Γ΄ Λυκείου Ομάδα
Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών
Γραπτή
δοκιμασία στα Αρχαία Ελληνικά
Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης
Διδαγμένο κείμενο
Πλάτωνος Πρωταγόρας 321B6- 322Α
Ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸν καταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα· λοιπὸν δὴ ἀκόσμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο. Ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν, καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον· ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς. Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί—ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι—καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. Τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ πολιτικὴν οὐκ εἶχεν· ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί. Τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν—πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν—εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, λαθὼν εἰσέρχεται, καὶ κλέψας τήν τε ἔμπυρον τέχνην τὴν τοῦ Ἡφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν τῆς Ἀθηνᾶς δίδωσιν ἀνθρώπῳ, καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται, Προμηθέα δὲ δι' Ἐπιμηθέα ὕστερον, ᾗπερ λέγεται, κλοπῆς δίκη μετῆλθεν. |
Να απαντήσετε στα παρακάτω:
1α. Να γράψετε στο τετράδιό σας καθεμία
από τις προτάσεις της στήλης Α, συμπληρωμένη με την ορθή επιλογή από τη στήλη
Β:
Στήλη
Α Στήλη
Β
1. Με τον όρο ἀκόσμητον
γίνεται λόγος για:
|
την έλλειψη
βιολογικού οπλισμού τού ανθρώπου για την αντιμετώπιση των κινδύνων
|
την έλλειψη
λόγου
|
|
την έλλειψη
πολιτικής τέχνης
|
|
2. Η διανομή του Επιμηθέα άφησε τον
άνθρωπο ἀνυπόδητον, ενώ τα ζώα μετά τη διανομή είχαν
|
φτερά και
υπόγεια κατοικία
|
μεγάλη
σωματική δύναμη
|
|
οπλές
|
|
3. Για να αντιμετωπίσει ο Προμηθέας
την απρονοησία τού αδελφού του, μπαίνει κρυφά
|
στο κοινό
εργαστήρι τού Ηφαίστου και τής Αθηνάς
|
στην
ακρόπολη
|
|
στην
κατοικία τού Δία
|
|
4. Τα δώρα τού Προμηθέα δόθηκαν στον
άνθρωπο
|
μετά την
εμφάνισή του στη γη
|
λίγο προτού
βγει στην επιφάνεια τής γης
|
|
μαζί με τα
υλικά δημιουργίας στο εσωτερικό τής γης
|
|
5. Ο όρος δίκη στο κείμενο δηλώνει
|
την καλή
συνήθεια, την τάξη, την αρμονία
|
το ορθό, το
δίκαιο
|
|
τη δικαστική
διαδικασία, την εκδίκαση μιας υπόθεσης.
|
Μονάδες 5
1β. Γιατί τιμωρήθηκε ο Προμηθέας, σύμφωνα με το κείμενο;
Μονάδες 5
2. Να
προσδιορίσετε το περιεχόμενο των υπογραμμισμένων λέξεων ή φράσεων στις παρακάτω
προτάσεις:
«λοιπὸν δὴ ἀκόσμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ
ἀνθρώπων γένος»
«ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον
ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς»
«κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον
σοφίαν σὺν πυρί»
Μονάδες 10
3. Τι συμβολίζει η φάση τού Επιμηθέα σε σχέση με τη βιολογική κατάσταση τού ανθρώπου;
Μονάδες 10
4. Να αντιστοιχίσετε τα ονόματα τής στήλης Α’ με την ιδιότητά καθενός στη στήλη Β’ (μία για το κάθε όνομα), γράφοντας δίπλα σε κάθε γράμμα τον αντίστοιχο αριθμό (δύο στοιχεία από κάθε στήλη περιττεύουν).
Α’
|
Β’
|
α. Ιππίας
β. Άνυτος
γ. Αρίστωνας
δ. Πρόδικος
ε. Αλκιβιάδης
στ. Αριστοκλής
ζ. Αρχύτας
|
1. μανιακός με τους ορισμούς των εννοιών
2. εξέχων εκπρόσωπος τού Πυθαγορισμού
3. παππούς τού Πλάτωνα
4. ποιητής
5. οικοδεσπότης των συνομιλητών τού διαλόγου Πρωταγόρας
6. δημοκρατικός, αλλά εξαιρετικά αμφιλεγόμενος
7. πλούσιος βυρσοδέψης και γνωστός πολιτικός
|
Μονάδες 10
5. Να απαντήσετε στα ακόλουθα ζητούμενα:
α. εισιτήριο: να εντοπίσετε στο αρχαίο κείμενο μία λέξη ετυμολογικά συγγενή.
β. ἄλογα: να γράψετε ένα αντώνυμο στα αρχαία ελληνικά
γ. ἀνυπόδητον: να γράψετε ένα ομόρριζο ρήμα στα αρχαία ελληνικά
δ. ἔδει: να γράψετε ένα παράγωγο στα νέα ελληνικά
ε. ἔμπυρον: να γράψετε την ετυμολογία τής λέξης
Μονάδες 10
6. Ποιο είναι
το αντικείμενο διδασκαλίας τού Πρωταγόρα, σύμφωνα με το ακόλουθο μεταφρασμένο
απόσπασμα, και τι διδάσκει ο μύθος (στο πρωτότυπο κείμενο) σε σχέση με αυτό;
Μονάδες 10
Πλάτωνος Πρωταγόρας 318 Ε – 319 Α
«Το μάθημα [το οποίο
διδάσκω] είναι η εὐβουλία, η σωστή
σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο για τα θέματα που αφορούν τα οἰκεῖα,
την ιδιωτική ζωή, πώς δηλαδή να διευθετεί κανείς με τον καλύτερο τρόπο τα
ζητήματα του οἴκου του, όσο και για τα θέματα που
αφορούν την πόλη, ώστε να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και
να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα».
«Άραγε», είπα εγώ [δηλ. ο
Σωκράτης, που αφηγείται τη συζήτησή του με τον Πρωταγόρα σε τρίτο φίλο του],
«παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ' ό,τι καταλαβαίνω, μιλάς για την
πολιτική τέχνη και εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους άνδρες αγαθούς
πολίτες».
«Αυτό ακριβώς, Σωκράτη»,
είπε, «είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω».
Αδίδακτο Κείμενο
Θουκυδίδης, Α, 4α – 5β
Στο Α΄
βιβλίο του Θουκυδίδη, μετά το προοίμιο, ακολουθεί η λεγόμενη αρχαιολογία. Τα κεφάλαια αυτά φέρουν
το όνομα "Αρχαιολογία" επειδή ακριβώς πραγματεύονται γεγονότα
πανάρχαια· και τίποτα δεν θα ήταν γνωστό
για τις μακρινές αυτές εποχές, εκτός από όσα αποκαλύπτουν οι μύθοι και οι θρύλοι.
Μίνως γὰρ παλαίτατος ὧν
ἀκοῇ ἴσμεν ναυτικὸν ἐκτήσατο καὶ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς θαλάσσης ἐπὶ πλεῖστον
ἐκράτησε καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων ἦρξέ τε καὶ οἰκιστὴς πρῶτος τῶν πλείστων
ἐγένετο, Κᾶρας ἐξελάσας καὶ τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἡγεμόνας ἐγκαταστήσας· τό τε
λῃστικόν, ὡς εἰκός, καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης ἐφ' ὅσον ἐδύνατο, τοῦ τὰς προσόδους
μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ. οἱ γὰρ
Ἕλληνες τὸ πάλαι καὶ τῶν βαρβάρων οἵ τε ἐν τῇ ἠπείρῳ παραθαλάσσιοι καὶ ὅσοι
νήσους εἶχον, ἐπειδὴ ἤρξαντο μᾶλλον περαιοῦσθαι ναυσὶν ἐπ' ἀλλήλους, ἐτράποντο
πρὸς λῃστείαν, ἡγουμένων ἀνδρῶν οὐ τῶν ἀδυνατωτάτων κέρδους τοῦ σφετέρου αὐτῶν
ἕνεκα καὶ τοῖς ἀσθενέσι τροφῆς, καὶ προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ
κώμας οἰκουμέναις ἥρπαζον καὶ τὸν πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο, οὐκ
ἔχοντός πω αἰσχύνην τούτου τοῦ ἔργου, φέροντος δέ τι καὶ δόξης μᾶλλον·
1. Να μεταφραστεί το
απόσπασμα "
Μονάδες 10
2. Ποια επιτεύγματα τού Μίνωα αναφέρονται στο
κείμενο;
Μονάδες 10
3. Να γράψετε τους
ζητούμενους τύπους για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου
ἴσμεν: ο ίδιος τύπος στην ευκτική
ἐγκαταστήσας: ο ίδιος τύπος στον
ενεστώτα
ἐδύνατο: το ίδιο πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα
ἰέναι: το β’ ενικό προστακτικής ίδιου χρόνου
προσπίπτοντες: ο ίδιος τύπος στον
αόριστο β’
Μίνως: η γενική ενικού
ἑαυτοῦ: ο αντίστοιχος τύπος στον άλλο αριθμό
ἡγεμόνας: η κλητική ενικού
ναυσὶν: η αιτιατική ίδιου αριθμού
παλαίτατος: ο αντίστοιχος
τύπος στον συγκριτικό
Μονάδες 10
4α. Να αναγνωριστούν συντακτικά
οι ακόλουθες λέξεις τού κειμένου: παλαίτατος,
νήσων, ἡγεμόνας, τοῦ ἰέναι, ναυσὶν, ἡγουμένων, αὐτῶν
Μονάδες 7
4β. ὧν ἀκοῇ ἴσμεν: Να αναγνωρίσετε τον
συντακτικό ρόλο τής δευτερεύουσας αναφορικής πρότασης και να δικαιολογήσετε την
πτώση τής αναφορικής αντωνυμίας.
Μονάδες 3
|
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Διδαγμένο Κείμενο
1. α.
1. Με τον όρο ἀκόσμητον
γίνεται λόγος για την έλλειψη βιολογικού οπλισμού τού ανθρώπου για την
αντιμετώπιση των κινδύνων.
Η διανομή του Επιμηθέα άφησε τον άνθρωπο ἀνυπόδητον, ενώ τα ζώα μετά τη διανομή είχαν οπλές.
3. Για να
αντιμετωπίσει ο Προμηθέας την απρονοησία τού αδελφού του, μπαίνει κρυφά στο κοινό εργαστήρι τού Ηφαίστου και τής Αθηνάς.
4. Τα δώρα τού
Προμηθέα δόθηκαν στον άνθρωπο λίγο
προτού βγει στην επιφάνεια τής γης.
5. Ο όρος δίκη στο κείμενο δηλώνει τη δικαστική διαδικασία, την εκδίκαση μιας
υπόθεσης.
2. Στο δοθέν απόσπασμα από τον μύθο του Πρωταγόρα παρουσιάζεται το
σφάλμα τού Επιμηθέα στη διανομή ιδιοτήτων εις βάρος τού ανθρώπου, καθώς και η
απόπειρα επίλυσης του αδιεξόδου από τον Προμηθέα. Ειδικότερα, στον μύθο
χρησιμοποιείται ο όρος «τὸ ἀνθρώπων γένος» ως έννοια γενική που αναφέρεται
στους ανθρώπους συνολικά. Με τη χρήση του συγκεκριμένου όρου προβάλλεται η
απροκατάληπτη ενότητα του ανθρώπινου γένους, το οποίο δεν χαρακτηρίζεται από
διακρίσεις και ανισότητες που οφείλονται στη φύση. Ο Πρωταγόρας με τη
συγκεκριμένη έκφραση φαίνεται ότι υπερασπίζει την άποψη ότι οι άνθρωποι είναι φύσει ίσοι, αλλά θέσει άνισοι, δηλαδή η φύση προίκισε τους
ανθρώπους με τα ίδια γνωρίσματα, αλλά η κοινωνική συμβίωση και οργάνωση τελικά
τους καθιστά άνισους. Η άποψη αυτή εκφράζει το ίδιο πρωτοποριακό και ιδεολογικά
ριζοσπαστικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τις θέσεις πολλών σοφιστών για την ενότητα
και την ισότητα των ανθρώπων. Ιδιαίτερα οι σοφιστές Αντιφώντας και Αλκιδάμας
τάχθηκαν κατά των κοινωνικών και φυλετικών διακρίσεων. Παρόμοια, και ο Ιππίας
αναφέρεται στον Πρωταγόρα (κεφ. ΚΔ’) υπέρ της ενότητας των
ανθρώπων.
Μετά την
επιθεώρηση της διανομής, ο Προμηθέας διαπιστώνει το σφάλμα τού αδελφού τού και
σπεύδει να το αντιμετωπίσει, αφού πλησίαζε η καθορισμένη από τη μοίρα μέρα κατά
την οποία θα έβγαινε και το ανθρώπινο γένος από το εσωτερικό της γης στο φως («ἤδη
δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον
ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς»). Στο μύθο του Πρωταγόρα η "εἱμαρμένη" αναφέρεται δύο
φορές «χρόνος εἱμαρμένος» και «εἱμαρμένη ἡμέρα». Με δεδομένη την
αλληγορική υφή του μύθου, η αναφορά στην «εἱμαρμένην» είναι στοχείο του μύθου
που προσδιορίζει χρονικά την εξέλιξη. Εκφράζει "το πλήρωμα του
χρόνου", τη μετάβαση από μία εποχή σε άλλη, από μια μορφή ζωής σε άλλη,
που ούτε στιγμιαία είναι ούτε αυτόματη. Αν αφαιρέσουμε το περίβλημα του μύθου
από την αφήγηση του Πρωταγόρα, σημαίνει ότι το πέρασμα σε άλλο στάδιο γίνεται
κάτω από την πίεση της ανάγκης για επιβίωση ή βελτίωση της ζωής.
Ο
Προμηθέας, θέλοντας να επανορθώσει το σφάλμα του αδελφού του, έκλεψε από το
κοινό εργαστήριο του Ηφαίστου και της Αθηνάς τις θεϊκές ιδιότητες που κατείχαν
εκείνοι και τις προσέφερε στον άνθρωπο («Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος
ὁ Προμηθεὺς … καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ»). Η «ἔντεχνος σοφία» της Αθηνάς είναι η σοφία
που εμπεριέχει την τέχνη, η σοφία που συμπορεύεται με την τέχνη. Αρχικά η
έννοια της σοφίας έχει κυρίως να
κάνει με τη δεξιότητα και την εμπειρία σε κάποια τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη
γλυπτική, τη μεταλλουργία, την ιατρική, κ.τ.λ. Ο προσδιορισμός ἔντεχνος σημαίνει ο μέσα στα όρια της τέχνης,
έμπειρος, επιδέξιος. Ο προσδιορισμός ἔντεχνος σοφία επιτρέπει εδώ στον
Πρωταγόρα να διευκρινίσει, επομένως, πως αυτού του είδους τη σοφία εννοεί
(δηλαδή, σε σχέση με κάποια τέχνη), και όχι αυτήν που συνδέουμε με τη γνώση
των επιστημών και τη φιλοσοφία.
Ως προς τις
καλές τέχνες, η ἔντεχνος σοφία δεν σχετίζεται με τη σύλληψη της ιδέας ενός
καλλιτεχνικού έργου, αλλά με την αναγκαιότητα χρήσης τεχνικών γνώσεων και
εργαλείων για τη δημιουργία κάποιων από αυτά. Κατανοούμε, λοιπόν, τον όρο ως τεχνογνωσία, η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να προβεί σε
επινοήσεις και εφαρμογές σωτήριες για τη ζωή του που προωθούν την εν γένει
παρουσία του στον κόσμο. Ειδικότερα, η τεχνογνωσία συνδέεται με τις τεχνικές
δεξιότητες και την κατασκευαστική
ικανότητα του ανθρώπου. Με
την κατασκευαστική και επινοητική ικανότητα ο άνθρωπος δίνει υπόσταση στους
σχεδιασμούς του και τα ευρήματα του νου του, κατασκευάζοντας σπίτια, σκεύη,
εργαλεία, όπλα, κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να συλλάβει
και να οργανώσει τη διαδικασία της εργασίας. Συνδεδεμένη με τη διαδικασία
της εργασίας είναι η διαδικασία καλλιέργειας και αγωγής. Ο
άνθρωπος προβαίνει σε επινοήσεις συμβολικών συστημάτων όπως η γλώσσα, η γραφή,
η αρίθμηση, που διευρύνουν τα όρια της ελευθερίας του σε σχέση με τη βιολογική
αιτιότητα.
3. Ήδη από την
αρχή τού κειμένου τονίζεται η κατάσταση φυσικής αδυναμίας στην οποία βρέθηκε ο
άνθρωπος λόγω της απρονοησίας του Επιμηθέα, η οποία ήταν αποτέλεσμα της
πνευματικής του κατωτερότητας («οὐ πάνυ
τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς»). Μάλιστα, με το σχήμα μείωσης και λιτότητας («οὐ
πάνυ τι σοφός») ο Επιμηθέας χαρακτηρίζεται «όχι πολύ σοφός». Άλλωστε, επιβεβαίωσε
τελικά τον χαρακτηρισμό του απερίσκεπτου (όπως, άλλωστε, και το ίδιο το όνομα
του υποδήλωνε ότι είναι): σπατάλησε τις διαθέσιμες βιολογικές ιδιότητες στον
εξοπλισμό των υπόλοίπων, πλην του ανθρώπου, έμβιων όντων.
Η επιμηθεϊκή φάση, που αντιστοιχεί στο βιολογικό σχηματισμό των
ζωικών ειδών, κλείνει με το ανθρώπινο είδος, το οποίο εμφανίζεται τελευταίο στη σειρά των ζωικών οργανισμών. Ως
τελευταίο μένει «ἀκόσμητον», που
σημαίνει ότι έχει τα λιγότερα φυσικά εφόδια, για να επιβιώσει ως είδος στη
φύση. Συνεπώς, η φυσική κατάσταση του ανθρώπου κατά το στάδιο σχηματισμού των
ειδών μπορεί να αποδοθεί με την έννοια της «ἀπορίας», δηλαδή της φυσικής αδυναμίας και συγχρόνως της ανάγκης
για εξεύρεση τρόπων και μέσων αντιμετώπισής της («ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο»). Με
άλλα λόγια, ο άνθρωπος αναγκάζεται να
αναζητήσει τον πόρο, τη λύση του προβλήματος και την υπέρβαση της δυσκολίας.
Αξιοσημείωτη είναι και η τριπλή επανάληψη της έννοιας τής απορίας στο κείμενο:
«ἠπόρει», «ἀποροῦντι», «ἀπορίᾳ».
Καθώς ο Επιμηθέας βρίσκεται σε αδιέξοδο σχετικά με την κατάσταση
του ανθρώπου («ἠπόρει», «ἀποροῦντι»),
ο Προμηθέας αναλαμβάνει να επιθεωρήσει το έργο του αδελφού του. Σύμφωνα με το
μύθο, η απρονοησία του Επιμηθέα καταδίκασε τον άνθρωπο να μείνει γυμνός (σε αντίθεση με τα άλλα ζώα που
είχαν πυκνό τρίχωμα ή σκληρό δέρμα), άστρωτος,
χωρίς δηλαδή στρωσίδια και σκεπάσματα για τον ύπνο του (σε αντίθεση με
τα ζώα που είχαν τα τριχώμα και σκληρά δέρματα ως στρώμα και σκέπασμα), ανυπόδητος, ώστε να μην μπορεί να
κινηθεί εύκολα πάνω στο έδαφος (σε αντίθεση με τα ζώα που είχαν οπλές και
δέρματα σκληρά και χωρίς αίμα) και άοπλος,
ανίκανος δηλαδή να αντιμετωπίσει τα σαρκοβόρα ζώα (σε αντίθεση με τα ζώα
που είχαν διάφορες ιδιότητες και μηχανισμούς άμυνας).
Συνολικά, ο άνθρωπος κατέστη το
πιο απροστάτευτο από τα ζώα, ον χωρίς
δυνατότητα αυτοϋπεράσπισης, κάτι που τονίζεται με τη χρήση πολυσύνδετου
σχήματος («γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ
ἄστρωτον καὶ ἄοπλον»). Είναι χαρακτηριστική η αντίθεση τής βιολογικής
κατάστασης τού ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα ζώα, πράγμα που επισημαίνεται με
τους συνδέσμους «μέν-δε»: «ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων
ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον …». Έτσι, το ανθρώπινο είδος κινδύνευε με
αφανισμό, στην περίπτωση που παρουσιαζόταν στη γη «ἀκόσμητον», όπως το είχε
αφήσει ο Επιμηθέας («ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα
παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς»).
Από την άποψη αυτή ο Πρωταγόρας προβάλλει από την αρχή τη φυσική
ένδεια του ανθρώπου, γιατί, από τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν διαθέτει φυσικά
εφόδια αυτοσυντήρησης του είδους του, η ύπαρξή του εξαρτάται από τον ίδιο και
όχι από τη φύση. Ωστόσο, την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι το πλέον απροστάτευτο
από τα ζώα επικρίνει ο Αριστοτέλης, ο οποίος στο έργο του Περὶ ζῴων μορίων (IV, 10) υποστηρίζει ότι η δημιουργία
του ανθρώπου ήταν τέλεια και «όσοι λένε ότι είναι ανυπόδητος, γυμνός, χωρίς
οπλισμό για να αμυνθεί, λαθεύουν».
4.
β.
|
7
|
δ.
|
1
|
ε.
|
6
|
στ.
|
3
|
ζ.
|
2
|
5.
α.
εισιτήριο: ἔρχεται/ ἐξιέναι / εἰσέρχεται
/μετῆλθεν /εἰσελθεῖν
β. ἄλογα: ἔλλογα
γ. ἀνυπόδητον:
δέω-ῶ
δ. ἔδει: δέηση
ε.
ἔμπυρον: ἐν + πῦρ
6. Ο Πρωταγόρας αρχίζει να απαντά με σαφήνεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν προηγουμένως από τον Σωκράτη σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι αυτό που διδάσκει τους νέους είναι η «εὐβουλία» (<εὖ + βουλεύομαι = σκέφτομαι σωστά, παίρνω σωστές αποφάσεις).
Η ευβουλία περιλαμβάνει τη σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων. Άλλωστε, για τους αρχαίους Έλληνες τεράστια σημασία είχε η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Ο ιδανικός ήρωας έπρεπε να διαπρέπει με το λόγο του στην αγορά, όπως με τα ανδραγαθήματα στον πόλεμο, να είναι, δηλαδή, «μύθων τε ῥητὴρ ἔργων τε πρηκτήρ». Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Στον Περικλέους Ἐπιτάφιο τού Θουκυδίδη υποστηρίζεται η ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας και γενικά της αρετής των πολιτών και της πόλεως. Στον ίδιο λόγο υποστηρίζεται ότι ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
Ο Πρωταγόρας στο σημείο «να πράξει και να μιλήσει» προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά στις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά στον πολιτικό λόγο που εκφράζεται κυρίως στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή επιλέγεται από τον Πρωταγόρα αξιολογικά, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική, η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της.
Η «εὐβουλία» άπτεται θεμάτων που αφορούν στην ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα»). Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του. Οἶκος στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνον σπίτι, όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνον την οικογένεια (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο οίκος, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας· φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου, πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στο χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχεια του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα οικεία είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα.
Επιπρόσθετα, η «εὐβουλία» περιλαμβάνει θέματα που αφορούν στη δημόσια ζωή. Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα και για τις υποθέσεις της πόλεως. Συνολικά, η διδασκαλία του Πρωταγόρα αποσκοπεί πρωτίστως στην ενεργοποίηση της νόησης, ώστε ο μαθητής, αξιοποιώντας τις νοητικές του δυνατότητες, να γίνει σωστός οικογενειάρχης κι επαγγελματίας και συνάμα ενεργός πολίτης και διακεκριμένος πολιτικός, εξίσου ικανός στον χειρισμό του λόγου όσο και στην ανάληψη πολιτικής δράσης. Είναι ευνόητο ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου και του 4ου π.Χ. αι., όπου οι πολίτες συμμετείχαν άμεσα στις πολιτικές λειτουργίες, οι ιδιότητες του πολίτη και του πολιτικού μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο.
Ο Σωκράτης, θέλοντας να βεβαιωθεί για την ακριβή φύση του γνωστικού αντικειμένου που ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι διδάσκει, το αποκαλεί «πολιτική τέχνη» («μιλάς για την πολιτική τέχνη») και ο Πρωταγόρας συμφωνεί μαζί του («Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω»). Λίγο μετά, ο ίδιος ο σοφιστής θα αποκαλέσει το αντικείμενο διδασκαλίας του «πολιτική άρετη», κι αυτό δείχνει ότι, για τον ίδιο, οι έννοιες «τέχνη» και «αρετή» ήταν σε μεγάλο βαθμό σημασιολογικά ταυτόσημες μεταξύ τους. Από την άλλη, ο Σωκράτης στο λόγο του φαίνεται να υπονοεί την «πολιτική αρετή» αλλά αναφέρεται στην «αρετή» γενικά. Στόχος του Σωκράτη, βεβαια, είναι να οδηγήσει τη συζήτηση εκεί που θέλει, στην έννοια της αρετής. Άλλωστε, φαίνεται ότι θεωρεί την πολιτική αρετή μέρος της έννοιας «αρετή».
Οπωσδήποτε, η επαγγελία τού Πρωταγόρα συνεπάγεται ότι όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως καταγωγής, κοινωνικής τάξης και οικονομικής κατάστασης είναι σε θέση να διδαχθούν την πολιτική αρετή καθώς και ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα να διδάσκουν στους άλλους την πολιτική αρετή. Μέχρι την εμφάνιση των σοφιστών στη δημόσια ζωή των ελληνικών πόλεων, και κυρίως της Αθήνας (μέσα του 5ου π.Χ. αι.), η πολιτική αρετή θεωρούταν έμφυτη, αποκλειστικό γνώρισμα των μελών της ανώτερης κοινωνικής τάξης (των «εὐγενῶν», «ἐσθλῶν» ή «ἀρίστων»). Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η συγκεκριμένη ιδιότητα του «καλοῦ κἀγαθοῦ πολίτου» μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά με την κληρονομικότητα, αλλά και με το παράδειγμα που παρείχε στον νέο της αριστοκρατικής καταγωγής το οικογενειακό του περιβάλλον. Έτσι, ο ισχυρισμός των σοφιστών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση του Πρωταγόρα, ότι με τη διδασκαλία που παρείχαν η πολιτική αρετή μπορεί να αποκτηθεί από οποιονδήποτε άνθρωπο ανεξαρτήτως καταγωγής, κοινωνικής τάξης και οικονομικής κατάστασης φαινόταν ρηξικέλευθη και καινοτόμα.
Προς επίρρωση τής θέσης του ο σοφιστής επιλέγει να διηγηθεί τον μύθο, τού οποίου απόσπασμα δίνεται στο πρωτότυπο κείμενο. Σύμφωνα, με τον μύθο, λοιπόν, ο Προμηθέας δεν μπόρεσε να δώσει στους ανθρώπους την πολιτική τέχνη, δηλαδή την ικανότητα συγκρότησης πολιτικών κοινωνιών και αρμονικής συμβίωσης σε αυτές («Τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ πολιτικὴν οὐκ εἶχεν»). Η αντίθεση που δηλώνεται με τους συνδέσμους μέν-δε («Τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ... τὴν δὲ πολιτικήν») δείχνει ότι η πολιτική αρετή δεν ανήκει στις πρωταρχικές, στις έμφυτες ιδιότητες του ανθρώπινου είδους (σε αντίθεση με τη δυνατότητα τεχνικής προόδου). Μάλιστα, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια της διήγησης, αποτελεί ιδιότητα που ο άνθρωπος απέκτησε εκ των υστέρων, μετά την εμφάνιση του στη γη. Το στοιχείο που ενισχύει και την άποψή που επιθυμεί να τεκμηριώσει ο Πρωταγόρας, ότι, δηλαδή, η αρετή είναι διδακτή.
Στην προϊστορία του ανθρώπινου γένους προηγήθηκε η κατάκτηση τεχνικής πρόσφορης για τον βιοπορισμό του και ακολούθησε η κατάκτηση της πολιτικής τέχνης. Άρα, η κατάκτηση της τεχνικής από τον άνθρωπο, που χαρακτηρίζεται σαν τιτανική πράξη κλοπής, συνέβη σε μια πρώιμη φάση, προκοινωνική, και δείχνει τις τότε δυνατότητες του ανθρώπινου πνεύματος. Αντίθετα, η πολιτική ήταν ακόμη απρόσιτη σχεδόν στο ανθρώπινο πνεύμα και κατακτήθηκε σε μεταγενέστερη στιγμή της ιστορίας του ανθρώπου και αφού είχαν διαμορφωθεί οι κατάλληλες συνθήκες. Άλλωστε, η πολιτική τέχνη είναι ανώτερη κατάκτηση, η οποία στον μύθο χαρακτηρίζει την κοινότητα των θεών και όχι των ανθρώπων, και αποτελεί στοιχείο εξουσίας του Δία απέναντι στους άλλους θεούς και τον κόσμο («ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί»). Άλλωστε, ο Δίας είναι ο ανώτερος θεός, γι’αυτό και η τέχνη που κατέχει είναι ανώτερη. Τέλος, Στον μύθο οι φρουροί τού Δία συμβολίζουν τη δυσκολία της απόκτησης της πολιτικής τέχνης, τις επίπονες προσπάθειες του ανθρώπινου γένους για πολιτική οργάνωση. Έτσι, ο σοφιστής έμμεσα προβάλλει την αξία της τέχνης που υπόσχεται ότι διδάσκει στους νέους της Αθήνας («Τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῡ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν –πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν»).
Αδίδακτο κείμενο
1. Γιατί παλιά οι Έλληνες και από τους βαρβάρους όσοι κατοικούσαν σε παραθαλάσσιες
περιοχές της στεριάς και όσοι κατείχαν νησιά, αφού άρχισαν να επικοινωνούν
μεταξύ τους περισσότερο με πλοία, στράφηκαν στην πειρατεία, με αρχηγούς αρκετά ισχυρούς
άνδρες, με σκοπό το προσωπικό τους συμφέρον και τη συντήρηση των φτωχών. Και κάνοντας επιδρομές σε πόλεις χωρίς τείχη και οργανωμένες σε συνοικισμούς τις λεηλατούσαν και έτσι εξασφάλιζαν τα προς το ζην κατά κύριο λόγο.
2. Στο απόσπασμα ο ιστορικός εξαίρει ορισμένα
από τα κατορθώματα του Μίνωα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την
προφορική παράδοση («ὧν ἀκοῇ ἴσμεν»),
ο Μίνως ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που συγκρότησε ναυτική δύναμη τόσο ισχυρή, ώστε
επικράτησε στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής θάλασσας («ναυτικὸν ἐκτήσατο καὶ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς θαλάσσης ἐπὶ πλεῖστον ἐκράτησε»).
Επιπρόσθετα, ο ισχυρός πολεμικός στόλος των Μινωιτών τούς επέτρεψε την
κυριαρχία στα νησιά των Κυκλάδων, όπου ίδρυσαν και αρκετές αποικίες («καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων ἦρξέ τε καὶ
οἰκιστὴς πρῶτος τῶν πλείστων ἐγένετο»). Μάλιστα, ο Μίνωας εκτόπισε από τα
νησιά την καρική επικυριαρχία και τοποθέτησε τα ίδια τα παιδιά του ως ηγεμόνες («Κᾶρας ἐξελάσας καὶ τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας
ἡγεμόνας ἐγκαταστήσας»). Τέλος, με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κερδοφορία από τη
θάλασσα, ο μινωικός στόλος κατέστειλε, όσο ήταν δυνατόν, την πειρατεία στο
Αιγαίο («τό τε
λῃστικόν, ὡς εἰκός, καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης ἐφ' ὅσον ἐδύνατο, τοῦ τὰς προσόδους
μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ»). Συνολικά, γίνεται φανερή στο απόσπασμα η
πρόθεση του Θουκυδίδη να τονίσει την μινωική θαλασσοκρατορία ως απόρροια των
ηγετικών ικανοτήτων του Μίνωα.
3.
ἴσμεν: εἰδείημεν /εἰδεῖμεν
ἐγκαταστήσας: ἐγκαθιστάς
ἐδύνατο: δύνηται
ἰέναι: ἴθι
προσπίπτοντες: προσπεσόντες
Μίνως: Μίνω
ἑαυτοῦ: ἑαυτῶν /σφῶν αὐτῶν
ἡγεμόνας: (ὦ) ἡγεμών
ναυσὶν: ναῦς
παλαίτατος: παλαίτερος
4α.
παλαίτατος:
επιρρηματικό κατηγορούμενο τής σειράς ∙ προσδιορίζει το ρήμα
«ἐκτήσατο»
νήσων:
αντικείμενο στο ρήμα ἦρξε
ἡγεμόνας:
κατηγορούμενο στο αντικείμενο «παῖδας» μέσω τής μετοχής
«ἐγκαταστήσας»
τοῦ
ἰέναι: έναρθο απαρέμφατο σε γενική ως επιρρηματικός προσδιορισμός τού
σκοπού στο ρήμα «καθῄρει»
ναυσὶν:
δοτική ως επιρρηματικός προσδιορισμός τής συνοδείας στο
«περαιοῦσθαι»
ἡγουμένων:
επιρρηματική τροπική μετοχή με υποκείμενο «ἀνδρῶν» (γενική
απόλυτη)∙ λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός τού τρόπου στο ρἠμα
«ἐτράποντο»
αὐτῶν:
ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, γενική παραθετική στο
«σφετέρου»
4β. ὧν ἀκοῇ ἴσμεν:
Δευτερεύουσα αναφορική ονοματική
πρόταση που λειτουργεί ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, γενική
διαιρετική στο «παλαίτατος». Παρατηρείται αναφορική έλξη, καθώς η αναφορική
αντωνυμία «ὧν» έχει τεθεί σε γενική αντί αιτιατικής (ως αντικείμενο στο
«ἴσμεν») λόγω έλξης τής πτώσης από την εννοούμενη δεικτική αντωνυμία «τούτων».
Χωρίς
έλξη τού αναφορικού η φράση θα ήταν διατυπωμένη ως εξής:
«Μίνως γὰρ παλαίτατος τούτων οὓς ἀκοῇ ἴσμεν».
Σ’ αυτή την περίπτωση η αναφορική πρόταση «οὓς
ἀκοῇ ἴσμεν» θα ήταν και πάλι ονοματική, ως ομοιόπτωτος ονοματικός
επιθετικός προσδιορισμός στο «τούτων».