τού Χαρίδημου Ξενικάκη
Ο όρος λαϊκισμός
βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο (ή στην κατακλείδα) των συζητήσεων γύρω από
φαινόμενα διαφθοράς ή δυσλειτουργίας τής κοινωνίας, και προπαντός τής πολιτικής
ζωής. Στην κοινή αντίληψη, μάλιστα, ο λαϊκισμός συνδέεται αποκλειστικά με την
πολιτική και ενίοτε λογίζεται ως συνώνυμο τής εγχώριας πολιτικής σκηνής. Άλλωστε,
σύμφωνα με το «Χρηστικό Λεξικό» τής Ακαδημίας Αθηνών[1],
«λαϊκισμός» είναι «πολιτική πρακτική παραπλάνησης, κολακείας και εφησυχασμού
του λαού καθώς και παροχής διευκολύνσεων, με στόχο την καθοδήγηση και
χειραγώγησή του». Στο σχετικό σχόλιο το λεξικό Μπαμπινιώτη[2]
διακρίνει τον λαϊκισμό από τη λαϊκότητα: «Οι δύο λέξεις αποτελούν τις δύο όψεις
τής έννοιας ‘λαϊκός’: την εύσημη, που είναι η λαϊκότητα, δηλ. το γνήσιο λαϊκό
στοιχείο με χαρακτηριστικά την απλότητα και τη λιτότητα, και την κακόσημη
πλευρά που είναι ο λαϊκισμός, δηλ. το ψεύτικο, φτειαχτό λαϊκό στοιχείο, που
μιμείται τη συμπεριφορά τού λαού, για την εκμεταλλευθεί (πολιτικά, κοινωνικά,
καλλιτεχνικά, κ.λπ)».
Όπως γίνεται φανερό, κοινός τόπος των παραπάνω ορισμών είναι το στοιχείο
τής παραπλάνησης, που σημαίνει αναπόφευκτα ότι ο λαϊκισμός επιτυγχάνει τον
στόχο του, όταν δεν γίνεται αντιληπτός. Γι’ αυτό ίσως συχνά περνούν
απαρατήρητες άλλες περιπτώσεις λαϊκισμού, έξω από τη στενά «πολιτική» συνδήλωση
τού όρου. Ωστόσο, μια ευρύτερη και περισσότερο διεισδυτική προσέγγιση επιτρέπει
την αναγωγή τού λαϊκισμού και σε άλλα πεδία τής καθημερινής ζωής, όπου υφέρπει.
Ανάμεσα σ’ αυτά, ξεχωριστή θέση έχει η εκπαίδευση, όπου ο λαϊκισμός ενδημεί –και
λανθάνει- σε διάφορες μορφές.
Η μελέτη τού λαϊκισμού στον χώρο τής εκπαίδευσης προϋποθέτει μεθοδολογικά
το ερώτημα «ποιος ασκεί λαϊκισμό και για ποιο λόγο;». Εξάλλου, η έκφραση τού
λαϊκισμού προϋποθέτει έναν πομπό, δηλαδή κάποιον που μιμείται το λαϊκό
στοιχείο, κι ένα κοινό, δηλαδή τους δέκτες των λαϊκιστικών εκδηλώσεων, από τους
οποίους ο πομπός προσδοκά να αποκομίσει κάποια οφέλη. Στην πολιτική ο λαϊκισμός
εντοπίζεται στον πολιτικό λόγο και στις πράξεις των φορέων του, με στόχο τον
προσεταιρισμό τής κοινής γνώμης ή την προσέλκυση ψηφοφόρων-πελατών. Mutandis mutandis, στην εκπαίδευση ο
λαϊκισμός μπορεί να αναζητηθεί σε πρακτικές των φορέων της – κυρίως των
εκπαιδευτικών- με στόχο την εύνοια τού «κοινού» στο οποίο απευθύνονται, δηλαδή
των μαθητών (και δευτερευόντως των γονέων και κηδεμόνων τους ή ακόμη και των
συναδέλφων τους εκπαιδευτικών ή των προϊσταμένων). Εν προκειμένω, εξαιρείται ο
λαϊκισμός εκ μέρους των εκπροσώπων τού Υπουργείου Παιδείας, αφού, μολονότι
αφορά στην εκπαίδευση, εντούτοις έχει πολιτικά κίνητρα. Αν όμως στην πολιτική ο
στόχος τού λαϊκισμού είναι στενά συμφεροντολογικός (αυτοπροβολή, εκλογή,
προσωπικές φιλοδοξίες, κ.λπ), τι συμβαίνει αντίστοιχα στην περίπτωση των κοινώς
λεγόμενων «λειτουργών τής εκπαίδευσης»;
Όπως γίνεται φανερό, στον χώρο τής δημόσιας – τουλάχιστον- εκπαίδευσης,
το απότοκο τού λαϊκισμού δεν μπορεί να αποτιμηθεί με τους ίδιους όρους που
ισχύουν στην πολιτική. Άλλωστε, η ιδιαιτερότητα τού εκπαιδευτικού έργου, που
προκαλεί συζητήσεις αν πρόκειται περισσότερο για επάγγελμα ή για λειτούργημα,
καθιστά σαφές ότι ένας δάσκαλος δεν μπορεί να αποκομίσει υλικά οφέλη εφάμιλλα
με εκείνα ενός λαϊκιστή πολιτικού. Επομένως, στην περίπτωση των εκπαιδευτικών
το διακύβευμα δεν είναι άμεσα αποτιμητό
σε χρήμα. Αντίθετα, ο στόχος τού λαϊκισμού εδώ πρέπει να αναζητηθεί στις
παραμέτρους που στοιχειοθετούν το προφίλ ενός επιτυχημένου εκπαιδευτικού.
Μεταξύ αυτών, καίρια θέση κατέχουν η συμπάθεια των μαθητών και των γονέων τους,
τα επιτυχή αποτελέσματα των τελευταίων σε εξετάσεις αξιολόγησης και η υπόληψη
στην κοινότητα των εκπαιδευτικών και των προϊσταμένων. Με άλλα λόγια, ο «άξιος
λειτουργός τής εκπαίδευσης» δεν ορίζεται αντικειμενικά, αλλά μέσα από τις
κρίσεις των ατόμων που έρχονται σε επαφή με το έργο του (μαθητές, γονείς,
εκπαιδευτικοί, προϊστάμενοι). Επομένως, το πεδίο εφαρμογής τού λαϊκισμού στην
εκπαίδευση οριοθετείται ακριβώς από τον βαθμό στον οποίο ένας εκπαιδευτικός
δύναται να επηρεάσει τις κρίσεις των εμπλεκόμενων ατόμων για τον ίδιο.
Η στάση προς τους μαθητές
Και βέβαια, τα
συνήθη θύματα τέτοιων προσπαθειών χειραγώγησης είναι οι μαθητές. Άλλωστε, είναι
γενικά παραδεκτό ότι οι νέοι είναι ελάχιστα καχύποπτοι κι, ως εκ τούτου,
ευεπίφοροι στην παραπλάνηση. Στην περίπτωση των εφήβων, βέβαια, η συνθήκη αυτή
αμβλύνεται, γεγονός που καθιστά δυσκολότερη την απόπειρα προσεταιρισμού τους.
Όμως, όσο περισσότερο οι έφηβοι αμφισβητούν τους «μεγάλους», τόσο οι
εκπαιδευτικοί παροτρύνονται να αποδυθούν τον ρόλο αυτό και να γίνουν αποδεκτοί
ως «δικοί τους». Έτσι, στην περίπτωση αυτή μια συνήθης εκδήλωση λαϊκισμού
αποτελεί η απομίμηση εφηβικών συμπεριφορών εκ μέρους των διδασκόντων, είτε
πρόκειται για λεκτικές επιλογές τής αργκό είτε για ενδυματολογικές τάσεις, είτε
για σωματικές εκδηλώσεις οικειότητας (όπως ο χαιρετισμός με χτύπημα στις
παλάμες, οι εναγκαλισμοί κ.λπ). Με αυτό τον τρόπο ενθαρρύνονται ανάλογες
συμπεριφορές και εκ μέρους των μαθητών, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι
καταργείται η κοινωνική απόσταση ανάμεσά τους. Αυτή η ψευδαίσθηση μπορεί να
εδραιωθεί ακόμη και με την κατάργηση των τυπικών προσφωνήσεων και τής χρήσης του
πληθυντικού ευγενείας.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται (αντι-)παιδαγωγικές πρακτικές που
αποσκοπούν στην απόσπαση τής εύνοιας των μαθητών. Εδώ εντάσσονται αδιαβάθμητες
παροχές προνομίων (όπως, για παράδειγμα, η ευνοϊκή βαθμολόγηση χωρίς εμφανή κριτήρια)
και η ουσιαστική κατάργηση τής αξιολόγησης (π.χ. με την πρόωρη αποκάλυψη των
θεμάτων των εξετάσεων). Παράλληλα, ο λαϊκιστής εκπαιδευτικός εφαρμόζει μια
εκδοχή διαφοροποιημένης παιδαγωγικής που στοχεύει, όχι στην προώθηση τής
μαθητείας, αλλά στη δημιουργία εντυπώσεων. Στο πλαίσιο αυτό, υποχωρεί στα
αιτήματα των μαθητών για λιγότερη εργασία για το σπίτι ή αποφεύγει την
προφορική ή γραπτή εξέτασή τους. Στην περίπτωση, μάλιστα, των γραπτών
δοκιμασιών, «κάνει τα στραβά μάτια» σε περιπτώσεις αντιγραφής ή ακόμη και τις
ενθαρρύνει.
Στο επίπεδο τής κοινωνικής αγωγής, ο λαϊκιστής εκπαιδευτικός κολακεύει
τις επιλογές των μαθητών του (ενδυματολογικές, λεκτικές, κλπ) και αποφεύγει
συστηματικά τις σοβαρές επιπλήξεις, ακόμη και σε ακραίες συμπεριφορές (π.χ. σχολικού
εκφοβισμού). Από την άλλη πλευρά, ενδέχεται για ήσσονος σημασίας περιστατικά να
απευθυνθεί με προσποιητή αυστηρότητα σε κάποιους μαθητές, πάντα όμως
χρησιμοποιώντας το ύφος ή την ιδιόλεκτο των νέων (ακόμη και το σχετικό
υβρεολόγιο), ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι μιλάει «σαν αυτούς», κι άρα
προκαλώντας τη θυμηδία και εντέλει την συμπάθεια των παριστάμενων (ενίοτε ακόμη
και των θιγομένων). Ωστόσο, αποφεύγει να υποστηρίξει θέσεις που θα έστρεφαν
κάποιους μαθητές εναντίον του, ενώ αντίθετα δε διστάζει να εκφράσει και ο ίδιος
απόψεις που ενστερνίζεται μια πλειονότητα μαθητών, αδιαφορώντας για τους
κανόνες πολιτικής ορθότητας (ενδέχεται, επί παραδείγματι, να χρησιμοποιήσει
ρατσιστικές εκφράσεις).
Συνολικά, ο λαϊκιστής εκπαιδευτικός επιδιώκει να «πουλήσει τον εαυτό του»
στους μαθητές, ώστε να αποσπά θετικές κριτικές και να οικοδομήσει το προφίλ τού
επιτυχημένου δασκάλου. Για να το κατορθώσει, διαφημίζει τις γνώσεις ή τους
τίτλους σπουδών του, την πείρα του ή τις επιτυχίες παλαιότερων μαθητών. Και
φυσικά, τέτοιου είδους επιτυχίες εγγράφονται στο βιογραφικό του, ενώ αντίθετα
αποσιωπώνται συστηματικά οι ενδεχόμενες αποτυχίες, για τις οποίες ευθύνονται
αποκλειστικά οι ίδιοι οι μαθητές! Ιδιαίτερα στο πεδίο των πανελλαδικών
εξετάσεων, οι λαϊκιστές καυχώνται για τις υψηλόβαθμες σχολές που πέτυχαν οι
μαθητές τους ή ακόμη επαγγέλλονται την ειδίκευσή τους στην προετοιμασία των
υποψηφίων γι’ αυτές. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα μυθεύματα σχετικά με
την ικανότητα τού εκπαιδευτικού «να πιάνει τα θέματα» των εξετάσεων,
εδραιώνοντας έτσι συνειδήσεις των υποψηφίων τον τίτλο τού κατάλληλου για την
προετοιμασία στις πανελλαδικές εξετάσεις.
Η στάση προς τους συναδέλφους και
προϊσταμένους
Την ίδια στιγμή,
η άνευ όρων επιδίωξη προσεταιρισμού των μαθητών ενδέχεται να διολισθήσει προς
μια κατεύθυνση που ωφελεί τον λαϊκιστή εκπαιδευτικό, αλλά ταυτόχρονα βλάπτει
τους συναδέλφους του. Δεν είναι σπάνια τα φαινόμενα παραβίασης τής
επαγγελματικής δεοντολογίας, κατά τα οποία ένας δάσκαλος αντιπαραβάλλει έμμεσα
τη δική του αξιοσύνη με την ανεπάρκεια συναδέλφων του, τής ίδιας ή και
διαφορετικής ειδικότητας. Αυτή η στάση μπορεί να εκδηλωθεί όχι μόνο με
μειωτικούς χαρακτηρισμούς ή ειρωνικά σχόλια απέναντι στις μεθόδους ή την
κατάρτιση των τελευταίων, αλλά και με αντίστοιχες αναφορές στην προσωπική τους
ζωή. Μάλιστα, πρόσφορο έδαφος για τέτοιου είδους λαϊκιστικές συμπεριφορές
αποτελούν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένοι μαθητές έχουν εκφράσει τη
δυσαρέσκειά τους για κάποιον διδάσκοντα. Είναι πολύ πιθανό τότε ο λαϊκιστής
εκπαιδευτικός να αδράξει την ευκαιρία, υποστηρίζοντας (πάντα) τη θέση των
μαθητών κι ενισχύοντας ταυτόχρονα την ήδη αρνητική διάθεση εις βάρος τού
συναδέλφου. Παράλληλα, ο λαϊκιστικής δε διστάζει να παροτρύνει τους μαθητές που
έχει προσεταιριστεί να μεταφέρουν στους προϊσταμένους διευθυντές τη δυσαρέσκειά
τους για τον συνάδελφο και την προτίμησή τους προς τον ίδιο. Τελικά, συμπεριφορές
σαν αυτές που μνημονεύτηκαν παραπάνω προδίδουν την ανάγκη τού εκπαιδευτικού να
κερδίσει την εύνοια των μαθητών του με τον εύκολο τρόπο: απευθυνόμενος στο
θυμικό τους και χειραγωγώντας τις κρίσεις τους υπέρ του.
Ο λαϊκιστής εκπαιδευτικός, ωστόσο, ενδέχεται να εκδηλώσει ανάλογες
συμπεριφορές και προς τους συναδέλφους του. Σ’ αυτή την περίπτωση η έκφραση τού
λαϊκισμού περιλαμβάνει την κολακεία και την οικειοποίηση στάσεων και αντιλήψεων
ευρέως αποδεκτών στην κοινότητα, όπως είναι τα σκωπτικά σχόλια σε βάρος μαθητών
(εν τη απουσία των τελευταίων, φυσικά) και η αναπαραγωγή κλισέ εκφράσεων, όπως
«αυτός είναι έξυπνος» / «τού κόβει» / «ο τάδε είναι καλός» / «ο δείνα είναι
τούβλο» κ.λπ. Άλλωστε, το κουτσομπολιό δεν αποτελεί αποκλειστικό γνώρισμα των
μαθητών, αλλά είναι μια πρακτική συνήθης μεταξύ εκπαιδευτικών που υποπίπτουν σε
μικροπρεπείς συζητήσεις γύρω από την προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση μαθητών
τους. Με τον τρόπο αυτό, πάντως, τονίζεται μια στρεβλή αίσθηση συλλογικής
ταυτότητας, στην οποία ο λαϊκιστής εκπαιδευτικός επιδιώκει να μετέχει,
προκειμένου να απολαμβάνει την εύνοια των συναδέλφων του.
Ανάλογη σπουδή επιδεικνύεται, βέβαια, και ως προς τους προϊσταμένους. Ο
λαϊκιστής εκπαιδευτικός, προκειμένου να αποκομίσει την εύνοια των ανωτέρων του,
μπορεί να υποδυθεί τους ρόλους που κρίνει ότι θα τον ωφελήσουν προς αυτή την
κατεύθυνση. Συνήθη μορφή λαϊκιστικής συμπεριφοράς εν προκειμένω συνιστά η
κολακεία, που – ανάλογα με την ανταπόκριση που συναντά- μπορεί να εκφραστεί ως «αυθόρμητη»
συμπάθεια προς τον προϊστάμενο ή αμέριστη συναίνεση προς τις απόψεις και τις
υποδείξεις του. Παράλληλα, ο εκπαιδευτικός ενδέχεται να επιδείξει υπερβάλλοντα
ζήλο ενώπιον των προϊσταμένων του, ικανοποιώντας αυτοστιγμεί όλα τους τα
αιτήματα και διαφημίζοντας ταυτόχρονα την προθυμία και ακάματη διάθεση
προσφοράς που τον διακρίνει. Την ίδια στιγμή, μπορεί να υποσκελίσει τους
συναδέλφους που «αμέλησαν» να εκτελέσουν τις υποχρεώσεις τους, ή ακόμη και να
εκφραστεί υποτιμητικά εις βάρος τους (πάντα εν τη απουσία των τελευταίων),
δηλώνοντας, επί παραδείγματι, πόσο δύσκολο είναι να συνεργαστεί μαζί τους λόγω
απροθυμίας ή ραθυμίας των τελευταίων. Ακόμη, ενδέχεται να μεταφέρει σε πλάγιο
λόγο τα πάντα επαινετικά σχόλια των μαθητών του, που οπωσδήποτε τον αγαπούν και
τον σέβονται, ενώ προκρίνουν τις δικές του μεθόδους έναντι άλλων δασκάλων.
Η στάση των διευθυντών εκπαίδευσης
Εκτός, όμως, από
τους εκπαιδευτικούς, πομποί λαϊκιστικών μηνυμάτων καθίστανται συχνά και οι
διευθυντές τής εκπαίδευσης. Η φανερή ή λανθάνουσα κολακεία προς τους μαθητές, η
παροχή προνομίων στα μέλη των μαθητικών συμβουλίων και η προσποιητή προσήνεια
συνιστούν συνήθεις απόπειρες προσεταιρισμού των μαθητών. Άλλωστε, σε
περιπτώσεις παραβίασης των κανόνων, η υπερβολική ελαστικότητα ή ακόμη και η
πλήρης ατιμωρησία οικοδομούν στις συνειδήσεις των μαθητών το προφίλ τού «καλού»
διευθυντή. Επιπρόσθετα, η διοργάνωση σχολικών εκδρομών ή πολιτιστικών
εκδηλώσεων μπορούν να παρουσιαστούν ως τεκμήρια τής εύνοιας των διευθυντών προς
τους μαθητές, με την προσδοκία ανταπόδοσής της από τους τελευταίους. Μάλιστα,
ειδικά οι σχολικές εκδρομές όχι μόνο γίνονται ενθουσιωδώς αποδεκτές από τις
μαθητές, αλλά ενδέχεται να επιφέρουν και χρηματικά οφέλη σε διευθυντές που
αναλαμβάνουν τη διοργάνωσή τους. Οπωσδήποτε, η προβολή τέτοιων δραστηριοτήτων
ως επιβράβευσης καθιστά το καθημερινό μάθημα συνώνυμο τής τιμωρίας, γεγονός που
βλάπτει συνολικά την εκπαιδευτική διαδικασία.
Σε ό,τι αφορά στην ιδιωτική εκπαίδευση, οι εκδηλώσεις τού λαϊκισμού εκ
μέρους των διευθυντών εκπαίδευσης μπορεί να προσλάβει και άλλες μορφές. Κι αυτό
διότι δεν έχουν ως αποδέκτες μόνο τους μαθητές, αλλά και τους γονείς ή
κηδεμόνες που επωμίζονται τα έξοδα φοίτησης. Άλλωστε, η αποκομιδή οφελών από
την προσέλκυση μαθητών / σπουδαστών καθιστά τον λαϊκισμό προσφιλές μέσο
εμπορευματοποίησης τής εκπαίδευσης. Για τον σκοπό αυτό οι επιτυχίες των
σπουδαστών προβάλλονται ως τεκμήριο τής ποιότητας των παρεχόμενων «υπηρεσιών», με
αποτέλεσμα οι «καλοί» μαθητές να προωθούνται με κάθε τρόπο ως διαφημιστικό
υλικό, ενώ οι «κακές» επιδόσεις παρασιωπώνται συστηματικά. Προς την ίδια
κατεύθυνση, τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια (συμπεριλαμβανομένων των φροντιστηρίων),
επιχειρούν να διαφημιστούν με λαϊκιστικά μέσα, όπως η διοργάνωση εκδηλώσεων σε
νυχτερινά κέντρα, δηλαδή με περιεχόμενο εντελώς άσχετο με το αντικείμενο τής
εκπαίδευσης που παρέχουν. Άλλωστε, συχνά το διαφημιστικό υλικό που
χρησιμοποιούν (έντυπο, ηλεκτρονικό, τηλεοπτικό, ραδιοφωνικό) μιμείται το λαϊκό
στοιχείο και επιδιώκει την επίδραση στο θυμικό τού δέκτη, με γνώμονα τις
τεχνικές τής διαφημιστικής προπαγάνδας.
Παράλληλα, εκ μέρους τής διεύθυνσης προωθείται στο προσωπικό
(εκπαιδευτικούς, γραμματείς, κ.λπ) η αξιωματική παραδοχή ότι «ο πελάτης έχει
πάντα δίκιο». Ως απόρροια μιας τέτοιας πελατειακής σχέσης, οι διευθυντές
δηλώνουν πρόθυμοι να ικανοποιήσουν όλα τα αιτήματα των γονέων και μαθητών,
παρεισφρέοντας αυθαίρετα στα καθήκοντα των εκπαιδευτικών και ορίζοντας από
καθέδρας τον «σωστό» τρόπο διαχείρισης των ενδεχόμενων προβλημάτων. Μάλιστα, με
το ίδιο σκεπτικό, οι διευθυντές δε διστάζουν να υπονομεύσουν τους εκπαιδευτικούς,
καταλογίζοντάς σε αυτούς όλες τις ευθύνες σε περίπτωση που οι «πελάτες»
εκδηλώσουν οποιαδήποτε δυσαρέσκεια. Με αυτόν τον τρόπο οικοδομείται μια
εργασιακή συνθήκη που καθιστά τους εκπαιδευτικούς όχι απλώς διεκπεραιωτές και
τεχνοκράτες, αλλά κυρίως υπαλλήλους, που οφείλουν να ικανοποιούν με κάθε τρόπο
τους πελάτες. Η ιδιωτική εκπαίδευση, λοιπόν, φαίνεται ότι δημιουργεί πρόσφορο
έδαφος για την εκδήλωση τού λαϊκισμού, αφού η εφαρμογή του ικανοποιεί αμεσότερα
τα συμφέροντα των εργοδοτών.
Συμπέρασμα
Η μελέτη τού
λαϊκισμού στην εκπαίδευση καταδεικνύει την ευρύτητα τού φαινομένου σε όλο το
φάσμα των εμπλεκόμενων φορέων. Ωστόσο, οι ποικίλες μορφές που δύναται να
προσλάβει το φαινόμενο καθιστούν δυσχερή τον εντοπισμό του, εφόσον αποτελούν πρακτικές
που φυσικοποιούνται λόγω τής συχνότητας με την οποία εκδηλώνονται. Με άλλα
λόγια, οι λαϊκιστικές πρακτικές επιτυγχάνουν τον στόχο των φορέων τους, επειδή
ακριβώς κατορθώνουν να γίνουν μέρος μιας κανονικότητας στην εκπαιδευτική
διαδικασία. Ως εκ τούτου, η εκδήλωση μιας συμπεριφοράς, όπως αυτές που
μνημονεύτηκαν παραπάνω, δεν συνεπάγεται αυτομάτως και συνειδητή πρόθεση
χειραγώγησης εκ μέρους τού φορέα της. Πολύ συχνά, τέτοιες συμπεριφορές
λειτουργούν «παραδειγματικά» για τους εκπαιδευτικούς και υιοθετούνται εντέλει
άκριτα ως μέρος τής εργασιακής τους καθημερινότητας, με αποτέλεσμα να
αλλοτριώνονται. Και ακριβώς αυτή η παράπλευρη επίπτωση τού λαϊκισμού φαίνεται
να είναι η σοβαρότερη.