Πλάτωνος ¨Πολιτεία" ενότητα 13: Ο ηθικός εξαναγκασμός των φιλοσόφων.



Ἔπειτ', ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον;
Ἐπελάθου, ἦν δ' ἐγώ, πάλιν, ὦ φίλε, ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ' ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι, συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται, ἀλλ' ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως.
Ἀληθῆ, ἔφη· ἐπελαθόμην γάρ.

Σκέψαι τοίνυν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, ὅτι οὐδ' ἀδικήσομεν τοὺς παρ' ἡμῖν φιλοσόφους γιγνομένους, ἀλλὰ δίκαια πρὸς αὐτοὺς ἐροῦμεν, προσαναγκάζοντες τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν.

v ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Ἔπειτ’, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς,
καὶ ποιήσομεν
ζῆν χεῖρον,
δυνατὸν αὐτοῖς ὂν
ἄμεινον;
 Ἐπελάθου, ἦν δ’ ἐγώ, πάλιν
ὦ φίλε,  ὅτι νόμῳ οὐ μέλει
τοῦτο, ὅπως ἕν τι
γένος ἐν πόλει
διαφερόντως εὖ πράξει,
ἀλλὰ μηχανᾶται
τοῦτο ἐν ὅλῃ τῇ πόλει ἐγγενέσθαι, συναρμόττων τοὺς πολίτας
πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ,
ποιῶν μεταδιδόναι
ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας
ἣν ἕκαστοι
ἂν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν τὸ κοινὸν
καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους
 ἄνδρας ἐν τῇ πόλει,
οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι
ὅπῃ ἕκαστος βούληται
ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται αὐτοῖς
αὐτὸς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον
τῆς πόλεως.
Ἀληθῆ, ἔφη˙ ἐπελαθόμην γάρ.
Σκέψαι τοίνυν, εἶπον, ὦ Γλαύκων,
ὅτι οὐδ’ ἀδικήσομεν
τοὺς παρ’ ἡμῖν φιλοσόφους
γιγνομένους,
ἀλλὰ δίκαια ἐροῦμεν πρὸς αὐτούς,
προσαναγκάζοντες
τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖσθαί τε
καὶ φυλάττειν.
Μα πώς, είπε, θα αδικήσουμε αυτούς
και θα (τούς) κάνουμε
να ζουν χειρότερα,
ενώ είναι δυνατό σ’ αυτούς (να ζουν) καλύτερα;
Ξέχασες πάλι, είπα εγώ,
φίλε μου, ότι ο νόμος δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό, πώς, δηλαδή, μια μόνο κοινωνική ομάδα μέσα στην πόλη
θα ευτυχήσει υπερβολικά,
αλλά αναζητεί τρόπο
να γίνει αυτό σε ολόκληρη την πόλη, ενώνοντας αρμονικά τους πολίτες
και με την πειθώ και με τον εξαναγκασμό,
κάνοντάς (τους) να μοιράζονται μεταξύ τους την ωφέλεια
την οποία ο καθένας απ’ αυτούς
μπορεί να προσφέρει στο σύνολο
και δημιουργώντας ο ίδιος τέτοιους πολίτες μέσα στην πόλη,
όχι για να τούς αφήνει να πηγαίνουν, όπου θέλει ο καθένας,
αλλά για να κάνει πλήρη χρήση αυτών ο ίδιος για χάρη του δεσμού που ενώνει
την πόλη.
Αλήθεια, είπε· πραγματικά το ξέχασα.
Σκέψου, λοιπόν, είπα, Γλαύκων,
ότι ούτε θα αδικήσουμε
αυτούς που γίνονται φιλόσοφοι στην πόλη μας,
αλλά θα μιλήσουμε δίκαια προς αυτούς,
πείθοντάς τους με επιχειρήματα
και να φροντίζουν τους άλλους
και να (τούς) φυλάνε.

v Νοηματικοί Άξονες
·         Ο Γλαύκων διατυπώνει την αντίθεσή του στον εξαναγκασμό των φιλοσόφων για την ανάληψη πολιτικής εξουσίας.
·         Ο Σωκράτης αντικρούει τη θέση του Γλαύκωνος: ο νόμος ενδιαφέρεται για την ευδαιμονία του συνόλου.
·         Τα επιχειρήματα του Σωκράτη:
   α) Η ευδαιμονία στην πόλη θα εξασφαλιστεί με την ένωση όλων των πολιτών μέσω της πειθούς και του εξαναγκασμού.
β) Με την πειθώ και τον εξαναγκασμό κάθε πολίτης θα προσφέρει στο σύνολο όποια ωφέλεια μπορεί και δε θα ενεργεί ασύδοτα.
γ) Ο νόμος αποβλέπει στη χρησιμοποιήση των πολιτών με σκοπό να επιτύχει την ενότητα της πόλης.
·         Ο Γλαύκων πείθεται και ο Σωκράτης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν αποτελεί αδικία η υποχρεωτική ενασχόληση του φιλοσόφου με τα κοινά.

v  Ερμηνευτική Προσέγγιση

Ο Πλάτωνας συγχέει σκοπίμως τα όρια ανάμεσα στο θεωρητικό του οικοδόμημα, δηλαδή την ιδεώδη πολιτεία που κάποτε στο μέλλον πρόκειται να πραγματοποιηθεί, και στη συγκαιρινή του πολιτική πραγματικότητα. Στην προηγούμενη ενότητα ο Σωκράτης διατύπωσε την άποψη ότι οι φιλόσοφοι έχουν την ηθική υποχρέωση, εφόσον η πόλη τούς έθρεψε και τούς εκπαίδευσε σωστά, να κατεβούν ξανά στο σπήλαιο (δηλαδή στον κόσμο της σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας) και να βοηθήσουν τους δεσμώτες της απαιδευσίας και της άγνοιας. Στην ενότητα αυτή (που αποτελεί άμεση συνέχεια της προηγούμενης) ο Γλαύκων διατυπώνει την αντίθεσή του, υποστηρίζοντας ότι αυτό συνιστά αδικία σε βάρος τους, γιατί εξαναγκάζονται να θυσιάσουν ολόκληρη τη ζωή τους.

Ἔπειτ΄, ἔφη ... ὂν ἄμεινον;
Ο Γλαύκων διατυπώνει την ένστασή του στη θέση του Σωκράτη για τον εξαναγκασμό των φιλοσόφων. Είναι χαρακτηριστική η χρήση του «ἔπειτα» που εκφράζει διαμαρτυρία και αγανάκτηση.

Η θέση του Γλαύκωνα
Ο Γλαύκων απορεί αν έχουν οι ιδρυτές της ιδεώδους πολιτείας το ηθικό δικαίωμα («ἀδικήσομεν») να αποσπάσουν τους φιλοσόφους από την μακαριότητα, τη γαλήνη του θεωρητικού τους βίου, και να τούς υποχρεώσουν να επανέλθουν στο σκότος του σπηλαίου και στους δεσμώτες. Με τον τρόπο αυτό, πιστεύει, τούς απομακρύνουν από ένα καλύτερο τρόπο ζωής («δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον»), για να επιβάλουν σ’ αυτούς τον χειρότερο («ποιήσομεν χεῖρον ζῆν»).
Εξάλλου, οι φιλόσοφοι μπορούν να ζουν καλύτερα, αφού έφθασαν στη θέαση του Ἀγαθοῦ, κατέκτησαν την απόλυτη γνώση. Όμως, η ζωή τους θα γίνει χειρότερη, αν υποχρεωθούν να επιστρέψουν σ’ έναν κόσμο αμάθειας και σκότους, να συνυπάρξουν με τους δεσμώτες, να υποστούν την ταπείνωση και τον χλευασμό εκ μέρους τους.
Ενδεικτική τής θέσης τού Γλαύκωνα είναι και η αντίθεση «χεῖρον» -«ἄμεινον».
«ἄμεινον»
«χεῖρον»
ü νοητός κόσμος
ü μακαριότητα πνευματικών ηδονών
ü  αισθητός κόσμος
ü  έκπτωση ποιότητας ζωής

Αξιολόγηση της θεσης του Γλαύκωνα
α) Η αντίθεσή του Γλαύκωνα στηρίζεται σ’ ένα επιχείρημα ηθικού χαρακτήρα: απέναντι στην ηθική υποχρέωση των φιλοσόφων να εγκαταλείψουν με τη βία τη γαλήνη του θεωρητικού τους βίου, για να επιστρέψουν πίσω στο σπήλαιο, δεν διαπράττεται μια μεγάλη αδικία; Η άποψη του βασίζεται στη βασική αρχή δικαίου, που ισχύει σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία: ποτέ δεν θεσπίζεται νόμος που θα κάνει χειρότερη την κατάσταση των πολιτών από ότι ήταν πριν από τη θέσπιση του νόμου.
β) Η θέση του Γλαύκωνα («δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον») στηρίζεται σε μια αριστοκρατική θεώρηση των πραγμάτων, η οποία δε συμβιβάζεται με τη σωκρατική θέση ότι ο φιλόσοφος οφείλει να υπερβεί τη συνείδηση και να την υποτάξει στο γενικότερο συμφέρον.
γ) Ο Γλαύκων βλέπει το δίκαιο από τη σκοπιά του ατομικού συμφέροντος και θεωρεί ότι είναι άδικο να παραγνωρίζεται η επιθυμία του ατόμου υπέρ της δικαιοσύνης. Η στάση του, επομένως, είναι ατομοκεντρική, γι’ αυτό και αντιλαμβάνεται τον εξαναγκασμό των φιλοσόφων ως υποβάθμιση της προσωπικής τους ζωής. Άλλωστε, κατά τον Γλαύκωνα, η δικαιοσύνη είναι μια υποκριτική κοινωνική σύμβαση που επιβάλλεται από τους πολλούς και αδύνατους για την αυτοπροστασία τους[1]. Μάλιστα, εδώ επανέρχεται από τον Γλαύκωνα το ζήτημα που έχει θέσει ο ίδιος και στο 360C της Πολιτείας, (Το δακτυλίδι του Γύγη): «Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει πως η αδικία τον ωφελεί ως άτομο πολύ περισσότερο από τη δικαιοσύνη». 

Ἐπελάθου ...
Ο Σωκράτης αντικρούει την επιφύλαξη του Γλαύκωνος, θυμίζοντάς του («ἐπελάθου») όσα είχαν συμφωνήσει προηγουμένως, σε άλλο βιβλίο της Πολιτείας.
Προηγουμένως είχε συμφωνηθεί ότι οι φύλακες, μολονότι κατέχουν στην ιδεώδη πόλη την εξουσία,
  1. δεν θα έχουν ούτε περιουσία
  2. ούτε θα κτίζουν μεγάλες και ωραίες κατοικίες
  3. ούτε θα διαθέτουν χρήματα
  4. ούτε θα φιλοξενούν γνωστούς και φίλους.
è Η ζωή τους θα είναι πειθαρχημένη και λιτή.

Ἐπελάθου, ἦν δ΄ ἐγώ, ... ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως

Ο Σωκράτης αντικρούει την άποψη του Γλαύκωνα και του υπενθυμίζει ότι τελικός και κορυφαίος σκοπός του νόμου, τον οποίο προσωποποιεί, είναι η ευδαιμονία όλης της πόλης και όχι μόνο μιας κοινωνικής ομάδας. Η ικανοποίηση του συλλογικού συμφέροντος («ἐν ὅλῃ τῇ πόλει», «οὐχ ὅπως ἕν τι γένος εὖ πράξει», «ὅπῃ ἕκαστος βούλεται») δηλώνεται με την αντίθεση «ἕν τι γένος ≠ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει» με την οποία υπογραμμίζεται η μέριμνα του νόμου για το όφελος και την ευδαιμονία όλων των πολιτών. Παρόμοια, με το σχήμα άρσης –θέσης «ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει ≠ ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει … ἐγγενέσθαι» υπογραμμίζεται ο ρόλος του νόμου να επιφέρει ισορροπία στην πόλη.
Ο Σωκράτης συλλαμβάνει, λοιπόν, την ουσία της ένστασης του Γλαύκωνα και απαντά προβάλλοντας το γενικό καλό της πολιτικά οργανωμένης κοινότητας ως αγαθό επιβαλλόμενο από τον Νόμο.


Στόχοι / Λειτουργίες του νόμου
Ο Σωκράτης στην απάντησή του στην ένσταση του Γλαύκωνα προσωποποιεί τον Νόμο και του αποδίδει τρεις βασικές λειτουργίες του με τις οποίες επιδιώκεται η ευδαιμονία της πόλης. Χρησιμοποιεί τρεις τροπικές μετοχές («συναρμόττων, ποιῶν και ἐμποιῶν») για να καταδείξει τρεις αδιαπραγμάτευτες λειτουργίες του Νόμου, που αποτελούν και τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ύπαρξη και την ευδαιμονία της πόλης :

1)   Με το πρώτο μετοχικό σύνολο («συναρμόττων τοὺς πολίτας») ο Πλάτωνας προβάλλει την κοινωνική λειτουργία του Νόμου, καθώς επιδιώκεται η αρμονική συνεργασία όλων των πολιτών  δηλαδή η επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης. Ο Πλάτωνας συχνά κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της αρμονίας τόσο στα μέρη της ψυχής, με την υποταγή του κατώτερου μέρους στο ανώτερο (το «ἐπιθυμητικὸν» πρέπει να υποτάσσεται στο «θυμοειδὲς» και το τελευταίο στο «λογιστικόν»), όσο και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Μόνο αν επιτευχθεί αυτή η αρμονία, θα οδηγηθούν οι πολίτες στη δικαιοσύνη, στην ομαλή συμβίωση μέσα στην πόλη και κατ’ επέκταση στην ευδαιμονία. Αν όμως ο πολίτης είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης δεν είναι σε θέση να οριοθετήσει τον τομέα της δραστηριότητάς του, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του εμπειρότερου, του σοφότερου του σωφρονέστερου.
2)   Με το δεύτερο μετοχικό σύνολο («ποιῶν μεταδιδόναι … ὠφελεῖν»)  ο Σωκράτης αποδίδει στον Νόμο οικονομική λειτουργία, καθώς επιδιώκεται η κοινωνική αλληλεγγύη ανάμεσα στους πολίτες ανάλογα με τις δυνατότητες καθενός («μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας»). Άλλωστε, η πόλη οικίζεται, επειδή κανείς δεν είναι αυτάρκης, παρά πολλῶν ἐνδεής. Ο καταμερισμός, λοιπόν, της εργασίας προσπορίζει οικονομικά οφέλη σε όλους τους πολίτες. Οι εργασίες κατανέμονται σε κάθε πολίτη με βάση τις ικανότητές του, ώστε ο καθένας να στρέφει την προσοχή του όχι μόνο στην ικανοποίηση των δικών του αναγκών αλλά και στις ανάγκες των συμπολιτών του με στόχο το κοινό όφελος και την ευδαιμονία. Έτσι, μεταξύ των πολιτών καλλιεργούνται σχέσεις συνεργασίας, αλληλοβοήθειας, αλληλοπροσφοράς και αλληλεγγύης[2].
3)   Με το τρίτο μετοχικό σύνολο («ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται») δηλώνεται η παιδαγωγική και πολιτική λειτουργία του Νόμου μέσα από τη διαμόρφωση κοινωνικού ήθους. Ο νόμος, δηλαδή, θέτει όρια και περιορισμούς στη συμπεριφορά των πολιτών αλλά και των φιλοσόφων-βασιλέων, ώστε να μην παρεκτρέπονται και διαταράσσουν τη συνοχή της πόλης. Τούς κάνει να συνειδητοποιήσουν ότι δε μπορούν να ζήσουν μόνοι τους και όπως θέλουν, χωρίς να επιτελούν τον κοινωνικό τους ρόλο Επομένως, διαπλάθει τον χαρακτήρα και τον τρόπο συμπεριφοράς των πολιτών (παιδαγωγικός χαρακτήρας). Μάλιστα, με το σχήμα άρσης –θέσης «οὐχ ἵνα ἀφιῇ … ≠ ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται …» τονίζεται ο ρόλος του νόμου να χρησιμοποιεί τους πολίτες ως ενωτικό δεσμό της πόλης.
è Συνολικά, ο Σωκράτης παρατηρεί ότι ο νόμος στοχεύει στην ευδαιμονία του συνόλου, αλλά φυσικά, όπως συνάγεται από τη συζήτηση, όχι την απόλυτη ευδαιμονία.

Τα μέσα του νόμου
πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ: Ο άριστος νομοθέτης, κατά τον Πλάτωνα («Νόμοι»), συνδυάζει:
α) την πειθώ
β) με τη βία (ἀνάγκη), η οποία αφορά στον ἄπειρον παιδείας ὄχλον.
Τα μέσα, λοιπόν, που χρησιμοποιεί ο νόμος, για να πετύχει την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας, είναι:
1)  Η πειθώ: Με την πειθώ, με τη χρήση δηλαδή λογικών επιχειρημάτων, και με την παιδεία πρέπει οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο, να παραμερίσουν το προσωπικό τους συμφέρον και να προσφέρουν αλληλοβοηθούμενοι ό,τι είναι δυνατόν στην πολιτεία. Με τον ελεύθερο διάλογο, την διαπαιδαγώγηση, τη δημιουργία συλλογικής συνείδησης οι πολίτες αντιλαμβάνονται τον νόμο, όχι ως χειραγωγό αλλά ως μέσο, για να πετύχουν το στόχο τους. Η πρόταξη της πειθούς υποδηλώνει ότι προτεραιότητα αποτελεί η δημιουργία συναίνεσης των αρχομένων, αφού το μέσο αυτό στοχεύει στην εσωτερική πειθαρχία του πολίτη. Η μέθοδος αυτή απευθύνεται κυρίως στους πεπαιδευμένους πολίτες.
2)  Η ἀνάγκη (βία): Επιβάλλεται στους πολίτες οι οποίοι δεν πείθονται με το λόγο. Πρόκειται για τον καταναγκασμό που ορίζεται από το νόμο και δεν επιβάλλεται τυραννικά, αυταρχικά. Η μέθοδος ως έσχατη λύση αυτή απευθύνεται κυρίως:
       i.   στον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον», στους πολίτες που πολυπραγμονούν
      ii.   στους πεπαιδευμένους που δεν έχουν συνετιστεί με την πειθώ

Η συνύπαρξη πειθούς και βίας
Με μια πρώτη ανάγνωση η συνύπαρξη των δύο αυτών αντίθετων δυνάμεων στην ιδανική πολιτεία φαίνεται παράταιρη. Η πειθώ αποτελεί στοιχείο του διαλόγου, που χαρακτηρίζει μια δημοκρατική κοινωνία. Αντίθετα, η βία και η τόσο αναγκαστική επιβολή κανόνων και απαγορεύσεων δεν ταιριάζει σε δημοκρατικά πολιτεύματα αλλά μάλλον σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Ωστόσο, η προσφυγή στον εξαναγκασμό εξηγείται ψυχολογικά και ιστορικά, εφόσον ληφθούν υπόψη οι τραυματικές εμπειρίες του Πλάτωνα:
α) από την προϊούσα φθορά του πολιτικού ήθους στην Αθήνα λόγω των έντονων ατομοκρατικών τάσεων, που άρχισαν να εκδηλώνονται προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., καθώς και της κυριαρχίας των δημαγωγών˙
β) από τις αυθαιρεσίες και τα εγκλήματα των Τριάκοντα, που έκαναν τη δημοκρατία, με όλες τις ατέλειές της, να φαντάζει, συγκριτικά, σαν το ιδανικό πολίτευμα˙
γ) από την τραγική διάψευση των ελπίδων του μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, λόγω της εγκληματικής ενέργειας του αθηναϊκού δήμου να καταδικάσει σε θάνατο το Σωκράτη.
δ) από την αυλή τού τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου I.
Άρα, η ενόραση μιας πολιτικής κατάστασης απαράδεκτης - σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του- οδηγεί τον Πλάτωνα στη σύλληψη της «ορθής πολιτείας», η οποία θα επιλύσει ριζικά το πολιτικό πρόβλημα, γιατί θα θεμελιωθεί στην αλήθεια, την δικαιοσύνη και την αρμονία, παράγωγα του «μεγίστου μαθήματος» (Ἀγαθοῦ). Όταν, λοιπόν, η πραγμάτωση μιας τέτοιας πολιτείας κινδυνεύει να ματαιωθεί από έναν γενικευμένο, κατά την κρίση του, ηθικοπολιτικό αμοραλισμό, τότε η προσφυγή στον εξαναγκασμό προβάλλει για τον φιλόσοφο ως η έσχατη λύση για την ευόδωση του εγχειρήματος. Γι΄ αυτό η δίκαιη πολιτεία έχει το δικαίωμα να εξαναγκάσει τους φιλοσόφους να αναλάβουν την φροντίδα των άλλων. Με άλλα λόγια, οι ανελεύ­θεροι περιορισμοί συντελούν, κατά τον Πλάτωνα, στην αληθινή ελευθερία του πνεύμα­τος.

Προσωποποίηση του νόμου
Για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και ζωντάνια στο ρόλο που διαδραματίζει στην πλατωνική Πολιτεία, ο νόμος προσωποποιείται, αλλά φυσικά δεν παύει να είναι ανεπηρέαστος από προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες
è φράσεις που δηλώνουν την προσωποποίηση του νόμου:
ü  «νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει»,
ü  «μηχανᾶται»,
ü  «συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»,
ü  «ποιῶν μεταδιδόναι»,
ü  «καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει,
ü  οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπη ἕκαστος βούλεται,
ü  ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως».

Χαρακτηριστικά του νόμου
Οι ρηματικοί τύποι των παραπάνω φράσεων δείχνουν τις ενέργειες και τις αρμοδιότητες του νόμου.
Συνολικά, ο νόμος εμφανίζει τα εξής χαρακτηριστικά:
α) Είναι δίκαιος, διότι δεν κάνει διακρίσεις, δεν εξαιρεί άτομα και κοινωνικές ομάδες, αποβλέποντας στην ευδαιμονία του συνόλου.
β) Έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα: αποβλέπει στη διάπλαση μιας συνειδητής συλλογικότητας και όχι στην βία και το φόβο.
γ) Είναι όμως και εξαναγκαστικός – επανορθωτικός, διότι επιβάλλει ποινές σε όσους εμφανίζουν αντικοινωνική συμπεριφορά.

Οι σχέσεις μεταξύ των πολιτών και μεταξύ νόμου-πολιτών
Η λειτουργία του νόμου θυμίζει έναν απρόσωπο κυβερνήτη, που κατευθύνει το πλήρωμα της πολιτείας του ψυχρά, αντικειμενικά, χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς σφάλματα, με κριτήριο την ευδαιμονία του συνόλου. Ρόλος του νόμου είναι να ρυθμίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις λειτουργίες του κράτους, ώστε να επιτευχθεί η αρμονική και ομαλή συμβίωση των πολιτών με υψηλό βαθμό αλτρουισμού. Παρουσιάζεται, δηλαδή, ως ιδανικός ηγέτης της ιδανικής πολιτείας[3]. Ο νόμος, με άλλα λόγια, είναι η αναγκαιότητα που επιβάλλει την εναρμόνιση της ατομικότητας και της συλλογικότητας μέσα στην κοινωνία. Εγγυητής και διεκπεραιωτής αυτής της αναγκαιότητας καθίσταται ο φιλόσοφος.
Η μεγάλη σημασία που απέδιδε ο Πλάτωνας στο νόμο φαίνεται καλύτερα στο έργο του Κρίτων. Εκεί οι προσωποποιημένοι Νόμοι και το «κοινὸν τῆς πόλεως» επισκέπτονται το Σωκράτη και τού υπενθυμίζουν ότι τούς οφείλει τα πάντα, από τη γέννησή του μέχρι και την διαπαιδαγώγησή του. Επομένως, ο φιλόσοφος είναι υποχρεωμένος να μη στραφεί ενάντια στους νόμους, που τον ευεργέτησαν, αποδεχόμενος την πρόταση για απόδραση. Ο Σωκράτης δηλώνει πίστη στους νόμους της πόλης, στους οποίους οφείλει και τη διαβίωσή του σε μια πόλη σαν την Αθήνα, και, αρνούμενος να δραπετεύσει, θα πιει το κώνειο.
Κρίνοντας από τις λειτουργίες που επιτελεί και τα μέσα (πειθώ-βία, κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, αγωγή αυτοπεριορισμού[4]), που χρησιμοποιεί ο νόμος για να πείσει τους πολίτες πως είναι σωστό και αναγκαίο να υπακούουν σ’ αυτόν, συμπεραίνουμε ότι ο Σωκράτης προσπαθεί να συμβιβάσει το γενικό καλό με το ατομικό, από την οπτική μιας ολιστικής και κοινωνιοκεντρικής προσέγγισης του πολιτικού φαινομένου, στο οποίο εξασφαλίζεται η αξιοκρατία και η αμεροληψία. Αυτή η τόσο αναγκαστική επιβολή κανόνων και απαγορεύσεων δεν ταιριάζει σε δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά μάλλον σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. 

Σκοπος & χαρακτήρας ΝΟΜΟΥ: Σύγκριση Πολιτείας -Πρωταγόρα[5]
Μέσα από διακειμενική θεώρηση των δύο αποσπασμάτων είναι δυνατό να ανευρεθούν οι ακόλουθες ομοιότητες ως προς τους σκοπούς και το χαρακτήρα τού νόμου:

1.    Έχει παιδευτικό χαρακτήρα, αφού καλλιεργεί κοινωνικό ήθος στους πολίτες (Πολιτεία: «καὶ αὐτὸς ἔμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ... ἐπί τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως») και αποτελεί ένα από τα μέσα τής πόλης για την καλλιέργεια τής πολιτικής αρετής (Πρωταγόρας: «Ενώ λοιπόν είναι τόσο μεγάλη η προσπάθεια ... είναι διδακτή;»).
2.    Επιβάλλεται δίκαια σε όλους χωρίς εξαιρέσεις (Πολιτεία: «ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει...»), αφού απευθύνεται και στους άρχοντες και στους αρχόμενους (Πρωταγόρας: «αναγκάζει και όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με αυτούς»).
3.    Επιβάλλει ποινές σε όσους δε συμμορφώνονται με αυτόν (Πολιτεία: «πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ»), με σκοπό τη διασφάλιση τής δικαιοσύνης (Πρωταγόρας: «Εκείνος δε ο οποίος τους παραβαίνει ... στην ευθεία»).
4.    Περιορίζει την ασυδοσία των πολιτών (Πολιτεία: «οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται», Πρωταγόρας: «ώστε να μην ενεργούν από μόνοι τους και όπως νομίζουν οι ίδιοι») εξασφαλίζοντας την κοινωνική αρμονία («Πολιτεία: «συναρμόττων τοὺς πολίτας», «ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως») και συνοχή (Πρωταγόρας: «η δικαιοσύνη ξαναβάζει τον παραβάτη στην ευθεία»).

Ü Συνολικά, ο νόμος και στις δύο περιπτώσεις εξαίρεται για την κοινωνική και παιδευτική του λειτουργία.

Η διαφορά έγκειται στον τρόπο παρουσίασης:
α) στον Πλάτωνα ο νόμος προσωποποιείται και αναδεικνύεται ως ο ιδανικός κυβερνήτης τής ιδεώδους πολιτείας, δηλαδή ως ο φιλόσοφος-βασιλεύς που δρα ψυχρά και αντικειμενικά. Από την άλλη, στον Πρωταγόρα οι νόμοι ως «τα επινοήματα των καλών, παλαιῶν νομοθετῶν» δε φαίνεται να παραπέμπουν σε κάποιον κυβερνήτη που ορίζει τις αρμοδιότητες των πολιτών, απλώς εντάσσονται στα μέσα τού εκπαιδευτικού συστήματος τής αρχαίας Αθήνας που αποσκοπούν στην καλλιέργεια τής πολιτικής αρετής.
β) Άλλωστε, είναι γνωστό, ότι –παρά την αναγνώριση τής κεφαλαιώδους προσφοράς τους στην ομαλή λειτουργία τής κοινωνίας- οι νόμοι, κατά τον Πρωταγόρα, δεν έχουν καθολική και ακατάβλητη ισχύ.
γ) Τέλος, η οικονομική λειτουργία τού νόμου, όπως παρουσιάζεται στην Πολιτεία («ποιῶν μεταδιδόναι … ὠφελεῖν») απουσιάζει εντελώς από το απόσπασμα τού Πρωταγόρα.

Σκέψαι τοίνυν ... καὶ φυλάττειν
Ο Σωκράτης καταλήγει στο συμπέρασμα («σκέψαι τοίνυν»)  ότι ο εξαναγκασμός των φιλοσόφων να φροντίζουν (ἐπιμελεῖσθαι) και να προστατεύουν τους συμπολίτες τους (φυλάττειν) δεν τους αδικεί. Μάλιστα, με το σχήμα άρσης-θέσης «οὐδ’ ἀδικήσομεν … ≠ ἀλλὰ δίκαια …» ο Σωκράτης απαντά στην ευθεία δισκελή ερώτηση του Γλάύκωνα («Ἔπειτ’, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρον ζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον;»). Έτσι, υπηρετείται η εγκυρότητα του συλλογισμού που ανέπτυξε.

Οι θέσεις του Σωκράτη για το χρέος των φιλοσόφων
1)  Ο εξαναγκασμός των φιλοσόφων είναι μια δίκαιη αξίωση, διότι οι φιλόσοφοι οφείλουν την πνευματική τους ανατροφή και την παιδεία που έλαβαν στην πόλη. Άρα, ο εξαναγκασμός τους είναι έκφραση ευγνωμοσύνης προς την πόλη που τούς έθρεψε. Η παιδεία παρέχεται από το κοινωνικό σύνολο και για το κοινωνικό σύνολο. Οι ευεργεσίες που δόθηκαν στο σώμα των φιλοσόφων (και των φυλάκων) αποσκοπούν στην παραγωγή, στη συνοχή, στην ευδαιμονία ολόκληρης της πόλης. Γι' αυτό δεν θα πρέπει να επιτραπεί στους φιλοσόφους να μείνουν στην μακαριότητα τους, αλλά θα πρέπει να αναλάβουν την εξουσία και να γίνουν άρχοντες της πολιτείας. Η άριστη πολιτεία έχει το δικαίωμα να ζητήσει αυτή την υπηρεσία από τους φιλοσόφους της.
2)  Άλλωστε, με βάση τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, στους φιλοσόφους αναλογεί η υψηλότερη θέση «εργασίας», αυτή του άρχοντα, επειδή έχουν οδηγηθεί στην αλήθεια. Κατά συνέπεια, οι φιλόσοφοι έχουν ηθικό και σύννομο χρέος να υπηρετήσουν το σύνολο, γιατί αυτό αντιστοιχεί στα γνωρίσματά τους και η καταξίωση της πνευματικής τους καλλιέργειας επέρχεται μόνο με την άσκηση της πολιτικής τέχνης ως ανώτερης όλων των άλλων και υπηρετικής του συνόλου. Με την άποψη του Πλάτωνα φαίνεται να συμφωνεί και ο John Stuart Mill (1806-1873) στο έργο του On Representative Government (Περί της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης), όπου διατυπώνει την ιδέα ότι το καταλληλότερο άτομο για να τού ανατεθεί μια εξουσία είναι εκείνο που δεν είναι καθόλου πρόθυμο να αναλάβει την εξουσία.
3)  Επιπρόσθετα, η πόλη θα ευτυχήσει να έχει ως άρχοντες ανθρώπους που δεν θεωρούν την εξουσία μέ­σο για τον πλουτισμό τους και την εξυπηρέτηση των ατομικών τους συμφερόντων, αλλά μέσο για την εξασφάλιση της κοινής ευημερίας. Επομένως, κατά το Σωκράτη ο εξαναγκασμός αποτελεί, δίκαιη απαίτηση, αφού θα συντείνει στην ευδαιμονία  ολόκληρης τής κοινωνίας.  Όπως διατυπώνει και αλλού στην Πολιτεία ο Πλάτων: «ἐπεὶ κινδυνεύει, πόλις ἀνδρῶν ἀγαθῶν εἰ γένοιτο, περιμάχητον ἂν εἶναι τὸ μὴ ἄρχειν, ὥσπερ νυνὶ τὸ ἄρχειν, καὶ ἐνταῦθ’ ἂν καταφανὲς γενέσθαι ὅτι τῷ ὄντι άληθινὸς ἄρχων οὐ πέφυκε τὸ αὐτῷ συμφέρον σκοπεῖσθαι, ἀλλὰ τὸ τῷ ἀρχομένῳ» (Πλάτ. Πολ. 374d)[6]. Η άποψη του Πλάτωνος ότι ο νόμος πρέπει να φροντίζει ώστε η ευδαιμονία να διασφαλίζεται για ολόκληρη την πόλη, και όχι μόνο για μια ομάδα πολιτών, βρίσκεται στην ίδια γραμμή σκέψης με την άποψη που διατυπώνει ο Περικλής (Θουκ. II 60): «ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ’ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην. Καλῶς μὲν γὰρ φερομένους ἀνὴρ τὸ καθ’ ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται»[7].

Ο συλλογισμός του Σωκράτη επιγραμματικά
1.   Ό,τι εξασφαλίζει την ευτυχία του κοινωνικού συνόλου, είναι δίκαιο.
2.   Ο εξαναγκασμός των φιλοσόφων υπηρετεί την κοινωνική ευδαιμονία.
            è συμπέρασμα: Ο εξαναγκασμός των φιλοσόφων είναι δίκαιος.

Κριτική της άποψης του Σωκράτη
Όπως είναι εμφανές, το κριτήριο – επιχείρημα του Σωκράτη είναι το συλλογικό συμφέρον. Η οπτική του γωνία είναι κοινωνιοκεντρική. Αντίληψη τον ιδιωτικού βίου τέτοια που να παρέχει το δικαίωμα να ενεργεί κανείς όπως του αρέσει, αγνοώντας την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου, δεν χωράει στην Πλατωνική ηθική.
Στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας του Πλάτωνα η άποψη του Σωκράτη είναι αποδεκτή. Και ο ίδιος ο Σωκράτης στη συνέχεια του λόγου θεωρεί άδικο τον εξαναγκασμό των φιλοσόφων στις άλλες κοινωνίες και μόνο στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας τον θεωρεί δίκαιο.

Τρωτά σημεία τής επιχειρηματολογίας τού Σωκράτη
 Για την σύγχρονή μας κοινωνία, η άποψη του Σωκράτη δεν κρίνεται ούτε ηθικά επιτρεπτή ούτε λογικά άτρωτη. Σήμερα, είναι σαφές ότι ο νόμος δεν επιτρέπεται να παραβιάζει τα ατομικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες. Στις θέσεις αυτές του Πλάτωνα διακρίνουμε ένα καθεστώς παρεμβατικό και αυταρ­χικό που κατευθύνει τις δραστηριότητες του πολίτη και περιορίζει τη ατομική ελευθε­ρία και δράση.

 Ο Σωκράτης κατά μία έννοια αντιφάσκει. Ενώ από τη μια υποστηρίζει ότι μέλημα του νόμου είναι η ευτυχία του συνόλου, από την άλλη δέχεται μια κοινωνική τάξη (φιλόσοφοι) να θυσιάσει την ευτυχία της για χάρη του συνόλου. Πρώτος ο Αριστοτέλης παρατήρησε την αδυναμία του σωκρατικού συλλογισμού: δεν μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία μέσα στο κράτος χωρίς την προσωπική ευδαιμονία του κάθε πολίτη. Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους μελετητές, η προτεραιότητα της πόλης έναντι του ατόμου συνιστά μια ολοκληρωτική αρχή, επειδή ενδέχεται το κράτος να είναι ισχυρό, αλλά οι πολίτες του δυστυχείς. 
ƒ Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι ο φιλόσοφος οφείλει τα πάντα στην πόλη. Αυτή είναι που τον εκπαίδευσε, τον διαπαιδαγώγησε, τον οδήγησε στο φως της γνώσης. Επομένως, ο φιλόσοφος, αφού είναι «δημιούργημα» της πόλης, οφείλει να τής το ανταποδώσει με κάθε τρόπο. Η άποψη αυτή του Σωκράτη δε μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, διότι προσδίδει στην παιδεία έναν ρόλο άκρως χρησιμοθηρικό. Η παιδεία που προσφέρει μια οργανωμένη κοινωνία στους πολίτες της οφείλει να στοχεύει στη διαμόρφωση ελεύθερων προσωπικοτήτων, ικανών να αναπτύσσονται αυτόνομα και αυτοβούλως. Διαφορετικά, η παιδεία εκπίπτει σε όργανο εξυπηρέτησης συγκεκριμένων σκοπιμοτήτων, στερώντας από το άτομο την ελευθερία επιλογής.


Σύνδεση της αλληγορίας του σπηλαίου με το θέμα της δικαιοσύνης και της ιδανικής πολιτείας
Η αλληγορία του σπηλαίου συμβολίζει την προσπάθεια του ανθρώπου να εξέλθει από την άγνοια και την πλάνη. Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτή την ιδανική πολιτεία που οραματίζεται ο Πλάτωνας, ο άνθρωπος θα επιτύχει αυτό το στόχο με όπλα του τη γνώση, την παιδεία και τη δικαιοσύνη. Συνεπώς, είναι καθοριστική η σημασία της παιδείας στη θέαση του Αγαθού, στην τελείωση του ανθρώπου. Ο εκπαιδευμένος από την πόλη φιλόσοφος, που αντίκρισε την αλήθεια, οφείλει να τη μεταλαμπαδεύσει και στους υπόλοιπους και να τους οδηγήσει στην συνειδητή άσκηση της αρετής. Οφείλει να αναλάβει τη διοίκηση της πόλης, γιατί μόνο έτσι αυτή η πολιτεία θα χαρακτηρίζεται από τις αρχές της σοφίας, της ανδρείας, της σωφροσύνης και της δικαιοσύνης.


v ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ-ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ
ü  ἔφη: οριστ. πρτ. του ρ. φημί (= λέγω, συμφωνώ, βεβαιώνω, ισχυρίζομαι). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: απόφαση, άφατος, διαφήμιση, διαφημιστικός, δυσφήμιση, δυσφημιστικός, έμφαση, εμφατικός, επίφαση, κατάφαση, καταφατικός, πρόσφατος, πρόφαση, προφήτης, φήμη, φημολογία. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἠμί, λέγω, φάσκω, φράζω. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἀπόφημι, ἀρνοῦμαι.
ü  ἀδικήσομεν: οριστ. μέλλ. ε. φ. του ρ. ἀδικέω, -ῶ (= είμαι άδικος, κάνω αδικία, αδικώ). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αδικαιολόγητος, αδικαίωτος, αδίκημα, αδικητής, αδικία, αδικοπραγία, άδικος, αδίκως, αντιδικία, αντίδικος, δικαιοσύνη, εκδικητής.
ü  ποιήσομεν: οριστ. μέλλ. ε. φ. του ρ. ποιέω, -ῶ (= κάνω, κατασκευάζω, ενεργώ). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αποίητος, αχειροποίητος, ηχοποίητος, θεοποίητος, ποίημα, ποίηση, ποιητής, προσποιητός. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: δρῶ, ἐργάζομαι, κατασκευάζω, πράττω, τελῶ.
ü  ζῆν: απρμφ. ενεστ. ε. φ. του ρ. ζήω, ζῶ (= ζω, υπάρχω).  ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ζωή, ζωηρός, ζωικός, ζωντάνια, ζωντανός, ζώο, ζωογόνος, ζωοδόχος, ζωοκτόνος, ζωόμορφος, ζωόφιλος, ζώπυρο, ζωτικός, ζωφόρος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: βιοτεύω, βιῶ. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: τελευτῶ, ἀπόλυμμαι, ἀποθνῄσκω.
ü  ἐπελάθου: οριστ. αορ. β’ μ. φ. του ρ. ἐπιλανθάνομαι (= λησμονώ). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αλάθητος, αλήθεια, άληστος, αναληθής, επιλήσμων, λάθος, λάθρα, λαθραίος, λαθρεμπόριο, λαθρεπιβάτης, λαθροκυνηγός, λήθαργος, λήθη, λησμονιά. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀμνημονῶ, διαφεύγω, λήθη ἔχω τινος, λήθη λαμβάνει μέ τινος. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: μέμνημαι, μνημονεύω.
ü  μέλει: οριστ. ενεστ. ε. φ. του ρ. μέλω (= είμαι αντικείμενο φροντίδας ή μέριμνας). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αμέλεια, αμελής, επιμελής, επιμελητήριο, μελέτη, μελέτημα, μελετηρός, μελετητής, μέλημα, μεταμέλεια. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἐπιμέλομαι, κήδομαι, προνοῶ, φροντίζω. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἀμελῶ, ἀφροντιστῶ, ὀλιγωρῶ.
ü  μηχανᾶται: οριστ. μέλλ. μ. φ. του ρ. μηχανάομαι, -ῶμαι (= κατορθώνω, επινοώ). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αμήχανος, βιομηχανία, βιομηχανικός, βιομήχανος, μηχανή, μηχάνημα, μηχανικά, μηχανικός. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: δρῶ, ἐπιτελῶ.
ü  ἐγγενέσθαι: απρμφ. αορ. β’ μ. φ. του ρ. ἐγγίγνομαι (= γίνομαι). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: γεγονός, γενεά, γενέθλιος, γένεση, γενέτειρα, γενετήσιος, γενετικός, γενιά, γενικός, γέννηση, γηγενής, γονέας, γονή, γονίδιο, γονικός, γονιμοποίηση, γόνιμος, γονιμότητα, γόνος, γονότυπος, εγγενής, εγγονός, νεογνό, γνήσιος, συγγενής, γονιμότητα.
συναρμόττων: ονομ. ενικ. αρσ. γέν. μτχ. ενεστ. ε. φ. του ρ. συναρμόττω (= ενώνω αρμονικά, ενώνω ακριβώς, συναρμολογώ). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αρμολογία, αρμονία, αρμονικός, αρμός, δυσαρμονία, συναρμογή, φυσαρμόνικα. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: συνάπτω, συζεύγνυμι.
ü  μεταδιδόναι: απρμφ. ενεστ. ε. φ. του ρ. μεταδίδωμι (= μεταδίδω, δίνω μερίδιο).  ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αιμοδότης, ανέκδοτος, ανένδοτος, αποδοτικός, δόση, δοσίλογος, δοσολογία, δότης, δωρεά, δώρο, δωροδοκία, δωροθέτης, έκδοση, εκδότης, εκδοτικός, ενδοτικός, ηλεκτροδότηση, καταδότης, λογοδοσία, μετάδοση, μεταδοτικός, μισθοδοσία, παράδοση, παραδοτέος, πληροφοριοδότης, προδότης, σηματοδότης, φωτοδότης.
ü  ὦσιν: υποτ. ενεστ. του ρ. εἰμί (= είμαι, υπάρχω). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ουσία, απουσία, εξουσία, παρουσία, όντως, ετυμολογία. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: γίγνομαι, ζῶ, ὑπάρχω.
ü  ὠφελεῖν: απρμφ. ενεστ. ε. φ. του ρ. ὠφελέω, -ῶ (= είμαι χρήσιμος, βοηθώ, υποστηρίζω). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ωφέλιμος, ωφέλεια, ωφέλημα, ωφελιμισμός, ωφελιμιστής, ωφελιμιστικός. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀρήγω, ὀνίνημι, τιμωρῶ τινί. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: βλάπτω, ζημιῶ.
ü  ἐμποιῶν: ονομ. ενικ. αρσ. γέν. μτχ. ενεστ. ε. φ. του ρ. ἐμποιέω, -ῶ (= φτειάχνω, παράγω, δημιουργώ). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ποίημα, ποίηση, προσποιητός, χειροποίητος, ποιητικός. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: δρῶ, ἐργάζομαι, κατασκευάζω, πράττω, τελῶ.
ü  ἀφιῇ: υποτ. ενεστ. ε. φ. του ρ. ἀφίημι (= αφήνω, επιτρέπω). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: άνεση, άνετος, άφεση, αφετηρία, δίεση, εγκάθετος, ένεση, ενέσιμος, ενετός, έφεση, εφετείο, εφέτης, καθετήρας, κάθετος, καθέτως, σύνεση, συνετός, χειραφετημένος, χειραφέτηση. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἐῶ, ἐπιτρέπω.
ü  τρέπεσθαι: απρμφ. ενεστ. μ. φ. του ρ. τρέπομαι (= στρέφομαι). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: τροπή, ανατροπή, τρόπος, επίτροπος, πολύτροπος, μετατροπή, τροποποιώ, τροπολογία, τρόπαιο. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: στρέφω, ἐκκλίνω, τροπὴν ποιοῦμαι, τροπὴν τινὸς ποιῶ, τροπὴν ἔχω.
ü  βούλεται: οριστ. ενεστ. μ. φ. του ρ. βούλομαι (= έχω στο μυαλό μου να κάνω κάτι, επιθυμώ). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αβουλησία, αβούλητος, άβουλος, βουλή, βούλημα, βούληση, βουλησιαρχία.. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἐθέλω, ἐπιθυμῶ, ἐφίεμαι, ὀρέγομαι, γλίχομαι, ποθῶ, ἐρῶ. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἀπεχθάνομαι, μισῶ, ἐχθαίρω.
ü  καταχρῆται: υποτ. ενεστ. μ. φ. του ρ. καταχρήομαι, -ῶμαι (= εφαρμόζω, μεταχειρίζομαι). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος, καταχραστής, κατάχρηση, καταχρηστικός, χρεία, χρέος, χρήμα, χρηματιστήριο, χρήση, χρήσιμος, χρηστικός, χρηστός, χρηστότητα.
ü  σκέψαι: προστ. αορ. β’ μ. φ. του ρ. σκοπέω, -ῶ / σκοπέομαι, -οῦμαι (= σκέπτομαι). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ανασκόπηση, άσκοπος, επισκεπτήριο, επίσκεψη, επισκοπή, επισκόπηση, επίσκοπος, σκεπτικός, σκέψη, σκοπιά, σκόπιμος, σκοπός. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: βουλεύομαι, ἐνθυμοῦμαι, θεῶμαι, λογίζομαι, φρονῶ.
ü  εἶπον: οριστ. αορ. β’ ε. φ. του ρ. λέγω (= λέγω, ομιλώ). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: άλογος, αναντίλεκτα, αντίρρηση, απόρρητος, άρρητος, ειρήνη, έπος, επύλλιο, καλλιέπεια, λέξη, λέξημα, λεξικό, λογάριθμος, λογάς, λογικός, λόγος, λογύδριο, ρήμα, ρήση, ρητό, ρήτορας, ρήτρα. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀγορεύω, δημηγορῶ, διεξέρχομαι, λαλῶ, φάσκω, φημί, φθέγγομαι, φράζω.
ü  γιγνομένους: αιτ. πληθ. αρσ. γέν. μτχ. ενεστ. μ. φ. του ρ. γίγνομαι (= γίνομαι). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: γένος, γενεά, γενέθλιος, γονιός, γόνος, απόγονος, νεογνός. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: εἰμί, γίγνομαι, ποιοῦμαι, γεννῶμαι, φύομαι.
ü  προσαναγκάζοντες: ονομ. πληθ. αρσ. γέν. μτχ. ενεστ. του ρ. προσαναγκάζω (= αναγκάζω, πιέζω). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αναγκαίοε, αναγκαιότητα, αναγκαστικά, αναγκαστικός, ανάγκη, εξαναγκασμός.. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: βιάζομαι, πιέζω.
ü  ἐπιμελεῖσθαι: απρμφ. ενεστ. μ. φ. του ρ. ἐπιμελέομαι, -οῦμαι / ἐπιμέλομαι (= φροντίζω, δείχνω επιμέλεια, καταγίνομαι). ΠΑΡΑΓΩΓΑ: επιμέλεια, επιμελημένος, επιμελής, επιμελητεία, επιμελητηριακός, επιμελητήριο, επιμελητής, επιμελήτρια, επιμελώς. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: θεραπεύω, κήδομαι, μέλει μοί τινος, μεριμνῶ, φροντίζω, ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι, ἐπιμελείᾳ χρῶμαι. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἀμελῶ, ἀφροντιστῶ.
ü  φυλάττειν: απρμφ. ενεστ. ε. φ. του ρ. φυλάττω. ΠΑΡΑΓΩΓΑ: αποφυλάκιση, αφύλακτος, προφυλακτήρας, προφυλακτικός, προφύλαξη, φυλαγμένος, φύλακας, φυλακή, φυλακισμένος, φυλαχτό.

v ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
ἀδικῶ < ἄδικος < ἀ (στερ.) + δίκη
νόμος < νέμω (= μοιράζω)
μηχανῶμαι < μηχανὴ
συναρμόττω < σύν (πρθ.) + ἁρμόττω
πολίτης < πόλις
πειθώ < πείθω
ὠφελία < ὠφελῶ
ἀφίημι < ἀπό (πρθ.) + ἵημι
φιλόσοφος < φίλος + σοφία
ἐπιμελοῦμαι < ἐπί (πρθ.) + μέλομαι


v ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ στα ΘΕΜΑΤΑ για ΣΥΖΗΤΗΣΗ

1. «ἐπεὶ κινδυνεύει, πόλις ἀνδρῶν ἀγαθῶν εἰ γένοιτο, περιμάχητον ἂν εἶναι τὸ μὴ ἄρχειν, ὥσπερ νυνὶ τὸ ἄρχειν, καὶ ἐνταῦθ’ ἂν καταφανὲς γενέσθαι ὅτι τῷ ὄντι άληθινὸς ἄρχων οὐ πέφυκε τὸ αὐτῷ συμφέρον σκοπεῖσθαι, ἀλλὰ τὸ τῷ ἀρχομένῳ» (Πλάτ. Πολ. 374d). Σχολιάστε το χωρίο σε συσχετισμό με την άποψη που διατυπώνει ο John Stuart Mill (1806-1873) στο έργο του On Representative Government (Περί της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης) ότι το καταλληλότερο άτομο για να τού ανατεθεί μια εξουσία είναι εκείνο που δεν είναι καθόλου πρόθυμο να αναλάβει την εξουσία.
[Νεοελληνική απόδοση του χωρίου: Γιατί είναι πιθανότατο ότι, αν ήταν δυνατό να βρεθεί μια πολιτεία κατοικημένη από χρηστούς ανθρώπους, όλοι θα προσπαθούσαν να έμεναν έξω από την εξουσία, όπως τώρα όλοι επιζητούν να κατέχουν την εξουσία και τότε θα γινόταν ολοφάνερο ότι πραγματικά η ουσιαστική φύση τον αληθινού άρχοντα είναι να αποβλέπει όχι στο δικό του συμφέρον, αλλά σ' αυτό του αρχομένου.].
Για να προφυλάξει την ιδεώδη πόλη του ο Πλάτων από τις μάστιγες της διαφθοράς και του νεποτισμού, θεσπίζει αυστηρότατους κανόνες για τη διαβίωση των αρχόντων. Έτσι, η εξουσία αποβαίνει έργο κοπιώδες και δυσάρεστο που όλοι προσπαθούν συναισθανόμενοι το βάρος των ευθυνών, που συνεπάγεται, να το αποφύγουν. Συνεπώς, στην πλατωνική πολιτεία κανείς δεν αναλαμβάνει αξιώματα, επειδή το επιθυμεί, παρά μόνο επειδή εξαναγκάζεται.
Αυτό που συνήθως συμβαίνει σε μια πολιτεία είναι να αναλαμβάνει κάποιος την εξουσία με σκοπό να εξυπηρετήσει το ατομικό του συμφέρον και να γευτεί τις τιμές και τις διακρίσεις. Οι φιλόσοφοι, όμως, και οι έντιμοι γενικότερα πολιτικοί δεν επιθυμούν να αναλάβουν την εξουσία είτε επειδή δε διακατέχονται από τέτοιου είδους κίνητρα (αντίθετα, τα κίνητρά τους είναι η προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο) είτε επειδή συναισθάνονται τη μεγάλη ευθύνη και τις δυσχέρειες που επιφέρει η ενασχόληση με τα κοινά. Έτσι, σύμφωνα και με την άποψη του Μill, αυτοί είναι οι καταλληλότεροι να αναλάβουν την ηγεσία της πόλης, καθώς η στάση τους αποδεικνύει την ευσυνειδησία και την εντιμότητά τους και άρα, είναι οι μόνοι κατάλληλοι να εμφυσήσουν αυτά τα ιδεώδη και στους υπόλοιπους πολίτες, να τους φέρουν δηλαδή πιο κοντά στην ιδέα του αγαθού, που ήδη οι ίδιοι γνωρίζουν.

2. Η άποψη του Πλάτωνος ότι ο νόμος πρέπει να φροντίζει ώστε η ευδαιμονία να διασφαλίζεται για ολόκληρη την πόλη, και όχι μόνο για μια ομάδα πολιτών, βρίσκεται στην ίδια γραμμή σκέψης με την άποψη που διατυπώνει ο Περικλής (Θουκ. II 60): «ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ’ ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν δὲ σφαλλομένην. Καλῶς μὲν γὰρ φερομένους ἀνὴρ τὸ καθ’ ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται». Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτόν τον προβληματισμό;
[Νεοελληνική απόδοση του χωρίου: Εγώ νομίζω ότι μια πολιτεία εξυπηρετεί πιο πολύ το συμφέρον των πολιτών, αν στο σύνολο της βρίσκεται σε ακμή, παρά αν ευτυχεί σ' αυτήν κά­θε πολίτης, αλλά στο σύνολο της η ίδια δυστυχεί. Γιατί όσο κι αν ευτυχεί ένας πολίτης στις ιδιωτικές του υποθέσεις, αν καταστρέφεται η πατρίδα, μαζί της ίδια χάνεται, ενώ, αν δυστυ­χεί σε πατρίδα που ευημερεί, έχει πολλές ελπίδες να σωθεί.].
Σύμφωνα με την άποψη του Περικλή, η ατομική ευδαιμονία είναι συνάρτηση της ευδαιμονίας του συνόλου. Κατά τον ίδιο, είναι προτιμότερο να ευπραγεί η πόλη στο σύνολό της, γιατί έτσι μπορεί να βοηθήσει τον κάθε πολίτη στις δύσκολες στιγμές. Αν, αντιθέτως, οι πολίτες ευπραγούν, αλλά η πόλη καταρρεύσει, τότε και ο πολίτης συμπαρασύρεται στην απώλεια μαζί με την πόλη.
Πολλοί είναι αυτοί που συμφωνούν με την άποψη του Περικλή:
α. αρχικά, την άποψη αυτή τη συναντάμε και στη γνωστή στην αρχαία Ελλάδα αλληγορία της εικόνας του σκάφους της πολιτείας που ταξιδεύει σε τρικυμισμένη θάλασσα. Η μοίρα του κυβερνήτη και του πληρώματος είναι αλληλένδετη με τη μοίρα του σκάφους: ή θα σωθούν όλοι ή θα αφανιστούν όλοι.
β. Παρόμοιοι προβληματισμοί απαντούν και στα Ἀπομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη: «… αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει˙ αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ‘χω, στραβός θανά είμαι» και «Τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι … Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλᾶμεν κι ὅλοι μαζί˙ καὶ νὰ μὴν λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς ‘ἐγώ’ οὔτε ὁ ἀδύνατος … Εἴμαστε εἰς τὸ «ἐμεῖς» καὶ ὄχι εἰς τὸ «ἐγώ»».
Ο Πλάτων, βέβαια, υποστηρίζει ότι σκοπός της ιδεώδους πόλης δεν είναι η ευδαιμονία μιας ομάδας (γένος), αλλά της πόλης ολόκληρης. Όμως εδώ υπάρχει ένα σημείο τριβής ανάμεσα σε «πλατωνιστές» και «αντιπλατωνιστές» της εποχής μας, επειδή ακριβώς ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα της πολιτικής φιλοσοφίας είναι η ορθή αναλογία ανάμεσα στην ευδαιμονία του ατόμου και στην ευπραγία του κοινωνικού συνόλου. Ήδη ο Αριστοτέλης είχε επισημάνει ότι δε μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία μέσα στο κράτος χωρίς την προσωπική ευδαιμονία του κάθε πολίτη. Έτσι λοιπόν ο Popper, που είναι αλήθεια ότι δίνει στο έργο του Η ανοιχτή κοινωνία μια σκοτεινή και πολλαπλώς διαστρεβλωμένη εικόνα του Πλάτωνος ως πολιτικού στοχαστή, υποστηρίζει ότι ο φιλόσοφος θεωρεί την ευδαιμονία της πόλης ως κάτι ανώτερο και προφανώς ανεξάρτητο από την ευδαιμονία των πολιτών και των τάξεων που την συναπαρτίζουν. Συνεπώς, η προτεραιότητα της πόλεως έναντι του ατόμου συνιστά μια ολοκληρωτική αρχή, επειδή ενδέχεται το κράτος να είναι ισχυρό, αλλά οι πολίτες του δυστυχείς.
Ο Vlastos αντέκρουσε με πειστικά επιχειρήματα τις αιτιάσεις του Popper και προσπάθησε να αποδείξει ότι, όταν ο Πλάτων μιλά για την πόλη ολόκληρη, εννοεί απλούστατα το σύνολο των πολιτών. Φαίνεται εντούτοις ότι κάποιες, τουλάχιστον, από τις αιτιάσεις των επικριτών του Πλάτωνος ευσταθούν. Για τον Πλάτωνα ευδαιμονία της πόλης δεν είναι το άθροισμα της ευδαιμονίας του καθενός από τους πολίτες, αλλά το άθροισμα της ευδαιμονίας που προσιδιάζει στην κάθε τάξη. Από την άποψη αυτή η τάξη των δημιουργών είναι καταφανώς αδικημένη, επειδή η ευδαιμονία τους συνίσταται στο να δέχονται παθητικά την ανισότητα και την χειραγώγηση. Έτσι η τάξη αυτή εμφανίζεται σαν ένα ανώριμο παιδί που το επιβλέπει και το καθοδηγεί ο αυστηρός πατέρας του, ο οποίος βέβαια (πιστεύει ότι) φροντίζει για το καλό του.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέψουμε το γεγονός ότι για τον Πλάτωνα ευδαιμονία δεν είναι η προσωπική επιτυχία στη ζωή, αλλά η συναίσθηση ότι με τις ενέργειες του το άτομο καθιστά τους άλλους ευδαίμονες. Αυτός, βέβαια, ο βαθμός αλτρουϊσμού σπανιότατα είναι εφικτός.


Ερμηνευτικές ερωτήσεις
1. Ο Γλαύκων υποβάλλει την ένσταση ότι αν αναγκάσουν τους φιλοσόφους να επιστρέψουν στο σπήλαιο, θα τους αδικήσουν, αφού θα τους αναγκάσουν να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζήσουν καλύτερα.
α) Τι απαντά ο Σωκράτης στον Γλαύκωνα; Είναι, κατά τη γνώμη σας, πειστικό το επιχείρημα του Σωκράτη;
β) Πώς κρίνετε εσείς την άποψη του Γλαύκωνα;
2. Ποιος είναι ο στόχος του νόμου, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, και ποια τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τον πετύχει;
3. νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι: Ποιος είναι ο σκοπός και ο χαρακτήρας του νόμου σύμφωνα με τον Πλάτωνα; Να συγκρίνετε την άποψη αυτή με την άποψη του Πρωταγόρα για το νόμο, όπως εκφράζεται στον ομώνυμο διάλογο. (Μπορείτε να συμβουλευθείτε το σχετικό απόσπασμα στην 7η ενότητα του βιβλίου σας, σ. 90, ιδίως την τελευταία παράγραφο).
4. Ποιες είναι οι σχέσεις μεταξύ των πολιτών και μεταξύ νόμου και πολιτών σύμφωνα με το κείμενο; Πώς θα χαρακτηρίζατε το πολίτευμα στο οποίο οι σχέσεις ορίζονται με τον τρόπο αυτό;
5. Κρίνοντας από τα μέσα που χρησιμοποιεί ο νόμος για να πετύχει την υπακοή των πολιτών σ’ αυτόν διαγράψτε το χαρακτήρα του. Πώς θα χαρακτηρίζατε το πολίτευμα που λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο;
6. πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ: Πώς δικαιολογείται η χρήση βίας από το νόμο;
7. Στα σχόλια του βιβλίου σας αναφέρεται ότι ο άριστος νομοθέτης κατά τον Πλάτωνα (Νόμοι 722b) συνδυάζει την πειθώ με τη βία, η οποία αφορά τὸν ἄπειρον παιδείας ὄχλον. Ποιες είναι οι δικές σας σκέψεις στο θέμα αυτό; Είναι αναγκαίο να ασκείται βία;
8. Γιατί ο Σωκράτης (και ο Πλάτων) θεωρεί δίκαιο τον εξαναγκασμό των φιλοσόφων να φροντίζουν και να φυλάττουν τους άλλους; Ο ίδιος ο Πλάτων ακολούθησε αυτό τον τρόπο ζωής; Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα κείμενα: Ζ΄ Επιστολή, 326a, 328c.
Η Ζ΄ Επιστολή
«Και να ερευνώ βέβαια δεν έπαψα, με ποιον άραγε τρόπο θα ήταν δυνατόν να διορθωθούν και όλ’ αυτά που ανέφερα και -προπάντων- η πολιτεία γενικά, για τη δράση όμως περίμενα την κατάλληλη ώρα· και στο τέλος κατάλαβα, ότι κανένα απολύτως από τα σύγχρονά μας κράτη δεν κυβερνάται σωστά – αφού η νομοθεσία τους βρίσκεται, μπορεί κανείς να πει, σε μια κατάσταση που δεν επιδέχεται καν θεραπεία, χωρίς σοβαρή προετοιμασία μαζί με τη βοήθεια κάποιας καταπληκτικής τύχης – κι έτσι αναγκάστηκα να κάνω το εγκώμιο της αληθινής φιλοσοφίας και να λέω ότι μέσ’ απ’ αυτήν είναι δυνατόν να δει κανείς το δίκαιο παντού, και στης πολιτείας και στων ατόμων τη ζωή, και ότι επομένως οι γενεές των ανθρώπων δε θα πάψουν να υποφέρουν, παρά όταν, ή εκείνοι που σωστά και γνήσια φιλοσοφούν, πάρουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, ή οι πολιτικοί ηγέτες, από μια θεία βουλή, φιλοσοφήσουν αληθινά. (326a)
Έτσι βάρυνε η γνώμη πως αν πρόκειται ποτέ να επιχειρήσει κανείς να εφαρμόσει τις σκέψεις που έγιναν απάνω στους νόμους και την πολιτεία, η δοκιμή αυτή πρέπει να γίνει τώρα· γιατί, σκέφθηκα, έναν μόνον αν πείσω αρκετά, θα έχω πραγματοποιήσει όλα τα αγαθά. Μ’ αυτή λοιπόν τη σκέψη κι αυτό το θάρρος ξεκίνησα από την πατρίδα μου, όχι όπως νόμιζαν μερικοί, αλλά πρώτα επειδή φοβόμουν μήπως φανώ ποτέ στην ίδια μου την κρίση ότι δεν είμαι παρά μόνον θεωρία κι ότι σε κανένα έργο δε θα καταπιανόμουν ποτέ θεληματικά - κι αυτό θα μου προξενούσε τη μεγαλύτερη ντροπή απέναντι του ίδιου του εαυτού μου». (328c)
                                                                        Πλάτωνος Επιστολή Ζ΄, μτφρ. Ηρώ Ε. Κορμπέτη
9. Ποια σχέση έχει η αλληγορία του σπηλαίου με το θέμα της δικαιοσύνης και της ιδανικής πολιτείας;
10. Συμφωνείτε με την πλατωνική άποψη ότι πρέπει η πολιτεία να υποχρεώνει τους πολίτες να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη πορεία, έναν καθορισμένο τρόπο ζωής;
11. Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1264b 17-26) απορεί «πώς ενώ (ο Σωκράτης) αφαιρεί από τους φύλακες την ευδαιμονία, ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να κάνει ευτυχισμένη ολόκληρη την πόλη, πράγμα αδύνατον, όταν κάποιοι, λίγοι ή πολλοί, δεν θα είναι ευτυχισμένοι. Διότι η ευδαιμονία δεν αποτελείται από μέρη όπως ο άρτιος αριθμός· διότι ο αριθμός μπορεί να είναι άρτιος στο σύνολό του, αλλά τα μέρη από τα οποία αποτελείται να μην είναι άρτιοι αριθμοί. Η ευδαιμονία όμως δεν έχει αυτή την ιδιότητα. Αλλά αν δεν είναι ευτυχισμένοι οι φύλακες, ποιοι θα είναι; Όχι βέβαια οι τεχνίτες και το πλήθος αυτών που ασχολούνται με βάναυσα έργα». (μτφρ. Ν. Παρίτσης, διασκευή).
Συμφωνείτε με την άποψη του Αριστοτέλη; Να απαντήσετε κρίνοντας την επιχειρηματολογία του.


Λεξιλογικές – Σημασιολογικές ασκήσεις
1. Να αντιστοιχίσετε τις λέξεις της Α στήλης με τις ετυμολογικά συγγενείς τους στη Β στήλη. Δύο λέξεις περισσεύουν.
Α
Β
ἐπελάθου
μηχανᾶται
νόμῳ
ἀφιῇ 
ἄμεινον 
μεταδιδόναι
εφετείο
δωρεά
εισιτήριο 
λησμονιά 
πολυμήχανος
νόμισμα
μειονότητα
δόνηση
2. Συμπληρώστε τα κενά στις παρακάτω προτάσεις με λέξεις ομόρριζες της λέξης «νόμῳ».
α) Για να εξασφαλιστεί αρμονία και ισορροπία μέσα στην πόλη, οι πολίτες οφείλουν να είναι ………………………
β) Οι καλοί ……………………… φροντίζουν για την ευδαιμονία των πολιτών.
γ) Κάθε δημοκρατική πολιτεία οφείλει να ……………………… τα αξιώματα με βάση αξιοκρατικά κριτήρια.
δ) Έργο της ……………………… είναι η διαφύλαξη της τάξης και της ισορροπίας μέσα στην πόλη.
ε) Η …………………… ενέργειας πρέπει να αποτελεί μέλημα όλων μας.
3. Δώστε δύο ομόρριζα στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: 
ποιήσομεν, πειθοῖ, καταχρῆται, προσαναγκάζοντες, φυλάττειν χεῖρον, ἐπελάθου, μηχανᾶται, σκέψαι.
4. Δώστε ένα αντώνυμο στα αρχαία ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: 
ἀδικήσομεν, χεῖρον, εὖ πράξει, ὠφελίας, ἐπελαθόμην,
ἀληθῆ.
5. Δώστε ένα συνώνυμο στα αρχαία ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: 
ἀδικήσομεν, χεῖρον, ποιῶν, ἀφιῇ, βούλεται.
6. καταχρῆται: Το καταχρῶμαι χρησιμοποιείται σήμερα με την ίδια σημασία που έχει στο κείμενο; Αν όχι, να εξηγήσετε τη διαφορά της σημασίας.
8. Να εντοπίσετε στο κείμενο:
α) τις λέξεις που δείχνουν ότι ο νόμος στο κείμενο προσωποποιείται,
β) τις λέξεις που χρησιμοποιούνται μεταφορικά για να δηλώσουν ενέργειες του νόμου (μπορεί να δείχνουν ταυτόχρονα την προσωποποίηση) και να κρίνετε ποιο είναι το αποτέλεσμα της χρησιμοποίησής τους στο λόγο.  


[1] όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου
[2] Για τον καταμερισμό της εργασίας βλ. και
ü  Πλάτωνος, Πρωταγόρας, σχολ. εγχειρ. ενοτ. 4: «Πότερον ὥς αἱ τέχναι νενέμηνται ... ἢ ἐπὶ πάντας νείμω;»
ü  Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, σχολ. εγχειρ. ενοτ. 2: «ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν...»
è Για την αυτάρκεια και την ωφέλεια των πολιτών στο πλαίσιο της πόλεως βλ. και Ἀριστοτέλους, Πολιτικά, σχολ. εγχειρ. :
§ σελ. 182: «μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ...»
§ σελ. 184: «Η κοινωνική οντότητα ... πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια ... την καλή ζωή»
§ σελ. 187: «Γιατί αν είναι αλήθεια  ότι ο καθένας μας χωριστά δεν είναι αυτάρκης ... ο άνθρωπος που λόγω αυτάρκειας αισθάνεται πως δεν του λείπει τίποτε ... ή ζώο ή θεός»
§ σελ. 190: «Είναι φυσική λοιπόν ... του ανθρώπου» και αντίστοιχο σχόλιο.
§ σελ. 199: «Γιατί ή το όνομα του πολίτη ... πρέπει να έχουν το μερτικό τους στα πλεονεκτήματα που ανήκουν στα μέλη της πόλης»
[3] Όσα αναφέρονται για το νόμο στην παρούσα ενότητα προσφέρονται για σύγκριση με τα αντίστοιχα που αναφέρονται:
       i.        Από τον Πρωταγόρα στον ομώνυμο διάλογο, βλ. ενοτ. 4η  σελ. 80 : « Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν΄ εἶεν  πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί... ὡς νόσον πόλεως»
      ii.        Από τον Πρωταγόρα στον ομώνυμο διάλογο, βλ. ενοτ. 7η  σελ. 90 (κυρίως τελευταία παράγραφος)
     iii.        Από τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια, βλ. ενοτ. 3η  σελ. 160: «Μαρτυρεῖ δὲ ... ἀγαθὰ φαύλης»
     iv.        Από τον Αριστοτέλη στα Πολιτικά, βλ.  ενοτ. 19η  σελ. 204: «Μια τρίτη ... η υπέρτατη αρχή όμως είναι ο νόμος ... την υπέρτατη αρχή»
[4] βλ. λειτουργίες του νόμου.
[5] ενότητα 7: «Και όταν πια φύγουν ... να διδαχθεί η αρετή

[6] «Γιατί είναι πιθανότατο ότι, αν ήταν δυνατό να βρεθεί μια πολιτεία κατοικημένη από χρηστούς ανθρώπους, όλοι θα προσπαθούσαν να έμεναν έξω από την εξουσία, όπως τώρα όλοι επιζητούν να κατέχουν την εξουσία και τότε θα γινόταν ολοφάνερο ότι πραγματικά η ουσιαστική φύση τον αληθινού άρχοντα είναι να αποβλέπει όχι στο δικό του συμφέρον, αλλά σ' αυτό του αρχομένου».
[7] «Εγώ νομίζω ότι μια πολιτεία εξυπηρετεί πιο πολύ το συμφέρον των πολιτών, αν στο σύνολο της βρίσκεται σε ακμή, παρά αν ευτυχεί σ' αυτήν κά­θε πολίτης, αλλά στο σύνολο της η ίδια δυστυχεί. Γιατί όσο κι αν ευτυχεί ένας πολίτης στις ιδιωτικές του υποθέσεις, αν καταστρέφεται η πατρίδα, μαζί της ίδια χάνεται, ενώ, αν δυστυ­χεί σε πατρίδα που ευημερεί, έχει πολλές ελπίδες να σωθεί».

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης