Α. Δικό μας έργο, λοιπόν, είπα εγώ, των
ιδρυτών της πόλης, (είναι) να εξαναγκάσουμε και τα πιο εξαιρετικά πνεύματα να φθάσουν
στο μάθημα που πρωτύτερα είπαμε ότι είναι το ανώτερο, να δουν, δηλαδή, το αγαθό
και να ανεβούν εκείνη την ανηφορική οδό, και, αφού ανεβούν και (το) δουν καλά, να
μην τούς επιτρέπουμε αυτό που τώρα τούς επιτρέπεται.
Ποιο,
δηλαδή;
Το
να μένουν συνεχώς στον ίδιο τόπο, είπα εγώ, και το να μη θέλουν να κατεβαίνουν
πάλι κοντά σε εκείνους τους δεσμώτες ούτε να συμμετέχουν μαζί μ’ εκείνους και
στους κόπους και στις τιμές, είτε είναι πιο ταπεινές είτε μεγαλύτερης σημασίας.
Μα πώς, είπε, θα αδικήσουμε αυτούς και θα (τούς) κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ είναι δυνατό σ’ αυτούς (να ζουν) καλύτερα;
Μα πώς, είπε, θα αδικήσουμε αυτούς και θα (τούς) κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ είναι δυνατό σ’ αυτούς (να ζουν) καλύτερα;
Β1. Ο Ο Σωκράτης, αφού απέρριψε δυο κατηγορίες
ανθρώπων ως ακατάλληλους για την ανάληψη και την άσκηση εξουσίας (απαίδευτοι –όσοι
αντιμετωπίζουν την παιδεία ως αυτοσκοπό), παρουσιάζει το έργο του ίδιου και των
συνομιλητών του ως ιδρυτών της ιδεώδους πολιτείας («οἰκιστῶν»). Στο πλαίσιο
αυτό επισημαίνει τον εξαναγκασμό των «βελτίστων φύσεων» προς τη θέαση του
ἀγαθοῦ, παρέχοντας ταυτόχρονα ορισμένες συνιστώσες αυτής της πλατωνικής
έννοιας.
Ειδικότερα,
μέσα από το χωρίο του κειμένου όπου εκτίθεται το καθήκον «τῶν οἰκιστῶν» της
ιδεώδους πολιτείας («Ἡμέτερον δὴ ἔργον
... ὃ νῦν ἐπιτρέπεται»), γίνεται, καταρχάς, σαφές ότι η θέαση του Ἀγαθοῦ
αποτελεί την ανώτατη μορφή γνώσης, το «μέγιστον
μάθημα». Η προσέγγισή του είναι δύσκολη υπόθεση, καθώς οι λέξεις «ἀναβῆναι»,
«ἀνάβασιν», «ἀναβάντες» αποτυπώνουν τη δυσκολία της
κατάκτησης του Ἀγαθοῦ. Βέβαια, πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που
σημαίνουν το ἄνω και την ανάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικά για
την παιδεία και τα αγαθά που προσφέρει.
Επομένως, μέσω της παιδείας η θέαση του ἀγαθοῦ είναι μεν δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη. Εξάλλου, οι
ρηματικοί τύποι «ἀφικέσθαι»,
«ἰδεῖν»,
«ἴδωσι» εκφράζουν μια αισιόδοξη προοπτική
για την τελική έκβαση της πορείας προς το Ἀγαθόν. Ωστόσο,
η θέαση του Ἀγαθοῦ είναι εφικτή μόνο για τις πιο προικισμένες φυσιογνωμίες («τὰς βελτίστας φύσεις»). Φύσις είναι αυτό που ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατασκευάσει ο
ίδιος, αλλά το βρίσκει να προϋπάρχει. Μπορεί βέβαια με την τέχνη να το
συμπληρώσει, αλλά δεν είναι σε θέση να το αλλάξει ουσιωδώς. Φύσις επομένως, σε
σχέση με τον άνθρωπο είναι τα χαρίσματα και τα ελαττώματα που έχει ως κτήμα
του. Για τον Πλάτωνα η φύση παίζει καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του άριστου
βίου.
Γενικά,
πάντως, ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή ερμηνεία τον όρο «ἀγαθόν» που είναι από
τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα, παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς.
Αγαθόν πάντως είναι το εἶναι και ό,τι διατηρεί το εἶναι·
η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει
την πολλαπλότητα· ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη (Πολ. 509a). Η έκφραση αὐτὸ
τὸ ἀγαθόν φαίνεται να
δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. (Βλ. Πολιτεία 508e: «Τοῦτο τοίνυν τὸ τὴν ἀλήθειαν
παρέχον τοῖς γιγνωσκομένοις καὶ τῷ γιγνώσκοντι τὴν δύναμιν ἀποδιδὸν τὴν τοῦ
ἀγαθοῦ ἰδέαν φάθι εἶναι»). Πάντως ήδη στην αρχαιότητα το Πλάτωνος
ἀγαθόν ήταν
παροιμιακή έκφραση για κάτι το ασαφές και σκοτεινό. Πρβλ. Ἄμφις (στον Διογ. Λαέρτιο III 27). «ἧττον οἶδα τοῦτ' ἐγώ, ὦ δέσποτ', ἢ τὸ Πλάτωνος
ἀγαθόν».(Μιλά προφανώς κάποιος δούλος και λέγει στον κύριό του: αυτό το πράγμα
το γνωρίζω λιγότερο από ό,τι γνωρίζω το Αγαθόν του Πλάτωνα, δηλαδή το σκοτεινό
αυτό φιλοσόφημα).
Β3. Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι τελικός και κορυφαίος σκοπός του νόμου, τον
οποίο προσωποποιεί, είναι η ευδαιμονία όλης της πόλης και όχι μόνο μιας κοινωνικής ομάδας. Η ικανοποίηση του συλλογικού
συμφέροντος («ἐν ὅλῃ τῇ πόλει», «οὐχ ὅπως ἕν τι γένος εὖ πράξει», «ὅπῃ ἕκαστος
βούλεται») δηλώνεται με την αντίθεση «ἕν τι γένος ≠ ἐν ὅλῃ
τῇ πόλει» με την οποία υπογραμμίζεται η
μέριμνα του νόμου για το όφελος και την ευδαιμονία όλων των πολιτών. Παρόμοια, με το σχήμα άρσης –θέσης «ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει ≠ ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει … ἐγγενέσθαι» υπογραμμίζεται ο ρόλος του νόμου να επιφέρει ισορροπία στην
πόλη. Μάλιστα, ο
Σωκράτης προσωποποιεί τον Νόμο και του αποδίδει τρεις βασικές λειτουργίες του
με τις οποίες επιδιώκεται η ευδαιμονία της πόλης. Χρησιμοποιεί τρεις τροπικές
μετοχές («συναρμόττων, ποιῶν και ἐμποιῶν»)
για να καταδείξει τρεις αδιαπραγμάτευτες λειτουργίες του Νόμου, που
αποτελούν και τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ύπαρξη και την ευδαιμονία της
πόλης.
Με
το πρώτο μετοχικό σύνολο («συναρμόττων τοὺς
πολίτας») ο Πλάτωνας προβάλλει την κοινωνική
λειτουργία του Νόμου, καθώς επιδιώκεται η αρμονική συνεργασία όλων των πολιτών δηλαδή η επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης. Ο Πλάτωνας συχνά κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της
αρμονίας τόσο στα μέρη της ψυχής, με την υποταγή του κατώτερου μέρους στο
ανώτερο (το «ἐπιθυμητικὸν» πρέπει να υποτάσσεται στο «θυμοειδὲς» και το τελευταίο
στο «λογιστικόν»), όσο και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Μόνο αν
επιτευχθεί αυτή η αρμονία, θα οδηγηθούν οι πολίτες στη δικαιοσύνη, στην ομαλή
συμβίωση μέσα στην πόλη και κατ’ επέκταση στην ευδαιμονία. Αν όμως ο πολίτης
είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης δεν είναι σε
θέση να οριοθετήσει τον τομέα της δραστηριότητάς του, τότε τουλάχιστον θα
πρέπει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του εμπειρότερου, του σοφότερου του
σωφρονέστερου.
Με
το δεύτερο μετοχικό σύνολο («ποιῶν
μεταδιδόναι … ὠφελεῖν») ο
Σωκράτης αποδίδει στον Νόμο οικονομική
λειτουργία, καθώς επιδιώκεται η κοινωνική αλληλεγγύη ανάμεσα στους
πολίτες ανάλογα με τις δυνατότητες καθενός («μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας»). Άλλωστε, η πόλη οικίζεται,
επειδή κανείς δεν είναι αυτάρκης, παρά πολλῶν ἐνδεής. Ο καταμερισμός, λοιπόν, της εργασίας
προσπορίζει οικονομικά οφέλη σε όλους τους πολίτες. Οι
εργασίες κατανέμονται σε κάθε πολίτη με βάση τις ικανότητές του, ώστε ο καθένας
να στρέφει την προσοχή του όχι μόνο στην ικανοποίηση των δικών του αναγκών αλλά
και στις ανάγκες των συμπολιτών του με στόχο το κοινό όφελος και την
ευδαιμονία. Έτσι, μεταξύ των πολιτών καλλιεργούνται σχέσεις συνεργασίας,
αλληλοβοήθειας, αλληλοπροσφοράς και αλληλεγγύης.
Με
το τρίτο μετοχικό σύνολο («ἐμποιῶν
τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται»)
δηλώνεται η παιδαγωγική και πολιτική
λειτουργία του Νόμου μέσα από τη διαμόρφωση κοινωνικού ήθους. Ο νόμος,
δηλαδή, θέτει όρια και περιορισμούς στη συμπεριφορά των πολιτών αλλά και των
φιλοσόφων-βασιλέων, ώστε να μην παρεκτρέπονται και διαταράσσουν τη συνοχή της
πόλης. Τούς κάνει να συνειδητοποιήσουν ότι δε μπορούν να ζήσουν μόνοι
τους και όπως θέλουν, χωρίς να επιτελούν τον κοινωνικό τους ρόλο Επομένως,
διαπλάθει τον χαρακτήρα και τον τρόπο συμπεριφοράς των πολιτών (παιδαγωγικός
χαρακτήρας). Μάλιστα, με το σχήμα άρσης –θέσης «οὐχ ἵνα ἀφιῇ … ≠ ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται …» τονίζεται
ο ρόλος του νόμου να χρησιμοποιεί τους πολίτες ως ενωτικό δεσμό της πόλης. Συνολικά, ο Σωκράτης παρατηρεί ότι
ο νόμος στοχεύει στην ευδαιμονία του συνόλου, αλλά φυσικά, όπως συνάγεται από
τη συζήτηση, όχι την απόλυτη ευδαιμονία.
Σε
ό,τι αφορά στα μέσα που χρησιμοποιεί ο νόμος, για να πετύχει την εύρυθμη λειτουργία
της πολιτείας, ο άριστος νομοθέτης, κατά τον Πλάτωνα («Νόμοι»), συνδυάζει την
πειθώ με τη βία (ἀνάγκη), η
οποία αφορά στον ἄπειρον παιδείας ὄχλον. Με την πειθώ, με τη χρήση δηλαδή λογικών επιχειρημάτων, και με την
παιδεία πρέπει οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο, να
παραμερίσουν το προσωπικό τους συμφέρον και να προσφέρουν αλληλοβοηθούμενοι
ό,τι είναι δυνατόν στην πολιτεία. Με τον ελεύθερο διάλογο, την
διαπαιδαγώγηση, τη δημιουργία συλλογικής συνείδησης οι πολίτες αντιλαμβάνονται
τον νόμο, όχι ως χειραγωγό αλλά ως μέσο, για να πετύχουν το στόχο τους. Η πρόταξη της πειθούς υποδηλώνει ότι προτεραιότητα αποτελεί
η δημιουργία συναίνεσης των αρχομένων, αφού το μέσο αυτό στοχεύει στην
εσωτερική πειθαρχία του πολίτη. Η μέθοδος αυτή
απευθύνεται κυρίως στους πεπαιδευμένους πολίτες. Η ἀνάγκη (βία) επιβάλλεται στους πολίτες
οι οποίοι δεν πείθονται με το λόγο. Πρόκειται για τον καταναγκασμό που ορίζεται
από το νόμο και δεν επιβάλλεται τυραννικά, αυταρχικά. Η μέθοδος ως έσχατη λύση
αυτή απευθύνεται κυρίως στον «ἄπειρον παιδείας ὄχλον», στους πολίτες που
πολυπραγμονούν, αλλά και στους πεπαιδευμένους που δεν έχουν συνετιστεί με την
πειθώ.
Με
μια πρώτη ανάγνωση η συνύπαρξη των δύο αυτών αντίθετων δυνάμεων στην ιδανική
πολιτεία φαίνεται παράταιρη. Η πειθώ αποτελεί στοιχείο του διαλόγου, που
χαρακτηρίζει μια δημοκρατική κοινωνία. Αντίθετα, η
βία και η τόσο αναγκαστική επιβολή κανόνων και απαγορεύσεων δεν ταιριάζει σε
δημοκρατικά πολιτεύματα αλλά μάλλον σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ωστόσο,
η προσφυγή στον εξαναγκασμό εξηγείται ψυχολογικά και ιστορικά, εφόσον
ληφθούν υπόψη οι τραυματικές εμπειρίες του Πλάτωνα από την προϊούσα φθορά του
πολιτικού ήθους στην Αθήνα λόγω των έντονων ατομοκρατικών τάσεων, που άρχισαν να
εκδηλώνονται προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., καθώς και της κυριαρχίας
των δημαγωγών˙ από τις αυθαιρεσίες και τα εγκλήματα των Τριάκοντα, που έκαναν
τη δημοκρατία, με όλες τις ατέλειές της, να φαντάζει, συγκριτικά, σαν το
ιδανικό πολίτευμα˙ από την τραγική διάψευση των ελπίδων του μετά την
αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, λόγω της εγκληματικής ενέργειας του
αθηναϊκού δήμου να καταδικάσει σε θάνατο το Σωκράτη˙ από την αυλή τού τυράννου
των Συρακουσών Διονυσίου I. Άρα, η ενόραση μιας πολιτικής κατάστασης
απαράδεκτης - σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του- οδηγεί τον Πλάτωνα στη σύλληψη της
«ορθής πολιτείας», η οποία θα επιλύσει ριζικά το πολιτικό πρόβλημα, γιατί θα
θεμελιωθεί στην αλήθεια, την δικαιοσύνη και την αρμονία, παράγωγα του «μεγίστου
μαθήματος» (Ἀγαθοῦ). Όταν, λοιπόν, η πραγμάτωση μιας τέτοιας πολιτείας κινδυνεύει
να ματαιωθεί από έναν γενικευμένο, κατά την κρίση του, ηθικοπολιτικό
αμοραλισμό, τότε η προσφυγή στον εξαναγκασμό προβάλλει για τον φιλόσοφο ως η
έσχατη λύση για την ευόδωση του εγχειρήματος. Γι΄ αυτό η
δίκαιη πολιτεία έχει το δικαίωμα να εξαναγκάσει τους φιλοσόφους να αναλάβουν
την φροντίδα των άλλων. Με άλλα λόγια, οι ανελεύθεροι περιορισμοί συντελούν,
κατά τον Πλάτωνα, στην αληθινή ελευθερία του πνεύματος.
Β3.
1. Κέφαλο
2. τον χορό
3. εκδιώχθηκε
κακήν κακώς από το νησί
4. επωμίζονται
στρατιωτικά και διοικητικά καθήκοντα.
5. την
Τυραννίδα.
Β4.
α.
Στήλη Α
|
Στήλη Β
|
ἀφικέσθαι
|
ανικανοποίητος
|
ἰδεῖν
|
ιδέα
|
εἶπον
|
ρήμα
|
μεταδιδόναι
|
παράδοση
|
β. Παρά τις αγαθές
προθέσεις του, συχνά παρεξηγείται η συμπεριφορά του.
Για τον
ανακούφιση τού χρόνιου πόνου προτείνονται
εναλλακτικές θεραπείες.
Για να
δικαιωθούν τα αιτήματα τους, οι εργαζόμενοι μπήκαν σ’ ένα φαύλο κύκλο δικαστικών αντιπαραθέσεων με τον εργοδότη τους.
Γ1. Η
ρητορική είναι ανάλογη με τη διαλεκτική. Πράγματι, και οι δύο ασχολούνται με
τέτοια περίπου θέματα τα οποία κατά κάποιον τρόπο είναι κοινά σε όλους να τα
γνωρίζουν, μολονότι καμία δεν διακρίνεται από επιστημονική γνώση. Γι’ αυτό και
όλοι κατά κάποιον τρόπο συμμετέχουν και στις δύο. Άλλωστε, όλοι μέχρι ένα
σημείο επιχειρούν και να εξετάζουν και να εκθέτουν επιχειρήματα και να απολογούνται
και να κατηγορούν. Από τους πολλούς, λοιπόν, άλλοι κάνουν αυτά απροσχεδίαστα,
ενώ άλλοι λόγω συνήθειας ως αποτέλεσμα άσκησης. Επειδή και τα δύο αυτά είναι
πιθανά, είναι φανερό ότι μπορούν αυτά να ασκηθούν και με ορισμένη μέθοδο. Γιατί
μπορεί κανείς να εξετάσει τον λόγο για τον οποίο επιτυγχάνουν όσοι τα ασκούν και
από συνήθεια και από μόνοι τους (έμφυτα), αλλά ένα τέτοιο στοιχείο όλοι μπορούν
να παραδεχτούν πια ότι αρμόζει σε τέχνη.
Γ2.α.
ἀφωρισμένης : ἀφωρίσθη
ὑπέχειν : ὑπόσχες
πολλῶν : πλείσταις
δρῶσιν : δρώντων
β.
τὰ δὲ
τοιαῦτα ἤδη πᾶς ἂν ὁμολογήσειε τεχνῶν ἔργα εἶναι
Γ3. α
τῇ διαλεκτικῇ: ετερόπτωτος ονοματικός
προσδιορισμός, δοτική αντικειμενική στο «ἀντίστροφος»
ἐξετάζειν: αντικείμενο στο ρήμα «ἐγχειροῦσιν»,
τελικό απαρέμφατο, ταυτοπροσωπία
θεωρεῖν: υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα «ἐνδέχεται»,
τελικό απαρέμφατο, ετεροπροσωπία
ἔργον: κατηγορούμενο στο «τοιοῦτον» μέσω
τού απαρεμφάτου εἶναι (τού συνδετικού ρήματος εἰμί)
β. Είναι δευτερεύουσα επιρρηματική αιτιολογική πρόταση
κρίσεως, καταφατική, ελλειπτική ως προς το υποκείμενο και επαυξημένη, εκφέρεται
με οριστική («ἐνδέχεται»), γιατί δηλώνει το πραγματικό αίτιο.
γ. «Τῶν μὲν πολλῶν»:
ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, γενική διαιρετική στο «οἱ μέν»
«εἰκῇ»: δοτικοφανές επίρρημα ως επιρρηματικός
προσδιορισμός τού τρόπου στο ρήμα «δρῶσιν»
«ταῦτα»: σύστοιχο αντικείμενο (κατά παράλειψη
τού συστοίχου) στο ρήμα «δρῶσιν»
«διὰ συνήθειαν»: εμπρόθετος επιρρηματικός
προσδιορισμός τού αναγκαστικού αιτίου στο ρήμα «δρῶσιν»
Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης