Μπορεί η αρετή να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας;
«Το μάθημα [το οποίο διδάσκω] είναι η εὐβουλία,
η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο για τα θέματα που αφορούν τα οἰκεῖα,
την ιδιωτική ζωή, πώς δηλαδή να διευθετεί κανείς με τον καλύτερο τρόπο τα
ζητήματα του οἴκου του, όσο και για τα θέματα που αφορούν
την πόλη, ώστε να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει
για τα πολιτικά θέματα».
«Άραγε», είπα εγώ [δηλ. ο Σωκράτης,
που αφηγείται τη συζήτησή του με τον Πρωταγόρα σε τρίτο φίλο του], «παρακολουθώ
σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ' ό,τι καταλαβαίνω, μιλάς για την πολιτική τέχνη
και εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους άνδρες αγαθούς πολίτες».
«Αυτό ακριβώς, Σωκράτη», είπε, «είναι
το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω».
«Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν,
αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά», είπα εγώ. «Εγώ πάντως, θα σου πω αυτό που
σκέφτομαι. Γιατί εγώ δεν θεωρούσα, Πρωταγόρα, πως αυτό είναι κάτι που
διδάσκεται. Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω. Αλλά το
σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως δεν πρόκειται για κάτι
που διδάσκεται και γιατί δεν μπορούν οι άνθρωποι να το μεταδώσουν σε άλλους
ανθρώπους. Εγώ λοιπόν θεωρώ, όπως και οι άλλοι Έλληνες, πως οι Αθηναίοι είναι
σοφοί. Και βλέπω ότι, όποτε συγκεντρωνόμαστε στην εκκλησία του δήμου, όταν η
πόλη πρόκειται να εκτελέσει κάποιο έργο οικοδομικό, καλούμε τους οικοδόμους ως
συμβούλους στην οικοδομία, κι όταν πάλι πρόκειται για ναυπηγικό έργο, καλούμε
τους ναυπηγούς, και με τον ίδιο τρόπο πράττουμε όταν πρόκειται για όλα τα
αντίστοιχα έργα, για όσα δηλαδή θεωρείται πως είναι διδακτά και μπορεί κάποιος
να τα μάθει με κατάλληλα μαθήματα. Εάν επιχειρήσει δε κάποιος άλλος να δώσει τη
συμβουλή του στον δήμο, κάποιος που οι άνθρωποι δεν τον θεωρούν τεχνίτη
σχετικό, η συνέλευση δεν τον αποδέχεται, ακόμα κι αν είναι και ωραίος και
πλούσιος και από μεγάλη οικογένεια. Αντίθετα, τον κοροϊδεύουν και του φωνάζουν,
μέχρι αυτός που τόλμησε να μιλήσει να φύγει μόνος του τρομοκρατημένος ή μέχρι
να τον σύρουν οι τοξότες και να τον βγάλουν σηκωτό, με διαταγή των πρυτάνεων.
Για τα θέματα λοιπόν που θεωρούν [οι Αθηναίοι] ότι εξαρτώνται από κάποια
συγκεκριμένη τεχνογνωσία, έτσι ενεργούν. Όταν όμως πρέπει να αποφασιστεί κάποιο
ζήτημα που αφορά τη διοίκηση της πόλεως, σηκώνεται
και δίνει τις συμβουλές του γι' αυτό εξίσου και ο οικοδόμος, και ο σιδεράς, και
ο έμπορος ή ο ναυτικός, και ο πλούσιος, και ο φτωχός, και αυτός που είναι από
μεγάλο γένος, και αυτός που δεν είναι από κάποια γενιά σπουδαία. Και κανένας
δεν τους ψέγει γι' αυτό, όπως τους προηγούμενους: γιατί εσύ, χωρίς να έχεις
διδαχτεί από πουθενά αυτό το πράγμα και χωρίς να έχεις δάσκαλο σ' αυτό το θέμα,
θέλεις τώρα να δώσεις και συμβουλές. Άρα, είναι προφανές πως δεν θεωρούν ότι το
πράγμα αυτό είναι κάτι που διδάσκεται.
Αυτή τη στάση φυσικά δεν την έχει μόνο
η συνέλευση της πόλης μας, αλλά και στο ιδιωτικό επίπεδο [βλέπουμε ότι] οι πιο
σοφοί και οι άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή
που έχουν οι ίδιοι σε άλλους. Ο Περικλής, ας πούμε, ο πατέρας των νεαρών από
'δω, τους μόρφωσε καλά στα θέματα που εξαρτώνται από τους δασκάλους. Αλλά στα
θέματα στα οποία ο ίδιος είναι σοφός, ούτε αυτός τους εκπαιδεύει ούτε σε άλλους
έδωσε τους γιους του να τους εκπαιδεύσουν. Κι αυτοί, τριγυρίζουν και βόσκουν,
σαν ζώα λυμένα, όπου τύχει να συναντήσουν από μόνοι τους την αρετή. Κι αν
θέλεις, δες και τον Κλεινία, τον μικρό αδελφό του Αλκιβιάδη από 'δω. Αυτόν τον
είχε στην κηδεμονία του ο Περικλής και, φοβούμενος μήπως τον χαλάσει ο
Αλκιβιάδης, τον πήρε από αυτόν και ανέθεσε στον Αρίφρονα να τον μορφώσει. Και
πριν κλείσουν έξι μήνες, ο Αρίφρονας του τον έδωσε πίσω, μη ξέροντας τι να
κάνει μαζί του. Και άλλους πάμπολλους έχω να σου απαριθμήσω, οι οποίοι, ενώ
ήταν οι ίδιοι αγαθοί, δεν μπόρεσαν ποτέ τους να βελτιώσουν κανέναν ούτε από
τους συγγενείς τους ούτε από τους ξένους. Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, έχοντας υπόψη
μου αυτά τα γεγονότα, δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή. Επειδή όμως σε ακούω
να το υποστηρίζεις εσύ, κάμπτομαι και πιστεύω πως κάτι θα εννοείς, αφού θεωρώ
πως έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα, και πολλά έχεις μάθει και πολλά επίσης
έχεις ανακαλύψει μόνος σου. Αν λοιπόν μπορείς να μας αναλύσεις με τρόπο
εναργέστερο γιατί η αρετή είναι διδακτή, μη μας αρνηθείς και κάνε το».
«Όχι, Σωκράτη», είπε, «δεν θα σας
αρνηθώ. Αλλά, τι προτιμάς από τα δύο; Να σας το αναλύσω με έναν μύθο, όπως
κάνουν οι γεροντότεροι στους νέους, ή να αναπτύξω το ζήτημα σε μια διάλεξη;»
Πολλοί από αυτούς που κάθονταν κοντά
είπαν αμέσως να αναπτύξει το θέμα με όποιον από τους δύο τρόπους θέλει.
«Εγώ νομίζω», είπε εκείνος, «πως είναι
πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο».
v Νοηματικοί Άξονες
ü Κοινοποίηση
από τον Πρωταγόρα του γνωστικού αντικειμένου που ισχυρίζεται ότι διδάσκει («εὐβουλία»
/«πολιτική τέχνη»/ «πολιτική αρετή»).
ü Οι
αντιρρήσεις του Σωκράτη ως προς το διδακτό της συγκεκριμένης ιδιότητας:
1) η
συμπεριφορά των Αθηναίων στην εκκλησία του δήμου αποδεικνύει την ανυπαρξία
ειδικών στην πολιτική αρετή, σε αντίθεση με τις άλλες «τέχνες»·
2) η
αδυναμία των πολιτικών ανδρών να μεταδώσουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους ενισχύει την παραπάνω
θέση.
ü Η
προσπάθεια του Πρωταγόρα να αποδείξει μέσω ενός μύθου ότι η πολιτική αρετή
είναι διδακτή και συνάμα ότι αποτελεί κοινή ιδιότητα του ανθρώπινου είδους.
v Εισαγωγικά σχόλια
Ο «δραματικός»
και ο «ιστορικός» χρόνος του έργου
v Η
υπόθεση του Πρωταγόρα εκτυλίσσεται στην Αθήνα, λίγο πριν από την έναρξη
του Πελοποννησιακού πολέμου (433/2 π.Χ.).
Αυτός είναι ο «δραματικός χρόνος»
του έργου, δηλαδή η χρονική στιγμή κατά την οποία υποτίθεται πως διεξήχθησαν οι
συζητήσεις μεταξύ των προαναφερθέντων προσώπων. Την εποχή εκείνη ο Πλάτων, ο
συγγραφέας του συγκεκριμένου φιλοσοφικού διαλόγου, δεν είχε ακόμη γεννηθεί (το
έτος γέννησης του προσδιορίζεται στα 428/9 π.Χ.).
v Ο
«ιστορικός χρόνος» του έργου, δηλαδή
το έτος κατά το οποίο ο Πλάτων συνέγραψε το φιλοσοφικό αυτό διάλογο, εκτιμάται
πως είναι το 393/2 π.Χ.
Η
φιλοσοφική στάση του Πρωταγόρα
v Ερμηνευτική Προσέγγιση
«Το μάθημα είναι η εὐβουλία ... για τα πολιτικά
θέματα»
Ο Πρωταγόρας αρχίζει να
απαντά με σαφήνεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν προηγουμένως από τον Σωκράτη
σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι αυτό
που διδάσκει τους νέους είναι η «εὐβουλία»
(<εὖ + βουλεύομαι = σκέφτομαι σωστά, παίρνω σωστές αποφάσεις).
Περιεχόμενο
της ευβουλίας
Η ευβουλία περιλαμβάνει τη
σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων. Άλλωστε, για τους αρχαίους Έλληνες τεράστια
σημασία είχε η σύζευξη λόγων
και έργων:
1) Η
στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Ο ιδανικός ήρωας έπρεπε να
διαπρέπει με το λόγο του στην αγορά, όπως με τα ανδραγαθήματα στον πόλεμο, να
είναι, δηλαδή, «μύθων τε ῥητὴρ ἔργων τε
πρηκτήρ». Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει
να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία.
2) Στον
Περικλέους Ἐπιτάφιο τού Θουκυδίδη υποστηρίζεται η ανάγκη λόγων
και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας και γενικά της αρετής των
πολιτών και της πόλεως. Στον ίδιο λόγο υποστηρίζεται ότι ο ολοκληρωμένος
πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην
ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
3) Ο
Πρωταγόρας στο σημείο «να πράξει και να
μιλήσει» προτάσσει το ρήμα «πράξει»,
που αφορά στις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη
σειρά το ρήμα «μιλήσει»,
που αφορά στον πολιτικό λόγο που εκφράζεται κυρίως στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη
αυτή επιλέγεται από τον Πρωταγόρα:
α) Αξιολογικά: για
να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία.
β) Μια δεύτερη
ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς
υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την
οπτική, η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο
του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και
αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της.
Πεδία
αναφοράς της ευβουλίας
θέματα
που αφορούν στην ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα»). Ο πολίτης, δηλαδή, θα
γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του.
Οἶκος στην αρχαία
Ελλάδα:
1. δεν
σήμαινε μόνον σπίτι, όπως
σήμερα,
2. ούτε
δήλωνε μόνον την οικογένεια
(δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με
συγγενικούς δεσμούς).
3. Ο
οίκος, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του,
ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο
συστατικό στοιχείο της κοινωνίας·
4. φυσικά,
ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια
αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική
και βιοτεχνική οικονομία).
5. Το
χαρακτηριστικό του οίκου, πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι
είχε μια συνέχεια μέσα στο χρόνο,
είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν
υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να
εξασφαλίσει τη συνέχεια του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος
κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση
και διατήρηση του κύρους του οίκου του.
è Τα οικεία είναι, επομένως,
όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια
ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του
ενήλικου άνδρα.
|
θέματα
που αφορούν στη δημόσια ζωή.
Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά
θέματα και για τις υποθέσεις της πόλεως.
_
Συνολικά, η διδασκαλία του Πρωταγόρα αποσκοπεί πρωτίστως στην ενεργοποίηση
της νόησης, ώστε ο μαθητής, αξιοποιώντας τις νοητικές του δυνατότητες, να
γίνει σωστός οικογενειάρχης κι επαγγελματίας και συνάμα ενεργός πολίτης και
διακεκριμένος πολιτικός, εξίσου ικανός στον χειρισμό του λόγου όσο και στην
ανάληψη πολιτικής δράσης. Είναι ευνόητο ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου και του 4ου π.Χ. αι., όπου οι πολίτες συμμετείχαν
άμεσα στις πολιτικές λειτουργίες, οι ιδιότητες του πολίτη και του πολιτικού
μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο.
Σύγκρουση
Πρωταγόρα με την αριστοκρατική αντίληψη
Η επαγγελία τού Πρωταγόρα συνεπάγεται:
1. ότι
όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως καταγωγής, κοινωνικής τάξης και οικονομικής
κατάστασης είναι σε θέση να διδαχθούν την πολιτική αρετή.
2. ότι
υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα να διδάσκουν στους άλλους την
πολιτική αρετή.
Μέχρι την εμφάνιση
των σοφιστών στη δημόσια ζωή των ελληνικών πόλεων, και κυρίως της Αθήνας (μέσα
του 5ου π.Χ. αι.), η πολιτική αρετή θεωρούταν έμφυτη, αποκλειστικό
γνώρισμα των μελών της ανώτερης κοινωνικής τάξης (των «εὐγενῶν», «ἐσθλῶν» ή «ἀρίστων»).
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η συγκεκριμένη ιδιότητα του «καλοῦ κἀγαθοῦ
πολίτου» μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά με την κληρονομικότητα, αλλά
και με το παράδειγμα που
παρείχε στον νέο της αριστοκρατικής καταγωγής το οικογενειακό του περιβάλλον.
Έτσι, ο ισχυρισμός
των σοφιστών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση του Πρωταγόρα, ότι με τη διδασκαλία
που παρείχαν η πολιτική αρετή μπορεί να αποκτηθεί από οποιονδήποτε άνθρωπο
ανεξαρτήτως καταγωγής, κοινωνικής τάξης και οικονομικής κατάστασης φαινόταν ρηξικέλευθη και καινοτόμα. Ομοίως, στα Ηθικά
Νικομάχεια ο Αριστοτέλης απορρίπει
την αριστοκρατική διδασκαλία ότι η αρετή είναι δώρο της φύσης, που τελεσίδικα
δίνεται ή όχι από τη γέννησή του στον άνθρωπο.
«Αραγε, είπα εγώ ... που ισχυρίζομαι πως
διδάσκω»
Ο Σωκράτης, θέλοντας να
βεβαιωθεί για την ακριβή φύση του γνωστικού αντικειμένου που ο Πρωταγόρας
ισχυρίζεται ότι διδάσκει, το αποκαλεί «πολιτική τέχνη» («μιλάς για την πολιτική τέχνη») και ο Πρωταγόρας
συμφωνεί μαζί του («Αυτό ακριβώς,
Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω»). Λίγο μετά, ο ίδιος
ο σοφιστής θα αποκαλέσει το αντικείμενο διδασκαλίας του «πολιτική άρετη», κι
αυτό δείχνει ότι, για τον ίδιο, οι έννοιες «τέχνη» και «αρετή» ήταν σε μεγάλο
βαθμό σημασιολογικά ταυτόσημες μεταξύ τους. Από την άλλη, ο Σωκράτης στο λόγο του φαίνεται να υπονοεί την «πολιτική αρετή» αλλά αναφέρεται στην «αρετή» γενικά. Στόχος του Σωκράτη, βεβαια, είναι να οδηγήσει τη συζήτηση εκεί που
θέλει, στην έννοια της αρετής. Άλλωστε, φαίνεται ότι θεωρεί
την πολιτική αρετή μέρος της έννοιας
«αρετή».
Πολιτική
αρετή / τέχνη
Η λέξη «αρετή» είχε ευρύ σημασιακό περιεχόμενο: δήλωνε
γενικά την υπεροχή ή την ιδιαίτερη ικανότητα ενός οποιουδήποτε έμβιου ή
άβιου όντος, φυσικού ή τεχνητού δημιουργήματος[1]. Αντίστοιχα, ο όρος «πολιτική αρετή» δήλωνε την υπεροχή του
ατόμου ως πολίτη, δηλαδή σε πολιτικής φύσεως ζητήματα.
è Γίνεται εμφανές ότι στην αρχαιότητα
οι έννοιες «ἀνδρὸς ἀρετή» («ηθική αρετή»), «πολιτικὴ ἀρετή» και «πολιτικὴ
τέχνη» ταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι στην πολιτική σκέψη
της κλασικής αρχαιότητας κεντρική θέση —την κεντρικότερη ίσως— κατείχε η έννοια
της αρετής, ως υπέρτατης κοινωνικοπολιτικής αξίας. Ανεξάρτητα από τη διαμάχη
για το αν αυτή είναι ή όχι διδακτή, και από τα δυο μέρη του διαλόγου Πρωταγόρας
καταδεικνύεται η μεγάλη σημασία της.
Η δημόσια αρετή είναι το συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας. Για τους αρχαίους Έλληνες ο άνθρωπος ήταν πρώτα πρώτα πολιτικὸν ὂν και η ύπαρξή του ήταν αδιανόητη έξω από την πόλη στην οποία ήταν
ενταγμένος.
«αναλαμβάνεις
να κάνεις τους άνδρες αγαθούς πολίτες»
Ο λόγος για τον
οποίο ο Σωκράτης αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε άνδρες όσον αφορά στην πολιτική αρετή είναι, φυσικά, διότι στην
αρχαία Ελλάδα μόνον οι άνδρες είχαν πολιτικά δικαιώματα.
1) Σε
ιδιωτικό επίπεδο, ο ενήλικος
ελεύθερος άνδρας είναι ο κύριος του
οίκου, δηλαδή είναι αυτός που έχει
i.
δικαιώματα
ιδιοκτησίας πάνω στην περιουσία και
ii.
δικαιώματα διάθεσης και διοίκησης
πάνω στα μέλη της οικογένειας· και οι γυναίκες και τα παιδιά και οι δούλοι
της οικογένειας κηδεμονεύονται από τον κύριο του οίκου.
2) Στο
δημόσιο επίπεδο, οι ενήλικοι
ελεύθεροι Αθηναίοι άνδρες είναι οι μόνοι που έχουν δικαιώματα πολίτη, οι μόνοι, δηλαδή, που έχουν
ii.
δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνελεύσεις
του δήμου,
iii.
να εκλέγονται στα διάφορα αξιώματα
της πόλεως,
iv.
να στρατεύονται (πλην ορισμένων
εξαιρέσεων),
v.
να γίνονται μέλη των δικαστηρίων και
vi.
να μηνύουν στα δικαστήρια ή να
παρουσιάζονται ως μάρτυρες σε αυτά.
|
«αγαθούς πολίτες»
Ο όρος αγαθός παραπέμπει φυσικά στο ιδανικό της καλοκαγαθίας που διείπε την αρχαία ελληνική κοινωνία.
Ο Έλληνας άνδρας έπρεπε να είναι καλός κἀγαθός, δηλαδή
è Εδώ ο Σωκράτης
αναφέρεται μόνο στο δεύτερο συστατικό αυτού του ιδανικού, την αγαθότητα,
γιατί προφανώς μόνον αυτή ενδιαφέρει τη συζήτηση που διεξάγεται.
|
Ο
Σωκράτης, στο απόσπασμα, δεν παίρνει θέση φανερά υπέρ ή κατά της σοφιστικής
θεώρησης των πραγμάτων συνολικά. Όμως ήδη διαφαίνεται η διαφοροποίησή του από
την αντίληψη του Πρωταγόρα, καθώς ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε «ικανούς πολίτες», ενώ ο ίδιος σε «αγαθούς πολίτες». Η διαφορά αυτή αναδεικνύει
και της αντιλήψεις τους για το σκοπό της αγωγής:
α)
Πρωταγόρας è επιτυχία σε προσωπικό και –κυρίως- κοινωνικό επίπεδο («να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει»)
β)
Σωκράτης è ηθική καλλιέργεια («αναλαμβάνεις να κάνεις
τους άνδρες αγαθούς πολίτες»).
Παράλληλα,
η διαφορά αυτή βρίσκεται στη βάση του στοχασμού και της μεθόδου που επιλέγουν
οι δύο συνομιλητές σε όλο το διάλογο.
«Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις ... σε άλλους ανθρώπους»
Ο Σωκράτης αντιδρά στην επαγγελία του Πρωταγόρα με συγκαλυμμένη ειρωνεία («ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να
το αμφισβητήσω»), που αποκαλύπτει τις σοβαρές επιφυλάξεις του φιλοσόφου ως
προς το διδακτό της πολιτικής τέχνης, την οποία ο σοφιστής ισχυρίζεται ότι κατέχει
και μεταδίδει και στους άλλους («αν
βέβαια την κατέχεις πραγματικά ... Γιατί εγώ δεν θεωρούσα ... πως αυτό είναι
κάτι που διδάσκεται»).
Είναι
χαρακτηριστικό ότι ο Σωκράτης στο πρωτότυπο κείμενο αποκαλεί «καλόν τέχνημα» την πολιτική τέχνη του
Πρωταγόρα, λέξη που είχε διττή σημασία, καθώς δήλωνε τόσο την επινόηση/ τέχνη
(θετική σημασία) όσο και την πανουργία/απάτη (αρνητική σημασία). Στο προκείμενο
απόσπασμα παρατηρείται συνεπής εφαρμογή της μαιευτικής μεθόδου από τον Σωκράτη, ο οποίος με τις ερωτήσεις του
επιχειρεί να συναγάγει από τον συνομιλητή του τεκμηριωμένες απόψεις, να
«εκμαιεύσει» τελικά από αυτόν την αλήθεια.
è Έτσι
ο Σωκράτης θα υποστηρίξει ότι η πολιτική
αρετή δεν διδάσκεται και ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να την μεταδώσουν σε
άλλους.
«Εγώ λοιπόν θεωρώ ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή»
Για να αποδείξει ο Σωκράτης ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί, αντλεί
επιχειρήματα όχι από τον ορθό λόγο, αλλά από την καθημερινή κοινωνική και
πολιτική πραγματικότητα της Αθήνας. Χρησιμοποιεί, δηλαδή, απλοϊκά επιχειρήματα
που μπορούν να κατανοήσουν όσοι έχουν εκπαιδευθεί στα σοφιστικά στερεότυπα
(αυτοί κυρίως αποτελούν το ακροατήριό του στη συγκεκριμένη σκηνή, αφού
βρίσκεται στον χώρο διδασκαλίας του Πρωταγόρα). Είναι χαρακτηριτικό ότι το
πρώτο επιχείρημα αντλείται από τη δημόσια ζωή (Εκκλησία του Δήμου) ενώ το
δεύτερο από την ιδιωτική (μεγάλοι πολιτικοί άνδρες). Έτσι, ο Σωκράτης
καταφέρνει να απαντήσει παραπέμποντας και στα δύο πεδία αναφοράς της εὐβουλίας (ιδιωτική και δημόσια ζωή).
Η μέθοδος του Σωκράτη
Η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο
Σωκράτης για να αποδείξει το μη διδακτό της αρετής είναι επαγωγική. Ξεκινά, δηλαδή, από επιμέρους
περιπτώσεις και διατυπώσεις (και μάλιστα εμπειρικές) και φθάνει σ' ένα γενικό
συμπέρασμα, ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή. Οι επιμέρους διαπιστώσεις
στην περίπτωση αυτή είναι όσα αναφέρει για την τακτική των Αθηναίων και την
αδυναμία του Περικλή και του Αρίφρονα. Άλλωστε, ο Σωκράτης –κατά τον
Αριστοτέλη- είναι ο εισηγητής της επαγωγικής μεθόδου, των «ἐπακτικῶν λόγων»,
στη διερεύνηση των ηθικών προβλημάτων.
Το 1ο επιχείρημα τού
Σωκράτη
α. Οι Αθηναίοι, που κατά γενική ομολογία είναι σοφοί, όταν πρόκειται
να συζητήσουν στην εκκλησία του δήμου και να πάρουν αποφάσεις για τεχνικά
θέματα, καλούν τους ειδικούς και «επαΐοντες», για να τους συμβουλεύσουν με τις
γνώσεις τους.
β. Όταν πρόκειται να συζητήσουν για θέματα που αφορούν στη διοίκηση (διακυβέρνηση)
της πόλης, τότε κάθε πολίτης άσχετα με το επάγγελμα, την καταγωγή ή τον πλούτο
του διατυπώνει τη γνώμη του γι' αυτά, χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως
διδασκαλία.
è Το συμπέρασμα,
επομένως, είναι ότι η πολιτική αρετή (ή τέχνη) δεν μπορεί να διδαχθεί όπως οι
άλλες ειδικές γνώσεις, και γι' αυτό οι Αθηναίοι επιτρέπουν σε όλους να
διατυπώνουν τη γνώμη τους για πολιτικά ζητήματα.
(Το σιωπηρό αυτό
συμπέρασμα των Αθηναίων κάνει ο Σωκράτης και δική του άποψη. Είναι
χαρακτηριστικό ότι βάση του συλλογισμού αποτελεί η κρίση πως οι Αθηναίοι είναι
σοφοί. Κατά προέκταση πρέπει και η γνώμη τους να είναι αυτονόητα δεκτή ως ορθή).
ü
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη μία διευκρίνιση. Η
εκκλησία του δήμου θα συμβουλευτεί τους οικοδόμους ή τους ναυπηγούς μόνο για το
τεχνικό μέρος της κατασκευής (αυτό, δηλαδή, που σχετίζεται με την εκτέλεση των οικοδομικών ή των
ναυπηγικών έργων) και όχι για το πολιτικό. Το τελευταίο έχει να κάνει,
για παράδειγμα, με την αναγκαιότητα εκτέλεσης των συγκεκριμένων έργων, τον χώρο
ανέγερσης των κτισμάτων και την έκταση που θα κ.τ.λ.. Για τα ζητήματα αυτά, τα
οποία είναι και τα ουσιωδέστερα σε
μια τεχνική κατασκευή, αρμόδιοι να μιλήσουν και να κάνουν τις ανάλογες
εισηγήσεις είναι οι πολιτικοί άνδρες, οι κάτοχοι της πολιτικής αρετής, ενώ την
τελική απόφαση λαμβάνει το σύνολο των συμμετεχόντων στην εκκλησία του δήμου.
Διαπιστώνεται, επομένως, ότι και στα
τεχνικής φύσεως ζητήματα υπεισέρχεται ο παράγοντας «πολιτική τέχνη» ή «πολιτική
αρετή».
Αξιολόγηση τού επιχειρήματος
Σε
μια πρώτη και επιφανειακή προσέγγιση το επιχείρημα του Σωκράτη θα μπορούσε να
θεωρηθεί πειστικό, αφού, πράγματι, ο Αθηναίος πολίτης ζώντας μέσα σε ένα
περιβάλλον άμεσης δημοκρατίας με χαρακτηριστικά τη συμμετοχή και τη γνώση των
πολιτικών πραγμάτων (Θουκ., Περ. Επιτ. II, 40) ήταν ενεργός παράγοντας της
πολιτικής ζωής χωρίς κάποια ιδιαίτερη διδασκαλία. Ωστόσο:
1) Την άποψη για
το μη διδακτό της αρετής ο Σωκράτης την υποστηρίζει μόνο στην αρχή του διαλόγου.
Στην
πραγματικότητα, αυτό που πιστεύει είναι ότι
δεν μπορεί
να μεταδοθεί
ως έτοιμη γνώση
(όπως μάλλον πίστευαν οι σοφιστές). Για την ακρίβεια, ο Σωκράτης προσποιείται στο
σημείο αυτό ότι υιοθετεί την αντίθετη άποψη, προκειμένου να υποχρεώσει τον
Πρωταγόρα να αποδείξει τον ισχυρισμό του και, στην περίπτωση που δεν το
κατορθώσει, να αποκαλύψει την αδυναμία της σοφιστικής να διδάξει πραγματικά
αυτή την ιδιότητα στους ανθρώπους. Κατά συνέπεια, στο συγκεκριμένο χωρίο, όπου
αναπτύσσεται η επιχειρηματολογία του Σωκράτη, εντοπίζεται «σωκρατική ειρωνεία», δηλαδή εσκεμμένη αποσιώπηση/απόκρυψη από τον
φιλόσοφο των πραγματικών θέσεων που ο ίδιος υποστηρίζει.
2) Ο Σωκράτης
στηρίζει το πρώτο επιχείρημα στην άποψη ότι οι Αθηναίοι είναι σοφοί, και στην
αυτονόητη προέκταση της πως ό,τι κάνουν και πιστεύουν οι Αθηναίοι είναι αληθινό
και ορθό. Ο Σωκράτης όμως ποτέ δε στηρίχτηκε στη γνώμη των πολλών για να
αποδείξει κάτι, αφού πίστευε πως, και όταν συγκεντρώνονται στην εκκλησία του
δήμου, δεν είναι παρά ένα ασυλλόγιστο και θορυβοποιό πλήθος (Πλάτ. Πολιτεία)[2]. Εξάλλου, η άποψη αυτή
αποτελεί μάλλον μια υπερβολική
και υπεραπλουστευτική γενίκευση που
δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα
επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι
αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
3) Τα
επιχειρήματα του Σωκράτη στηρίζονται σε ορισμένες προϋποθέσεις: στην άμεση
δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας, στην ενημέρωση και στο ενδιαφέρον των πολιτών
για τα κοινά, τις δημόσιες υποθέσεις. Απ' αυτή την άποψη είναι ικανοποιητικά,
παραπέμπουν όμως σε μια εξιδανικευμένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Η
πραγματικότητα, βέβαια, δεν είναι αυτή. Ακόμη και στο πλαίσιο της άμεσης
δημοκρατίας της Αθήνας η πολιτική
συνείδηση των πολιτών δεν ήταν το ίδιο αναπτυγμένη, ούτε υπήρχε το ίδιο
ενδιαφέρον για τα κοινά σε όλους. Γνωρίζουμε πως οι αρχές της Αθήνας
επέβαλλαν με ειδικό σώμα αστυνομικών τη συμμετοχή των πολιτών στις λαϊκές
συνελεύσεις. Είναι, εξάλλου, γνωστή η κατηγορία για ιδιώτευση που
προσαπτόταν στους αδιάφορους για τα δημόσια πράγματα Αθηναίους πολίτες. Ο όρος ιδιώτης
σήμαινε τον κλεισμένο, περιχαρακωμένο στις ιδιωτικές του υποθέσεις άνθρωπο
που δεν τιμούσε την ιδιότητα του πολίτη· κατέληξε μάλιστα να ισοδυναμεί
με τον ηλίθιο (πβ. και τη λέξη idiot, στα Γαλλικά,
Αγγλικά).
4) Επιπλέον, ο
Σωκράτης στην πραγματικότητα αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας,
που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία
της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι
πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή
δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από
πολιτική αρετή.
5) Είναι
υπεραπλουστευμένη η άποψη του Σωκράτη ότι οι Αθηναίοι δε διδάσκονται από
κανέναν την πολιτική τέχνη. Η Αθήνα με το δημοκρατικό καθεστώς και με όλους
τους πολιτικούς θεσμούς προσέφερε πλούσιες εμπειρικές γνώσεις στους Αθηναίους
πολίτες· ήταν ένα καθημερινό ανοιχτό σχολείο της πολιτικής τέχνης (έμμεση
και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής).
Εγώ λοιπόν
θεωρώ, όπως και οι άλλοι Έλληνες, πως οι Αθηναίοι είναι σοφοί.
Ο Σωκράτης αναφέρει μία άποψη ευρύτερα
αποδεκτή για την πνευματική ανωτερότητα των Αθηναίων. Ανάλογες διαπιστώσεις
έχουν αναφερθεί από άλλες προσωπικότητες:
·
Ο Ιππίας αποκαλεί την Αθήνα:
"πρυτανεῖον τῆς σοφίας".
·
Ο Ευριπίδης θεωρεί την Αθήνα:
"῾Ελλάς ῾Ελλάδος".
·
Ο Διόδωρος αναφέρει: "᾿Αθῆναι
πάντων ἀνθρώπων κοινόν παιδευτήριον".
·
Ο Θουκυδίδης γράφει: "λέγω τήν
πᾶσαν πόλιν τῆς ῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι".
Ωστόσο, ο Σωκράτης στη διατύπωση αυτή δεν είναι τόσο
ειλικρινής, αφού γνωρίζουμε ότι στην
Απολογία του, δεν έχει μιλήσει ιδιαίτερα κολακευτικά για τους Αθηναίους.
Άρα, εδώ υπάρχει ειρωνεία.
«εκκλησία του δήμου»
Αποτελούσε την υπέρτατη νομοθετική,
εκτελεστική και δικαστική αρχή. Σ' αυτή είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι γνήσιοι
Αθηναίοι πολίτες, είτε ως αγορητές, είτε ως ψηφοφόροι (=η ψηφοφορία διεξαγόταν
με ανάταση των χεριών / χειροτονία), αρκεί να είχαν συμπληρώσει το 20ο έτος της
ηλικίας τους. Αυτοί που αγόρευαν στην εκκλησία του δήμου είχαν στο κεφάλι
στεφάνι μυρτιάς που υποδήλωνε ότι μιλούσαν ως αντιπρόσωποι του λαού. Η εκκλησία του δήμου συνεδρίαζε σε τακτά χρονικά διαστήματα
για να αποφασίσει για όλα τα σημαντικά θέματα της πολιτείας, αλλά και εκτάκτως
αν ήταν απαραίτητο. Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να πάρει το λόγο. Τα θέματα που
συζητούσαν ήταν πολύ σημαντικά, όπως:
- η
επιλογή πολέμου ή ειρήνης
- η
εκλογή αρχόντων
- θέματα
οικονομικής πολιτικής
- η
συμμετοχή σε εκστρατείες
- η
ψήφιση νόμων
Φυσικά, μπορεί να επιτρεπόταν σε όλους
τους πολίτες να μιλούν, (ύστερα από την ερώτηση του κήρυκα «τίς ἀγορεύειν βούλεται;») αλλά υπήρχε και ο "άγραφος νόμος" που απέτρεπε
άτομα νεαρής ηλικίας να παίρνουν το λόγο, ώστε να μη φανούν αλαζόνες.
«ωραίος και πλούσιος και από μεγάλη οικογένεια»
Στο
σημείο αυτό με πολυσύνδετο σχήμα
παρουσιάζονται τα τρία διακριτικά στοιχεία
της αξιοσύνης του πολίτη, σύμφωνα με αντιλήψεις που έχουν διαμορφωθεί από
τα ομηρικά χρόνια:
- εξωτερική ομορφιά
- πλούτος
- ευγενική καταγωγή
«τοξότες»
Οι τοξότες ήταν δούλοι, σκυθικής
καταγωγής που έφεραν τόξο. Ο ρόλος τους ήταν να τηρούν την τάξη στους δημόσιους
χώρους, όπως στη βουλή, στο θέατρο, στα δικαστήρια. Ήταν περίπου 1200 και δεν
είχαν δικαίωμα αυτενέργειας· εκτελούσαν εντολές.
«με διαταγή των πρυτάνεων»
Οι πρυτάνεις ήταν οι 50 βουλευτές της
"πρυτανεύουσας" φυλής, μιας δηλαδή από τις δέκα φυλές που αποτελούσαν
τη βουλή των 500, η οποία διοικούσε για 36 ή 35 ημέρες. Κάθε μέρα οριζόταν ένας
διοικητής, ο "επιστάτης" των πρυτάνεων. Καθήκον των πρυτάνεων ήταν να
συγκαλούν την εκκλησία του δήμου, να ετοιμάζουν τα θέματα συζήτησης και να
ρυθμίζουν τους κανόνες λειτουργίας του σώματος. Κατά τη διάρκεια της
πρυτανείας, σιτίζονταν δωρεάν από την πολιτεία και εισέπρατταν ως αμοιβή έναν
οβολό παραπάνω.
Αρχές λειτουργίας της δημοκρατικής
Αθήνας
Μέσα
από το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη γίνονται εμφανή τα στοιχεία εκείνα που
χαρακτηρίζουν την αθηναϊκή δημοκρατία:
α) ισηγορία, τα ίσα δικαιώματα στον λόγο
β) παρρησία, η ελευθερία λόγου, που
παρέχεται σε κάθε Αθηναίο πολίτη και τού επιτρέπει να μιλήσει για τα θέματα της
πόλης του, ανεξαρτήτως καταγωγής, μόρφωσης και οικονομικής κατάστασης
γ) δυνατότητα όλων των πολιτών να συμμετέχουν στην εκκλησία του δήμου
και σε όλους τους θεσμούς της πόλη - συλλογικότητα στη λήψη των αποφάσεων, που
καθιστά δυνατή και ουσιαστική τη δημοκρατία. Πρόκειται γι’ αυτό που ο
Αριστοτέλης ονομάζει πολιτική ελευθερία
(Πολιτικά).
Το 2ο επιχείρημα τού
Σωκράτη
α. Στον ιδιωτικό βίο οι πιο σοφοί και άριστοι πολίτες, που κατέχουν
την πολιτική αρετή περισσότερο από οποιονδήποτε, αδυνατούν να μεταδώσουν στους
άλλους αυτήν την αρετή.
β. Είναι χαρακτηριστικά δύο παραδείγματα:
- ο Περικλής
δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γυιους του,
- ο
Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.
è Το συμπέρασμα, βέβαια, είναι και πάλι πως αυτό
συμβαίνει, γιατί η πολιτική αρετή δεν είναι «διδακτή».
ü Ο Σωκράτης
καταλήγει γενικεύοντας
ότι η αρετή
δεν είναι διδακτή. Παρατηρούμε
ότι το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται όχι μόνο με τη δεύτερη αποδεικτέα θέση,
αλλά είναι κοινό και για την πρώτη αποδεικτέα θέση. Έτσι, συνάγεται το
συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα η θέση είναι μία, ότι δηλαδή η αρετή δεν
διδάσκεται, και παρουσιάζεται σαν σε σχήμα «ἓν
διὰ δυοῖν».
Αξιολόγηση τού επιχειρήματος
Σχετικά με το δεύτερο
επιχείρημα του Σωκράτη πολλοί είναι εκείνοι που ακόμη και σήμερα -παρά την
ύπαρξη πολλών κλάδων της πολιτικής επιστήμης- πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή
είναι έμφυτο χάρισμα. Ωστόσο:
1)
Η κατοχή/γνώση μιας οποιασδήποτε «τέχνης», συμπεριλαμβανομένης
της πολιτικής, δεν συμπίπτει απαραίτητα με την ικανότητα μετάδοσης της σε
άλλους ανθρώπους. Μπορεί κάποιος να είναι ικανός και καταξιωμένος σε μία
«τέχνην» κι όμως να μη διαθέτει την ικανότητα να τη διδάξει (μεταδοτικότητα).
Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιότητες του ικανού
πολιτικού και του δασκάλου της πολιτικής αρετής δεν συνυπάρχουν κατ' ανάγκη
στο ίδιο πρόσωπο.
2)
Αυτό
που υποστηρίζει ο Σωκράτης ότι συμβαίνει με τους πολιτικούς άνδρες (αδυναμία να
μεταδώσουν την πολιτική τέχνη στα παιδιά τους ή σε συγγενικά τους πρόσωπα στον
βαθμό που την κατέχουν εκείνοι) συμβαίνει συχνά και με τους κατόχους άλλων
«τεχνών» (γλύπτες, αγγειοπλάστες, ζωγράφους, μουσικούς, οικοδόμους, ναυπηγούς
κ.τ.λ.), για τις οποίες ο Σωκράτης δέχθηκε προηγουμένως ότι μπορούν να
διδαχθούν. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι παραπάνω «τέχνες» δεν διδάσκονται,
αλλά ότι το άτομο που έλαβε τη διδασκαλία δεν διέθετε τα ανάλογα χαρίσματα ή
δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, ώστε
να την αξιοποιήσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Αλλωστε, οι περιπτώσεις των δύο γυιων του Περικλή
που επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, ο Σωκράτης, προκειμένου να αποδείξει ότι η
πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, δεν μπορούν
να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές, εφόσον εκείνοι δεν φημίζονταν για τον υψηλό
δείκτη νοημοσύνης τους και για την ιδιαίτερη αντιληπτική και αφομοιωτική
ικανότητά τους. Επιπλέον,
αν
λάβουμε
υπόψη
μας
ότι,
όπως
φαίνεται από τα λόγια του Σωκράτη, ο Κλεινίας
ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως,
αντιπροσωπεύει
επομένως
την εξαίρεση,
τότε
δεν μπορεί
να εξαχθεί γενικό συμπέρασμα
από το παράδειγμα.
3)
Στην περίπτωση του Κλεινία υπονοείται από το
Σωκράτη μπορεί να διδαχτεί όχι η πολιτική αλλά η ηθική αρετή. Και στην περίπτωση αυτή το νόημα είναι πως η αρετή
διδάσκεται με τα λόγια και τις συμβουλές, αλλά δεν μπορεί κατ’ ανάγκην να γίνει
κτήμα του άλλου.
4) Το γεγονός
ότι οι γυοι τού Περικλή και ο Κλεινίας δεν είχαν οικειοποιηθεί την αρετή μέχρι
εκείνη τη στιγμή δε συνεπάγεται ότι απέτυχε διά παντός η διδασκαλία. Ο
Πρωταγόρας, άλλωστε, θα υποστηρίξει στη συνέχεια ότι μπορεί να την αποκτήσουν
στο μέλλον, αφού είναι ακόμη νεαροί.
5) Ανάμεσα στο
πρώτο και στο δεύτερο επιχείρημα εντοπίζονται αντιφάσεις:
α.
Αρχικά ο Σωκράτης υποστήριξε ότι όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εκφράζουν τις
απόψεις τους σε θέματα πολιτικής, χωρίς να έχουν διδαχτεί την πολιτική αρετή («Όταν όμως πρέπει να αποφασιστεί ... και
συμβουλές»). Αυτή η θέση προφανώς υπονοεί ότι όλοι οι πολίτες κατέχουν την
πολιτική αρετή. Αντίθετα, στο δεύτερο επιχείρημα οι γυιοι του Περικλή και ο
Κλεινίας παρουσιάζονται ως ανίκανοι να την καλλιεργήσουν.
β.
Αν, όπως υπονοείται, όλοι οι πολίτες κατέχουν την πολιτική αρετή, δεν
είναι λογικό να ανεβαίνουν στο βήμα τής Εκκλησίας τού Δήμου ρήτορες, για να
συμβουλεύσουν. Ταυτόχρονα, δεν ερμηνεύεται λογικά η θέληση και προσπάθεια των
γονέων (όπως του Περικλή) να μεταδώσουν στα παιδιά τους την πολιτική αρετή.
Συνολική αποτίμηση
ü Τα
παραδείγματα του Σωκράτη είναι περιγραφικά και εμπειρικά
ü Απουσιάζει
η αλληλουχία.
ü Είναι
ευάλωτα και μπορούν να ανατραπούν εύκολα.
ü
Η επιχειρηματολογία του ανήκει στην κατηγορία που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή
πιθανολογική.
Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα,... μη μας αρνηθείς και κάνε το»
Ο Σωκράτης, μετά τη διατύπωση των επιφυλάξεων του σχετικά με το διδακτό της πολιτικής αρετής και την παράθεση τεκμηρίων που
κατά την άποψη του τις ενισχύουν, καλεί τον
Πρωταγόρα να προσκομίσει με τη σειρά του
τεκμήρια που θ' αποδεικνύουν την ορθότητα της δικής του θέσης (ότι, δηλαδή, η πολιτική αρετή διδάσκεται).
Έτσι, ο Πρωταγόρας
καλείται να αναλάβει ένα πραγματικά δύσκολο εγχείρημα:
1. από
τη μια, θα πρέπει να δικαιολογήσει μια βασική αρχή της αθηναϊκής δημοκρατίας,
σύμφωνα με την οποία παρέχονταν ίσα δικαιώματα λόγου για πολιτικής φύσεως ζητήματα σε όλους
ανεξαιρέτως τους πολίτες («ισηγορία»).
2. από
την άλλη, θα πρέπει να υπερασπιστεί το ίδιο το επάγγελμα του, που βασιζόταν
στην αρχή του διδακτού της πολιτικής αρετής.
«...αφού θεωρώ πως έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα,
... και πολλά επίσης έχεις ανακαλύψει μόνος σου»
Τρεις είναι οι βασικές πηγές
γνώσης που αποδίδονται στον Πρωταγόρα από τον Σωκράτη:
α. η πείρα: πρόκειται για
γνώσεις που προκύπτουν από τα βιώματα και τις καθημερινές εμπειρίες,
β. η μάθηση: πρόκειται για
γνώσεις που κατακτώνται με την παιδεία, τη διδασκαλία και τη μελέτη και
γ. η έρευνα: πρόκειται για
γνώσεις που είναι αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας και αγώνα για την αναζήτηση
της αλήθειας. Αυτή η
προσωπική
συμβολή
προσδιορίζει
και τα (υποκειμενικά)
όρια
της γνώσης,
τα
όριά
της για τον καθένα.
Οι
σωκρατικές μέθοδοι σε αυτή την ενότητα
u Η σωκρατική
ειρωνεία: είναι
η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούταν,
δηλαδή, αρχικά ότι δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν
οι άλλοι. Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό στα εξής σημεία:
α)
«Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η
ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι, δηλαδή, η προσποιητή χρησιμοποίηση λέξεων ή
φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που
μιλάει.
β) «… ωραία τέχνη»: ο
Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί
να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται
ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το
περιεχόμενό της.
γ) «… ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ …», «… έχεις
μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»: στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται
πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
δ) «… αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ με την
αμφισβήτηση για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
ε) «εγώ λοιπόν θεωρώ … ότι οι Αθηναίοι είναι σοφοί»: ο
Σωκράτης προσποιείται ότι αναγνωρίζει την πανθομολογούμενη σοφία των Αθηναίων.
στ) Συνολικά η επιχειρηματολογία τού Σωκράτη διατυπώνεται στο πλαίσιο
τής ειρωνείας του προς το σοφιστή και τις μεθόδους του.
v Η
διαλεκτική μέθοδος: ο
Σωκράτης απευθύνει ερώτηση ήπιας και έμμεσης αμφισβήτησης των λεγομένων του
Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά
τα λεγόμενά σου;») και έπειτα να διατυπώνει και να εξηγεί τη θέση του ότι η
αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Βρισκόμαστε, δηλαδή, στο στάδιο της
διαλεκτικής μεθόδου, κατά το οποίο προσπαθεί να οδηγήσει τον Πρωταγόρα στην
αναίρεση των θέσεών του.
w Η μαιευτική μέθοδος: με τη χρήση αυτής της μεθόδου γίνεται
προσπάθεια να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Ο ίδιος ο Σωκράτης,
όπως η μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να επαναφέρει στη μνήμη του την αλήθεια
που ήδη γνωρίζει.
Æ Έτσι στην αρχή της
ενότητας προσποιείται ότι δεν κατανοεί το περιεχόμενο των λεγομένων του
Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά
τα λεγόμενά σου; Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω […] κι εννοείς…»), ώστε να
κινητοποιήσει τον αντίπαλό του να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Επίσης, στο τέλος
του λόγου του τον προκαλεί να αναλύσει «με τρόπο εναργέστερο» το διδακτό της
αρετής οδηγώντας τον Πρωταγόρα σε μια διεξοδική ανάπτυξη των απόψεών του.
Η επαγωγική μέθοδος («ἐπακτικοὶ λόγοι»): προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη «διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή (βλ. επιχειρήματα του Σωκράτη)
Όχι, Σωκράτη, είπε, δεν θα σας αρνηθώ ... έναν μύθο»
Έτσι, εκείνος
επιλέγει τον «μῦθον» («...είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο»),
γιατί:
1.
αποτελούσε για τους σοφιστές το
προσφιλέστερο μέσο ανάπτυξης και έκθεσης των ιδεών τους
2.
καθιστά τη διδασκαλία τού Πρωταγόρα πιο
εύληπτη και πιο ελκυστική
3.
διακρίνεται από ζωντάνια και
παραστατικότητα
4.
έχει μεγάλη διδακτική (όχι
αποδεικτική) αξία
Χαρακτηρισμός
προσώπων
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ:
|
·
γεμάτος
αυτοπεποίθηση, σίγουρος ότι μπορεί να διδάξει την "εὐβουλίαν"
·
η
αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από το
Σωκράτη, όπου μένει ατάραχος και είναι
έτοιμος να απαντήσει, σίγουρος για την ικανότητα του ότι θα πείσει.
Η συμπεριφορά του δικαιολογείται:
i.
Είναι καταξιωμένος
δάσκαλος, επομένως η φήμη του τού επιτρέπει να έχει τέτοια αυτοπεποίθηση.
ii.
Ως δάσκαλος
πρέπει να δείχνει σιγουριά, για να
εμπνεύσει και να πείσει τους μαθητές του.
F
Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία : «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω …», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το
μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να
σας πω έναν μύθο».
|
ΣΩΚΡΑΤΗΣ:
|
F Δηλωτικές των παραπάνω
γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε
παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να
το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο
νομίζω πως …», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, …και κάνε το».
|
v ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ στα ΘΕΜΑΤΑ για ΣΥΖΗΤΗΣΗ
1. Πώς κρίνετε τη στάση
του αθηναϊκού δήμου, όπως την περιγράφει ο Σωκράτης, απέναντι στους ειδικούς
πάνω σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα και απέναντι στους πολίτες που, σε γενικά
θέματα, θέλουν να δώσουν τη γνώμη τους στην πολιτική συνέλευση; Ποια θεωρείτε
ότι είναι η στάση των σημερινών πολιτικών κοινωνιών απέναντι στο θέμα;
Η αθηναϊκή δημοκρατία στηριζόταν στην άμεση συμμετοχή των πολιτών
στη λήψη των αποφάσεων και έδινε το δικαίωμα της ισηγορίας σε όλους. Σε θέματα
όμως που άπτονταν της τεχνικής, οι Αθηναίοι παραχωρούσαν το λόγο στους ειδικούς,
καθώς αυτοί διέθεταν ιδιαίτερη κατάρτιση και η άποψη που θα εξέθεταν θα είχε
μεγαλύτερη βαρύτητα. Γι' αυτό και απομάκρυναν ακόμη και με τη βία ανθρώπους οι
οποίοι δεν γνώριζαν τα θέματα αυτά. Η συγκεκριμένη στάση τους δείχνει
ωριμότητα αλλά και το υψηλό επίπεδο στο οποίο είχε φτάσει η δημοκρατία. Η πρακτική
αυτή δεν ήταν αντιδημοκρατική, αλλά αναδείκνυε το ενδιαφέρον των Αθηναίων για
το καλό της πόλης.
Αντιθέτως, σε
θέματα που αφορούσαν στη διοίκηση της πόλης, ο αθηναϊκός δημος είχε το απόλυτο
δικαίωμα έκφρασης της άποψης και συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Το δικαίωμα
της ισηγορίας συνιστά φυσικά κατάκτηση της δημοκρατίας στην Αθήνα, καθώς με την
άμεση και συμμετοχική δημοκρατία η πολιτική αρετή γινόταν βίωμα του Αθηναίου
πολίτη. Έτσι, όλοι οι πολίτες ήταν συνυπεύθυνοι για τη λήψη των αποφάσεων για
την πόλη, κάτι που δημιουργούσε έντονα το αίσθημα της ευθύνης για την
διαχείριση των θεμάτων της πόλης.
Οι σημερινές
πολιτικές κοινωνίες δεν λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, καθώς δεν
υπάρχει αυτό το δικαίωμα συμμετοχής καθενός σε θέματα πολιτειακά και διοικητικά.
Ο λαός εκλέγει τους βουλευτές που θεωρεί κατάλληλους να τον εκπροσωπήσουν και
με τον τρόπο αυτό εκφράζει την πολιτική του βούληση. Με την επιλογή αυτή ο λαός
εξουσιοδοτεί με κάποιον τρόπο τους βουλευτές να μιλούν και να αποφασίζουν εκ
μέρους του. Η δημοκρατία, δηλαδή, λειτουργεί με μια μορφή έμμεσης συμμετοχής
(αντιπροσωπευτική / κοινοβουλευτική δημοκρατία).
Παράλληλα, σε σχέση
με την αρχαιότητα υπάρχει και ένα στοιχείο που, τηρουμένων των αναλογιών,
είναι κοινό. Όπως στο παρελθόν οι Αθηναίοι καλούσαν τους ειδικούς στη λήψη των
αποφάσεων, έτσι και σήμερα υπάρχουν υπουργεία που καλύπτουν όλο το φάσμα της
λειτουργίας της κοινωνίας. Σ' αυτά τοποθετούνται ειδικοί, άνθρωποι
ενημερωμένοι για το θέμα, οι οποίοι λαμβάνουν τις αποφάσεις έχοντας στηριχθεί
σε εμπεριστατωμένες μελέτες εξειδικευμένων οργάνων.
2. Συνοψίστε και συζητήστε
τους λόγους για τους οποίους ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως η αρετή δεν μπορεί να
μεταδοθεί.
Βλ. τις ενότητες : «Το 1ο και 2ο επιχείρημα του Σωκράτη»,
«Αξιολόγηση των επιχειρημάτων», «συνολική αποτίμηση».
v Ερωτήσεις Αξιολόγησης
1.
Ποιο είναι το θέμα του κεφαλαίου; Να
εντοπίσετε στο κείμενο τις φράσεις που το αποδίδουν πληρέστερα και να το
διατυπώσετε επιγραμματικά.
2.
Ποιο
είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας
του Πρωταγόρα, όπως το ορίζει
ο ίδιος;
3.
Τι δηλώνει για την πολιτική ζωή της
αρχαίας Αθήνας και της αρχαίας Ελλάδας γενικά η σύνδεση πολιτικής και αρετής
και πώς εξηγείται;
4.
Να επισημάνετε στο κείμενο και να αναλύσετε τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη μεγάλη σημασία που είχε για τον πολίτη της αθηναϊκής δημοκρατίας η απόκτηση παιδείας.
5.
Ποια στοιχεία καθόριζαν την εξέχουσα
θέση του Αθηναίου πολίτη κατά τα λεγόμενα του Σωκράτη;
6.
Ποια επιχειρήματα χρησιμοποιεί ο
Σωκράτης για το μη διδακτό της αρετής; Από πού προέρχονται και πόσο ισχυρά
είναι;
7.
Ποιες αρχές της δημοκρατικής
λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας επιβεβαιώνονται στο κείμενο; Να τις
εντοπίσετε και να τις εξηγήσετε.
8.
Πως τεκμηριώνεται από το κείμενο η
προηγμένη οργάνωση της αθηναϊκής δημοκρατίας;
9.
Να εντοπίσετε στο κείμενο τη χρήση της
"επαγωγικής μεθόδου" του Σωκράτη και να την αξιολογήσετε.
10. Ο
Σωκράτης υποστηρίζει ότι άνδρες που κατέχουν την πολιτική τέχνη δεν μπορούν να
τη διδάξουν στους άλλους. Το επιχείρημα αυτό αντιφάσκει με όσα ανέφερε αρχικά.
Αφού εντοπίσετε την αντίφαση, να την εξηγήσετε.
11. Το
παράδειγμα του Σωκράτη για τους γυιους του Περικλή μπορεί να θεωρηθεί εύστοχο
σχετικά με το διδακτό ή μη της πολιτικής αρετής;
12. Οι
χαρακτηρισμοί του Σωκράτη για τους γυιους του Περικλή, τον Κλεινία και τον
Αλκιβιάδη διατυπώνονται δημόσια και μάλιστα ενώπιον τους. Πώς κρίνετε αυτή την
ενέργεια του Σωκράτη;
13. Ο
Πρωταγόρας είχε μιλήσει για "πολιτική τέχνη". Ο Σωκράτης στο λόγο του
αναφέρεται στην "πολιτική ἀρετή" και οδηγείται τελικά στην αρετή γενικά.
i. Τι
νομίζετε ότι επιδιώκει να πετύχει μ' αυτό τον τρόπο;
ii. Τι
συμπέρασμα προκύπτει για τις αντιλήψεις του "περί ἀρετῆς";
14. Ποια
η σημασία του όρου "ἀρετή" στο κείμενο;
15. Σε
ποιο σημείο του κειμένου μπορούμε να εντοπίσουμε "μεθοδολογικό"
τέχνασμα του Σωκράτη σχετικά με τη διδασκαλία της αρετής; Ποια εντύπωση
δημιουργεί και πού αποβλέπει;
16. Σε
ποιο σημείο του κειμένου παρατηρείται η "σωκρατική ειρωνεία";
17. Από
πού προέρχονται οι γνώσεις του Πρωταγόρα κατά το Σωκράτη; Τι συμπεραίνουμε για
την πηγή της γνώσης και έμμεσα για τη δυνατότητα και τα όρια της;
18. Για
ποιες μεθόδους διδασκαλίας των σοφιστών γίνεται λόγος στο κείμενο;
19. Ποια
η θέση του μύθου στη διδασκαλία των σοφιστών; Γιατί επιλέγεται η μέθοδος αυτή
από τον Πρωταγόρα;
Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης
[1] Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν λόγο για την «ἀρετήν» του
πολεμιστή (ανδρεία), του δρομέα (ταχύτητα) ή του τεχνίτη, για την «ἀρετήν» ενός
ζώου, ενός δέντρου, ενός εργαλείου ή ενός κτίσματος, όπως και για την «ἀρετήν»
ενός οργάνου ή μέλους του ανθρώπινου σώματος: του οφθαλμού (όραση), του αφτιού
(ακοή), του ποδιού (βάδισμα) κ.τ.λ. (πβ. Ἀριστοτέλους, Ηθικὰ Νικομάχεια, ενοτ. 6η
)
[2] Π.β. Το σχόλιο
του σχολικού εγχειριδίου, ενότητα 18 Πολιτικῶν:
« Ο Σωκράτης, (...) έλεγε πως η γνώμη μας για την αρετή δεν μπορεί τελικά να
διαμορφώνεται με τον τρόπο με τον οποίο καταλήγουν στις αποφάσεις τους οι
δικαστές· τέτοια θέματα, ήθελε να πει, είναι θέματα των ειδικών και όχι του πλήθους».