Διαγώνισμα στα ΠΟΛΙΤΙΚΑ (νέου τύπου + απαντήσεις)





Διδαγμένο κείμενο

Αριστοτέλους Πολιτικά Γ1, 12. Θ 2, 1-4
Τὶς μὲν οὖν ἐστιν ὁ πολίτης, ἐκ τούτων φανερόν∙ ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως, πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς, ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν.
Ὅτι μὲν οὖν νομοθετητέον περὶ παιδείας καὶ ταύτην κοινὴν ποιητέον, φανερόν·  τίς δ' ἔσται ἡ παιδεία καὶ πῶς χρὴ παιδεύεσθαι, δεῖ μὴ λανθάνειν. Νῦν γὰρ  ἀμφισβητεῖται  περὶ τῶν ἔργων. Οὐ γὰρ ταὐτὰ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τοὺς νέους οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον, οὐδὲ φανερὸν πότερον πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος· ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν παιδείας ταραχώδης ἡ σκέψις καὶ δῆλον οὐδὲν πότερον ἀσκεῖν δεῖ τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον ἢ τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετὴν ἢ τὰ περιττά (πάντα γὰρ εἴληφε ταῦτα κριτάς τινας)· περί τε τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐθέν ἐστιν ὁμολογούμενον (καὶ γὰρ τὴν ἀρετὴν οὐ τὴν αὐτὴν εὐθὺς πάντες τιμῶσιν, ὥστ' εὐλόγως διαφέρονται καὶ πρὸς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς). Ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον· ὅτι δὲ οὐ πάντα,  διῃρημένων τῶν τε ἐλευθερίων ἔργων καὶ τῶν ἀνελευθερίων  φανερόν,  καὶ ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον. Βάναυσον δ' ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς  ἄχρηστον  ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν.

i. α. Ποια ερωτήματα βρίσκονται στη βάση τού προβληματισμού τού Αριστοτέλη για την παιδεία;
β. Να συμπληρώσετε τις ακόλουθες προτάσεις με την κατάλληλη λέξη ή φράση από το πρωτότυπο κείμενο, ώστε να ολοκληρώνεται σωστά το νόημα κάθε περιόδου.
1. Οι νέοι πρέπει να μαθαίνουν τα πρώτης πρακτικής ανάγκης ………………..
2. Ασφαλές κριτήριο για τον ορισμό τού πολίτη είναι η συμμετοχή του ………………...
3. Η ……………….. παιδεία μεγεθύνει τη σύγχυση σε όποιον αναζητεί ένα ιδανικό εκπαιδευτικό σύστημα.
4. Για την αρετή και …………………………… υπάρχει διχογνωμία όσον αφορά στο περιεχόμενο τής παιδείας.
5. Η πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών, ……………… για να την οδηγήσει στο ευ ζην.
                                                                                                            Μονάδες 10

ii. Ποιες διαφορετικές κατευθύνσεις προβάλλονταν την εποχή τού Αριστοτέλη ως προς τους στόχους τής παιδείας και πώς ανταποκρίνεται σε αυτές η «ἐμποδών παιδεία»;
 Μονάδες 10

iii. Να παρουσιάσετε τις συγκεκριμένες προτάσεις τού Αριστοτέλη σχετικά με την παιδεία.               
Μονάδες 10

iv. Να γράψετε στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε καθεμία από τις παρακάτω θέσεις, τη λέξη Σωστό, αν είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν είναι λανθασμένη:     
α. Ο Αριστοτέλης ίδρυσε σχολή, το Λύκειον.
β. Όταν ο Αριστοτέλης πέθανε στη Χαλκίδα ήταν το τρίτο έτος της εκατοστής δέκατης τέταρτης Ολυμπιάδας σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Διογένη τού Λαέρτιου (3ος αι. μ.Χ.).
γ. Η πολιτική φιλοσοφία είναι μέρος τής ηθικής φιλοσοφίας.
δ. Η ευδαιμονία είναι ενέργεια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.
ε. Κατά διάρκεια τής δεύτερης παραμονής του στην Αθήνα ο Αριστοτέλης επιδόθηκε στη συγκέντρωση των 158 Πολιτειῶν.
Μονάδες 10

v.         α. Για καθεμιά από τις λέξεις του κειμένου που σάς δίνονται στη στήλη Α, χρησιμοποιώντας την αντίστοιχη κατάληξη της στήλης Β, να γράψετε στο τετράδιό σας μια ετυμολογικά συγγενή λέξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, απλή ή σύνθετη.
Στήλη Α                                                         Στήλη Β
ποιητέον                                                      -τής
ὑπολαμβάνουσι                                        -σις
μανθάνειν                                                   -μα
ἀμφισβητεῖται                                            -θρον
μετέχειν                                                       -εῖον                                     
Μονάδες 5

            β. Να κατατάξετε τις λέξεις που δημιουργήσατε παραπάνω, ανάλογα με τη σημασία τους στις εξής κατηγορίες (μία κατηγορία αντιστοιχεί σε δύο λέξεις):
1. αποτέλεσμα ενέργειας
2. τόπος
3. πρόσωπο που ενεργεί
4. ενέργεια
                                                                                                            Μονάδες 5

vi. Σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο και το ακόλουθο μεταφρασμένο απόσπασμα να εξηγήσετε τη σχέση τού πολίτη με την πόλη και το πολίτευμα.

Αριστοτέλους Πολιτικά Γ 2-3
«Όταν λοιπόν ο ένας ή οι λίγοι ή το πλήθος ολόκληρο ασκούν την εξουσία για την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος, αυτά τα πολιτεύματα δεν μπορεί παρά να είναι ορθά· όταν, αντίθετα, η εξουσία ασκείται για την εξυπηρέτηση του ιδιαίτερου συμφέροντος είτε του ενός είτε των λίγων είτε του πλήθους, τα πολιτεύματα αυτά είναι παρεκκλίσεις και διαστρεβλώσεις των ορθών. Γιατί ή το όνομα του πολίτη δεν πρέπει να δίνεται σε ανθρώπους που είναι κατά το πολίτευμα μέλη της πόλης (ενν. μια και δεν λαμβάνονται υπόψη τα δι­καιώματά τους), ή (ενν. αν τους δίνεται το όνομα του πολίτη) πρέπει να έχουν το μερτικό τους στα πλεονεκτήματα που ανήκουν στα μέλη της πόλης».
Μονάδες 10

Aδίδακτο κείμενο: Θουκυδίδου, Β, 59- 60
Ενώ η Αθήνα μαστιζόταν από τον λοιμό, οι Πελοποννήσιοι εισέβαλαν για δεύτερη φορά στην Αττική. Σε αυτό το σημείο ο ιστορικός αφηγείται το "κύκνειο άσμα" του Περικλή.

Μετὰ δὲ τὴν δευτέραν ἐσβολὴν τῶν Πελοποννησίων οἱ ᾿Αθηναῖοι, ὡς ἥ τε γῆ αὐτῶν ἐτέτμητο τὸ δεύτερον καὶ ἡ νόσος ἐπέκειτο ἅμα καὶ ὁ πόλεμος, ἠλλοίωντο τὰς γνώμας, καὶ τὸν μὲν Περικλέα ἐν αἰτίᾳ εἶχον ὡς πείσαντα σφᾶς πολεμεῖν καὶ δι' ἐκεῖνον ταῖς ξυμφοραῖς περιπεπτωκότες, πρὸς δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ὥρμηντο ξυγχωρεῖν· καὶ πρέσβεις τινὰς πέμψαντες ὡς αὐτοὺς ἄπρακτοι ἐγένοντο. πανταχόθεν τε τῇ γνώμῃ ἄποροι καθεστηκότες ἐνέκειντο τῷ Περικλεῖ. ὁ δὲ ὁρῶν αὐτοὺς πρὸς τὰ παρόντα χαλεπαίνοντας καὶ πάντα ποιοῦντας ἅπερ αὐτὸς ἤλπιζε, ξύλλογον ποιήσας (ἔτι δ' ἐστρατήγει) ἐβούλετο θαρσῦναί τε καὶ ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ ἀδεέστερον καταστῆσαι· παρελθὼν δὲ ἔλεξε τοιάδε. «Καὶ προσδεχομένῳ μοι τὰ τῆς ὀργῆς ὑμῶν ἔς με γεγένηται (αἰσθάνομαι γὰρ τὰς αἰτίας) καὶ ἐκκλησίαν τούτου ἕνεκα ξυνήγαγον, ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι εἴ τι μὴ ὀρθῶς ἢ ἐμοὶ χαλεπαίνετε ἢ ταῖς ξυμφοραῖς εἴκετε».

i. Να μεταφράσετε το απόσπασμα «Μετὰ δὲ τὴν δευτέραν … ἄπρακτοι ἐγένοντο».
Μονάδες 10

ii. Για ποιο λόγο και με ποιο σκοπό συγκάλεσε συνέλευση ο Περικλής;
Μονάδες 10

iii. α. εἶχον, περιπεπτωκότες, καθεστηκότες, ἐνέκειντο, αἰσθάνομαι: να μεταφέρετε τους ρηματικούς τύπους στο β’ ενικό προστακτικής αορίστου β’ ίδιας φωνής.
Μονάδες 5

β. «Καὶ προσδεχομένῳ μοι τὰ τῆς ὀργῆς ὑμῶν ἔς με γεγένηται (αἰσθάνομαι γὰρ τὰς αἰτίας) καὶ ἐκκλησίαν τούτου ἕνεκα ξυνήγαγον, ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι εἴ τι μὴ ὀρθῶς ἢ ἐμοὶ χαλεπαίνετε ἢ ταῖς ξυμφοραῖς εἴκετε»: να ξαναγραφεί το απόσπασμα μεταφέροντας όλες τις αντωνυμίες στον άλλο αριθμό. Να επιφέρετε όλες τις απαιτούμενες αλλαγές, ώστε η φράση να είναι νοηματικά αποδεκτή.
Μονάδες 5

iv. α. Να εντοπίσετε και να αναγνωρίσετε πλήρως μια δευτερεύουσα πρόταση που εισάγεται με τη λέξη «ὡς» και να την συμπτύξετε στην αντίστοιχη μετοχή.
Μονάδες 6

β. ὁ δὲ ὁρῶν αὐτοὺς πρὸς τὰ παρόντα χαλεπαίνοντας καὶ πάντα ποιοῦντας ἅπερ αὐτὸς ἤλπιζε, ξύλλογον ποιήσας (ἔτι δ' ἐστρατήγει) ἐβούλετο θαρσῦναί τε καὶ ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ ἀδεέστερον καταστῆσαι: να εντοπίσετε τον υποθετικό λόγο που λανθάνει στο απόσπασμα και να τον αναλύσετε.
Μονάδες 4



Ενδεικτικές Απαντήσεις
Διδαγμένο κείμενο

i. α. Ο Αριστοτέλης υποβάλλει δύο ερωτήματα που βρίσκονται στην προέκταση του συλλογισμού του. Συγχρόνως τα δύο αυτά ερωτήματα συνιστούν προϋποθέσεις για την επίτευξη των θέσεών του για την παιδεία. Για να τονίσει, μάλιστα, τη σημασία τους, συνοδεύει αυτά τα ερωτήματα με τη φράση «δεῖ μὴ λανθάνειν», δηλώνοντας ότι πρέπει να προβληματιστούμε πάρα πολύ με την απάντηση που θα τους δοθεί. Το πρώτο ερώτημα είναι «τίς δ' ἔσται ἡ παιδεία;», δηλαδή ποια πρέπει να είναι η φύση, ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης, ποιος, δηλαδή, θα είναι ο διδακτικός στόχος ή, αλλιώς, τι είδους ανθρώπους πρέπει να επιδιώκει να διαμορφώσει; Το δεύτερο ερώτημα είναι «πῶς χρὴ παιδεύεσθαι;», δηλαδή με ποια μαθήματα θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος, ποια θα είναι, δη­λαδή, η διδακτέα ύλη, που ταυτόχρονα σημαίνει πώς θα διδαχθούν τα μαθήματα, ποια, δηλαδή, θα είναι η μέθοδος διδασκαλίας. Με την ερώτηση «τίς ἔσται ἡ παιδεία» θέτει την ουσία του προβλήµατος,  ενώ  µε την ερώτηση «πῶς χρὴ παιδεύεσθαι» την αξιολογική βάση του.


β.  1. τῶν χρησίμων
2. ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς
3. ἐμποδὼν
4. τὸν βίον τὸν ἄριστον
5. ἱκανὸν
                                                                                                           

ii. Η απάντηση στα ερωτήματα σχετικά με την παιδεία («τίς ἔσται ἡ παιδεία», «πῶς χρὴ παιδεύεσθαι») παρουσιάζει δυσκολίες, γιατί υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για την έμπρακτη εφαρμογή ενός εκπαιδευτικού συστήματος («νῦν γὰρ ἀμφισβητεῖται περὶ τῶν ἔργων»). Έτσι, ο φιλόσοφος, φωτίζει με αντικειμενικότητα τις διχογνωμίες τής εποχής του σχετικά και με το διδακτικό στόχο.
Ο Αριστοτέλης παρατηρεί τη διχογνωμία αν στόχος της εκπαίδευσης των νέων («τίς δ' ἔσται ἡ παιδεία;») πρέπει να είναι η καλλιέργεια και η ανάπτυξη του γνωστικού και λογικού τομέα («πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον»), με έμφαση στο λόγον ἔχον μέρος τής ψυχής (διανοητικές αρετές) ή η ηθική καλλιέργεια και η διαμόρφωση της προσωπικότητας τους («πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος»), με έμφαση στο ἐπιθυμητικόν μέρος τής ψυχής (ηθικές αρετές). Πρέ­πει να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, γιατί η διασάφηση των επιδιώξεων θα κρίνει και την επιλογή συγκεκριμένων μαθημάτων που θα υπηρετούν αυτές τις επιδιώξεις.
Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να δώσει έμφαση στην αντίθεση των διαφορετικών απόψεων και να μεγεθύνει τη σύγχυση («ταραχώδης ἡ σκέψις») που δημιουργείται σ' εκείνον που αναζητεί το ιδανικό εκπαιδευτικό σύστημα, επικαλείται την εκπαιδευτική πραγματικότητα της εποχής του («ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν παιδείας»), η οποία είχε ιδιωτικό χαρακτήρα και η επιλογή του προγράμματος σπουδών γινόταν από τους γονείς. Με τη φράση «ἐμποδὼν παιδείας» ο Αριστοτέλης εννοεί την παιδεία με την οποία είμαστε καθημερινά σε επαφή, την παιδεία που ισχύει στην κοινωνία μας. Η άντληση αυτού του δεδομένου από την καθημερινή εμπειρία συνάδει με τον εμπειρισμό τού Σταγειρίτη.
Διακρίνει, λοιπόν, στην εποχή του και μας παραδίδει τρεις τύπους παιδείας. Αρχικά, την ωφελιμιστική παιδεία, με την οποία επιδιώκεται το πρακτικό και το ωφέλιμο, τα χρήσιμα για τη ζωή («τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον»), τη γνωσιοκεντρική / νοησιαρχική, η οποία δίνει προτεραιότητα στην καλλιέργεια του νου, σε αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση («τὰ περιττά») και, τέλος, την ηθοπλαστική, η οποία προτάσσει τη διάπλαση του ήθους των παιδιών, αυτά που τείνουν προς την αρετή («τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετήν»). Σε ένα παρακάτω χωρίο των Πολιτικών (Πολιτικά 1337 b 23) αναφέρει τι αποτελούσε συνήθως την παιδεία του καιρού του. Τα μαθήματα, λοιπόν, που διδάσκονταν εκείνη την εποχή, τα διακρίνει σε τέσσερεις κλάδους και ήταν ανάγνωση και γραφή, αντικείμενα τα οποία θεωρούνταν χρήσιμα για τη ζωή («χρήσιμα πρὸς τὸν βίον»), γυμναστική, η οποία συντελούσε στην καλλιέργεια της ανδρείας, μουσική, η οποία θεωρούνταν και χρήσιμη για τη ζωή και ασκούσε ηθική επίδραση στον άνθρωπο, και μερικές φορές σχέδιο και ζωγραφική, δεξιότητες που θεωρούνταν κι αυτές χρήσιμες για τη ζωή. Η αριθμητική δεν αναφέρεται, επειδή ίσως στην Αθήνα αυτή διδασκόταν στο σπίτι και όχι στο σχολείο. Κατά τον Παναγή Γ. Λεκατσά με τον όρο «γράμματα» που αναφέρεται στο κείμενο εννοείται όχι μόνον ανάγνωση, γραφή, αλλά και στοιχεία γραμματικής και μαθηματικά.
Οι δύο τελευταίες κατευθύνσεις της παιδείας («τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετήν», «τὰ περιττά») παραπέμπουν αντίστοιχα στο προηγούμενο δίλημμα «πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος», επισημαίνοντας το δίλημμα μεταξύ ηθικών («τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετήν») και διανοητικών αρετών («τὰ περιττά»).

iii. Από την αρχή κιόλας του βιβλίου ο Αριστοτέλης επιχειρεί να αποκλείσει κάθε πιθανότητα έκπληξης του αναγνώστη για τη θέση που μπορεί να έχει το ζήτημα της παιδείας σ' ένα βιβλίο για την πολιτειακή ταυτότητα της πόλης-κράτους. Ο Αριστοτέλης δεν αποµονώνει την πολιτειακή τάξη από τον τρόπο ζωής και την παιδεία που προϋποθέτει τη διατηρήσή της. Το γεγονός ότι η πολιτεία προϋποθέτει και ταυτόχρονα καθορίζει τον τρόπο ζωής και την παιδεία, η οποία εξασφαλίζει τη σταθερότητά της,  επιβεβαιώνει την άποψη του Αριστοτέλη για την αλληλεξάρτηση ηθικής και πολιτικής. Στην πρώτη περίοδο του κειμένου ο Αριστοτέλης συνοψίζει τα δύο συμπεράσματα που έχουν προκύψει από τα προηγούμενα. Η φράση «φανέρον (ἐστί)» δείχνει ότι η αιτιολόγηση τους έχει προηγηθεί και θεωρούνται πλέον τεκμηριωμένες απόψεις. Αξιοσημείωτη στην εκφορά των δύο συμπε­ρασμάτων είναι η χρήση ρηματικών επιθέτων σε -τέον («νομοθετητέον, ποιητέον»), που τους προσδίδει το χαρακτήρα του «δέοντος».
Η πολιτεία, λοιπόν, κατά τον φιλόσοφο, πρέπει να θεσπίσει νόμους για την εκπαίδευση («νομοθετητέον περί παιδείας»), γιατί η εκπαίδευση των νέων είναι ζήτημα που αφορά στο κράτος και όχι σε κάθε πολίτη ξεχωριστά. Το πολίτευμα, κατά τον Αριστοτέλη, εκτός από κατανομή των εξουσιών είναι και τρόπος ζωής. Για να ακολουθηθεί ο τρόπος ζωής που ταιριάζει σε κάθε πολίτευµα, πρέπει να υπάρχει η αντίστοιχη µορφή παιδείας, που ποικίλλει ανάλογα µε τους σκοπούς της κάθε πολιτείας. Ο νομοθέτης, λοιπόν, πρέπει να φροντίσει για την εκπαίδευση των νέων, εφόσον η αγωγή του πολίτη πρέπει να συμβαδίζει με το είδος του πολι­τεύματος. Έτσι, το δημοκρατικό πνεύμα προστατεύει και εγκαθιδρύει τη δημοκρατία και το ολιγαρχικό πνεύμα την ολιγαρχία. Στα Ηθικά Νικομάχεια, άλλωστε, ο φιλόσοφος υποστήριξε ότι «οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς»  (ενότητα 3) και η παιδεία είναι ένας από τους φορείς μέσω του οποίου οι νέοι θα συνηθί­σουν να προβαίνουν σε ενάρετες πράξεις.
Επιπρόσθετα, η παιδεία πρέπει να είναι ίδια για όλους («ταύτην (τὴν παιδείαν) κοινὴν ποιητέον»). Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει ως λογική συνέπεια του προηγούμενου, αφού η θεσμοθέτηση του τρόπου λει­τουργίας της εκπαίδευσης στη βάση συγκεκριμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε όλους τους πολίτες και όχι σε ένα μέρος τους. Οι πολίτες αποτελούν τα μέρη της πόλης και η ηθική καλλιέργεια των μερών της θα οδηγήσει και στην ποιοτική αναβάθμιση του «όλου». Συνεπώς, αν στόχος της πολιτείας είναι να οδηγήσει τους πολίτες στην αρετή - και κατ’ επέκταση στην ευδαιμονία, που είναι ο ύψιστος στόχος- ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί μόνο, αν παρέχεται κοινό επίπεδο μόρφωσης σε όλους τους πολίτες. Ως καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα για την επίτευξη των παραπάνω στόχων κρίνεται από τον Αριστοτέλη το εκπαιδευτικό σύστημα των Λακεδαιμονίων. 
Εμμέσως πλην σαφώς από τα λεγόμενα του Αριστοτέλη προκύπτει ότι υπάρχει μια διαλεκτική και αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην παιδεία και την κοινωνία. Πράγματι, η παιδεία επηρεάζει την ποιότητα ζωής των πολιτών, την πνευματική τους καλλιέργεια, την ηθικότητά τους την πολιτική τους ωριμότητα. Η παιδεία είναι το μέσον με το οποίο μπορούν οι πολίτες να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους και να προσφέρουν τα βέλτιστα στο κοινωνικό σύνολο. Εφόσον, λοιπόν, η παιδεία είναι θεμέλιο της προόδου, μια πολιτεία πρέπει κατά κύριο λόγο να ενδιαφέρεται και να μεριμνά για την παιδεία όλων των πολιτών της και σε αυτήν να στηρίζει το μέλλον της. Η παιδεία, επομένως, είναι ένα καθαρά πολιτικό θέμα που πρέπει να απασχολεί και τους πολιτικούς και τους νομοθέτες, γιατί επηρεάζει τη συνολική ζωή του κράτους, αλλά και του κάθε πολίτη ξεχωριστά, αφού καθορίζει το παρόν του και προδιαγράφει το μέλλον του.
Το εκπαιδευτικό σύστημα που προτείνει ο φιλόσοφος πρέπει να διευκολύνει το νέο να μετατραπεί σε ενάρετο άνθρωπο και πολίτη, υποδεικνύοντας του όλους εκείνους τους δρόμους που θα τον οδηγήσουν στην ηθική τελείωση, αλλά και εκείνους που πρέπει να αποφύγει, προκειμένου να μην αποπροσανατολιστεί και εκπέσει στο επίπεδο του μικρόψυχου, του εξαρτημένου από εσωτερικές και εξωτερικές συμβάσεις και του ανθρώπου με δουλικό φρόνημα. Κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει να διδάσκονται τα μαθήματα εκείνα που οδηγούν στην καλλιέργεια του νου, του σώματος και της ψυχής των ελεύθερων ανθρώπων με στόχο την άσκηση και τις πράξεις της αρετής («βάναυσον δ' ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν»). Απορρίπτει ως «βάναυσα» τα μαθήματα που αναστέλλουν αυτό το σκοπό, καθώς επιφυλάσσουν τις χειρότερες επιπτώσεις για τον άνθρωπο και την κοινωνία του.
Ο φιλόσοφος, λοιπόν, ακολουθεί τη μέση οδό και υποστηρίζει ότι οι νέοι πρέπει ασφαλώς να λαμβάνουν γνώσεις χρήσιμες για τη ζωή, όπως η ανάγνωση, η γραφή, η αριθμητική και το σχέδιο, αλλά από αυτές όχι όλες, παρά μόνο τις αναγκαίες («Ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον·»). Κι από τις αναγκαίες, όμως, πρέπει να μαθαίνουν όσες ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και όχι τις ευτελείς που ασκούν οι δούλοι, οι οποίες αδρανοποιούν το σώμα και τον νου του ανθρώπου, τον καθιστούν αγροίκο, άξεστο («βάναυσον») και τον απομακρύνουν από την κατάκτηση της αρετής. Με άλλα λόγια, δεν αρμόζει στους ελεύθερους ανθρώπους να αναζητούν σε κάθε γνώση τη χρησιμότητα, γιατί αυτή μπορεί να τους οδηγήσει στη μονομέρεια. Επομένως, οι χρήσιμες γνώσεις είναι απαραίτητες, αλλά δεν πρέπει να αποτελούν αυτοσκοπό.
Έτσι, ο φιλόσοφος ταυτίζει τις αναγκαίες γνώσεις με τα «ἐλευθέρια ἔργα», τα οποία αντιπαραβάλλει προς τα «ἀνελευθέρια», τα οποία ταυτίζει με τα «βάναυσα». Αυτή η διάκριση των χρήσιμων γνώσεων στηρίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε ελεύθερους και σε δούλους. Ο βάναυσος άνθρωπος ταυτίζεται με το δούλο, που είναι άξεστος και αγροίκος και ασχολείται με τις χειρωνακτικές εργασίες, στοιχεία που τον απομακρύνουν από την αρετή, την οποία, άλλωστε, δεν χρειάζεται, αφού ο ρόλος του δεν είναι κοινωνικός ή πολιτικός αλλά μόνο παραγωγικός. Είναι χαρακτηριστική επ’ αυτού η αντίθεση: «τῶν χρησίμων» ≠ «ἄχρηστον», που υπογραμμίζει ότι ορισμένες χρήσιμες γνώσεις μπορούν να επιφέρουν καταστροφικό αποτέλεσμα στην ηθική καλλιέργεια τού ατόμου («Βάναυσον δ' ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν … ἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν»).

iv.
α. Λάθος
β. Λάθος
γ. Λάθος
δ. Σωστό
ε. Λάθος

v.         α. ποιητής, ὑπόληψις, μάθημα, βάθρον, σχολεῖον                                               
β. 1. αποτέλεσμα ενέργειας: μάθημα
2. τόπος: βάθρον, σχολεῖον
3. πρόσωπο που ενεργεί: ποιητής
4. ενέργεια: ὑπόληψις
                                                                                               

vi. Στα δοθέντα αποσπάσματα από το Γ’ βιβλίο των Πολιτικών ο Αριστοτέλης επιδιώκει να ορίσει τον πολίτη, ώστε εν συνεχεία να ορίσει την πόλη και το πολίτευμα, σύμφωνα με την αναλυτική προσέγγιση. Γίνεται φανερό, ωστόσο, ότι η ύστερη εξέταση τού πολιτεύματος σε σχέση με τις άλλες δύο έννοιες δεν αποκλείει και τη μεταξύ τους σχέση. Αντίθετα,  γίνεται πρόδηλη η αλληλεξάρτησή τους.
Αφού, λοιπόν, ολοκληρώνεται η προσπάθεια του προσδιορισμού της φύσης και των χαρακτηριστικών του πολίτη, ο Αριστοτέλης, προσηλωμένος στους ερευνητι­κούς του στόχους, περνά άμεσα στον ορισμό της πόλης, αξιοποιώντας πλέον την αποσαφήνιση της έννοιας του πολίτη-συστατικού της πόλης. Η προσήλω­ση του αυτή φαίνεται και από το γεγονός ότι για τον ορισμό της πόλης δεν αλλάζει καν περίοδο, αλλά προβαίνει στη διατύπωση του στην ίδια περίοδο, ε­πιδιώκοντας, έτσι, να δηλώσει την αμεσότητα της νοηματικής συσχέτισης πολί­τη και πόλης («πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως»). Η φράση «ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν» φανερώνει την επιστημονική σεμνότητα του φιλό­σοφου και αναπαράγει τη συνήθεια του να προτείνει συνοπτικούς αλλά με­στούς σε νοήματα ορισμούς. Η πόλη είναι «τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς».
Ως προς το προσεχές γένος, λοπόν, η πόλη είναι «πλῆθος», δηλαδή σύνολο ατόμων. Με τη λέξη αυτή γίνεται φανερή η αναλυτική προσέγγιση τής πόλεως, αυτή δηλαδή που προσπαθεί να βρει τα συστατικά στοιχεία ενός πράγματος, με την ελπίδα ότι, αν διακρίνει καθαρά και καταλάβει εκείνα, θα μπορέσει να έ­χει τον ορισμό και του πράγματος που δεν είναι παρά μια σύνθεση εκείνων. Η ποιοτική διάσταση των πολιτών-συστατικών της πόλης, δη­λώνεται με τη χρήση της δεικτικής αντωνυμίας «τοιούτων»,  αφού η πόλη απαρτίζεται από ένα πλήθος πολιτών, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στην ά­σκηση της βουλευτικής και της δικαστικής εξουσίας. Μάλιστα, η παρουσία, στο κέντρο του ορισμού, του επιθέτου «ἱκανόν», που ανα­φέρεται στο «(πολιτῶν) πλῆθος», αποκτά διπλή νοηματική αξία. Αρχικά, ποσοτική, με την έννοια ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός πολιτών, ώστε να απαρτίζουν μια πόλη με ικανό μέγεθος να ανταποκριθεί στις ανάγκες για αποτελεσματική λειτουργία της πόλης. Σε άλλο σημείο των Πολιτικῶν ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι «η πόλη δεν είναι ένας τυχαίος αριθμός ατόμων, αλλά τόσος που να εξασφαλίζει μια αυτάρκεια στη ζωή τους·... αν λείπει κάτι από αυτά που είπαμε, είναι τελείως αδύνατο η κοι­νωνία αυτή να είναι αυτάρκης». Επιπλέον, η σύνδεση του επιθέτου «ἱκανόν» με τον εμπρόθετο προσδιορισμό «πρὸς αὐτάρκειαν» σημαίνει ότι το «πλῆθος τῶν πολιτῶν» δεν πρέπει να είναι τυχαίο, αλλά η σύνθεση του να εξασφαλί­ζει τη δυνατότητα διεκπεραίωσης όλων των ρόλων που έχει ανάγκη η πόλη (ποιοτική διάσταση), για να λειτουργήσει και να φτάνει στον απώτερο σκοπό της, την αυτάρκεια και το «εὖ ζῆν» (ευδαιμονία). Εξάλλου, με τον εμπρόθετο προσδιορισμό τού τελικού αιτίου «πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς» δηλώνεται ο σκοπός ύπαρξης της πόλης, που είναι η επίτευξη του «εὖ ζῆν» των πολιτών μέσω της ικανότητας της να εξασφαλίζει αυτάρκεια ζωής.
Η έννοια τής αυτάρκειας, με άλλα λόγια του κοινού συμφέροντος, είναι, κατά τον Αριστοτέλη καθοριστι­κή για την ουσία λειτουργίας του πολίτη. Αν κάποιος δεν καρπώνε­ται μέρος των πλεονεκτημάτων της πόλης του, δεν πρέπει να ονομάζεται πο­λίτης, γιατί ο τίτλος του τότε είναι διακοσμητικός και δεν ανταποκρίνεται στη λογική της αποκομιδής ωφελημάτων από τη συμμετοχή του σε μια συλλογική διαδικασία («Γιατί ή το όνομα του πολίτη δεν πρέπει να δίνεται … στα πλεονεκτήματα που ανήκουν στα μέλη της πόλης».Τα «πλεονεκτήματα που ανή­κουν στα μέλη της πόλης» συνίστανται στα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζουν την ευδαιμονία, η οποία είναι και το τέλος, ο σκοπός της πόλης.
 Η ποιοτική αξιολόγηση και η προτεραιότητα του κοινού συμφέροντος εξηγείται από τον Αριστοτέλη με την αναγωγή στο «τέλος» της πολιτικής κοινωνίας και ως εκ τούτου της πολιτικής εξουσίας. Η ίδια η σύσταση της πολιτικής κοινωνίας εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον για μια καλή ζωή των μελών αυτής της κοινωνίας, ειδάλλως δε θα υπήρχε λόγος συμμετοχής τους σ' αυτήν. Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, με βάση το ποιοτικό κριτήριο προσεγγί­ζει τελεολογικά τα πολιτεύματα, αφού η επίτευξη ή όχι του απώτερου σκο­πού τους, του «τέλους» τους καθορίζει τη φύση τους, δηλαδή τη διάκρισή τους σε ορθά (εξυπηρέτηση τού κοινού συμφέροντος) και παρεκβάσεις (εξυπηρέτηση τού ιδιαίτερου συμφέροντος τού εκάστοτε φορέα εξουσίας) Όταν λοιπόν ο ένας ή οι λίγοι ή το πλήθος … παρεκκλίσεις και διαστρεβλώσεις των ορθών.»). Επιπλέον, όπως προκύπτει, οι διαστρεβλώσεις των ορθών πολιτευμάτων στην παραγματικότητα είναι ασυμβίβαστες με την έννοια του πολίτη, αφού ακυρώνουν τη λειτουργία του, καταργούν το ρόλο του και τού επιβάλλουν μόνο υποχρεώσεις. Αντίθετα, ο πολίτης πραγματώνει το τέλος του μόνο στα ορθά πολιτεύματα.
Συνολικά, γίνεται φανερό ότι ως προς την πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί για την εξαγωγή του ορισμού της πόλης και του πολίτη, η πορεία δεν είναι αμφίδρομη. Κι αυτό, γιατί, για να εξετάσουμε την έννοια της πόλης, χρειάζεται πρώτα να διερευνήσουμε την έννοια του πολίτη˙ για να εξετάσουμε, όμως, την έννοια του πολίτη, δεν χρειάζεται να διερευνήσουμε την έννοια της πόλης, αλλά την έννοια του πολιτεύματος. Ωστόσο, ως προς το περιεχόμενο, η σχέση τού πολίτη με την πόλη και το πολίτευμα είναι μια σχέση που κινείται αμφίδρομα. Είναι  σχέση ουσιαστική όλου και μέρους, αλλά και σχέση αμοιβαίας εξάρτησης, επειδή η φύση της πόλης καθορίζει τα χαρακτηριστικά του πολίτη και, αντίστροφα, ούτε η πόλη είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς πολίτες ούτε ο πολίτης νοείται έξω από την πόλη, καθώς δεν έχει σκοπό ύπαρξης έξω από αυτή. Βέβαια, για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός απαραίτητη κρίνεται και η επικράτηση ενός ορθού πολιτεύματος.

Aδίδακτο κείμενο

i. Μετά τη δεύτερη εισβολή των Πελοποννησίων, οι Αθηναίοι, καθώς και η γη τους για δεύτερη φορά λεηλατούταν και η αρρώστια τούς μάστιζε μαζί με τον πόλεμο, μετέβαλλαν τη γνώμη τους, κι από τη μια μεριά κατηγορούσαν τον Περικλή, με την ιδέα ότι τους έπεισε να πολεμήσουν κι από δική του υπαιτιότητα είχαν περιπέσει στις συμφορές, κι από την άλλη έκλιναν να κάνουν υποχωρήσεις προς τους Λακεδαιμονίους· και αφού τους έστειλαν κάποιους αντιπροσώπους, δεν έφεραν αποτέλεσμα. 

ii. Στο δοθέν απόσπασμα των Ιστοριών του, ο Θουκυδίδης καταγράφει το αδιέξοδο στο οποίο είχαν βρεθεί οι Αθηναίοι («πανταχόθεν τε τῇ γνώμῃ ἄποροι καθεστηκότες») εξαιτίας τού πολέμου με τους Σπαρτιάτες και τής μεταδοτικής ασθένειας που ενέσκηψε («ἡ νόσος ἐπέκειτο ἅμα καὶ ὁ πόλεμος»). Η δεινή κατάσταση έστρεψε  την κοινή γνώμη εναντίον τού Περικλή («τὸν μὲν Περικλέα ἐν αἰτίᾳ εἶχον»), θεωρώντας τον υπαίτιο για τις συμφορές («δι' ἐκεῖνον ταῖς ξυμφοραῖς περιπεπτωκότες»), εφόσον τους υποκίνησε στον πόλεμο («ὡς πείσαντα σφᾶς πολεμεῖν»). Αυτή η λαϊκή δυσαρέσκεια αποτέλεσε και τον λόγο για τον οποίο ο στρατηγός αποφάσισε να συγκαλέσει συνέλευση [«ὁ δὲ ὁρῶν αὐτοὺς πρὸς τὰ παρόντα χαλεπαίνοντας καὶ πάντα ποιοῦντας ἅπερ αὐτὸς ἤλπιζε, ξύλλογον ποιήσας (ἔτι δ' ἐστρατήγει)]. Το κίνητρό του ήταν να καταπραΰνει τη γενική αγανάκτηση και να ενισχύσει το αγωνιστικό φρόνιμα των Αθηναίων («ἐβούλετο θαρσῦναί τε καὶ ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ ἀδεέστερον καταστῆσαι·»). Μάλιστα, με δύο τελικές προτάσεις ο ίδιος ο Περικλής δηλώνει ως στόχο τής αγόρευσής του τη μεταστροφή τής άδικης οργής εις βάρος του αλλά και τη γενικότερη ενθάρρυνση τού αθηναϊκού λαού εν όψει των δυσκολιών που αντιμετωπίζει («ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι εἴ τι μὴ ὀρθῶς ἢ ἐμοὶ χαλεπαίνετε ἢ ταῖς ξυμφοραῖς εἴκετε»).

iii. α. εἶχον: σχές
περιπεπτωκότες: περίπεσον
καθεστηκότες: κατάστηθι
ἐνέκειντο: ἐνθοῦ
αἰσθάνομαι: αἰσθοῦ

β. «Καὶ προσδεχομένοις ἡμῖν τὰ τῆς ὀργῆς σου ἐς ἡμᾶς γεγένηται (αἰσθανόμεθα γὰρ τὰς αἰτίας) καὶ ἐκκλησίαν τούτων ἕνεκα ξυνηγάγομεν, ὅπως ὑπομνήσωμεν καὶ μεμψώμεθα εἴ τινα /ἄττα μὴ ὀρθῶς ἢ ἡμῖν χαλεπαίνεις ἢ ταῖς ξυμφοραῖς εἴκεις».

iv. α. ὡς ἥ τε γῆ αὐτῶν ἐτέτμητο τὸ δεύτερον: δευτερεύουσα επιρρηματική αιτιολογική πρόταση κρίσεως, καταφατική, επαυξημένη∙ εισάγεται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο ὡς, που δηλώνει υποκειμενική αιτιολογία, εκφέρεται με οριστική («ἐτέτμητο»), γιατί δηλώνει πραγματικό αίτιο και λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός τού αναγκαστικού αιτίου  στο ρήμα «ἠλλοίωντο» τής κύριας πρότασης∙ συμπτύσσεται σε γενική απόλυτη επιρρηματική αιτιολογική μετοχή υποκειμενικής αιτιολογίας με το μόριο ὡς: ὡς τῆς τε γῆς αὐτῶν τετμημένης τὸ δεύτερον.

β. ο υποθετικός λόγος λανθάνει στην επιρρηματική χρονικοϋποθετική μετοχή «ἀπαγαγὼν»∙ με απόδοση το τελικό απαρέμφατο «καταστῆσαι», που συνιστά μελλοντική έκφραση, σχηματίζεται λανθάνων κι εξαρτημένος υποθετικός λόγος που δηλώνει το προσδοκώμενο, γι’αυτό και η μετοχή αναλύεται σε δευτερεύουσα χρονικοϋποθετική πρόταση που εισάγεται με τον σύνδεσμο ἐπειδάν (ἐπειδή + ἄν αοριστολογικό), που δηλώνει το προτερόχρονο και εκφέρεται με υποτακτική: ἐπειδάν ἀπαγάγῃ.

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης