ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ 2024-ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Α1.
1. Λάθος: ἵνα
μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοι δικαίοις
2. Σωστό: ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ
συντρεφομένης
3. Λάθος: Οὐ γάρ, ὡς Ἀριστοτέλης συνεβούλευεν αὐτῷ,
τοῖς μὲν Ἕλλησιν ἡγεμονικῶς τοῖς δὲ βαρβάροις δεσποτικῶς χρώμενος, καὶ τῶν μὲν ὡς
φίλων καὶ οἰκείων ἐπιμελόμενος τοῖς δ’ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφερόμενος, πολέμων
πολλῶν καὶ φυγῶν ἐνέπλησε καὶ στάσεων ὑπούλων τὴν ἡγεμονίαν
4. Σωστό: οὓς τῷ λόγῳ μὴ συνῆγε τοῖς ὅπλοις
βιαζόμενος
5. Λάθος: συγγενεῖς δὲ τοὺς ἀγαθούς, ἀλλοφύλους
δὲ τοὺς πονηρούς
Β1. Ο Πλούταρχος για τους σκοπούς του δικού του
έργου συνδέει στοιχεία της ουτοπικής στωικής πόλης με την πολιτική του Μ.
Αλεξάνδρου, ο οποίος έχει χαρακτηριστικά φιλοσόφου, και κάνει έναν αναχρονισμό:
η δράση του Ζήνωνα ξεκίνησε γύρω στο 300 π.Χ., 23 χρόνια μετά τον θάνατο του
Αλεξάνδρου. Ο Πλούταρχος, μάλιστα, αποδίδει δύο χαρακτηρισμούς στον μεγάλο
στρατηλάτη: «κοινός ἁρμοστής» και «διαλλακτής τῶν ὅλων». Η πολιτεία τού
Αλεξάνδρου, δηλαδή, έχει έναν ελέω θεού μονάρχη (θεόθεν) ως ηγέτη (κοινὸς ἥκειν θεόθεν ἁρμοστής). Ο
Αλέξανδρος θεωρούσε ως θεϊκή την αποστολή του που υπαγορεύει την πολιτική
συναίνεσης και συγκερασμού (διαλλακτής
τῶν ὅλων). Η πολιτεία αυτή διέπεται
από μία ασάλευτη ενότητα και ειρήνη, την οποίαν επιβάλλει διά της πειθούς (λόγῳ) ή της
βίας (ὅπλοις) ο
απόλυτος μονάρχης (ἁρμοστής,
διαλλακτής). Είναι χαρακτηριστική η χρήση λέξεων που δηλώνουν κοινότητα (κοινός,
ὅλων), ώστε να δοθεί έμφαση στην πολιτική ενότητα που επεδίωξε ο Αλέξανδρος στο
πλαίσιο μιας οικουμενικής πατρίδας. Η ανάμειξη των τρόπων ζωής αφορά τον τρόπο ζωής, τα
ήθη, τους γάμους και τις συνήθειες, που παρουσιάζονται εμφαντικά με πολυσύνδετο
σχήμα: τοὺς
βίους καὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς γάμους καὶ τὰς διαίτας. Εδώ
υπονοείται η πρακτική των επιγαμιων που ακολουθούσε ο Αλέξανδρος, στοιχείο
ρεαλισμού του μεγάλου στρατηλάτη, που γνώριζε ότι δεν θα μπορέσει να διατηρήσει
την κυριαρχία του στην αχανή αυτοκρατορία
που είχε δημιουργήσει, αν δεν κέρδιζε τη σύμπραξη των τοπικών αρχόντων. Ο ίδιος
νυμφεύτηκε τη Ρωξάνη, κόρη του Οξυάρτη που ήταν ευγενής από τη Βακτριανή, και
συγχρόνως οι αξιωματικοί του καθώς και 10.000 στρατιώτες νυμφέυτηκαν γυναίκες
περσικής καταγωγής. Είναι αξιοσημείωτη η παρομοίωση τής ανάμιξης των
πολιτισμών με μια κούπα φιλίας (κρατῆρι
φιλοτησίῳ). Η λέξη κρατήρ παράγεται από το ρήμα κεράννυμι, που
σημαίνει αναμειγνύω, και δήλωνε το μεγάλο αγγείο μέσα στο οποίο γινόταν η
ανάμειξη κρασιού (οίνου) με νερό. Το επίθετο φιλοτήσιος παράγεται από τη λέξη
φιλότης (γενική φιλότητος= αγάπη, συνεκτική δύναμη) και προσδιορίζοντας τη λέξη
«κρατήρ» δηλώνει τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος έπινε κρασί (οίνο
αναμεμειγμένο με νερό) εις υγείαν κάποιου φίλου. Έτσι, με την τολμηρή αυτή
παρομοίωση ο Πλούταρχος προβάλλει εμφαντικά το ευεργετικό αποτέλεσμα στις
σχέσεις των ανθρώπων μέσα από ένα πρόγραμμα
πολιτισμικής ομογενοποίησης, που επιχείρησε ο Αλέξανδρος. Η ανάμιξη,
θεωρεί ο Πλούταρχος, τρόπων ζωής και ηθών, οι μεικτοί γάμοι κτλ., ήταν πολιτική
επιλογή του Αλέξανδρου με την οποία απέβλεπε στην εσωτερική ενοποίηση της
πολυεθνικής αυτοκρατορίας του.
Χαρακτηριστική
για τις πολιτικές αρχές τού Αλέξανδρου είναι η πίστη στη νέα οικουμένη, που
αντικαθιστά την πίστη στην πατρίδα (πατρίδα
μὲν τὴν οἰκουμένην προσέταξεν ἡγεῖσθαι πάντας). Η αγάπη
προς την πατρίδα συνεχίζει να θεωρείται βασικό καθήκον, ωστόσο ήδη οι Κυνικοί επαναπροσδιορίζουν
τη σημασία του όρου. Καθώς το άτομο δεν προσδένεται ούτε περιορίζεται στην πόλη
και τον τόπο του, ο όρος διευρύνεται, για να συμπεριλάβει ολόκληρο τον κόσμο. Η
αντίληψη ότι υπάρχει ουσιαστική και φυσική σύνδεση του καθενός με την
ανθρωπότητα, η προτεραιότητα της ανθρώπινης ιδιότητας, είναι η βάση του στωικού
κοσμοπολιτισμού. Ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται εδώ σαν να έχει σχεδιάσει και να
εφαρμόζει ένα πρόγραμμα πολιτισμικής ομογενοποίησης. Πάντως, ο νέος
ελληνιστικός κόσμος που προέκυψε από την εκστρατεία του Αλεξάνδρου ανέδειξε
καινούργιες αξίες, που υπονόμευσαν τις αξίες των πόλεων-κρατών· και στο ηθικό-
πολιτικό επίπεδο, η ηθική του δασκάλου του Αλεξάνδρου, του Αριστοτέλη,
αντιστοιχούσε στη μικρή κλίμακα μιας πόλης και όχι στην αναδυόμενη οικουμένη (ὡς Ἀριστοτέλης συνεβούλευεν αὐτῷ, τοῖς μὲν Ἕλλησιν ἡγεμονικῶς
τοῖς δὲ βαρβάροις δεσποτικῶς χρώμενος, καὶ τῶν μὲν ὡς φίλων καὶ οἰκείων ἐπιμελόμενος
τοῖς δ’ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφερόμενος).
Β2.
Στο δοθέν πρωτότυπο απόσπασμα ο Πλούταρχος
αναφέρεται στην ιδανική πολιτεία τού Ζήνωνα («ἡ πολὺ θαυμαζομένη πολιτεία τοῦ
τὴν Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλομένου Ζήνωνος»),
εκθέτοντάς την ως όραμα τού τελευταίου για μια οικουμενική πατρίδα («Τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν
ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος»). Ο Ζήνων, λοιπόν,
είχε γράψει ένα έργο με τον τίτλο Πολιτεία που δεν σώθηκε. Όπως ο Πλάτων
στη δική του Πολιτεία, με την οποία αναπόφευκτα θα συγκρινόταν
οποιαδήποτε άλλη, ο Στωικός κάνει τη δική του, εναλλακτική, πολιτική πρόταση
για την ιδανική πολιτεία, στο πλαίσιο όμως μιας εποχής που αλλάζει. Πρόκειται,
ίσως, για μία κοινότητα σοφών και
ενάρετων ανθρώπων, όπου η ιδιότητα του πολίτη είναι μία μόνο πτυχή της ηθικής
προσωπικότητας. Οι απόψεις τού Ζήνωνα, όπως παρατίθενται εδώ από τον Πλούταρχο,
κινούνται στην ίδια γραμμή σκέψης με όσα εκθέτει ο επίσης Στωικός Μάρκος Αυρήλιος
στο δοθέν παράλληλο κείμενο.
Σύμφωνα με τον τελευταίο, κάθε άνθρωπος θα
πρέπει να αποδέχεται αξιωματικά ότι είναι μέρος ενός συνόλου που λειτουργεί με
φυσικούς νόμους και συνδέεται με συγγενικούς δεσμούς με όλα τα μέρη αυτού τού
συνόλου («Είμαι μέρος ενός συνόλου που υπακούει σε
φυσικούς νόμους», «με συνδέει μια συγγένεια με τα ομοειδή μέρη»). Μια τέτοια θέση αναπόφευκτα συστοιχεί με την
παρομοίωση που χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος στο πρωτότυπο απόσπασμα («ὥσπερ ἀγέλης
συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης»): η πολιτεία τού Ζήνωνα μοιάζει με αγέλη που βόσκει
στο ίδιο κοπάδι αρμονικά (σύννομη) και διατρέφεται/
ανατρέφεται με κοινές αρχές (νόμῳ
κοινῷ). Εξάλλου, χαρακτηριστικό αυτής τής πολιτείας
είναι ότι δεν διακρίνει τους ανθρώπους βάσει των διαφορετικών θεσμών τους («μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν
ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοι δικαίοις»). Ο Ζήνων, δηλαδή, υποστήριζε ότι μια κοινωνία σοφών δεν έχει ανάγκη τους
συμβατικούς θεσμούς της ελληνικής πόλης. Γι’ αυτό και στη ζηνώνεια πολιτεία όλοι οι άνθρωποι είναι συμπολίτες («πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα
δημότας καὶ πολίτας»). Η ιδανική πολιτεία του Ζήνωνα, με
άλλα λόγια, αποβλέπει στην άρση των γεωγραφικών και εθνικών περιορισμών. Η
πρόταση του φιλοσόφου αισθητοποιείται εναργέστερα με το σχήμα άρσης-θέσης: μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι
διωρισμένοι δικαίοις, ἀλλὰ πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας. Επιπρόσθετα, σε αυτή την πολιτεία όλοι μετέχουν στον ίδιο τρόπο ζωής (βίος) αλλά και στην ίδια αρμονική και εύτακτη
πολιτεία (κόσμος). Μοιράζονται, δηλαδή, τόσο το ζῆν, όσο και το εὖ
ζῆν («εἷς δὲ βίος ᾖ καὶ κόσμος»).
Άλλη μία ομοιότητα ανάμεσα στα δύο
αποσπάσματα εντοπίζεται στην προτεραιότητα που δίνει ο Μάρκος Αυρήλιος στο
κοινό συμφέρον («θα
κατευθύνω κάθε μου παρόρμηση προς το κοινωνικό συμφέρον») και
τη συλλογική ευτυχία και αρμονία
(«Αν το κατορθώσεις αυτό, δεν μπορεί παρά να κυλά αρμονικά η ζωή, όπως θα
μπορούσες να φανταστείς πως κυλά η ζωή ενός πολίτη που επιδίδεται σε πράξεις
ωφέλιμες για τους συμπολίτες του και μένει ευχαριστημένος με όσα του απονέμει η
πολιτεία»). Γίνεται
άμεσα αντιληπτό ότι αυτό το κοινωνικό πρόταγμα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο
μέσα σε μία «εύνομη» πολιτεία, όπως την οραματιζόταν ο Ζήνωνας. (Τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον
εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος). Η ευνομία
αποτελούσε μόνιμο αίτημα στη θεωρία και την πρακτική της ελληνικής αρχαιότητας.
Ένας από τους υποστηρικτές της δημοκρατίας, ο λεγόμενος "Ανώνυμος του
Ιαμβλίχου" συνοψίζει τα πλεονεκτήματα της, αξιολογώντας την ως «ό,τι
καλύτερο για το σύνολο και για το άτομο». Στους Στωικούς, ο νόμος είναι
ουσιαστικό στοιχείο της πόλης, που ορίζεται ως ένα «πλήθος ανθρώπων που
διοικούνται από τον νόμο» (Κλήμης Αλεξανδρεύς), τον φυσικό νόμο που ισχύει για
όλα τα πράγματα. Ο ηγέτης αυτής της κοσμόπολης πρέπει να γνωρίζει τα αγαθά και
τα κακά, να κατέχει το κύριο πολιτικό αγαθό, την αρετή, και να αναλαμβάνει
πολλαπλούς ρόλους (κυβερνήτης, δικαστικός, παιδαγωγός κ.ά.), ώστε να
διασφαλιστεί η ευνομία. Εκτός από την παρομοίωση, η έμφαση στην
ευνομία επιτυγχάνεται με την επανάληψη
τής πρόθεσης σύν, που τονίζει το πνεύμα ομόνοιας και συνεργασίας: συννόμου,
συντρεφομένης. Άλλωστε, προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και το σχήμα «ἕν διὰ δυοῖν», κατά το οποίο μια
έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά με τον
σύνδεσμο καὶ (εὐνομίας καὶ πολιτείας), ενώ έπρεπε η μία να προσδιορίζει την
άλλη (εὐνόμου
πολιτείας).
Συνολικά, η διακειμενική
επισκόπηση των δύο αποσπασμάτων αναδεικνύει τις κοινές αντιλήψεις των Στωικών
για μια οικουμενική πατρίδα, στην οποία όλοι οι μετέχοντες είναι συμπολίτες και
συνδημότες. Η ευδαιμονία μιας τέτοιας κοσμόπολης μπορεί να επιτευχθεί μέσα από
την ευνομία και την υποταγή τού ατομικού συμφέροντος στο συλλογικό.
Β3. α) ένταση.
β) προαιρετική
γ) κράση /
ιδιοσυγκρασία
δ) πληθυσμού
ε) χρήσης
Β4. 1: γ
2: α
3: β
4: α
5: α
Γ1.
Οι κύριοι τής πολιτικής κατάστασης στη Σάμο και προπάντων ο Θρασύβουλος, ο
οποίος επέμενε διαρκώς στην ίδια γνώμη, αφού μετέβαλε την πολιτική κατάσταση,
ώστε να ανακαλέσει τον Αλκιβιάδη από την εξορία, (και) τελικά με συνέλευση
έπεισε το σύνολο των στρατιωτών. Αφού αποφασίστηκε από αυτούς η επιστροφή τού
Αλκιβιάδη από την εξορία και αμνηστία, πήγε με πλοίο στον Τισσαφέρνη και
επανέφερε στη Σάμο τον Αλκιβιάδη, καθώς πίστευε ότι το μοναδικό μέσο σωτηρίας
ήταν να αποσπαστεί ο Τισσαφέρνης από τη συμμαχία των Πελοποννησίων.
Γ2.
Στη συνέλευση που ακολούθησε μετά την επιστροφή του από την εξορία ο Αλκιβιάδης
μεγαλοποιεί την επιρροή που ασκεί στον Τισσαφέρνη. Μέσα από αυτή την τακτική
επιδιώκει να εμπνεύσει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον (ἐς ἐλπίδας τε αὐτοὺς οὐ σμικρὰς
τῶν μελλόντων καθίστη), αλλά και φόβο προς τους αρχηγούς τής
ολιγαρχίας στην πατρίδα του (Αθήνα) (ἵνα οἵ τε οἴκοι τὴν ὀλιγαρχίαν ἔχοντες φοβοῖντο αὐτὸν) για να διαλύσει και τις ολιγαρχικές
οργανώσεις (καὶ μᾶλλον
αἱ ξυνωμοσίαι διαλυθεῖεν). Επιπλέον, επιθυμεί να καταστεί σεβαστός σε
όσους βρίσκονται στη Σάμο (καὶ οἱ ἐν τῇ Σάμῳ τιμιώτερόν τε αὐτὸν ἄγοιεν) και να τούς ενθαρρύνει (καὶ αὐτοὶ ἐπὶ πλέον θαρσοῖεν).
Τέλος, θέλει να συκοφαντήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τους εχθρούς τού
Τισσαφέρνη (οἵ
τε πολέμιοι τῷ Τισσαφέρνει ὡς μάλιστα διαβάλλοιντο) και
να εξανεμίσει τις ελπίδες τους (καὶ [ἀπὸ] τῶν ὑπαρχουσῶν ἐλπίδων ἐκπίπτοιεν).
Γ3.α.
πλῆθος : πλήθεσι(ν)
ἰδίαν : ἰδιαιτέραν / ἰδιωτέραν
πολλὰ : πλεῖστα
ἑαυτοῦ : ὑμᾶς αὐτάς
ὑπαρχουσῶν : ὑπαρχόντων
ἐλπίδων : ἐλπίδι
Γ3.β. ἔπεισε: πέπεικε
ψηφισαμένων: ἐψηφισμένων
πλεύσας: πεπλευκώς
κατῆγεν: κατῆχεν / καταγήοχεν
Γ4.α.
τὰ πράγματα: αντικείμενο στο ρήμα μετέστησε
ἄδειαν: αντικείμενο στη μετοχή ψηφισαμένων
ὡς τὸν Τισσαφέρνην: εμπρόθετος επιρρηματικός
προσδιορισμός κατεύθυνσης σε πρόσωπο στη μετοχή πλεύσας
ἐκκλησίας: υποκείμενο στη μετοχή γενομένης
(γενική απόλυτη)
τῶν μελλόντων: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός,
γενική αντικειμενική στο ἐλπίδας, επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της
(τῶν)
οἴκοι: επιρρηματικός προσδιορισμός στάσης σε
τόπο στη μετοχή ἔχοντες
τῷ Τισσαφέρνει: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός,
δοτική αντικειμενική στο πολέμιοι
Γ4.β. πλεύσας: επιρρηματική χρονική μετοχή,
συνημμένη στο υποκείμενο (Θρασύβουλος)· λειτουργεί ως επιρρηματικός
προσδιορισμός τού χρόνου (προτερόχρονο) στο ρήμα κατῆγεν. Αναλύεται σε
δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική πρόταση ως εξής: ἐπεὶ ἔπλευσεν.