

καθαρότητι: καθαρότητος

 

Γ3.β.

φανῆναι : φάνηθι

μεγάλας : μειζόνων

ἰδεῖν : ὀψομένη

ἐπισκοπεῖν : ἐπεσκόπει

ἄξω : ἀγάγωμεν

οὐδενὸς : οὐδεμιᾷ  

 

Γ4.α.

ἰδεῖν: απαρέμφατο τής αναφοράς στο επίθετο «εὐπρεπῆ».

τῆς φύσεως: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, γενική συγκριτική (β’ όρος σύγκρισης) στο «ὀρθοτέραν».

τῷ Ἡρακλεῖ:  αντικείμενο στο «προσδραμεῖν».

ἀποροῦντα: κατηγορηματική μετοχή, που εξαρτάται από το ρήμα αίσθησης «ὁρῶ» και αναφέρεται στο αντικείμενο τού ρήματος «σε»· λειτουργεί ως κατηγορηματικός προσδιορισμός στο «σε».

φίλην: κατηγορούμενο στο αντικείμενο «ἐμέ» τής μετοχής  «ποιησάμενος».

τῶν χαλεπῶν: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, γενική αντικειμενική στο «ἄπειρος».

 

Γ4.β. εἴ τις ἄλλος αὐτὴν θεᾶται: δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση κρίσεως ολικής άγνοιας, που εκφέρεται με οριστική (θεᾶται), γιατί δηλώνει το πραγματικό, και λειτουργεί ως αντικείμενο στο απαρέμφατο «ἐπισκοπεῖν».

 

 

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης