Η θεωρητική υποδομή του ναζισμού μέσα από το βιβλίο του Χίτλερ ο Αγών μου (Mein Kampf).

τής Βασιλικής Γκουντούμη και τού Χαρίδημου Ξενικάκη

Εισαγωγή
Η παρούσα έκθεση έχει ως στόχο να καταδείξει τις απόψεις και διακηρύξεις του Αδόλφου Χίτλερ περί φυλής μέσα από το έργο του ο Αγών μου (Mein Kampf) ως μια απόπειρα περιγραφής του ρατσιστικού φαινομένου μέσα από ένα χαρακτηριστικό εκφραστή του. Για την έκθεση του θεωρητικού υποβάθρου του ναζισμού χρησιμοποιήθηκε η ελληνική έκδοση του Mein Kampf σε μετάφραση Λ. Προεστίδη από τις εκδόσεις «Κάκτος» (2006). Το ακόλουθο κείμενο, επομένως, αποτελεί μια συνοπτική παρουσίαση του περιεχομένου Mein Kampf με την προσθήκη βιβλιογραφικών αναφορών που πλαισιώνουν και φωτίζουν κατάλληλα το θέμα. 

Κεφάλαιο 1
Ο Αγών μου ως έκφραση των ρατσιστικών ιδεολογικών οσμώσεων
Για τη θεώρηση του χιτλερικού έργου ως ιστορικού τεκμηρίου ρατσιστικής ιδεολογίας κρίνεται σκόπιμη μία σύντομη υπόμνηση των ρατσιστικών θεωριών που, ήδη από τα τέλη του 19ου αι., ενίσχυσαν την καλλιέργεια του εθνικισμού-παγγερμανισμού στη Γερμανία, και συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του ιδεολογικού ερείσματος του Mein Kampf.
Σε πρώτο επίπεδο, πρέπει να γίνει μνεία στον λεγόμενο «πατέρα της ρατσιστικής ιδεολογίας», το Γάλλο κόμη και διπλωμάτη Γκομπινώ (Joseph Arthur De Gobineau) (1816-1882). Το έργο του Essai sur l' inegalite des races humaines (Δοκίμιο επί της ανισότητας των ανθρωπίνων φυλών), που δημοσιεύτηκε το 1853 θεωρείται «ιδρυτικό» σε ό,τι αφορά στο πεδίο της ρατσιστικής ιδεολογίας, καθώς αποτέλεσε την «επιστημονική» βάση της ιεραρχίας των φυλών που ως ιδέα διατρέχει τον 20ό αιώνα. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι η εθνική ανισότητα είναι έμφυτη και διαρκής. Μάλιστα, τόνισε ότι η πρωτοκαθεδρία μεταξύ των φυλών ανήκει στη λευκή φυλή, και ειδικότερα στους Αρίους, ενώ μεταξύ των Αρίων ο  Γκομπινώ  προτάσσει τη γερμανική φυλή. Με αυτό τον τρόπο εγκαινιάζεται ένα ρεύμα ιδεών που είναι γνωστό ως «κοινωνικός δαρβινισμός». Με άλλα λόγια, η εξέλιξη μέσω του ανταγωνισμού ανάμεσα στα διάφορα είδη, που για τον Δαρβίνο είχε καθαρά βιολογικό χαρακτήρα, στο έργο του Γκομπινώ μετατράπηκε σε ανταγωνισμό εντός ενός είδους, του ανθρώπου.
Ο πλέον εξέχων υποστηρικτής του δόγματος αυτού κατά τον 20ό αιώνα θεωρείται ο Βρετανός πολιτικός και γαμπρός του Ρίχαρντ Βάγκνερ, Τσάμπερλαιν (Houston Stewart Chamberlain) (1855-1927). Στο βιβλίο του Τα θεμέλια του 19ου Αιώνα (Die Grundlagen des neunzehnten Jahrhunderts) (1899) ο Τσάμπερλαιν υποστήριξε ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά δεν είναι το παν, γιατί το ουσιαστικό είναι να κατέχει κανείς τη φυλή του μέσα στη συνείδησή του· και σ' αυτή την κατεύθυνση, το έθνος ως πολιτικό οικοδόμημα, διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο, δημιουργώντας τις αναγκαίες συνθήκες για τη ζωή των φυλών. Μάλιστα, στο ίδιο έργο οι Εβραίοι χαρακτηρίζονται ως ο μεγαλύτερος εχθρός των Αρίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσάμπερλαιν πολιτογραφήθηκε Γερμανός το 1916 και υπήρξε θερμός θαυμαστής του Χί­τλερ, τον οποίο επαινεί για την προσπάθειά του να προωθήσει με τη βία την κυριαρχία της γερμανικής φυλής .
Το Mein Kampf ως ιδεολογικό θεμέλιο του ναζισμού είναι ένα συνονθύλευμα ιδεών των παραπάνω θεωρητικών με κύριους άξονες τον παγγερμανισμό, το ρατσισμό και τον αντισημιτισμό. Άλλωστε, χαρακτηριστικό μοτίβο του βιβλίου συνιστά η έννοια της φυλής, της φυλετικής καθαρότητας και υπεροχής.
  
Κεφάλαιο 2
Ιστορικό πλαίσιο
Για την όσο το δυνατό εναργέστερη παρουσίαση του χιτλερικού έργου, κρίνεται αναγκαία η αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο δημιουργίας του. Συγκεκριμένα, η ιστορία του Γερμανικού Ράιχ χωρίζεται σε τρία μέρη:
  1. 10ος αι.: «Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» με πρώτο αυτοκράτορα τον Όθωνα Α΄.
  2. 1871-1918: Η Γερμανική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία 
α) 1871-1890: Η εποχή του Βίσμαρκ
β) 1890-1918: Η εποχή του Γουλιέλμου Β' και Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
  1. 1933-1945: Το Τρίτο Ράιχ και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Χίτλερ ανέρχεται στην πολιτική ζωή της Γερμανίας σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία η χώρα βρίσκεται σε έντονο κοινωνικοπολιτικό αναβρασμό. Η ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επέβαλε στη Γερμανία τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Στο εσωτερικό οι βίαιες συγκρούσεις εθνικιστών και κομμουνιστών ήταν μέρος της καθημερινότητας. Την ίδια στιγμή η γερμανική οικονομία παράπαιε και επικρατούσε ατμόσφαιρα πλήρους παρακμής και γενικευμένης απογοήτευσης. Συνακόλουθα, η ναζιστική ιδεολογία κατάφερε να διαδοθεί σταδιακά από το 1923 και εξής ως συνέπεια όχι μόνο του θιγμένου ηθικού του γερμανικού λαού -λόγω των ταπεινωτικών όρων ειρήνευσης μετά την ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου- αλλά και της βαθιάς οικονομικής κρίσης, αφού εκατομμύρια εξαθλιωμένοι άνεργοι γοητεύτηκαν από τη δημαγωγία του Χίτλερ περί ευημερίας και δύναμης. Στην ίδια κατεύθυνση συνετέλεσε, άλλωστε, και η εσωτερική και διεθνής πολιτική αστάθεια.
Μάλιστα, στη ναζιστική εκδοχή της ιστορίας, ο Χίτλερ κατέκτησε την εξουσία στη Γερμανία, όπως περίπου ο Χριστός ήρθε για να σώσει τον κόσμο. Η σταδιοδρομία και των δύο ήταν προκαθορισμένη από το «υπεράνθρωπο πεπρωμένο τους» (Rees, 2008: 20).

Κεφάλαιο 3
Το βιβλίο
3.1. Εκδοτική πορεία του Mein Kampf
Tο Mein Kampf (Ο Αγών μου) αποτέλεσε το βασικό ιδεολογικό μανιφέστο του ναζιστικού κόμματος την εποχή πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ειδικότερα, στο έργο αυτό ο Χίτλερ παρουσιάζει την πολιτική του ιδεολογία με βάση την αυτοβιογραφία του. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, τα οποία μέχρι το 1930 εκδίδονταν ξεχωριστά. Το πρώτο μέρος, που είναι κυρίως αυτοβιογραφικό, επιγράφεται «Απολογισμός» και το δεύτερο, με τον εύγλωττο τίτλο «Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα», παρουσιάζει καταρχήν την πολιτική ιδεολογία του συντάκτη του.
Ο Χίτλερ υπαγόρευσε το πρώτο -αυτοβιογραφικό- μέρος του βιβλίου στον κατόπιν γραμματέα του Ρούντολφ Ες στη φυλακή του Λάντσμπεργκ το 1924 (Γρίβας, 2006: 16). Τον Ιούλιο του 1925 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος από το ναζιστικό εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις Έερ». Ο εκδότης, Μαξ Άμαν, επέβαλε τον τίτλο «Mein Kampf» αντί του αρχικού «Τεσσεράμισι χρόνια αγώνας εναντίον ψεμάτων, βλακείας και δειλίας», που αρχικά είχε επιλέξει ο Χίτλερ (Γρίβας, 2006: 17). Ο δεύτερος τόμος συνετέθη σε μια βίλα της Βαυαρίας, όπου παραθέριζε ο Χίτλερ, και δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1926. Εν συνεχεία, μέχρι το 1945 το αυθεντικό κείμενο του 1925/1926 υποβλήθηκε σε πολλαπλές διορθώσεις και επεξεργασία από ανώνυμους συνεργάτες του Χίτλερ, οι οποίοι δεν αναφέρονται πουθενά.
Ως την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί το 1933 Ο Αγών μου είχε διαβαστεί από ελάχιστους. Ωστόσο, μετά την ανάδειξη του Χίτλερ σε Καγκελάριο της Γερμανίας (1933) κυκλοφόρησε σε περισσότερα από 10 εκατομμύρια αντίτυπα, έγινε μάθημα στα σχολεία και κάθε νέο ζευγάρι στη χιτλερική Γερμανία έπρεπε υποχρεωτικά να αγοράζει ένα αντίτυπο του βιβλίου (Γρίβας, 2006: 21-23).

3.2 Περιεχόμενο
3.2.1. Μέθοδος παρουσίασης
Λαμβάνοντας υπόψη τις πολλαπλές επαναλήψεις και αντιφάσεις του βιβλίου, καθώς και το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος του συνιστά αυτογραφική έκθεση του συγγραφέα του, για τη σύνθεση της παρούσας εργασίας κρίθηκε σκόπιμη η παρουσίαση του περιεχομένου του Mein Kampf υπό μορφή χρονολογικής αφήγησης της ζωής του Χίτλερ με παράλληλη μνεία στη σταδιακή διαμόρφωση του ιδεολογικού του κόσμου. Τέλος, θα επιχειρηθεί μια περιγραφή των κύριων σημείων της ναζιστικής ιδεολογίας που διαπερνά το εν λόγω κείμενο.
Η ακόλουθη χρονολογική αφήγηση αντλείται καταρχήν από το περιεχόμενο το βιβλίου, όπου ο ίδιος ο Χίτλερ παρουσιάζει τη ζωή του. Σε ελάχιστα σημεία (που δηλώνονται με σχετική παραπομπή) προστίθενται στοιχεία από άλλες πηγές, ώστε να συμπληρώνεται η έκθεση των κύριων ιστορικών γεγονότων. Σε ό,τι αφορά στην ενότητα «ναζιστική ιδεολογία» (3.2.3), το περιεχόμενο σταχυολογείται και πάλι κατά κύριο λόγο από το βιβλίο και εμπλουτίζεται με πληροφορίες από τη σχετική βιβλιογραφία. Όπως είναι εύλογο, η ακόλουθη διάκριση των ενοτήτων («Βιογραφικά στοιχεία του Χίτλερ» - «Ναζιστική ιδεολογία») είναι αναπόφευκτα συμβατική, αφού η ζωή του εμπνευστή του ναζισμού διαπλέκεται έντονα με τη διαμόρφωση του ιδεολογικού του κόσμου. Από την άλλη πλευρά, μια τέτοια διάρθρωση εξυπηρετεί την κατανομή του περιεχομένου του βιβλίου με στόχο την, κατά το δυνατό,  σαφέστερη παρουσίασή του.

3.2.2. Βιογραφικά στοιχεία του Χίτλερ
Ο Χίτλερ γεννιέται το 1889 στο Μπραουνάου, ένα μικρό χωριό στα βόρεια σύνορα Αυστρίας-Γερμανίας από τον τελωνειακό υπάλληλο Αλόισιο Χίτλερ και την τρίτη γυναίκα του, Κλάρα (Γρίβας, 2006: 13). Στα παιδικά-προεφηβικά του χρόνια συμμετέχει σε χορωδία στο μοναστήρι του Λάιμπαχ, όπου και καλλιεργεί, αρχικά, την επιθυμία να γίνει ιερέας. Παράλληλα, μέσα από την ανάγνωση ιστορικών βιβλίων μελετά με ενδιαφέρον το θέμα της εθνικής σχέσης Αυστριακών και Γερμανών.
Λόγω της κλίσης του στο σχέδιο ο Χίτλερ φοιτά σε Πρακτικό Λύκειο με την επιθυμία να γίνει ζωγράφος. Η ιδέα αυτή τον φέρνει σε σύγκρουση με τις βλέψεις του αυταρχικού πατέρα του, ο οποίος προσδοκούσε να ακολουθήσει και ο γυιος του το επάγγελμα του δημοσίου υπαλλήλου. Με στόχο την τελική εξασφάλιση της πατρικής συναίνεσης ως προς την επαγγελματική του επιλογή, ο Χίτλερ αμελεί σκόπιμα τα μαθήματα του σχολείου, με εξαίρεση τη γεωγραφία και την παγκόσμια ιστορία. Έτσι, σταδιακά καλλιεργεί το αίσθημα του εθνικισμού, που για τον ίδιο ισοδυναμούσε με αγάπη για το γερμανικό έθνος και άσβεστο μίσος για το αυστριακό κράτος και το δυναστικό οίκο των Αψβούργων.
Το 1903 πεθαίνει ο πατέρας του, ενώ το 1906 ο Χίτλερ εγκαταλείπει το σχολείο λόγω ασθένειας (σε ηλικία 16 ετών). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χίτλερ θεωρεί τις αποτυχίες του στο σχολείο ως αποτέλεσμα της επανάστασης εναντίον του πατέρα του παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του πέθανε, όταν ο Χίτλερ ήταν 13 χρόνων και, συνεπώς, δεν μπορούσε να εμποδίσει τα όνειρά του (Γρίβας, 2006: 13-14). Ακολουθούν δύο αποτυχημένες προσπάθειες να φοιτήσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, ανάμεσα στις οποίες αντιμετωπίζει, επιπρόσθετα, το θάνατο της μητέρας του (1907).
Κατά την περίοδο 1909-1912 (20-23 ετών) μετακομίζει και παραμένει στη Βιέννη, όπου εργάζεται περιστασιακά σε διάφορα επαγγέλματα, κυρίως ως εργάτης και ζωγράφος. Ανάμεσα στα οφέλη που αποκομίζει αυτή τη δύσκολη για τον ίδιο περίοδο είναι η σκληρότητα του χαρακτήρα του και η γνωριμία με δύο «τρομερούς κινδύνους του έθνους», το μαρξισμό και τον ιουδαϊσμό. Παράλληλα, βιώνει εκ των έσω το έντονο κοινωνικό πρόβλημα στη Βιέννη, που συνίσταται σε κοινωνικοοκονομικές ανισότητες, ανεργία, ανέχεια, ανεπάρκεια κοινωνικού κράτους και χαμηλό παιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού. Συγχρόνως, μέσα από τη μελέτη του μαρξισμού οδηγείται στην καταδίκη της σοσιαλδημοκρατίας, στην οποία καταλογίζει τη διάβρωση του κοινωνικού ρόλου των εργατικών συνδικάτων. Το ίδιο διάστημα έρχεται σε επαφή με το χριστιανοσοσιαλιστικό κόμμα του Καρλ Λούεγκερ και, μέσω αυτού, με ρατσιστικές και αντισημιτικές θεωρίες. Από το 1912 μέχρι το 1914, ο Χίτλερ, αφού κληρονομεί τα περιουσιακά στοιχεία του πατέρα του, εγκαθίσταται στο Μόναχο και διανύει μια ευτυχισμένη περίοδο, εργαζόμενος ως ζωγράφος. Παράλληλα, διαβάζει τα έργα του Τσάμπερλαιν και μελετά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) κατατάσσεται εθελοντικά στο γερμανικό στρατό αποφεύγοντας τη θητεία στο πλευρό της Αυστρίας, δηλώνοντας, έτσι, την αντίθεσή του στον αυστροουγγρικό πολυεθνισμό (Γρίβας, 2006:14). Στο κεφάλαιο με τίτλο «Ο Παγκόσμιος Πόλεμος» παρουσιάζει την εμπειρία της στράτευσης ως υποδεκανέας στο Σύνταγμα Λιστ στο Δυτικό Μέτωπο, τονίζοντας με ενθουσιασμό την αυτοθυσία και τον ηρωισμό που επέδειξε.
Ωστόσο, κατά την περίοδο 1915-1917, ο γερμανικός εθνικός στρατός απειλείται  από την εχθρική προπαγάνδα κατά του πρωσικού μιλιταρισμού, που πυροδοτεί φιλονεικία μεταξύ Πρωσίας και Βαυαρίας. Συγχρόνως, το έθνος μαστίζεται από ένδεια, λόγω της εκμετάλλευσης της οικονομίας από τους Εβραίους (κατά την κρίση του Χίτλερ πάντα) και σταδιακά ο ενθουσιασμός του στρατού υποχωρεί υπό το βάρος των δυσχερειών του μετώπου. Η ρωσική κατάρρευση το 1917 επιτυγχάνει την ανόρθωση του στρατιωτικού φρονήματος, πρόσκαιρα όμως, αφού σύντομα ξεσπά απεργία στα εργοστάσια πυρομαχικών της Γερμανίας, με άμεση συνέπεια την καταπτόηση του ηθικού των εμπολέμων. Συγχρόνως, η αγγλική και γαλλική προπαγάνδα αναπτερώνεται, γεγονός που επιφέρει την ενίσχυση εχθρικού μετώπου και τη συνακόλουθη κάμψη της γερμανικής πλευράς.
Τον Οκτώβριο του 1918 μία αγγλική επίθεση με τοξικά αέρια επιφέρει προσωρινή τύφλωση του Χίτλερ, ο οποίος διακομίζεται σε στρατιωτικό νοσοκομείο στην Πομερανία. Ωστόσο, η κατοπινή έρευνα στα αρχεία του εν λόγω νοσοκομείου απέδειξε ότι ο Χίτλερ δεν υπέφερε λόγω των αερίων, αλλά εκδήλωσε «υστερική τύφλωση», ενώ, κατά τη διάγνωση του ψυχιάτρου, κρίθηκε ψυχοπαθής και απολύτως ακατάλληλος για ηγετικά αξιώματα. (Γρίβας, 2006: 15).
Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου το ξέσπασμα της επανάστασης υπό την ηγεσία «μερικών νεαρών Εβραίων» (Χίτλερ, 2006: 295) οδηγεί στη λήξη του πολέμου με την επιβολή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στην ηττημένη Γερμανία. Από το 1919 ο Χίτλερ, σφοδρά απογοητευμένος, παραμένει στο εφεδρικό τάγμα στο Μόναχο, όπου παρακολουθεί μαθήματα αρχών πολιτικής σκέψης για τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων. Τότε συλλαμβάνει για πρώτη φορά την ιδέα για δημιουργία νέου πολιτικού κόμματος με στόχο τον «πόλεμο εναντίον του διεθνούς οικονομικού κεφαλαίου» (Χίτλερ, 2006: 307). Την ίδια περίοδο αποστέλλεται ως «εκπαιδευτικός αξιωματικός» σε σύνταγμα του Μονάχου επιδιώκοντας την αναβίωση της στρατιωτικής πειθαρχίας και την καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος. Παράλληλα, εργάζεται ως έμμισθος πληροφοριοδότης στη μυστική υπηρεσία του στρατού και τον ίδιο χρόνο γίνεται μέλος του «Γερμανικού Εργατικού Κόμματος» (DAP), που είχε ως άξονες την ξενοφοβία, το ρατσισμό και τον αντισημιτισμό.
Το 1920 ο Χίτλερ απολύεται από το στρατό και συμμετέχει ως κομματικό στέλεχος στο Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP) - πρώην Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP) - που μετονομάστηκε, με σκοπό να προσελκύσει και εθνικιστές και σοσιαλιστές (Rees, 2008: 29).  Μάλιστα, ο όρος «ναζί» αποτέλεσε βραχυγραφία του NSDAP. Ήταν ένα κόμμα που βασιζόταν στη δράση και όχι στη θεωρία, στο συναίσθημα και όχι στην πολιτική. Ως φιλοσοφία είχε μεγάλη απήχηση στους νέους (Rees, 2008: 35). «Το πρώτο πρόγραμμα του κόμματος ήταν ένα συνονθύλευμα από αόριστες οικονομικές υποσχέσεις με στόχο την προστασία της μεσαίας τάξης και των μικρών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την ξεκάθαρη δέσμευση για τον αποκλεισμό των Εβραίων από το δικαίωμα απόκτησης της γερμανικής υπηκοότητας.» (Rees, 2008: 30). Τίποτα από αυτά δεν ήταν κάτι καινούργιο ούτε κάτι ακραίο, όπως οι διακηρύξεις άλλων δεξιών κομμάτων της εποχής  (Rees, 2008: 30).
Εν συνεχεία, ο Χίτλερ αναδιαμορφώνει το πρόγραμμα του κόμματος επιβάλλοντας ένα πρόγραμμα «25 σημείων», που συνοψίζουν τον ιδεολογικό του κόσμο, και τα οποία αναλύει στην πρώτη μεγάλη συγκέντρωση του κινήματος, που έλαβε χώρα στις 24 Φεβρουαρίου στο Μόναχο. Ως αποστολή του κόμματος τέθηκε η εκστρατεία, για να επανορθώσει τις αδικίες εις βάρος της Γερμανίας μετά την ήττα του Πολέμου, να τιμωρήσει τους υπευθύνους και να εξαλείψει το μαρξισμό (Rees, 2008: 29).  Με αυτό τον τρόπο ο γερμανικός λαός θα μπορούσε να κατακτήσει την απόλυτη ελευθερία. Γι’ αυτό το λόγο, πρώτιστο μέλημα του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος έπρεπε να είναι η επαγρύπνηση, προκειμένου η ομάδα τους, που προήλθε από στρατιώτες που πίστευαν σε αυτή την αποστολή, να μην καταλήξει μια οργάνωση εξυπηρέτησης των κοινοβουλευτικών συμφερόντων.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Η μάχη ενάντια στο κόκκινο μέτωπο» ο Χίτλερ, μεταξύ άλλων, αναφέρεται διεξοδικά στην αποκρυστάλλωση του νέου συμβόλου του κινήματος, το οποίο θεωρήθηκε απαραίτητο, για να ενώνει τα μέλη. Η σβάστικα ως σύμβολο ήταν κοινότοπο, καθώς χρησιμοποιούταν ήδη και από άλλες γερμανικές παρατάξεις του δεξιού χώρου (Rees, 2008: 30). Η επιλογή των χρωμάτων δεν ήταν τυχαία, εφόσον το κόκκινο εξέφραζε την κοινωνική ιδεολογία του νέου κινήματος και το λευκό το εθνικιστικό ιδεώδες του. Από την άλλη, ο αγκυλωτός σταυρός δήλωνε την αποστολή του, που συνοψιζόταν στον αγώνα για τη νίκη της αρίας φυλής και την προώθηση του ιδανικού της παραγωγικής εργασίας, πάντα στο πλαίσιο του αντισημιτισμού.  
Το 1921 ο Χίτλερ γίνεται πρόεδρος του κόμματος και επιβάλλει την τυφλή υπακοή των μελών στο πρόσωπό του. Τον ίδιο χρόνο συγκροτούνται τα τάγματα εφόδου με αποστολή τους την προστασία των συνελεύσεων των Ναζί και τη διάλυση των συγκεντρώσεων των αντίπαλων παρατάξεων, ενώ παράλληλα, μέχρι το 1933, συγκρούονται με τους οπαδούς άλλων πολιτικών οργανώσεων  (Rees, 2008: 30). Τα τάγματα εφόδου λάμβαναν στρατιωτική εκπαίδευση, αλλά δεν είχαν το χαρακτήρα ούτε στρατιωτικής ούτε μυστικής οργάνωσης· έπρεπε να είναι το μέσο προστασίας και προπαγάνδας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Ο Χίτλερ οραματιζόταν να ανέρχονται σε μια φρουρά των 100.000 ατόμων στην υπηρεσία της προάσπισης του εθνικοσοσιαλιστικού και λαϊκού ιδεώδους.
Το 1923 με την υποστήριξη μιας στρατιωτικής κλίκας υπό το στρατηγό Λούντεντορφ ο Χίτλερ οργανώνει χωρίς επιτυχία το γνωστό ως «Πραξικόπημα της Μπυραρίας», με αποτέλεσμα τη σύλληψη του ίδιου και άλλων στελεχών του κόμματος (Γρίβας, 2006: 16). Τον επόμενο χρόνο καταδικάζεται αρχικά σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, η οποία περιορίστηκε εν συνεχεία σε δώδεκα μήνες, από τους οποίους τελικά εξέτισε τους δέκα. Στο δικαστήριο ο Χίτλερ ανέλαβε τις ευθύνες για τις πράξεις του. Οι ομιλίες του κατά τη διάρκεια της δίκης τον έκαναν γνωστό σε όλη τη Γερμανία και για πρώτη φορά έγινε εθνική μορφή (Rees, 2008: 33). Κατά την απολογία του, ανάμεσα σε άλλα, δήλωσε ότι «το αιώνιο δικαστήριο της ιστορίας είναι αυτό που θα βγάλει απόφαση για τις κατηγορίες που μας έχουν απαγγελθεί. […] Στα δικά της μάτια είμαστε αθώοι» (Noakes & Pridham, 1984: 35). Μάλιστα, η κατάρρευση του κόμματος την περίοδο που ο Χίτλερ εξέτινε την ποινή του στη φυλακή απέδειξε ότι μόνο η δική του παρουσία στη θέση του αρχηγού μπορούσε να εξασφαλίσει την ενότητά του (Rees, 2008: 34).
Μεταξύ των ετών 1927-1932 αναδιοργανώνει το NSDAP και αποκτά δικτύωση με ομόφρονες ηγετικούς κύκλους της οικονομίας και της πολιτικής. Το 1932 αποκτά τη γερμανική υπηκοότητα, γεγονός που του επιτρέπει να θέσει υποψηφιότητα στις εκλογές του ίδιου χρόνου. Το 1933 διορίζεται καγκελάριος της Γερμανίας και αμέσως   κατορθώνει με δολοπλοκία, αφενός, να αποσπάσει από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ «Αναγκαστικό Διάταγμα» που επιβάλλει την κατάργηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών και, αφετέρου, να συγκεντρώσει όλη τη νομοθετική εξουσία βάσει του λεγόμενου «Εξουσιοδοτικού Νόμου» (Γρίβας, 2006: 18).   
Το 1935, μετά τη δολοφονία όλων σχεδόν των πολιτικών του αντιπάλων και το θάνατο του προέδρου Χίντενμπουργκ (1934), ο Χίτλερ γίνεται και πρόεδρος του κράτους και μετονομάζεται σε «ηγέτη και καγκελάριο», ενώ το 1938 αναλαμβάνει και την ηγεσία του στρατού (Γρίβας, 2006: 19). Στις 9 Νοεμβρίου, τη λεγόμενη «νύχτα των Κρυστάλλων», οργανώνονται βιαιοπραγίες κατά των Εβραίων όλης της χώρας. Ένα χρόνο μετά εφαρμόζεται το «Πρόγραμμα Ευθανασίας», κατά το οποίο δολοφονούνται χιλιάδες σωματικά ή ψυχικά ανάπηροι πολίτες (Γρίβας, 2006: 27).  
Στο διάστημα 1939-1945 η ιδεολογία του κόμματος βρίσκει εφαρμογή στην γνωστή τραγωδία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1945, μετά την ήττα, ο γερμανικός στρατός υποχωρεί. Στις 29 Απριλίου ο Χίτλερ παντρεύεται στο καταφύγιό του τη σύντροφό του, Εύα Μπράουν, και την επομένη οι δυο τους αυτοκτονούν με δηλητήριο (30-04-1945) .

3.2.3. Ναζιστική ιδεολογία
Παράλληλη με τη ζωή του Χίτλερ είναι και η ανάπτυξη του ιδεολογικού του κόσμου, η οποία περιγράφεται αναλυτικά στις σελίδες του Mein Kampf με κυρίαρχο συναισθηματικό μοτίβο το μίσος. Στη συνέχεια εκτίθενται οι κύριοι άξονες της ναζιστικής ιδεολογίας που διαπνέουν το χιτλερικό έργο.
Σε πρώτο επίπεδο, ρητή ιδεολογική τοποθέτηση του Χίτλερ είναι ο σφοδρός αντισημιτισμός. Η θέση του, βέβαια, αυτή δεν ήταν καινοφανής, αφού εν γένει την εποχή αυτή επικρατούσε η προκατάληψη ότι οι Εβραίοι βρίσκονταν πίσω από κάθε τι στραβό συνέβαινε στη Γερμανία (Rees, 2008: 22). Ο Εβραίος είχε καταστεί σύμβολο της αριστερής πολιτικής, του καπιταλισμού, της εκμετάλλευσης, του ανατρεπτικού πειραματισμού στο πεδίο του πολιτισμού και εν γένει όλων των πραγμάτων που ενοχλούσαν μια αρκετά μεγάλη μερίδα της συντηρητικής πλευράς του πολιτικού φάσματος. Συνεπώς, από πολιτική άποψη, ο Εβραίος συνιστούσε τον «ιδανικό μπαμπούλα» (Rees, 2008: 23).
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Χρόνια μελέτης και δυστυχίας στη Βιέννη» αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους ο συγγραφέας καλλιέργησε σταδιακά το μίσος κατά των Εβραίων. Δηλώνεται απερίφραστα ότι δεν είναι Γερμανοί, αλλά αποτελούν τα παράσιτα που, προβάλλοντας τη θρησκευτική ταυτότητα ως προκάλυμμα της εθνικής, παρεισφρέουν διαβρωτικά σε όλους τους τομείς του οικονομικού, κοινωνικού, πολιτιστικού και πολιτικού βίου. Εξάλλου, με την ανήθικη δράση τους διαφθείρουν το γερμανικό λαό και δυνάμει τον κόσμο. Μάλιστα, σε μια κατάταξη των φυλών ο Χίτλερ αποδίδει στους Εβραίους την ιδιότητα των «καταστροφέων του πολιτισμού» αναπτύσσοντας διεξοδικά τα ελαττώματα της εβραϊκής φυλής (στασιμότητα, απουσία πολιτισμού και ιδεαλισμού, ατομικισμός, παρασιτική διαβίωση, ψευδολογία). Ως εκ τούτου, είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί μια ριζική αλλαγή στο κράτος, όσο έχουν την κατάσταση στα χέρια τους οι Εβραίοι. Για να επέλθει η αλλαγή, μια νέα δύναμη θα πρέπει να ανευρεθεί και να εξαλείψει την υπάρχουσα εβραϊκή εξουσία. Επομένως, η εξόντωση των Εβραίων κρίνεται αναγκαία για τη λύτρωση του γερμανικού έθνους και της ανθρωπότητας εν γένει.
Βέβαια, είναι διαπιστωμένο ότι η εικόνα που δίνει ο Χίτλερ στο Mein Kampf για τη ζωή του δεν είναι ακριβής. Αν και ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έγινε αντισημίτης στη Βιέννη, εξετάζοντας κανείς προσεκτικά τις πηγές της εποχής διαπιστώνει ότι είχε αναπτύξει στενές φιλικές σχέσεις με πολλούς Εβραίους (Hamann, 1996). «Μετά την παραμονή του στη Βιέννη», αναφέρει η Hamann, «θυμήθηκε τις προφητείες των φανατικών Αυστριακών αντισημιτών και άρχισε να τις παπαγαλίζει και ο ίδιος» (Rees, 2008: 28).
Είναι χαρακτηριστικό  ότι ο αντισημιτισμός αρχίζει να υλοποιείται αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί (1933). Αρχικά, στερούνται του δικαιώματος να εργάζονται στο δημόσιο και βαθμιαία αποκλείονται από όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Το 1941 υποχρεώνονται να φορούν στο στήθος ένα κίτρινο αστέρι και να ζουν έγκλειστοι σε γκέτο. Τέλος, μεταφέρονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου το εβραϊκό ζήτημα ολοκληρώνεται με την εξόντωση περίπου 6.000.000 Εβραίων (ολοκαύτωμα) (Γρίβας, 2006:25-28).
Συναφείς με τις παραπάνω απόψεις είναι και οι φυλετικές αντιλήψεις του Χίτλερ περί υπεροχής των (Γερμανών) Αρίων και κατωτερότητας των άλλων φυλών (παγγερμανισμός-εθνικισμός-ρατσισμός). Ο Χίτλερ διοικούσε το κόμμα του στηριζόμενος αποκλειστικά στη δική του ερμηνεία για το έργο του Δαρβίνου, επιδιώκοντας να φέρει στο πεδίο της ανθρώπινης δράσης τη δαρβίνεια θεωρία σχετικά με την επικράτηση των καλύτερα προσαρμοσμένων ειδών. Ο ισχυρότερος, ο πιο ικανός, νικά, ο αδύναμος, ο λιγότερο ικανός, χάνει (Rees, 2008: 38-39). Με άλλα λόγια, η ναζιστική ιδεολογία θεωρεί τον άνθρωπο ως ζώο με τις αξίες του ζώου (Rees, 2008: 40). Τελικά, οι έμμονες ψευδο-δαρβίνειες απόψεις του Χίτλερ οδήγησαν στην εφαρμογή της υποχρεωτικής στείρωσης των αναπήρων και των διανοητικά καθυστερημένων (Rees, 2008: 75). Μάλιστα, οι απόψεις περί «φυλετικής υγιεινής» υποκίνησαν και την εφαρμογή του προγράμματος παιδικής ευθανασίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το βασικό θέμα που ανακυκλώνεται μέσα στο κείμενο είναι η φυλή, χωρίς, ωστόσο, η έννοια να προσδιορίζεται κάπου με ακρίβεια. Από την άλλη, ο Χίτλερ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην αξιολογική κατάταξη των φυλών, μεταξύ των οποίων προτάσσονται οι Άριοι ως «θεμελιωτές του πολιτισμού». Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι ο πολιτισμός και η καλλιέργεια της ανθρωπότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ύπαρξη των τελευταίων, που διακρίνονται από ιδεαλισμό και ευγενή μορφή ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Ως εκ τούτου, για τη δημιουργία πολιτισμού προκύπτει η ανάγκη κυριαρχίας της αρίας φυλής έναντι των κατωτέρων και, συνακόλουθα, η ανάγκη κατάκτησης του κόσμου από τους Γερμανούς, εφόσον οι τελευταίοι προτάσσονται μεταξύ των Αρίων. Η εθνικοσοσιαλιστική αντίληψη πιστεύει ότι είναι απαραίτητο όχι μόνο να διατηρηθεί ο φυλετικός χαρακτήρας του λαού, αλλά και με μέτρα ευγονικής πολιτικής, να βελτιώσει την ποιότητά του, αφού η πραγματική πρόοδος βρίσκεται στα καλύτερα μέλη της κοινότητας. Η ευγονική, επομένως, αποτελεί ύψιστη βιοπολιτική προτεραιότητα του εθνικοσοσιαλισμού.
Από την άλλη πλευρά, η φυλετική διασταύρωση μέσω επιμιξίας επισύρει υποβάθμιση του επιπέδου της ανώτερης φυλής, φυσική και διανοητική οπισθοδρόμηση και, επιπλέον, συνιστά ασέβεια προς το Δημιουργό. Η εθνικιστική θεωρία πρεσβεύει ότι μέσα σε ένα κόσμο που προέρχεται από την επιμιξία και την εξάπλωση του νέγρικου στοιχείου, όλες οι ανθρώπινες αντιλήψεις για την ομορφιά και την ευγένεια, αλλά και κάθε ελπίδα για ένα ιδανικό μέλλον της ανθρωπότητας θα εξανεμίζονταν οριστικά. Ο Χίτλερ με θλίψη αναγνωρίζει ότι το γερμανικό έθνος έχει απωλέσει τη φυλετική του ομοιογένεια, γι’ αυτό καθήκον του γερμανικού ράιχ είναι να καταστήσει τη φυλή κέντρο της ζωής της κοινωνίας και να φροντίζει για την καθαρότητά της συγκεντρώνοντας τα πιο πολύτιμα τμήματα του γερμανικού λαού και οδηγώντας τα, εν συνεχεία, σε μια κυρίαρχη θέση μέσα  στον κόσμο. Με αυτό το σκεπτικό, ο Χίτλερ διακηρύττει ότι η εθνικιστική θεωρία εκλαμβάνει το κράτος ως ένα μέσο για την επίτευξη της διατήρησης των φυλετικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων και αξιώνει την επικράτηση του καλύτερου και πιο δυνατού επί του κατώτερου και πιο αδύναμου. Ανώτατος σκοπός του εθνικού κράτους πρέπει να είναι η προστασία όλων όσοι εκπροσωπούν την πρωταρχική φυλή, διαδίδουν τον πολιτισμό και αποσκοπούν στην ομορφιά και στην ηθική διάπλαση μιας ανώτερης κοινωνίας.
Αυτό θα επιτευχθεί με την κατάλληλη εκπαίδευση των Γερμανών νέων, η οποία θα στοχεύει πρώτιστα στην καλλιέργεια του σώματος, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και στην ανάπτυξη της θέλησης και της ικανότητας λήψης αποφάσεων, ενώ η ανάπτυξη των πνευματικών ικανοτήτων θα περάσει σε δεύτερη μοίρα, μαζί με την επιστημονική εκπαίδευση. Παράλληλα, η εθνικιστική θεωρία επιτάσσει τον ενστερνισμό του ελληνικού ιδεώδους της ομορφιάς, όπου το λαμπρό σωματικό κάλλος ενώνεται με την ευγένεια της ψυχής και του πνεύματος. Η αγωγή αυτή θα πρέπει να αποτελεί προετοιμασία για την στρατιωτική υπηρεσία και ο στρατός θα είναι μια ανώτατη σχολή, όπου θα διδάσκεται ο πατριωτισμός. Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ δίνει μεγάλη σημασία και στην εκπαίδευση των γυναικών, ώστε να προλειάνει το έδαφος, για να αναπτυχθεί η μέλλουσα μητέρα. Τέλος, το γερμανικό παιδαγωγικό σύστημα πρέπει να προσανατολιστεί στο να αποκτήσουν τα παιδιά την πεποίθηση ότι είναι ανώτεροι από κάθε άλλο λαό και ότι οι Γερμανοί δεν μπορούν ποτέ να νικηθούν. Σύμφωνα με το Χίτλερ, στο σύγχρονό τους κράτος η φυλή ή η εθνικότητα δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο και έτσι τα παιδιά ενός –φερ’ ειπείν- Εβραίου, Πολωνού, Αφρικανού ή Ασιάτη μπορούν να γίνουν αυτομάτως Γερμανοί πολίτες. Ωστόσο, το λαϊκό κράτος που οραματίζεται ο Χίτλερ διαχωρίζει τους κατοίκους σε τρεις κατηγορίες: πολίτες, υπηκόους του κράτους και ξένους, με διαφορετικά προνόμια και δικαιώματα στον καθένα.
Στον αντίποδα αυτού του ιδανικού, οι μονάρχες της αυστριακής αυτοκρατορίας αποτιμώνται εν γένει ως ανίκανοι, ακατάλληλοι να διαχειριστούν την πολυφυλετική υφή της και να προωθήσουν το γερμανισμό. Η στάση της δυναστείας των Αψβούργων εγείρει εύλογο μίσος, αφού συντελεί στην περιχαράκωση του γερμανικού στοιχείου, ενώ, αντίθετα, ευνοεί άλλες φυλές. Συμπερασματικά, για τη λύτρωση του γερμανικού έθνους κρίνεται αναγκαία η διάλυση της αυστριακής αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, ο Χίτλερ αισθάνεται ανακουφισμένος που οποιαδήποτε προσπάθεια εκγερμανισμού, δηλαδή απόπειρα επιβολής της γερμανικής γλώσσας σε άλλους λαούς, απέτυχε, καθώς θεωρούσε ότι θα οδηγούσε σε διαφορετικά αποτελέσματα, και κυρίως στην απογερμανοποίηση. Πρεσβεύει ότι, αν οι διαφορές μεταξύ των λαών μπορούσαν να εκλείψουν με την επιβολή μιας κοινής γλώσσας -και στην προκειμένη περίπτωση της γερμανικής-, αυτό θα είχε ως απόληξη την επιμιξία και υποβάθμιση της φυλετικής ποιότητας του γερμανικού στοιχείου με το πέρασμα των αιώνων και ουσιαστικά την τέλεια εξαφάνιση του γερμανικού στοιχείου. Αν γινόταν αυτό, ο γερμανικός λαός δεν θα χαρακτηριζόταν ως παράγοντας του πολιτισμού και κάποιος άλλος λαός ξένης ράτσας θα εξέφραζε στη γερμανική γλώσσα τις ξένες ιδέες του και έτσι θα προσέβαλε με την κατώτερη φύση του την ευγενική καταγωγή και την αξία του γερμανικού έθνους.
Σχετικός με την αντίληψη της εθνικής αξίας των Γερμανών είναι και ο προβληματισμός του Χίτλερ σχετικά με την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως πρωταρχικός στόχος του έθνους τίθεται η  αποκατάστασή του στη θέση που βρισκόταν πριν από τον πόλεμο ανακτώντας τα χαμένα εδάφη. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, προτείνει τη συμμαχία με την Αγγλία ή την Ιταλία, χώρες με τις οποίες θεωρεί ότι υπάρχουν κοινά συμφέροντα και οι οποίες δεν επιβουλεύονται την εξαφάνιση της Γερμανίας. Οι Γερμανοί, άλλωστε, στην προσπάθειά τους να θριαμβεύσουν μεταξύ των ικανότερων φυλών, χρειάζονταν ζωτικό χώρο με τον οποίο θα επιτύγχαναν τη σωστή αναλογία πληθυσμού και αγροτικής γης. Ο Χίτλερ διαπίστωσε ότι το έθνος που είχε λύσει το πρόβλημα του ζωτικού χώρου ήταν η Αγγλία και γι’ αυτό επιθυμούσε να συμμαχήσει μαζί της. Η συμμαχία με την Αγγλία θα ικανοποιούσε και  την επιθυμία του να συνδιαλλαγεί με τα ευρωπαϊκά έθνη ένα προς ένα, αντί μέσω της συλλογικής Κοινωνίας των Εθνών (Rees, 2008: 84).
Από την άλλη πλευρά, προβάλλεται ως επιτακτική η καταστροφή της  Γαλλίας, η οποία είναι θανάσιμος εχθρός του γερμανικού λαού, αφού στοχεύει στο διαμελισμό και την αποδυνάμωση του γερμανικού κράτους. Επιπρόσθετα, ο Χίτλερ εξετάζει τη σχέση της Γερμανίας με τη Ρωσία. Πιστεύει ότι η ρωσική υπόθεση είναι το πιο σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η Γερμανία και πρεσβεύει ότι ο μελλοντικός στόχος της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να είναι ένας δυτικός ή ανατολικός προσανατολισμός, αλλά μια ανατολική πολιτική, που θα στοχεύει στην κατάκτηση του απαραίτητου εδάφους για το γερμανικό λαό. Για τον Χίτλερ, η Γερμανία αποτελεί τον επόμενο στόχο του μπολσεβικισμού, και γι’ αυτό θεωρεί ότι χρειάζεται να ξεσηκωθεί ο λαός εναντίον του, ώστε να σταματήσει την εσωτερική μόλυνση του αίματός του, αλλά και να προστατέψει την εθνικότητά του και να εμποδίσει την επανάληψη των καταστροφών του παρελθόντος.
Εξάλλου, οικείο γνώρισμα της χιτλερικής αντίληψης είναι η αποστροφή προς την ειρηνόφιλη πολιτική, αφού η τελευταία θεωρείται ως ένα από τα αίτια της ήττας της Γερμανίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίθετα, για την εξασφάλιση του ζωτικού χώρου κρίνεται απαραίτητη η κατάκτηση νέων εδαφών μέσω του πολέμου. Για το λόγο αυτό, ο στρατός αξιολογείται ως το κύριο όργανο εξυπηρέτησης των εθνικών συμφερόντων (μιλιταρισμός).
Στο πεδίο του κοινωνικού προβληματισμού, επαναλαμβανόμενο μοτίβο συνιστά και η καταδίκη του μαρξισμού. Σε γενικές γραμμές, ο μαρξισμός -συνυφασμένος πάντα με τους Εβραίους- κατηγορείται για την κατάρρευση του γερμανικού ράιχ και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξοβελιστεί από την κοινωνικοπολιτική ζωή. Προϋπόθεση, βέβαια, γι’ αυτό είναι η προώθηση μιας νέας φιλοσοφίας στη θέση του μαρξισμού, έργο που προτίθεται να αναλάβει ο ίδιος ο Χίτλερ μέσα από το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Συγχρόνως, ο Χίτλερ διαφωνεί ριζικά με το Μαρξ στο σημείο ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, αφού, αν δεν γίνει αποδεκτή η αξία του αίματος και δεν αναγνωριστεί η φυλή ως βασικό στοιχείο από το οποίο εξαρτάται όλη η ζωή, τότε αίρονται οι διαφορές ανάμεσα στις φυλές και στα άτομα της ίδιας φυλής. Παράλληλα, στρέφεται και εναντίον της αστικής τάξης, η οποία οικειοποιούμενη τις ιδέες του Μαρξ διαχώρισε την έννοια του κράτους από την έννοια της φυλής, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια θεωρία που καταστρέφει το ίδιο το κράτος.
Σε αντίστιξη προς την παρηκμασμένη αστική τάξη, οι Γερμανοί εργάτες είναι η νέα δύναμη στην οποία θα πρέπει να βασιστεί η εκστρατεία ανατροπής της υφιστάμενης εβραϊκής εξουσίας. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Χίτλερ θίγει και το θέμα των εργατικών συνδικάτων. Θεωρεί ότι οι εθνικοσοσιαλιστές πρέπει να λάβουν θέση σχετικά με το συνδικαλιστικό κίνημα, αφού υπήρχε έντονη αμφισβήτηση σχετικά με το ενδεχόμενο προσεταιρισμού των εργατών εξαιτίας της υποστήριξης των συμφερόντων τους στον επαγγελματικό και οικονομικό τομέα από άλλες παρατάξεις. Μεταξύ των θεμάτων που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εθνικοσοσιαλιστές είναι η βιωσιμότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, το ενδεχόμενο συμμετοχής του κόμματος σε δραστηριότητές τους, το έργο, οι στόχοι και η μορφή τους. Ο Χίτλερ θεωρεί ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν μπορούν να καταργηθούν και το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον του και σε αυτό το σημαντικό ζήτημα.
Με το νέο αυτό κίνημα η εθνική αναγέννηση προωθείται όχι μόνο μέσω της καταστολής της μαρξιστικής θεωρίας αλλά και χάρη στην προσέλκυση της πλατιάς μάζας στην ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας και στην ανάκτηση του εθνικού ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Όμως, για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό, ο Χίτλερ προώθησε την προσωποπαγή εξουσία του Führer (καθοδηγητή) και, συνακόλουθα, την επιβολή στυγνής δικτατορίας. Άλλωστε, η δημοκρατία, μέσω του κοινοβουλευτικού θεσμού, δεν εξυπηρετεί τα πραγματικά συμφέροντα του λαού και, συνεπώς, χρειάζεται να καταργηθεί και να αντικατασταθεί με το σύστημα του γερμανικού ηγετικού κράτους (germanischer Führerstaat), στο οποίο η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια του Ηγέτη, ο οποίος, υποτίθεται, θα εξυπηρετήσει τα λαϊκά συμφέροντα. Γενικότερα, για να μπορέσει το γερμανικό έθνος να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα, επισημαίνεται η ανάγκη να αναλάβουν ηγετικές θέσεις μέσα στην κοινότητα οι επίλεκτοι, τα χαρισματικά άτομα. Έτσι, ο Χίτλερ απορρίπτει την αρχή της πλειοψηφίας και εισάγει την αρχή της απόλυτης ευθύνης του ατόμου. 
Αναντικατάστατο μέσο για την υλοποίηση του υπέρτατου στόχου του εθνικού αγώνα είναι η προπαγάνδα· μέσω αυτής επιτυγχάνεται η χειραγώγηση της μάζας, η οποία αποτελεί τον κύριο μοχλό πίεσης για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου. Όμως, για να καθίσταται αποτελεσματική, η προπαγάνδα οφείλει να μετατοπίζει επιδέξια την προσοχή της μάζας σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις με εργαλείο την πειθώ του ρήτορα. Άλλωστε, ο προφορικός λόγος έχει τεράστια δύναμη έναντι του γραπτού. Στόχος της προπαγάνδας είναι να επηρεάσει το συναίσθημα κι όχι τη λογική, γι’ αυτό οφείλει να είναι λιτή σε διανοητικό περιεχόμενο, ώστε να προσαρμόζεται στο πνευματικό επίπεδο της μάζας. Επομένως, πρέπει να περιορίζεται σε λίγα σημεία με απλότητα και συχνή επανάληψη και συνθηματολογία. Στην οπτική της κυριαρχεί η υποκειμενικότητα, επιδιώκοντας τη δικαίωση μόνο της οικείας πλευράς, ποτέ του αντιπάλου.
Όπως γίνεται αντιληπτό, ιδιαίτερη έμφαση αποδίδει ο Χίτλερ στην αξία της μάζας, σημείο στο οποίο διαφαίνονται επιδράσεις των σχετικών απόψεων του Λε Μπον (Gustave Le Bon) (1841- 1931) στο έργο του Ψυχολογία των μαζών.  Ειδικότερα, η  κατανόηση της ψυχολογίας της μάζας και η αποτελεσματική επίδραση σε αυτήν αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρμογή μιας ιδεολογίας, αφού οι πλατιές μάζες χαρακτηρίζονται μεν από χαμηλό πνευματικό επίπεδο, αλλά και μεγάλη ορμητικότητα.
Συνολικά, ο εθνικοσοσιαλισμός διατυπώνεται ξεκάθαρα στο Mein Kampf ως το μόνο αληθινό περιβάλλον του ανθρώπου και η προέκταση της προσωπικότητάς του. Και, φυσικά, όπως γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για μια ρατσιστική ιδεολογία που παρουσιάζει σαφή συγγένεια με το φασισμό και κατορθώνει, αφενός να ενσωματώσει τις ιδεολογικές οσμώσεις της προηγούμενης περιόδου και, αφετέρου, να διαμορφώσει ένα κίνημα με ανυπολόγιστες ιστορικές συνέπειες.

Συμπεράσματα
Τελικά, οι Ναζί συνέτριψαν τις θετικές αξίες για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα που επικρατούσαν στην Ευρώπη την εποχή του ξεσπάσματος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατέκτησαν την εξουσία μέσα από μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων που απέδειξαν πως οι περισσότεροι Γερμανοί ουσιαστικά επέλεξαν να καταψηφίσουν τη δημοκρατία (Rees, 2008: 15-16). Ο Χίτλερ προσέφερε στους Γερμανούς κάτι που κανένας άλλος ηγέτης δεν τους είχε προσφέρει. Αντί να αναφέρεται σε «πολιτικές» που θεωρούνταν βαρετές, άσκησε μια εξουσία που ήταν γεμάτη οράματα και όνειρα, με αποτέλεσμα να αγγίξει κάτι πολύ βαθύ στον ανθρώπινο ψυχισμό (Rees, 2008: 16). Ο Τζορτζ Όργουελ στην κριτική του για το Mein Kampf και προκειμένου να δώσει τη δική του ερμηνεία στην απήχηση του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος του Χίτλερ αναφέρει ότι «τα ανθρώπινα όντα δεν επιθυμούν μόνο άνεση, ασφάλεια, όσο το δυνατόν λιγότερες ώρες εργασίας, υγιεινή, έλεγχο γεννήσεων και γενικότερα κοινή λογική∙ απαιτούν, περιστασιακά τουλάχιστον, και αγώνες και αυτοθυσία, για να μην πούμε τύμπανα, σημαίες και παρελάσεις αφοσίωσης» (Orwell, 2000).
Κατά το Γρίβα (2006: 11) ο Αγών μου «είναι η πρώτη στην ιστορία εκ των προτέρων καταγραφή και δημοσιοποίηση του σχεδίου ενός μαζικού εγκλήματος εκ προμελέτης». Ο Χίτλερ μπορεί να κατηγορηθεί για τα πάντα, εκτός από το ότι είχε σαφέστατα προειδοποιήσει τον κόσμο σχετικά με το τι θα συνέβαινε όταν αναλάμβανε την εξουσία (Γρίβας, 2006: 11-12). Δυστυχώς, η ανθρωπότητα επέδειξε ασυγχώρητη ολιγωρία ως προς τις εξαγγελίες του εμπνευστή της εφιαλτικής τραγωδίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Churchill, 2006: 49-67). Άλλωστε, πριν από την ανάληψη της εξουσίας του κράτους από το Χίτλερ, πολλοί λίγοι είχαν διαβάσει το Mein Kampf και όσοι το διάβασαν, το απέρριψαν, εφόσον κανένας δεν το θεωρούσε «έργο κάποιας αξίας» (Rees, 2008: 83). Συνολικά, ο Αγών μου φέρνει στο φως «ένα έργο που ξεκίνησε ως οπερέτα ή επιθεώρηση (1889-1932), πραγματώθηκε ως ανείπωτη τραγωδία (1933-1945) και κατέληξε ως μελόδραμα (30-04-1945)» (Γρίβας, 2006: 20).
Το έργο του Χίτλερ υστερεί αναμφισβήτητα ως προς την επιστημονικότητα και αποτελεί μια σύνθεση από απλοϊκές σκέψεις, παραληρηματικούς συνειρμούς, επαναλήψεις και αντιφάσεις. Σε πολλά σημεία προκαλεί από αγανάκτηση έως θυμηδία. Ο συντάκτης του, οπωσδήποτε μοιραία για την ιστορία προσωπικότητα, θα μπορούσε αυθόρμητα να χαρακτηριστεί παρανοϊκός, λαμβάνοντας υπόψη τις ολέθριες επιπτώσεις από την εφαρμογή και επιβολή των ιδεών του. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί παρά να προκαλεί εντύπωση πώς ο αμόρφωτος υποδεκανέας του γερμανικού στρατού κατόρθωσε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να αποσπάσει την ηγεσία μιας χώρας σχεδόν κατεστραμμένης και να την οδηγήσει στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων.
Οπωσδήποτε, ο Χίτλερ ήταν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία που μπόρεσε να χειριστεί αποτελεσματικά τα αισθήματα του γερμανικού λαού (Rees, 2008: 17-18). Όπως μας διδάσκει η ιστορία, το χάρισμα είναι μια ιδιότητα που πρέπει να αντιμετωπίζουμε με καχυποψία, καθώς «η ιστορία αυτή δεν είναι χαρούμενη, και είναι ελάχιστα καθησυχαστική. Είναι, όμως, μια ιστορία που οφείλουμε να θυμόμαστε και πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία. Διότι αποκαλύπτει τι ήταν ικανός να διαπράξει ο άνθρωπος του 20ού αιώνα» (Rees, 1999).









Βιβλιογραφία


Chamberlain, H. S. (1900), Die Grundlagen des neunzehnten Jahrhunderts, Μόναχο: F. Bruckmann.


Churchill Sir, W. L. (2006), «Η άνοδος του Αδόλφου Χίτλερ», στο Α. Χίτλερ, Ο Αγών μου, μτφρ. Λ. Προεστίδης, Αθήνα: Κάκτος, σ. 49-67.

Γρίβας, Κ. (2006), «Mein Kampf: “ο Αγών” του και η Αγωνία μας», στο Α. Χίτλερ, Ο Αγών μου, μτφρ. Λ. Προεστίδης, Αθήνα: Κάκτος, σ. 11-37.

Gobineau De, J.A.(1853), Essai sur l' inegalite des races humaines, Παρίσι: Firmin-Didot.

Hamann, B. (1996), Hitler’s Wein, Μόναχο: R. Piper GmbH.

Le Bon, G. (2010), Ψυχολογία των μαζών, μτφρ. Ι.Σ. Χριστοδούλου, Αθήνα: Ζήτρος.

Noakes, J., Pridham, G. (1984), Nazism: A documentary Reader 1919-1945, τόμ. 1, Εxeter: University of Exeter.



Rees, L. (2008), Οι Ναζί, μτφρ. Ο. Παπακωνσταντοπούλου, Αθήνα: Πατάκης.

Χίτλερ, Α. (2006), Ο Αγών μου, μτφρ. Λ. Προεστίδης, Αθήνα: Κάκτος.


Πήγες από το διαδίκτυο:

«ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΛΕ ΜΠΟΝ (Gustave Le Bon)», στο http://thulebooks.blogspot.com, 25/6/2011.

 

filologos10, «Τι είναι, πραγματικά, ο Φασισμός;», στο http://filologos10.wordpress.com, 25/6/2011