ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ
γίγνομαι: γέννηση,
γενεά, γενιά, γενέτειρα, γενετήσιος, γενέθλιος, γηγενής, εγγενής, συγγενής,
γενικός, γόνος, γονέας, γονικός, γονίδιο, γόνιμος, γονιμότητα, υπογονιμότητα,
νεογνό, γνήσιος, γυναίκα.
ἄγω: αγωγή,
αγωγός, παραγωγός, δημαγωγός, προσαγωγός, νηπιαγωγός, αγώνας, άξονας, απαγωγή,
συναγωγή, διαγωγή, εισαγωγέας, αρχηγός, στρατηγός, λοχαγός, ξεναγός, άμαξα,
παρείσακτος, πλοηγός, ξεναγός, λοχαγός, χορηγός, σύναξη, υδραγωγείο, άξονας,
αγέλη, αγελάδα, επέισακτος
λαμβάνω: ακατάληπτος,
αμεροληψία, αμφιλαφής, ανεπανάληπτος, αντιλαβή, αντίληψη, αντισυλληπτικό,
αντισύλληψη, απολαβή, ασύλληπτος, δικολάβος, εικονολήπτης, επανάληψη, επιληψία,
εργολάβος, ευυπόληπτος, ηχολήπτης, ηχοληψία, θρησκόληπτος, θρησκοληψία, καταληπτός,
κατάληψη, καταληψίας, λαβή, λαβίδα, λάφυρο, λήμμα, λήψη, μεροληψία, μετάληψη,
παραλαβή, παραλήπτης, περίληψη, προκατάληψη, πρόσληψη, συλλαβή, σύλληψη,
υπόληψη, χειρολαβή, ευλάβεια
δίδωμι: δόση,
παράδοση, έκδοση, μετάδοση, δοσολογία, δωσίλογος, μισθοδοσία, λογοδοσία,
ηλεκτροδότηση, σηματοδότης, δότης, αιμοδότης, καταδότης, εκδοτικός, αποδοτικός,
ενδοτικός, μεταδοτικός, δώρο, δωροθέτης, δωρεά, δωροδοκία, ανέκδοτος,
παραδοτέος
εἶμι/ἔρχομαι: ερχομός,
έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, ανεξίτηλος, ισθμός, εισιτήριο,
εξιτήριο, προσηλυτισμός, προσιτός, ιταμός, αμαξιτός, έπηλυς
λέγω: αδολέσχης,
αναντίλεκτος, αντιρρησίας, απόρρητος, γεωλόγος, έπος, λεκτικός, λέξη, λεξικό,
λέσχη, λήμμα, λογάς, λογικός, λόγος φιλόλογος, λογύδριο, ορθοεπής, αμετροεπής,
καλλιέπεια, επύλλιο, έπος, επικός, ρήμα, ρήση, ρήτορας, ρητός, ρήτρα, άρρητος
ὁρῶ :
ανύποπτος, αόρατος, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, επόπτης, ιδέα, ιδεοληψία,
κάτοπτρο, κάτοψη, μάτι, οπή, οπτικός, όραμα, οραματιστής, όραση, ορατός,
οφθαλμός, οφθαλμολογικός, παντεπόπτης, πρόσοψη, ύποπτος, φίδι.
ἔχω: ανακωχή, ανοχή, αντοχή, άσχετος, ενοχή, έξη, εξής, ευεξία,
καθεξής, κατοχικός, καχεκτικός, κληρούχος, μέτοχος, πάροχος, περιοχή,
πολιούχος, ραβδούχος, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχολείο, οχυρό, ενέχυρο.
εἰμί: απουσία, εξουσία, εσθλός, ετυμολογία, έτυμον, όντως, ουσία,
ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν, παρουσία, παρουσιαστικό, οντολογία, επουσιώδης
φημὶ : άφατος, προφήτης, φήμη, φωνή, διαφήμιση, αφασία.
φέρω : αμφορέας, ασθενοφόρο, αυτόφωρος, διάφορος, διένεξη,
διηνεκής, βεληνεκές, κατάφωρος, μαρσιποφόρο, μεταφορέας, μεταφορικός,
οισοφάγος, παράφορος, πολύφερνος, φαρέτρα, φερέγγυος, φέρετρο, φερτός, φορά,
φορέας, φορείο, φόρεμα, φόρος, φόρτος, αποφόρτιση, φωριαμός.
δέομαι: αδέητος,
δέηση, δεητικός, δέον, δεοντικός, δεοντολογία, δεοντολογικός, δεοντολογικώς,
δεόντως, ενδεής, ένδεια.
φύομαι: ατόφυος
(< αὐτόφυος < αὐτοφυής = ακέραιος, ανόθευτος), αυτοφυής, έμφυτος, ευφυής,
ευφυΐα, ιδιοφυής, κατάφυτος, μεγαλοφυής, μεγαλοφυΐα, σύμφυτος, τριχοφυΐα, φυλή,
φύλλο, φύλο, φύση, φυσικοθεραπευτής, φυσικός, φυσικότητα, φυσιογνωμία,
φυσιογνώστης, φυσιολάτρης, φυσιολογικός, φυτικός, φυτό.
δέχομαι: ακατάδεκτος,
αναδεξιμιός, ανάδοχος, απαράδεκτος, αποδέκτης, αποδεκτός, αποδοχή, δέκτης,
δεκτός, δεξαμενή, δεξιός, διαδοχή, διάδοχος, δοκάνη, δοκάρι, δοκιμάζω, δοκιμή,
δοκός, δοχείο, δωροδόκος, ευπρόσδεκτος, ξενοδόχος, παραδεκτός, παραδοχή, συνεκδοχή,
υποδοχή.
τίθημι: αδιαθεσία,
αντίθετος, απόθεμα, αποθηκάριος, αποθήκη, διάθεση, διαθήκη, έκθεμα, έκθεση,
εκθέτης, έκθετος, εμπρόθετος, επίθεση, επιθετικός, θέμα, θεμέλιο, θεμελιώδης,
θέση, θεσμός, θετός, θήκη, καταθέτης, νουθεσία, παράθεμα, παράθεση,
παρακαταθήκη, πρόσθετος, σύνθεση, συνθετικός, σύνθετος, συνθήκη, τοποθεσία,
υιοθεσία, υπερθετικός, υποθετικός.
πράττω: απράγμων, άπραγος, άπρακτος, εισπρακτικός, πολυπράγμων,
πράγμα, πραγματικός, πραγματοποίηση, πρακτέος, πρακτικός, πράκτορας, πράξη, πραξικόπημα,
σύμπραξη.
αἱρέομαι-οῦμαι :
αίρεση, αιρετικός, αιρετός, αναιρετικός, αρχαιρεσίες, αυθαίρετος, αφαίρεση,
αφηρημάδα, διαιρετέος, διαιρέτης, εξαιρετικός, εξαίρετος, καθαίρεση,
προαιρετικός, υπεξαίρεση.
φθείρω: αδιάφθορος,
άφθαρτος, διαφθορά, διαφθορέας, παραφθορά, φθαρμένος, φθαρτός, φθειρίαση,
φθορά, φθοροποιός, ψυχοφθόρος, ψείρα.