Περίληψη Κειμένου


Περιληψη Κειμενου

Τι είναι η περίληψη
Είναι ένα συνοπτικό κείμενο που προκύπτει από ένα άλλο, το οποίο είναι μεγαλύτερο σε έκταση. Άρα, δεν είναι αυτόνομο γραμματειακό είδος, αφού, για να υπάρξει, προϋποθέτει κάποιο άλλο.

Τι επιδιώκουμε με τον περιληπτικό λόγο
Να πληροφορήσουμε τους άλλους με λιτό και σαφή τρόπο για το περιεχόμενο ενός κειμένου.

Έκταση περίληψης
Στη σχολική πρακτική η έκταση της περίληψης είναι προκαθορισμένη από τον εκπαιδευτικό συνήθως στο 1/3 της έκτασης του αρχικού κειμένου.
è Επιπλέον, η έκταση της περίληψης εξαρτάται από το είδος, το μέγεθος και τη δομή του δοθέ­ντος κειμένου. Γι' αυτό καθορίζεται κάθε φορά η ποσότητα της περίληψης σε λέξεις (π.χ. 90-120 λέξεις) ώστε να υπάρχει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί το κεί­μενο της περίληψης. Αυτό δε σημαίνει τόσο την αυστηρή καταμέτρηση των λέξεων από το βαθμολογητή όσο την αξιολόγηση της ικανότητας του μαθητή να πυκνώσει, να περιορίσει το κείμενο του σε συγκεκριμένο πλαίσιο. (Ως υπέρβαση αυτών των ορίων θεωρείται η γραφή μιας περίληψης με είκοσι περίπου λέξεις περισσότερες.)
ü  Κατά τον έλεγχο της περίληψης μετράμε ενδεικτικά μερικές γραμμές του κειμένου μας, για να υπολογίσουμε τον αριθμό των λέξεων που ορίζεται και διορθώνουμε αναλόγως. Εάν οι λέξεις είναι πολύ λιγότερες από αυτές που ζητεί η άσκηση, ξαναψάχνουμε στο κείμενο, για να βρούμε σημαντικές έννοιες που παραλείψαμε και τις προσθέτουμε. Εάν οι λέξεις είναι πολύ περισσότερες από αυτές που ζητεί η άσκηση, ελέγχουμε μήπως έχουμε δώσει λεπτομέρειες στο περιεχόμενο και αφαιρούμε ό,τι μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς να επηρεάσουμε τη λογική συνέχεια και τη συνοχή του κειμένου μας.

Η μορφή της περίληψης
Σε μία περίληψη ο συντάκτης μπορεί να ταυτιστεί με το συγγραφέα του πρω­τότυπου κειμένου ή να διαφοροποιηθεί από αυτόν. Τι από τα δύο θα επιλέξει θα εξαρτηθεί για μία ακόμη φορά από το είδος της περίληψης που θα του ζη­τηθεί να συντάξει:
α. Χωρίς επικοινωνιακό πλαίσιο: Η άσκηση ζητεί μία απλή πύκνωση του πρωτότυπου κειμένου με μια διατύπωση που μπορεί να έχει, για παρά­δειγμα, την εξής μορφή: Να αποδοθεί περιληπτικά το περιεχόμενο του κει­μένου σε 100 έως 120 λέξεις. Στην περίπτωση αυτή ο συντάκτης της περί­ληψης μπορεί είτε να ταυτιστεί (π.χ. «Το περιβάλλον σήμερα μολύνεται») είτε να διαφοροποιηθεί από το συγγραφέα του πρωτότυπου κειμένου (π.χ. «Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας αναφέρεται στη μόλυνση του περιβάλλοντος»).
β. Με επικοινωνιακό πλαίσιο: Η άσκηση ζητεί την παρουσίαση του περιεχο­μένου του πρωτότυπου κειμένου σε τρίτους (π.χ. Να ενημερώσεις με συ­ντομία τους συμμαθητές σου για το περιεχόμενο του κειμένου που διάβα­σες). Στην περίπτωση αυτή δεν είναι επιτρεπτή η ταύτιση με το συγγραφέα του πρωτότυπου κειμένου, αφού ζητείται η παρουσίαση ενός κειμένου που κάποιος άλλος έχει γράψει (π.χ. «Σε κείμενο που δημοσίευσε στον ημερήσιο τύπο ο Χ αναφερόταν στη μόλυνση του περιβάλλοντος»).

Η σύνταξη της περίληψης
Η περιληπτική απόδοση των επιχειρηματολογιών κειμένων μπορεί να βασι­στεί στο ιδιαίτερο δομικό χαρακτηριστικό των κειμένων αυτών, δηλαδή στην ύπαρξη επιχειρημάτων. Επειδή όμως οι συγγραφείς κατατάσσουν τα επιμέρους τους επιχειρήματα σε παραγράφους, η περιληπτική απόδοση των κει­μένων αυτών μπορεί να βασιστεί στην επεξεργασία τους ανά παράγραφο.

ΦΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

1Ο ΣΤΑΔΙΟ: Προεργασία – Επεξεργασία Κειμένου
1.  Προσεκτική ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου
2.  Εντοπισμός του θεματικού πυρήνα του κειμένου:
            α) από τον πρόλογο
            β) από το συσχετισμό των θεματικών περιόδων των παραγράφων του κειμένου
3.  Εντοπισμός των δομικών συστατικών των παραγράφων του κυρίου μέρους (θεματικές περίοδοι και κύριες λε­πτομέρειες)
4. Επισήμανση των κυρίων λεπτομερειών κάθε παραγράφου:
α)υπογραμμίζουμε λέξεις-κλειδιά
β) απαλείφουμε νοερά τις επουσιώδεις λεπτομέρειες (π.χ. επεξηγήσεις, παραδείγματα)
γ) εάν υπάρχουν ερευνητικά στοιχεία, επισημαίνουμε μόνο το πόρισμα
5. Εντοπισμός του θεματικού κέντρου κάθε παραγράφου è δημιουργία δικού μας πλαγιότιτλου ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΛΟΓΟ
6. Παρακολουθούμε τον τρόπο οργάνωσης του κειμένου/ Ανακαλύπτουμε τις νοηματικές σχέσεις των μερών του è Προσέχουμε τις διαρθρωτικές λέξεις με τις οποίες συνδέονται οι παράγραφοι
7.  Εντοπισμός συμπεράσματος στον επίλογο
8. Χωρισμός του κειμένου σε ευρύτερες θεματικές ενότητες  è δίνουμε πλαγιότιτλο σε κάθε ενότητα

2Ο ΣΤΑΔΙΟ: Σύνθεση της Περίληψης
1. Θεματική περίοδος: Θέμα του κειμένου (π.χ. «Στο κείμενο ο συγγραφέας εξετάζει / πραγματεύεται / σχολιάζει /διαπιστώνει ότι ...»)
2. Λε­πτομέρειες:
πλαγιότιτλοι παραγράφων ή θεματικών ενοτήτων
3.  Χρήση διαρθρωτικών λέξεων και φράσεων για τη σύνδεση των στοιχείων που επιλέξαμε  και την οργάνωσή τους σε ενιαίο κείμενο.
4. Έλεγχος κειμένου

Η γλώσσα της περίληψης
·         Αποδίδουμε στην περίληψή μας το ξετύλιγμα της σκέψης του συγγραφέα με το ανάλογο λεξιλόγιο:
Ο συγγραφέας
-  αναφέρει, μνημονεύει, παραθέτει
-  σχολιάζει, ερμηνεύει, συζητάει, συνοψίζει, παρατηρεί, διαπιστώνει
-  ορίζει, προσδιορίζει, καθορίζει
-  αποσαφηνίζει, διευκρινίζει, επεξηγεί, εξηγεί, αιτιολογεί
-  ονομάζει, αποκαλεί, χαρακτηρίζει
-  συγκρίνει, αντιθέτει, παραλληλίζει, αντιπαραβάλλει
-  υπερασπίζεται, υπεραμύνεται, συνηγορεί, συμφωνεί με, ταυτίζεται με
-  ανασκευάζει, απορρίπτει, αντικρούει, αντιτείνει, δικαιολογεί, επιχειρηματολογεί
-  τεκμηριώνει, στηρίζει, αποδεικνύει, δείχνει
-  κρίνει, αξιολογεί, εκτιμά, αποτιμά
-  βεβαιώνει, ισχυρίζεται, αποφαίνεται, υποστηρίζει, επιμένει, προβλέπει
-  σημειώνει, τονίζει, επισημαίνει, υπογραμμίζει
-  πραγματεύεται, εξετάζει, συζητάει, ασχολείται, αναφέρεται, αναλύει, αναπτύσσει
-  διαιρεί, ταξινομεί, περιγράφει, απαριθμεί, συμπληρώνει, προσθέτει
-  αφηγείται, διηγείται
-  αναρωτιέται, απορεί, ρωτάει, υποδεικνύει
-  προτείνει, αντιπροτείνει, συμβουλεύει, συστήνει
-  απολογείται, εύχεται, εξεγείρεται, αγανακτεί
-  παραφράζει, τροποποιεί, αποσιωπά, παραλείπει, θίγει πλαγίως, έμμεσα, επιφανειακά
-  εξετάζει διεξοδικά, αναλυτικά, προσεκτικά
-  απευθύνει το λόγο, παρεμβαίνει, διακόπτει, αρχίζει, συνεχίζει, μεταβαίνει, παρε­κβαίνει, τελειώνει, καταλήγει, συμπεραίνει, ανακεφαλαιώνει.
è Οι παραπάνω επισημάνσεις ισχύουν όταν ο συγγραφέας της περίληψης διαφοροποιείται από το συγγραφέα του πρωτότυπου κειμένου. Είναι αποδεκτή όμως και η πύκνωση του κειμένου, που ακολουθεί τη λογική της ταύτισης του μαθητή με το συγγραφέα του κειμένου, ο οποίος γράφει απρόσωπα χωρίς αναφορά στο άτομο του.

·   Μπορούμε να επιλέξουμε την ενεργητική ή την παθητική σύνταξη στην περίληψη που θα γράψουμε, ανάλογα με το τι θέλουμε να τονίσουμε (το πρόσωπο που δρα ή το αποτέλεσμα της ενέργειας αντίστοιχα)
·   Στην περίληψη δεν πρέπει να αντιγράφονται κομμάτια αυτούσια, σκέψεις προσω­πικές του συγγραφέα. Αν είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν τέτοια κομμάτια, τίθενται σε εισαγωγικά.
·   Καλό είναι να χρησιμοποιείται τριτοπρόσωπη οπτική γωνία ή το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (γ' ή α' πρόσωπο).
·   Ο ενεστώτας είναι χρόνος που βοηθάει στην ομαλή και χωρίς άλματα παρουσίαση των πληροφοριών.
·   Προσπαθούμε να έχουμε ποικιλία στη σύνταξη μας, να εναλλάσσουμε απλές και συνθέτες δομές της γλώσσας (χρησιμοποιούμε δευτερεύουσες προτάσεις).
·   Για να επιτύχουμε την απαιτούμενη οικονομία λέξεων, χρησιμοποιούμε τε­χνικές πύκνωσης, όπως οι ακόλουθες:
α) απόδοση εννοιών της ίδιας κατηγορίας/οικογένειας μ' ένα υπερώνυμο /περιεκτικό όρο (π.χ. η τεχνική πρόοδος εξασφάλισε αφθονία καταναλωτικών προϊόντων, συσκευές που απαλλάσσουν από το μόχθο, μέσα συγκοινωνίας που μειώνουν τις αποστάσεις, φάρμακα για τη θεραπεία ασθενειών... è  η τεχνική πρόοδος εξασφάλισε υλικά οφέλη),
β) απαλοιφή των ονοματικών ή άλλων προσδιορισμών -αντικατάσταση μιας σειράς ενεργειών από μια φράση που συνοψίζει την όλη πράξη
γ) αντικατάσταση δευτερευουσών προτάσεων από μετοχές.
·   Προσέχουμε τη στίξη μας.
·   Προσέχουμε την ορθογραφία μας.
·   Προσπαθούμε να είμαστε ακριβείς, σαφείς και να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα κυ­ριολεκτικά.

ü  Συνήθως στην περίληψη αποφεύγουμε:
                                 i.      τη διατύπωση ερωτημάτων,
                                ii.      την αναφορά συγκεκριμένων παραδειγμάτων,
                              iii.      την παράθεση στοιχείων που δίνονται στο κείμενο παρενθετικά ή διευκρινιστικά
                              iv.      τις νοηματικές επαναλήψεις, ακόμη κι αν γίνονται στο κείμενο.

Το ύφος της περίληψης
ü  Διατηρώ την οπτική γωνία του συγγραφέα και αποδίδω πιστά το περιεχόμενο του κειμένου χωρίς να το σχολιάζω, να το επιδοκιμάζω ή να το αποδοκιμάζω.
ü  Υιοθετώ ύφος με καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα, τυπικό, όσο γίνεται πιο ουδέτερο (αποφεύγεται η χρήση α΄ και β΄ προσώπου).

Αξιολόγηση της περίληψης
Θετικά στοιχεία θεωρούνται:
v  Η σωστή σύλληψη του νοηματικού κέντρου και η πληρότητα κατανόησης του κειμένου.
v  Η επιλογή των σημαντικών ιδεών-πληροφοριών.
v  Η ικανότητα πύκνωσης του κειμένου μέσα από διάφορες τεχνικές (γενίκευση, αναδιατύπωση, κτλ.).
v  Η σύνταξη μιας περίληψης με ομαλή ροή και συνοχή.
v  Η λογική αλληλουχία / ο λογικός ειρμός των νοημάτων.
v  Το πληροφοριακό ύφος.
v  Η επιτυχής χρήση των διαρθρωτικών λέξεων ή φράσεων.
v  Η ορθή χρήση της γλώσσας (ορθογραφία, στίξη, σύνταξη, λεξιλόγιο).

Αδυναμίες θεωρούνται:
§  Η απόκλιση από το νοηματικό κέντρο του κειμένου.
§  Η παράθεση δευτερευουσών ιδεών-πληροφοριών σε βάρος των κύριων-σημαντικών.
§  Η κριτική τοποθέτηση-σχολιασμός του κειμένου.
§  Η άτακτη παράθεση των ιδεών-πληροφοριών του κειμένου.
§  Η έλλειψη συνοχής και αλληλουχίας μεταξύ των μερών-προτάσεων της περίληψης.
§  Η αυτούσια μεταφορά λέξεων και φράσεων του αρχικού κειμένου στη περίληψη.
§  Οι αποκλίσεις από τους κανόνες της Γραμματικής και του Συντακτικού της Νέας Ελληνικής.

Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ ΣΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
 Το μήκος της περίληψης που ζητείται είναι κυρίως 100 έως 120 λέξεις (38 φορές), 80 έως 100 λέξεων (15 φορές), 70 έως 90 (4 φορές) και 90 έως 110 (3 φορές). Τα όρια αυτά (ειδικά τα τελευταία χρόνια που κυριαρχούν οι 100 - 120 λέξεις) φαίνεται να μη συνδέονται με την έκταση του κειμένου, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζει ή και ξεπερνά τις τρεις σελίδες (π.χ. Εισαγωγικές Εξετάσεις Ομογενών 2003), ή με τον βαθμό δυσκολίας του (π.χ. Πανελλαδικές Εξετάσεις 2012).
            Η διδασκαλία της περίληψης στο Λύκειο γίνεται κυρίως στη Β’ Λυκείου, όπου στο 4ο Κεφάλαιο (Σημειώσεις - Περίληψη) του σχολικού βιβλίου (Τσολάκης κ.ά., Έκφραση - Έκθεση για το Λύκειο - Τεύχος Β’) παρουσιάζεται ένα διδακτικό μοντέλο δύο σταδίων για την περιληπτική απόδοση κειμένων:
1.      Σημείωσεις: Οι μαθητές διδάσκονται να κρατούν σημειώσεις (πλαγιότιτλους) εντοπίζοντας σε κάθε παράγραφο τα κύρια συστατικά, δηλαδή το θέμα και τις σημαντικές της λεπτομέρειες. Σε δεύτερο στάδιο τούς υποδεικνύεται να ομαδοποιούν τις νοηματικές ενότητες, ξεφεύγοντας από τους πλαγιότιτλους ανά παράγραφο, και ακολούθως να καταρτίζουν το διάγραμμα του κειμένου με τους ευρύτερους πλαγιότιτλους.
2.      Περίληψη: Στη φάση αυτή οι μαθητές μαθαίνουν να εντοπίζουν το θεματικό κέντρο του κειμένου και με τη βοήθεια των διαρθρωτικών λέξεων να δημιουργούν την περίληψή του. Στο σημείο αυτό δίνονται και κάποιες οδηγίες που αφορούν τη χρήση μεταδιατυπώσεων (ενδεικτικών ρημάτων που βοηθούν στο «ξετύλιγμα της σκέψης του συγγραφέα με λέξεις όπως: ο συγγραφέας αναφέρει, διατυπώνει την άποψη, επισημαίνει, υποστηρίζει, τονίζει, υπογραμμίζει, προσθέτει, αναλύει, συμπεραίνει») και τις παραφράσεις («Να μην προσπαθούμε να μιμηθούμε το ύφος του συγγραφέα, που ενδέχεται να είναι πολύ διαφορετικό από το δικό μας. Γενικά αποφεύγουμε να χρησιμοποιούμε αυτούσιες φράσεις του κειμένου. Στις περιπτώσεις που η περίληψη μας είναι εκτενής ή όταν το κείμενο από το οποίο προέρχεται η περίληψη περιέχει ορολογία, μπορεί να χρειαστεί να μεταφέρουμε στην περίληψη μας ορισμένες χαρακτηριστικές λέξεις / φράσεις. Εκείνο που πρέπει να προσέχουμε είναι να ενσωματωθούν οι λέξεις / φράσεις αυτές στο δικό μας κείμενο»).
            Θεωρούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της «παθογένειας» του σχολικού συνοπτικού λόγου και της αξιολόγησής του οφείλεται στις παρανοήσεις τής παραπάνω θεωρίας και στην υπερβολή κατά την εφαρμογή της. Συγκεκριμένα,
1.      Δίνεται παράλογα υπερβολική έμφαση στην παράφραση όρων / λέξεων του αρχικού κειμένου, με αποτέλεσμα οι μαθητές να ξοδεύουν αρκετή φαιά ουσία στην ανεύρεση συνωνύμων ή στην αναδιατύπωση με σημασιολογικά ισοδύναμες εκφράσεις, διαδικασία δύσκολη, χρονοβόρα και όχι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση. Ως εκ τούτου δεν διαθέτουν ικανοποιητικό χρόνο στην κατανόηση του κειμένου και την απόδοσή του με φράσεις πιστές όχι στη λεξιλογική του μορφή αλλά στο νόημά του και έτσι η όλη διαδικασία γίνεται μηχανιστικά και καταλήγει ανεπαρκής.
2.      Η επιμονή στην κατά κόρον χρήση μεταγλωσσικών στοιχείων οδηγεί α) σε επίμονο και ανεπίτρεπτο σχολιασμό του αρχικού κειμένου και β) σε διαμόρφωση μιας επιτηδευμένης «χρονολογικής» οργάνωσης της δομής του μετακειμένου με λέξεις κλισέ, όπως «αρχικά ο συγγραφέας»… «στη συνέχεια προσθέτει…» και «τέλος διαπιστώνει…».
3.      Το σημαντικότερο είναι ότι οι μαθητές ωθούνται σε μια τυποποιημένη προσέγγιση του κειμένου με οδηγίες μηχανικές, όπως δημιουργία πλαγιότιτλων σε κάθε παράγραφο ή ευρύτερη ενότητα και σε σύνθεσή τους με κοινότοπες διαρθρωτικές λέξεις. Έτσι, συνήθως δεν εμβαθύνουν στη σκέψη του συγγραφέα και τον σκοπό για τον οποίο γράφεται το κείμενο.
            Για την «πρόληψη» των παθογενειών αυτών, που φαίνεται να λειτουργούν αρνητικά στην αξιολόγηση των μαθητικών περιλήψεων, θεωρούμε πως είναι χρήσιμο να διευκρινίσουμε ορισμένα ζητήματα που αφορούν την περίληψη και προβληματίζουν τους μαθητές που εξετάζονται σε αυτοί, αλλά και τους καθηγητές που τη διδάσκουν και την αξιολογούν.
1) Πόσο ασφαλής είναι η σύνθεση της περίληψης με βάση τους πλαγιότιτλους των παραγράφων;
Αυτός ο τρόπος σύνθεσης της περίληψης προτείνεται από το διδακτικό εγχειρίδιο και πολλοί μαθητές τον προτιμούν ως ασφαλέστερο. Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος της υπερβολικής αφαίρεσης και παράλειψης ουσιωδών λεπτομερειών, ιδίως όταν ο πλαγιότιτλος δεν αποτελεί ρηματική περίοδο. Επίσης, κατά τη σύνθεση των πλαγιότιτλων σε περίληψη απαιτείται αρκετή δεξιότητα ώστε να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των παραγράφων αλλά και η όλη συνεκτικότητα της περίληψης. Γι’ αυτό προτείνουμε ως αποτελεσματικότερη την «τεχνική της αποδόμησης», το «κομμάτιασμα» δηλαδή των παραγράφων στα θεματικά τους κέντρα και τη σύνταξη σημειώσεων για το καθένα από αυτά σε συνεχή λόγο.
2) Είναι υποχρεωτική η πρόταξη του νοηματικού κέντρου του κειμένου στην περίληψη;
Όχι. Τα διδακτικά εγχειρίδια αναφέρονται και στους δύο τύπους περίληψης, τη λεγόμενη απλή πύκνωση, χωρίς πρόταξη του θεματικού κέντρου, και στην πληροφοριακή περίληψη κατά την οποία ο μαθητής συλλαμβάνει το νοηματικό κέντρο όλου του κειμένου και το προτάσσει. Επομένως και οι δύο τύποι περίληψης είναι ισοδύναμοι. Η πληροφοριακή περίληψη, ωστόσο, δείχνει μεγαλύτερη αφαιρετική ικανότητα και απαιτεί μεγαλύτερη δεξιότητα στην πύκνωση, επομένως προσπαθούμε να ασκήσουμε τους μαθητές σ’ αυτό τον τύπο.
3) Βαθμολογείται εξίσου η απλή πύκνωση με την πληροφοριακή περίληψη;
Οι βαθμολογητές θα πρέπει να βαθμολογούν την απλή πύκνωση ως ισοδύναμη με την πληροφοριακή περίληψη, εφόσον δεν καθορίζεται ο τύπος περίληψης και εφόσον ο κείμενο του μαθητή δεν προδίδει το κείμενο του συγγραφέα.
4) Σε ποιο βαθμό χρειάζεται η παράφραση;
Η παράφραση δεν είναι αυτοσκοπός. Υπάρχουν όροι, όπως έννοιες, που δεν είναι εύκολο να αποδοθούν διαφορετικά στην περίληψη. Οι συνώνυμες λέξεις ή φράσεις δεν είναι ταυτόσημες και μπορούν να αλλάξουν το νόημα. Αποφεύγουμε όσο μπορούμε τη χρήση αυτούσιων λέξεων / φράσεων του κειμένου, χωρίς να φτάνουμε στην υπερβολή. Γενικά, προσπαθούμε να έχουμε στο νου μας πως η περίληψη είναι κυρίως μια άσκηση κατανόησης και όχι λεξιλογική.
5) Χρειάζονται οι «μεταδιατυπώσεις», δηλ. τα ρήματα αναφοράς (αναφέρει, προτείνει, κρίνει…);
Χρειάζονται στην πληροφοριακή περίληψη, αφού ο συντάκτης είναι διαφορετικός από τον συγγραφέα του κειμένου. Δεν πρέπει όμως να γίνεται κατάχρηση τέτοιων ρημάτων. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυρίως στην αρχή της περίληψης και ενδεχομένως σε όποιο άλλο σημείο ο συγγραφέας κάνει ένα συγκεκριμένο σχόλιο ή επιλέγει ο ίδιος να αναδείξει την υποκειμενικότητα της άποψής του (βλ. συγκινησιακή λειτουργία του λόγου). Γενικά οι μεταδιατυπώσεις (όπως και οι διαρθρωτικές λέξεις) είναι αναγκαίες όταν πράγματι αναδεικνύουν τη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα. Προσοχή όμως στην επιλογή τους, ώστε να μην καταλήγουν σε σχολιασμό του κειμένου.
6) Επιτρέπεται η αναδιάταξη του κειμένου (η αλλαγή της σειράς σε σχέση με το αρχικό κείμενο);
Αν και στις οδηγίες του ΚΕΓ τονίζεται ότι η περίληψη πρέπει να παρακολουθεί και να αναπαράγει το σχέδιο οργάνωσης του κειμένου αφετηρίας, για λόγους πύκνωσης και αποφυγής των επαναλαμβανόμενων θεμάτων, θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη η αναδόμηση του αρχικού κειμένου (π.χ. σε περιπτώσεις όπου ένα νόημα επαναλαμβάνεται σε διαφορετικά σημεία του κειμένου).
7) Αν το αρχικό κείμενο έχει παραδείγματα, αναφορά σε πρόσωπα κ.ά., τα συμπεριλαμβάνουμε στην περίληψη;
Όταν τα παραδείγματα ή η επίκληση σε αυθεντία είναι ουσιώδη για το περιεχόμενο, δεν μπορούμε να τα παραλείψουμε. Αξιολογούμε τη θέση τους στη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα και τα αναφέρουμε με πυκνότητα.
8) Αν η περίληψη ζητηθεί σε επικοινωνιακό πλαίσιο, χρησιμοποιούμε τα τυπικά εξωτερικά χαρακτηριστικά του (λχ τίτλο, προσφώνηση, αποφώνηση);
Όχι. Η περίληψη είναι ξεχωριστό κειμενικό είδος χωρίς τυπικά εξωτερικά γνωρίσματα.
9) Σε ποιο ρηματικό πρόσωπο γράφουμε την περίληψη;
Η απλή πύκνωση μπορεί να γραφεί και σε α΄ ρηματικό πρόσωπο. Η πληροφοριακή αναγκαστικά σε γ’ και σε πλάγιο λόγο, αφού μεταφέρουμε τι έχει ειπωθεί από άλλον.
10) Ο συγγραφέας …πραγματεύεται;
Τα κείμενα που συνήθως δίνονται στις Πανελλαδικές και στο σχολείο δεν αντλούνται από πραγματείες ή φιλοσοφικές μελέτες. Είναι άρθρα ή δοκίμια στα οποία μπορεί ο συγγραφέας να εξετάζει σε βάθος ένα ζήτημα, δεν κάνει όμως πραγματεία. καλύτερα να αποφεύγονται τόσο βαρύγδουποι όροι και ο μαθητής να αρκείται στο «εξετάζει», διερευνά». «αναλύει» κ.ά.
11) Πόσο αυστηροί είμαστε στο όριο των λέξεων;
Δεν μετράμε αυστηρά, λέξη - λέξη, την έκταση της περίληψης, αλλά την ικανότητα του μαθητή να πυκνώσει / περιορίσει το κείμενό του σε συγκεκριμένο πλαίσιο. Μετράει περισσότερο σε ποιο βάθος έχει κατανοήσει το κείμενο κι ας έχει μικρή υπέρβαση. Ως υπέρβαση των ορίων θεωρείται η γραφή μιας περίληψης με λέξεις που ξεπερνούν το 10% του ορίου.
12) Στην πλειονότητα των μαθητικών περιλήψεων, μετά την ανάδειξη του θεματικού κέντρου, οι μαθητές χρησιμοποιούν χρονικούς δείκτες ως διαρθρωτικές λέξεις (αρχικά… στη συνέχεια… στο τέλος). Αξιολογούνται θετικά;
Η χρήση δεικτών που δηλώνουν χρονική ακολουθία είναι μια εύκολη λύση, δεν προκρίνεται όμως ως η καλύτερη, ιδίως αν είναι και ο μοναδικός τρόπος εξασφάλισης της συνοχής του μαθητικού κειμένου. Είναι ορθότερο να επιλέγονται διαρθρωτικές λέξεις / φράσεις που εκφράζουν τη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα (λ.χ. ειδικότερα, πιο συγκεκριμένα, εξαιτίας, αντίθετα, ως επακόλουθο κτλ.)
13) Ποιος γράφει; Ο συγγραφέας, ο αρθρογράφος; Ο δοκιμιογράφος; ο γράφων ή ο …κειμενογράφος;
Πολλές είναι οι εκδοχές των μαθητών στο ζήτημα αυτό. Όσοι προτιμούν την ενεργητική σύνταξη επιλέγουν ως υποκείμενο ένα από τα παραπάνω. Ο κειμενογράφος ωστόσο είναι αδόκιμος όρος και πρέπει να αποφεύγεται. Φυσικά, μπορεί ο μαθητής να χρησιμοποιεί και την παθητική σύνταξη: το κείμενο αναφέρεται…
Παραδείγματα Περίληψης

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΛΕΛΛΗΝΕΣ
Ηλικιωμένος άνθρωπος που επί χρόνια πολλά εργάστηκε  στη διοικητική υπηρεσία του Κράτους και ανέβηκε όλες τις βαθμίδες της, συνόψισε κάποτε τα διδάγματα της μακράς πείρας του με μια παρατήρηση άξια να μας βάλει σε πολλές σκέψεις.
Το Κράτος, έλεγε, όχι ως αφηρημένη ιδέα, αλλά ως συγκεκριμένο βίωμα, σαν ένα κομμάτι από την ίδια τη ζωή μας, λείπει από τους ση­μερινούς Έλληνες. Το αισθάνονται σαν ξένο, όχι δικό τους, και δεν το πονούν. Τη χώρα τους την αγαπούν με πάθος. Για μια χούφτα από το χώμα της είναι άξιοι να πεθάνουν με την πιο μεγάλη ευκολία. Άλλο Πα­τρίδα όμως και άλλο Πολιτεία. Με την Πατρίδα είμαστε στενότατα δε­μένοι. Την έχουμε βάλει μέσο, στο αίμα μας, γιατί και με το αίμα μας την έχουμε κρατήσει. Την Πολιτεία όμως, δηλαδή αυτό τον ορισμένο τρό­πο με τον οποίο έχει οργανωθεί και διοικείται ο τόπος, αυτήν την απρό­σωπη δύναμη που λειτουργεί στο όνομα όλων για να εξασφαλίζει με τα όργανα και τους θεσμούς της τη ζωή και την ελευθερία μας, δεν μπο­ρούμε να τη νιώσουμε σαν κάτι εντελώς δικό μας. Είναι ξένο σώμα. για το αίσθημα μας.
Απόδειξη ότι δεν πονούμε, ούτε αισθανόμαστε ενστιγματικά την ανάγκη να προστατέψουμε ό, τι ανήκει στο Κράτος, το δημόσιο κτήμα. Απέναντι του δείχνουμε αδιαφορία και κάποτε μιαν απίστευτη εχθρό­τητα και μανία καταστροφής. Από παιδιά στο σχολείο κακοποιούμε βάρβαρα τα θρανία και τους τοίχους του σχολείου -«ανήκει στο δη­μόσιο, δεν είναι δικό μας». Την ίδια αστοργία δείχνουμε στα δικαστή­ρια, στα άλλα δημόσια γραφεία, ακόμη και στους πάγκους του πάρκου ή στις δημόσιες κρήνες, σε ό,τι τέλος πάντων είναι κρατική περιουσία. Μόλις αντιληφθούμε ότι κάτι τι ανήκει ή με κάποιο τρόπο βρίσκεται στην κυριότητα αυτής της απρόσωπης δύναμης, αν δεν μπορούμε να το οικειοποιηθούμε, με ευχαρίστηση το φθείρουμε. Με την ίδια ευκολία προσπαθούμε ν «αποφεύγουμε τις υποχρεώσεις μας προς το Κράτος ή να καταστρατηγούμε τους νόμους του. Είναι ο «άλλος», όχι ο εαυτός μας. Και τον ξεγελούμε ή σηκώνουμε το όπλο εναντίον του, χωρίς να κατα­λαβαίνουμε ότι κατά βάθος τον εαυτό μας απατούμε ή πληγώνουμε.
Και από τις παρατηρήσεις του αυτές ο πολύπειρος άνθρωπος έβγα­ζε το συμπέρασμα ότι ίσως οι Έλληνες να μην είναι οργανικά ικανοί να ποτιστούν από την ιδέα του Κράτους. Ότι πιθανόν μέσα στην ίδια τη φυ­σική τους υφή να υπάρχει κάποια τάση αναρχισμού…
Έχει αρκετά διαδοθεί αυτή η αντίληψη και συχνά ακούγεται. Ωστό­σο μου φαίνεται πολύ παρακινδυνευμένη και άδικη στην απαισιοδοξία της. Δεν αμφισβητώ τα γεγονότα, όπου στηρίζεται (τα περισσότερα είναι δυστυχώς πραγματικά, είτε μας αρέσουν είτε όχι). Αλλά. την ερμηνεία που δίνεται σ” αυτό, τα γεγονότα.
Ότι δεν πονούμε, ή ότι δεν πονούμε αρκετά την Πολιτεία σαν κάτι εντε­λώς δικό μας, είναι βέβαιο. Από αναρχισμό όμως την αντιθέσουμε προς τα αισθήματα και τα συμφέροντα μας ή από άλλους λόγους; Και πώς είναι δυ­νατόν αυτός ο δήθεν αναρχισμός να θεωρηθεί έμφυτη ιδιότητα ριζωμένη μέσα στη δική μας φυλή; Μπορεί ο Έλληνας να είναι περισσότερο από άλ­λους λαούς ατομιστής, να μην πειθαρχεί τόσο εύκολα στο συλλογικό σώ­μα και πνεύμα της ομάδας. Αλλά από το σημείο τούτο ως το σημείο να τον πούμε από τη φύση του αναρχικό, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Ορθό­τερη φαίνεται μια άλλη εξήγηση. Ότι αυτή η αδιαφορία ή η λανθάνουσα εχθρότητα προς το Κράτος και τις λειτουργίες του είναι αποτέλεσμα ιστο­ρικών αιτίων και μιας κακοδαιμονίας που ατυχώς διαιωνίζεται. Ας μη λη­σμονούμε ότι επί μακροχρόνια και κατά διαστήματα δεν υπήρχε γι” αυτόν εδώ τον πολυβασανισμένο λαό σύμπτωση Πολιτείας και Έθνους. Η κρα­τική εξουσία στις διάφορες περιόδους της δουλείας δεν ήταν μονάχα ξέ­νη αλλά και εχθρική προς την εθνική μας υπόσταση. Και επομένως γενε­ές γενεών, για να βεβαιώσουν την εθνική τους ιδιοτυπία, τη χωριστή τους ύπαρξη, ήταν αναγκασμένες να μισούν, να απατούν και να πολεμούν τα όργανα, και τις λειτουργίες που στα μάτια τους εκπροσωπούσαν το Κρά­τος και σάρκωναν την ιδέα της Πολιτείας. Το κρυφό μίσος με τα ψυχικά επακόλουθα, του είναι πολύ πιο επικίνδυνο από τη φανερή αντίθεση, τον ανοιχτό πόλεμο. Συμπνιγόμενο από το φόβο τρέφεται από την καταπίεση του και αφήνει στα σκοτεινά στρώματα της ψυχής λασπερά κατακάθια που δεν εξαλείφονται. Ακόμη κι όταν λευτερωθεί από το ζυγό, δεν μπορεί εύ­κολα ένας λαός να αγαπήσει την Πολιτεία με τους περιορισμούς της, έστω και αν είναι τώρα δική του, αφού ως προχτές ακόμη το Κράτος ήταν η θέ­ληση και η βία του δυνάστη του.
Κατά ένα παράδοξο μάλιστα μηχανισμό, που μας τον εξηγεί σήμε­ρα η Ψυχολογία, όταν ένας πολίτης με τέτοιες υποσυνείδητες κακώσεις από αρχόμενος γίνεται άρχων, παίρνει τις διαθέσεις και τους τρόπους που ο ίδιος πρώτα μισούσε. Παίζει δηλαδή το ρόλο του ειδώλου που ως τώρα το φοβόταν και το αντιπαθούσε, γιατί έτσι νομίζει πως μπορεί να λευτερωθεί από τον εφιάλτη του. Ίσως γι” αυτό το λόγο συμβαίνει, όποιος παίρνει και μια παραμικρή ακόμη εξουσία στην Ελλάδα, να με­ταβάλλεται αμέσως σε σατράπη…
Για να εξηγήσουμε όμως το φαινόμενο που εξετάζουμε, πρέπει να αναφέρουμε ακόμη ένα λόγο πολύ σοβαρό. Όταν λευτερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό αυτή η μικρή ελληνική γωνιά, η Πολιτεία μας δεν θεμελιώθηκα ούτι: αναπτύχθηκε οργανικά απάνω σε κάποιες αυτόχθονες μορφές οργάνωσης και διοίκησης, βγαλμένες από τις δικές μας ψυχο­λογικές και ά/άες ανάγκες και από την ιστορική κίνηση της ζωής του Έθνους, αλλά μας επιβλήθηκε απέξω από ξένους και με ξένους που φυ­σικά δε νοιάστηκαν να εξετάσουν αν το φόρεμα τούτο ήταν κομμένο στο μέτρα μας, ούτε προσπάθησαν να το ταιριάσουν κάπως απάνω στο δι­κό μας κορμί. Έτσι εφαρμόστηκαν κι εξακολουθούν να εφαρμόζονται πειραματικά στη χώρα μας διοικητικοί και πολιτικοί θεσμοί που δεν μί­λησαν ποτέ βαθιά στην ψυχή του λαού μας. Ούτε ίσως ανταποκρίνονται εντελώς στις πραγματικές του ανάγκες.
Είναι γνωστές οι μελέτες του Κώστα Καραβίδα για την κοινοτική ορ­γάνωση. Μπορεί να μη συμμερίζεται κανείς την αισιοδοξία και την πί­στη του ότι και τώρα είναι δυνατόν να γίνει εκείνο που δεν έγινε άλ­λοτε, στην ώρα του τη φυσιολογική. Ωρισμένως όμως θα αναγνωρίσει ότι θα ήταν πολύ διαφορετική, τελειότερη, η κρατική μας οργάνωση και πολύ στενός, οργανι­κά συνεκτικός, ο δεσμός του πολίτη με την Πο­λιτεία στον τόπο μας, αν αυτό το θαυμαστό κύτταρο, η κοινότητα, που δημιουργήθηκε με το αίμα του λαού μας από πανάρχαια χρόνια και λειτούργησε τόσο λαμπρά στους χρόνους της δουλείας, αφηνόταν να αναπτυχθεί φυ­σιολογικά σε ένα γενικότερο, πλούσια δια­κλαδωμένο και πυργωτά διαρθρωμένο διοι­κητικό σύστημα. Το. ξενοφερμένα καθεστώτα σκότωσαν το κύτταρο τούτο και μας επέβαλαν θεσμούς και τύπους, μέσα στους οποίους μάταια ως τώρα προσπαθούμε να βρούμε τον εαυτό μας.
Βάλετε μαζί μ “ αυτές τις αιτίες την κακοδιοίκηση που είναι ενδημικό κακό στον τόπο μας, τη διαφθορά της πολιτικής μας ηγεσίας που τα ανομήματά της πλήρωσαν ακόμη και με το αίμα τους οι λίγες φωτεινές μορφές της νεότερης ιστορίας μας, προσθέσετε τέλος και τη βαθύτερη κρίση που περνάει εδώ και κάμποσα χρόνια η έννοια του Κράτους μέσα στις φοβερές αντινομίες της ζωής όλων των σημερινών λαών και θα. εξηγήσετε γιατί οι βασανισμένοι άνθρωποι αυτού του τό­που, του πολυπατημένου από ξένους κάθε λογής, δεν αισθάνονται ακό­μη εντελώς δικό τους το Κράτος. Ας μην τους καταλογίζουμε αναρχισμό, αφού η μοίρα τους έγραφε να μην είναι νοικοκυραίοι στο σπίτι τους και να μην αφήνονται ήσυχοι να φτιάχνουν με τη δική τους ζωή και μέ;σ” από τη δική τους ιστορία τους κοινωνικούς των θεσμούς.
22 Ιουλίου 1948
(Ε.Π. Παπανούτσος, Εφήμερα-Επίκαιρα-Ανεπίκαιρα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1980, α. 160-63)
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΠΕΡΙΛΗΨΗ
(Από το Βιβλίο του Καθηγητή «Έκφραση- Έκθεση», τεύχος Β’, ΟΕΔΒ)
Στο κείμενο «Κράτος και Νεοέλληνες», ο συγγραφέας μετα­φέρει στην αρχή τη θέση κάποιου δημόσιου υπαλλήλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κράτος, ως συγκεκριμένο βίωμα, λείπει από τους Νεοέλληνες. Αιτιολογεί τη θέση του (ο δημόσιος υπάλληλος) αναφερόμενος στην αδιαφορία και στην εχθρότητα που δείχνουν οι πολίτες απέναντι στο κράτος και δίνει την προσωπική του ερμηνεία, ότι δηλαδή πιθανόν να υπάρχει μια τάση αναρχισμού στους Έλληνες. Αντίθετα,ο συγ­γραφέας διατυπώνει την άποψη ότι η ερμηνεία για τον αναρχισμό δεν ευσταθεί. Πα­ραθέτει μια σειρά από αίτια, για να εξηγήσει την εχθρότητα των Νεοελλήνων προς το κράτος: αίτια ψυχολογικά, κοινωνικά, την κακοδιοίκηση που υφίστανται, τους ξε­νόφερτους διοικητικούς και πολιτιστικούς θεσμούς που δεν ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες τους κ.ά. Προσθέτει στον προβληματισμό του και την παγκόσμια κρίση που υφίσταται η έννοια του κράτους. Καταλήγει ότι, εξαιτίας των λόγων που προ­ανέφερε, οι Έλληνες αισθάνονται ξένοι στον τόπο τους, με αποτέλεσμα να εκδηλώ­νονται αρνητικά, χωρίς οι εκδηλώσεις αυτές να δηλώνουν διάθεση αναρχισμού.

Αμαρτήματα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης

Δύο είναι, κατά τη γνώμη μου, τα αμαρτήματα των M.M.E. Το πρώτο έχει σχέση με την ίδια την υπόστασή τους και το δεύτερο με τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω απ’ αυτά. Υποτίθεται πως, ως μέσα μαζικής πληροφόρησης, πρέπει, δεοντολογικά, να δίνουν στους ακροατές ή θεατές τους μια σωστή πληροφόρηση. Τέτοια πληροφόρηση, για πολλούς λόγους, δεν μπορούν να δώσουν. Όσα συμβαίνουν στον κόσμο είναι πολυεδρικά και πολυσήμαντα. Τα M.M.E. είναι αδύνατον να δουν τα πράγματα απ’ όλες τους τις μεριές. Εμποδίζονται από την ταχύτητα των γεγονότων και το κυνήγι της επικαιρότητας. Τρέχουν να προλάβουν· να νικήσουν, αν είναι δυνατόν, το χρόνο. Για να αγγίξουμε όμως την αλήθεια, πρέπει να σταθούμε. Με τη στάση μπορούμε να αποστασιοποιηθούμε από τα γεγονότα και να τα εξετάσουμε από περισσότερες πλευρές. Όταν είμαστε στο ποτάμι, δεν μπορούμε να δούμε πού πηγαίνει και τι κουβαλά και από πού το κουβαλά. Εκείνο που αισθανόμαστε είναι η δίνη που μας παρασύρει και τίποτε άλλο. Αυτή η δίνη μεταποιείται σε συναισθηματική φόρτιση, μια φόρτιση που μας οδηγεί σε χειρονομίες και κραυγαλέους λόγους κενούς. Τέτοιοι λόγοι μένουν συνήθως στην επιφάνεια και αντιστρατεύονται την ουσία.
Χειρότερα γίνονται τα πράγματα με την τηλεόραση. H εικόνα και το χρώμα μάς θαμπώνουν και θολώνουν την ευθυκρισία μας. Μειώνουν ή μεγεθύνουν τα γεγονότα. Αποκρύπτουν λεπτομέρειες αλλά και υπερτονίζουν άλλες. Είναι φευγαλέα και δε μας αφήνουν περιθώρια να εμβαθύνουμε. Μένουμε πάντα με την πρώτη εντύπωση.
Άλλο μειονέκτημα των M.M.E. είναι η χειμαρρώδης ροή των πληροφοριών. Βομβαρδιζόμαστε κυριολεκτικά με πληροφορίες, όχι μόνον τοπικού αλλά και παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Αυτή η πληθώρα πληροφοριών ταράζει την ατομική αλλά και την εθνική μας ισορροπία. Είναι αδύνατον πια ο άνθρωπος να μπορέσει να χωνέψει όλο αυτό το υλικό, δίχως να χάσει, ως ένα βαθμό, αυτή την ισορροπία. Από την άλλη, η ιδιαιτερότητα του εθνικού πολιτισμού κινδυνεύει να εξαφανισθεί και η παράδοση να απεμποληθεί. Όσο και να θέλουμε να κρατήσουμε τις παραδόσεις μας, ο κραδασμός που υφιστάμεθα από την εισβολή αλλοτρίων τρόπων ζωής –παραμορφωτικών τις πιο πολλές φορές– είναι τόσο μεγάλος, που στο τέλος η παράδοση εξασθενίζει και δεν είναι ικανή να θρέψει το καινούριο. O παραδοσιακός συγκρητισμός των πολιτισμών είχε πίστωση χρόνου. Το αλλότριο ενσωματωνότανε φυσιολογικά στο γηγενές και η εξέλιξη ήταν σχεδόν ομαλή.
Tα πιο πάνω αρνητικά στοιχεία είναι σύμφυτα με την ίδια τη φύση των M.M.E. Το δεύτερο αμάρτημα έχει σχέση με όσους εμπλέκονται σ’ αυτά. Πίσω από το μικρόφωνο ή την τηλεοπτική κάμερα δε στέκονται, κατά κανόνα, ολοκληρωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι νιώθουν την ευθύνη που έχουν απέναντι στην κοινωνία, στους θεσμούς της και την ιστορία της. Ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος, χάριν της ακροαματικότητας και της δικής τους προβολής, να διολισθήσουν στο λαϊκισμό. O λαϊκισμός, τελικά, είναι το ήθος των M.M.E. Από τη στιγμή που αυτά επιδιώκουν, πάση θυσία, ακροαματικότητα και θεαματικότητα, είναι επόμενο να κολακεύουν το φτηνό γούστο του ακροατή ή θεατή. Από καλοί γίνονται κακοί παιδαγωγοί του λαού. Δεν κατεβαίνουν στο λαό για να τον ανεβάσουν, αλλά υποβαθμίζουν και το λαό και τους εαυτούς τους.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της γλώσσας. O Σολωμός έλεγε πως πρέπει να κατεβούμε στο λαό, αλλά, από ’κει και πέρα, να υψωθούμε κάθετα. Έτσι, και εμείς οι ίδιοι, χωρίς να απομακρυνόμαστε από τις ρίζες μας, ανεβαίνουμε ψηλότερα στην πνευματική κλίμακα και το λαό βοηθούμε ν’ ανέβει. Τι γίνεται με τη γλώσσα των M.M.E.; Γεμάτη από σολοικισμούς και ασυνταξίες, από περιθωριακές φράσεις και ξενικές εκφράσεις. Θα ήταν άστοχη αυτή η παρένθεση, αν η επίδραση των M.M.E. στο γλωσσικό αισθητήριο του λαού, και γενικά στην εξέλιξη της γλώσσας, ήταν περιορισμένη. Δυστυχώς όμως τα M.M.E. υποκατέστησαν σχεδόν όλα τα παραδοσιακά σχολεία και πήραν τη γλωσσική παιδεία (ίσως και όλη την παιδεία) στα χέρια τους. H επίδραση του σχολείου, όσες προσπάθειες κι αν καταβάλει κι όσες μεθοδολογίες κι αν εφεύρει, είναι περιορισμένη. Ούτε το οικογενειακό περιβάλλον επιδρά όσο άλλοτε. Ούτε γιαγιά υπάρχει με τα παραμύθια της ούτε παππούς. Έτσι, η ανέκαθεν κληροδοτούμενη κουλτούρα (η γλώσσα είναι η σημαντικότερή της μορφή) ξέφυγε από τα χέρια των παραδοσιακών φορέων της. Tα M.M.E. έγιναν τα σημαντικότερο πια σχολείο και το πιο αποτελεσματικό.
Μια κι έτσι έχουν τα πράγματα, οι άνθρωποι που δουλεύουν στα M.M.E. πρέπει να είναι επαρκείς από κάθε άποψη. Επαρκείς στη γνώση τού αντικειμένου τους, επαρκείς στη γενική τους συγκρότηση και, προπάντων, άνθρωποι με ήθος. Απαιτούμε από τους δασκάλους καλή κατάρτιση και ήθος. Γιατί δεν πρέπει να απαιτούμε το ίδιο και από εκείνους που δουλεύουν στα M.M.E., εφόσον, όπως είπα, και αυτοί εκτελούν έργο δασκάλου; Κι αν μιλούμε για λειτούργημα για τις καθιερωμένες μορφές παιδείας, γιατί να μη μιλούμε και για τον τύπο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση; Όμως, το λειτούργημα συνεπάγεται και ορισμένες υποχρεώσεις. Αν όσοι εργάζονται στα M.M.E. δεν είναι ολοκληρωμένες προσωπικότητες, τίμιες και υπεύθυνες, πώς θα παραγάγουν έργο τίμιο και υπεύθυνο;
Εύκολες λύσεις για τη σωστή λειτουργία των M.M.E. δεν υπάρχουν. Μπορεί, φυσικά, να λέμε πως πρέπει ο πολίτης να θωρακιστεί με τη σωστή παιδεία, έτσι που να αντέχει στα τυχόν δηλητηριώδη βέλη των M.M.E. Όμως, ο πολίτης διαμορφώνεται, εξ απαλών ονύχων, απ’ αυτά. Το παιχνίδι είναι χαμένο από την αρχή. Ίσως ίσως κάποια αποτελέσματα να φέρουν οι συντονισμένες προσπάθειες των πνευματικών και πολιτικών ανθρώπων, που πρέπει να κινηθούν προς δυο κατευθύνσεις: στη διαφώτιση του κοινού και στην επάνδρωση των M.M.E. Προσπάθειες και οι δυο πολύ δύσκολες σε μια κοινωνία που καταναλώνει άπληστα κάθε είδος προσφερόμενο. Και ό,τι προσφέρεται από τα M.M.E. είναι κατ’ εξοχήν καταναλώσιμο και όσο πιο εύπεπτο και φανταχτερό είναι, τόσο πιο εύκολα γίνεται αποδεκτό. Οι καιροί για όλο τον κόσμο, και ιδιαίτερα για τον τόπο μας, είναι πολύ δύσκολοι.

Κυριάκος Πλησής

Περίληψη:
Ο συγγραφέας αναφέρεται στις αρνητικές πτυχές των Μ.Μ.Ε. και των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτά. Αρχικά επισημαίνει πως είναι αδύνατη η έγκυρη ενημέρωση, αφού για χάρη του επίκαιρου δεν εξετάζονται με πληρότητα τα γεγονότα. Ενώ, συνάμα, η δύναμη της εικόνας υπονομεύει τη λογική επεξεργασία των ειδήσεων. Επιπλέον, η πληθώρα των ειδήσεων καθιστά αφενός ανέφικτη την ορθή τους κατανόηση κι αφετέρου απειλεί την πολιτιστική μας ακεραιότητα, λόγω των συνεχών ξενικών επιδράσεων. Κατόπιν, σχετικά με τους ανθρώπους των Μ.Μ.Ε. υποστηρίζει πως στερούνται την αναγκαία ηθική και γνωστική αρτιότητα. Οι δημοσιογράφοι λαϊκίζουν, δεν έχουν πλήρη συναίσθηση της ευθύνης του επαγγέλματός τους, και, παράλληλα, ενώ σχεδόν υποκαθιστούν το σχολείο, ζημιώνουν την ελληνική γλώσσα εξαιτίας της ελλιπούς καλλιέργειάς τους. Ο συγγραφέας καταλήγει πως προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν αυτά τα φαινόμενα θα πρέπει να ενισχυθεί η κριτική αντίληψη του κοινού και να επανδρώνονται με συγκροτημένους ανθρώπους τα Μ.Μ.Ε.
[Λέξεις: 141]

Τα ΜΜΕ και η Δημοκρατία του 21ου αιώνα

Η αρχή του 21ου αιώνα καθιερώνει για το καλύτερο και για το χειρότερο, τον θρίαμβο των ΜΜΕ. Και αυτό κάτω από τον διπλό αστερισμό της εικόνας και της στιγμής. Η εικόνα αναδεικνύει την κυριαρχία του συναισθήματος πάνω στη λογική και στη γνώση, ενώ η στιγμή, τυραννική και επιθετική, διώκει τη διάρκεια και εξουδετερώνει τη μνήμη. Μέσα λοιπόν σε αυτό το νέο περιβάλλον, το οποίο κυριαρχείται από την «άχρηστη γνώση» και από την «πολιτική-θέαμα-ψέμα», τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά και ζωτικά.
Πρέπει να τιθασευτεί η ισχύς των ΜΜΕ; Και αν ναι, με ποιον τρόπο; Πού σταματά η ευθύνη των δημοσιογράφων; Τι είναι τελικά η ελευθερία του Τύπου; Ποιες σχέσεις διατηρούν τα ΜΜΕ με την πολιτική εξουσία και με τη Δικαιοσύνη; Πόσο θέατρο παίζουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι; Οι πωλητές τρόμου και μαζικής βλακείας ασκούν δημοσιογραφικό έργο; Ποια η στάση του πολίτη απέναντι στην ψευδολογία, στη λασπολογία και στη συνειδητή παραπλάνησή του; Γιατί η νοθεία τιμωρείται στο εμπόριο και στη βιομηχανία και όχι στη δημοσιογραφία;
Οι πιθανές απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα θα αποτελούσαν έναυσμα για βαθύ προβληματισμό. Έναν προβληματισμό άγνωστο στη χώρα μας, σε μια περίοδο που ο λαϊκισμός, ο ρατσισμός, η παραπληροφόρηση και η υπεραπλούστευση τείνουν να γίνουν μόνιμο δημοσιογραφικό καθεστώς. Με αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να συγχέει την πληροφορία με το εύκολο και το ευτελές και τελικώς να μεταβάλλεται σε χύδην όχλο. Τίθεται έτσι ένα σοβαρό πρόβλημα ποιότητας της δημοκρατίας. Όταν οι ειδήσεις κατασκευάζονται και τα συνθήματα προεπιλέγονται από τους παραγωγούς ειδήσεων, τότε για ποια δημοκρατία μπορούμε να ομιλούμε; Και σε ποιους;
Οι απίστευτες πρόοδοι των τεχνολογιών της πληροφόρησης και το στιγμιαίο της διάχυσης των πληροφοριών, σε συνδυασμό με την ηγεμονία της τηλεόρασης, άλλαξαν σε βάθος το δημοσιογραφικό τοπίο. Σήμερα, ο δημοσιογράφος είναι θεατής του μεγάλου παγκόσμιου θεάτρου, τις παραστάσεις του οποίου πρέπει να μεταφέρει «έντιμα και πιστά». Δυστυχώς, όμως, τα σημερινά ΜΜΕ όχι μόνον «οικοδομούν τη δική τους πραγματικότητα και άρα σμιλεύουν την κοινή μας ιστορία», αλλά αλλάζουν κατά βούληση και τα γεγονότα.
Επιπλέον, πολλές τρομοκρατικές πράξεις δεν θα γίνονταν αν δεν υπήρχαν τα τηλεοπτικά ΜΜΕ. Αρκετές βιαιότητες δεν θα γίνονταν αν οι πρωταγωνιστές τους γνώριζαν ότι καμία κάμερα δεν θα καταγράψει τα ανοσιουργήματά τους. Κατά συνέπεια, τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν αρκούνται μόνο στο να καταγράφουν την πραγματικότητα, αλλά προκαλούν και την ύπαρξή της. Πρόκειται για μία τεράστια εξουσία των ΜΜΕ έναντι της πραγματικότητας, γεγονός που δημιουργεί τεράστιες ευθύνες.
Τις νέες αυτές πραγματικότητες, οι πολιτικοί τις έχουν από καιρό καταλάβει και έχουν συνειδητοποιήσει ποια είναι η δύναμη επιρροής των τηλεοπτικών ΜΜΕ. Η εικόνα δεν έχει στα εγκεφαλικά μας νεύρα την ίδια επίδραση που ασκεί το κείμενο. Προκαλεί το συναίσθημα, αλλά όχι τη σκέψη. Αδειάζει την πολιτική από το περιεχόμενό της γιατί καλλιεργεί το στιγμιαίο και όχι το διαρκές. Συμβαίνει όμως η πολιτική να στηρίζεται στη διάρκεια και όχι στο πρόσκαιρο. Κατά συνέπεια οι συνεπείς με τον εαυτό τους πολιτικοί άνδρες θα πρέπει να αποφεύγουν τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, όταν αυτά επιδιώκουν να τους οδηγήσουν στη συνθηματολογία και την υπεραπλούστευση». Τα σύγχρονα ΜΜΕ, άλλωστε, μπορεί να συγκινούν, πλην όμως εξοστρακίζουν τη μνήμη, απεχθάνονται την σε βάθος έρευνα, ενδιαφέρονται για τα αποτελέσματα αλλά όχι για τα αίτιά τους και τελικά αναγορεύουν το επιφανειακό και το υπεραπλουστευμένο σε κυρίαρχο τρόπο σκέψης.
Η τηλεόραση μπορεί να χρησιμοποιεί τη δικτατορία του στιγμιαίου, για να ντύνει όπως αυτή θέλει την πραγματικότητα και άρα να νοθεύει την ιστορική μνήμη. Στο πλαίσιο αυτό αρκετοί δημοσιογράφοι είναι συνένοχοι των πολιτικών και τους διευκολύνουν να μετατρέπουν την πολιτική τέχνη σε τεχνική ψευδολογίας. Το φαινόμενο είναι απαράδεκτο και προσβλητικό για την κοινωνία των πολιτών, πλην όμως υπάρχει και κατέχει δεσπόζουσα θέση. Όλα αυτά οδηγούν σε ολισθηρούς δρόμους τη δημοσιογραφία και δημιουργούν τεράστιες ευθύνες σε δημοσιογράφους, εκδότες, πολιτικούς και ιδιοκτήτες ΜΜΕ.
Κατά τη γνώμη μας, μοναδικό αντίδοτο στην όχι ευχάριστη κατάσταση των ΜΜΕ είναι η σε βάθος εκπαίδευση και επιμόρφωση των δημοσιογράφων, η καλλιέργεια κριτικού πνεύματος στο ευρύ κοινό και η ανάδειξη μιας «άλλης πληροφόρησης». Ενός διαφορετικού δηλαδή τρόπου άντλησης και επεξεργασίας πληροφοριών, οι οποίες θα στηρίζονται στον γραπτό λόγο και όχι στη στιγμιαία εικόνα. Είναι καιρός, με άλλα λόγια, η έντυπη δημοσιογραφία να αφυπνιστεί και να αναλάβει την πρωτοβουλία να προωθήσει πρακτικές που θέλουν να απευθύνονται σε πολίτες και όχι σε υπηκόους.

Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος [Διασκευασμένο κείμενο]

Ενδεικτική Περίληψη:

Ο συγγραφέας αναφέρεται στην κυριαρχία των ΜΜΕ και την επίδραση που ασκούν στην πολιτική πράξη, αλλά και τη δημοκρατία εν γένει. Αρχικά τονίζει το ρόλο που διαδραματίζουν σ’ αυτά η εικόνα και το επίκαιρα στιγμιαίο. Έπειτα, θέτοντας καίρια ερωτήματα για τη δύναμη και τη θεμιτή λειτουργία των ΜΜΕ, αναδεικνύει την ελλιπή ποιότητά τους στη χώρα μας· έλλειψη που ενέχει κινδύνους ακόμη και για την δημοκρατία. Άλλωστε, όπως σχολιάζει, οι δημοσιογράφοι τείνουν να αποδίδουν τα γεγονότα, όπως οι ίδιοι το επιθυμούν, παραποιώντας την πραγματικότητα. Ενώ, συνάμα, τα ΜΜΕ έχουν τη δύναμη να παρακινούν ακόμη και σε βίαιες πράξεις τους πολίτες. Πρόκειται για την ισχυρή επιρροή της εικόνας, που αξιοποιείται εύλογα από τους πολιτικούς, με τη συνέργεια μάλιστα των ίδιων των δημοσιογράφων. Διαπίστωση που οδηγεί τον συγγραφέα σ’ ένα κάλεσμα για επιστροφή στην αντικειμενικότητα της έντυπης δημοσιογραφίας.

[Λέξεις: 135]

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης