Ενδεικτικές Απαντήσεις στα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ (Πανελλαδικές Εξετάσεις 2019)




ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Α1.α.
1. Λάθος
2. Σωστό
3. Σωστό
4. Λάθος
5. Σωστό

β. 1. Ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸν καταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα· λοιπὸν δὴ ἀκόσμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο.
2. Ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν
3. Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι…
4. Τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν—πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν
5. καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται

Β1.Ήδη από την αρχή τού κειμένου τονίζεται η κατάσταση φυσικής αδυναμίας στην οποία βρέθηκε ο άνθρωπος λόγω της απρονοησίας του Επιμηθέα, η οποία ήταν αποτέλεσμα της πνευματικής του κατωτερότητας («οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς»). Μάλιστα, με το σχήμα μείωσης και λιτότητας («οὐ πάνυ τι σοφός») ο Επιμηθέας χαρακτηρίζεται «όχι πολύ σοφός», όπως και ο Ησίοδος τον χαρακτηρίζει «ἁμαρτίνοον». Άλλωστε, επιβεβαίωσε τελικά τον χαρακτηρισμό του απερίσκεπτου, όπως, άλλωστε, και το ίδιο το όνομα του υποδήλωνε ότι είναι (<ἐπί +μῆδος, αυτός που σκέπτεται εκ των υστέρων, αναλογίζεται τις πράξεις που έκανε κατόπιν εορτής): σπατάλησε τις διαθέσιμες βιολογικές ιδιότητες στον εξοπλισμό των υπόλοίπων, πλην του ανθρώπου, έμβιων όντων.
Η επιμηθεϊκή φάση, που αντιστοιχεί στο βιολογικό σχηματισμό των ζωικών ειδών, κλείνει με το ανθρώπινο είδος, το οποίο εμφανίζεται τελευταίο στη σειρά των ζωικών οργανισμών. Ως τελευταίο μένει «ἀκόσμητον», που σημαίνει ότι έχει τα λιγότερα φυσικά εφόδια, για να επιβιώσει ως είδος στη φύση. Συνεπώς, η φυσική κατάσταση του ανθρώπου κατά το στάδιο σχηματισμού των ειδών μπορεί να αποδοθεί με την έννοια της «ἀπορίας», δηλαδή της φυσικής αδυναμίας και συγχρόνως της ανάγκης για εξεύρεση τρόπων και μέσων αντιμετώπισής της («ἠπόρει ὅ,τι χρήσαιτο»). Με άλλα λόγια,  ο άνθρωπος αναγκάζεται να αναζητήσει τον πόρο, τη λύση του προβλήματος και την υπέρβαση της δυσκολίας. Αξιοσημείωτη είναι και η τριπλή επανάληψη της έννοιας τής απορίας στο κείμενο: «ἠπόρει», «ἀποροῦντι», «ἀπορίᾳ».
Καθώς ο Επιμηθέας βρίσκεται σε αδιέξοδο σχετικά με την κατάσταση του ανθρώπου («ἠπόρει», «ἀποροῦντι»), ο Προμηθέας αναλαμβάνει να επιθεωρήσει το έργο του αδελφού του. Σύμφωνα με το μύθο, η απρονοησία του Επιμηθέα καταδίκασε τον άνθρωπο να μείνει γυμνός (σε αντίθεση με τα άλλα ζώα που είχαν πυκνό τρίχωμα ή σκληρό δέρμα), άστρωτος, χωρίς δηλαδή στρωσίδια και σκεπάσματα για τον ύπνο του (σε αντίθεση με τα ζώα που είχαν τα τριχώμα και σκληρά δέρματα ως στρώμα και σκέπασμα), ανυπόδητος, ώστε να μην μπορεί να κινηθεί εύκολα πάνω στο έδαφος (σε αντίθεση με τα ζώα που είχαν οπλές και δέρματα σκληρά και χωρίς αίμα) και άοπλος, ανίκανος δηλαδή να αντιμετωπίσει τα σαρκοβόρα ζώα (σε αντίθεση με τα ζώα που είχαν διάφορες ιδιότητες και μηχανισμούς άμυνας).
Συνολικά, ο άνθρωπος κατέστη το πιο απροστάτευτο από τα ζώα, ον χωρίς δυνατότητα αυτοϋπεράσπισης, κάτι που τονίζεται με τη χρήση πολυσύνδετου σχήματος («γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον»). Είναι χαρακτηριστική η αντίθεση τής βιολογικής κατάστασης τού ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα ζώα, πράγμα που επισημαίνεται με τους συνδέσμους «μέν-δε»: «ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον …». Έτσι, το ανθρώπινο είδος κινδύνευε με αφανισμό, στην περίπτωση που παρουσιαζόταν στη γη «ἀκόσμητον», όπως το είχε αφήσει ο Επιμηθέας («ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς»).
Από την άποψη αυτή ο Πρωταγόρας προβάλλει από την αρχή τη φυσική ένδεια του ανθρώπου, γιατί, από τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν διαθέτει φυσικά εφόδια αυτοσυντήρησης του είδους του, η ύπαρξή του εξαρτάται από τον ίδιο και όχι από τη φύση. Ωστόσο, την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι το πλέον απροστάτευτο από τα ζώα επικρίνει ο Αριστοτέλης, ο οποίος στο έργο του Περὶ ζῴων μορίων (IV, 10) υποστηρίζει ότι η δημιουργία του ανθρώπου ήταν τέλεια και «όσοι λένε ότι είναι ανυπόδητος, γυμνός, χωρίς οπλισμό για να αμυνθεί, λαθεύουν».

Β2. Ο Προμηθέας, θέλοντας να επανορθώσει το σφάλμα του αδελφού του, έκλεψε από το κοινό εργαστήριο του Ηφαίστου και της Αθηνάς την «ἔντεχνον σοφίαν» που κατείχαν εκείνοι και τις προσέφερε στον άνθρωπο («Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς … καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ»). Ωστόσο, δεν κατάφερε να κλέψει την πολιτική τέχνη, η οποία φυλασσόταν στην κατοικία τού Δία από φοβερούς φρουρούς, τη Βία και το ΚράτοςΤῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν—πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν»).
Η «ἔντεχνος σοφία» της Αθηνάς είναι η σοφία που εμπεριέχει την τέχνη, η σοφία που συμπορεύεται με την τέχνη. Αρχικά η έννοια της σοφίας έχει κυρίως να κάνει με τη δεξιότητα και την ε­μπειρία σε κάποια τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη μεταλλουργία, την ιατρική, κ.τ.λ. Ο προσδιορισμός ἔντεχνος σημαίνει ο μέσα στα όρια της τέχνης, έμπειρος, επιδέξιος. Ο προσδιορισμός ἔντε­χνος σοφία επιτρέπει εδώ στον Πρωταγόρα να διευ­κρινίσει, επομένως, πως αυτού του είδους τη σοφία εννοεί (δηλαδή, σε σχέση με κάποια τέχνη), και όχι αυτήν που συνδέου­με με τη γνώση των επιστημών και τη φιλοσοφία.
Ως προς τις καλές τέχνες, η ἔντεχνος σοφία δεν σχετίζεται με τη σύλληψη της ιδέας ενός καλλιτεχνικού έργου, αλλά με την αναγκαιότητα χρήσης τεχνικών γνώσεων και εργαλείων για τη δημιουργία κάποιων από αυτά. Κατανοούμε, λοιπόν, τον όρο ως τεχνογνωσία, η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να προβεί σε επινοήσεις και εφαρμογές σωτήριες για τη ζωή του που προωθούν την εν γένει παρουσία του στον κόσμο. Ειδικότερα, η τεχνογνωσία συνδέεται με τις τεχνικές δεξιότητες και την κατασκευαστική ικανότητα του ανθρώπου. Με την κατασκευαστική και επινοητική ικανότητα ο άνθρωπος δίνει υπόσταση στους σχεδιασμούς του και τα ευρήματα του νου του, κατασκευάζοντας σπίτια, σκεύη, εργαλεία, όπλα, κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να συλλάβει και να οργανώσει τη διαδικασία της εργασίας. Συνδεδεμένη με τη διαδικασία της εργασίας είναι η διαδικασία καλλιέργειας και αγωγής. Ο άνθρωπος προβαίνει σε επινοήσεις συμβολικών συστημάτων όπως η γλώσσα, η γραφή, η αρίθμηση, που διευρύνουν τα όρια της ελευθερίας του σε σχέση με τη βιολογική αιτιότητα.
Τα δώρα του Προμηθέα συνετέλεσαν στο να αποκτήσει ο άνθρωπος «τὴν περὶ τὸν βίον σοφίαν», χρήσιμες δηλαδή γνώσεις, προκειμένου να αντισταθμίσει τις ελλείψεις των φυσικών εφοδίων σε σχέση με τα υπόλοιπα έμβια όντα. Η απόκτηση των παραπάνω θεϊκών ιδιοτήτων («ἔντεχνος σοφία», «ἔμπυρος τέχνη») επέτρεψε στο ανθρώπινο είδος όχι μόνο να επιβιώσει, όπως τα υπόλοιπα έμβια όντα, αλλά και να ξεχωρίσει από αυτά, δημιουργώντας σταδιακά έναν αξιόλογο τεχνικό και πνευματικό πολιτισμό και κατακτώντας μια ανώτερη ποιότητα ζωής («εὐπορία τοῦ βίου»).
Ο Πρωταγόρας όμως θεωρεί σκόπιμο να αναφέρει στο σημείο αυτό της αφήγησης ότι ο Προμηθέας δεν μπόρεσε να δώσει στους ανθρώπους την πολιτική τέχνη, δηλαδή την ικανότητα συγκρότησης πολιτικών κοινωνιών και αρμονικής συμβίωσης σε αυτές. Αντίθετα, με την πράξη κλοπής περιορίστηκε στο δώρο της τεχνογνωσίας, ευεργετικό βέβαια, αλλά κατώτερο. Η αντίθεση που δηλώνεται με τους συνδέσμους μέν-δε («Τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ... τὴν δὲ πολιτικήν») δείχνει ότι η πολιτική αρετή δεν ανήκει στις πρωταρχικές, στις έμφυτες ιδιότητες του ανθρώπινου είδους (σε αντίθεση με τη δυνατότητα τεχνικής προόδου). Μάλιστα, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια της διήγησης, αποτελεί ιδιότητα που ο άνθρωπος απέκτησε εκ των υστέρων, μετά την εμφάνιση του στη γη. Το στοιχείο που ενισχύει και την άποψή που επιθυμεί να τεκμηριώσει ο Πρωταγόρας, ότι, δηλαδή, η αρετή είναι διδακτή.
Επομένως, στην προϊστορία του ανθρώπινου γένους προηγήθηκε η κατάκτηση τεχνικής πρόσφορης για τον βιοπορισμό του και ακολούθησε η κατάκτηση της πολιτικής τέχνης. Άρα, η κατάκτηση της τεχνικής από τον άνθρωπο, που χαρακτηρίζεται σαν τιτανική πράξη κλοπής, συνέβη σε μια πρώιμη φάση, προκοινωνική, και δείχνει τις τότε δυνατότητες του ανθρώπινου πνεύματος. Αντίθετα, η πολιτική ήταν ακόμη απρόσιτη σχεδόν στο ανθρώπινο πνεύμα και κατακτήθηκε σε μεταγενέστερη στιγμή της ιστορίας του ανθρώπου και αφού είχαν διαμορφωθεί οι κατάλληλες συνθήκες. Μάλιστα, η πολιτική τέχνη είναι ανώτερη κατάκτηση, η οποία στον μύθο χαρακτηρίζει την κοινότητα των θεών και όχι των ανθρώπων, και αποτελεί στοιχείο εξουσίας του Δία απέναντι στους άλλους θεούς και τον κόσμο. Άλλωστε, ο Δίας είναι ο ανώτερος θεός, γι’αυτό και η τέχνη που κατέχει είναι ανώτερη («ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί»).
Μάλιστα, οι φρουροί του Δία ήταν το «Κράτος» και η «Βία». Είναι τα όργανα της εξουσίας του και διαχρονικά σύμβολα κάθε μορφής εξουσίας και των μέσων που μετέρχεται αυτή, προκειμένου να επιβληθεί και να διατηρηθεί. Στο μύθο οι φρουροί τού Δία συμβολίζουν τη δυσκολία της απόκτησης της πολιτικής τέχνης, τις επίπονες προσπάθειες του ανθρώπινου γένους για πολιτική οργάνωση («Τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῡ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν –πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν»). Έτσι, ο σοφιστής έμμεσα προβάλλει την αξία της τέχνης που υπόσχεται ότι διδάσκει στους νέους της Αθήνας.
Συνολικά, με δεδομένη τη συμβολική διάσταση τού μύθου, η αναφορά του Πρωταγόρα στην Αθηνά και τον Ήφαιστο και στο εργαστήρι τους συνιστά και έναν σαφή υπαινιγμό οργάνωσης της θεϊκής κοινότητας στη βάση ενός «καταμερισμού των εργασιών», όπου ο Δίας κατέχει την ύψιστη πολιτική τέχνη, ενώ η Αθηνά και ο Ήφαιστος καταγίνονται με τέχνες συνδεδεμένες με την αντιμετώπιση των καθημερινών αναγκών επιβίωσης, την πρακτική επινοητικότητα και την κατασκευαστική ικανότητα. Έτσι, ο Πρωταγόρας παρουσιάζει την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας ως συνεχή πορεία εξανθρωπισμού και βελτίωσης της ζωής (βιολογικός σχηματισμός του ανθρώπου g υλικοτεχνικός πολιτισμός g ηθικοπνευματικός πολιτισμός / πολιτική κοινωνία). Στο μύθο, λοιπόν, εκφράζεται η αισιόδοξη αντίληψη για την πορεία του ανθρώπου (αισιόδοξος ουμανισμός).

Β3.
 α. Σωστό
β. Σωστό
γ. Λάθος
δ. Σωστό
ε.Λάθος

Β4.
εἱμαρμένη: μερίδιο
ἐξιέναι: εισιτήριο
ἔσχε: σχήμα
κλέπτει: κλεψύδρα
λαθών: λήθη


Β5. Στο δοθέν απόσπασμα τού πρωταγόρειου μύθου παρουσιάζεται η μετάβαση από το επιμηθεϊκό στάδιο των ανθρώπων στο προμηθεϊκό, χάρη στη σωτήρια παρέμβαση τού Προμηθέα. Παρόμοια, στο παράλληλο κείμενο από τον Προμηθέα Δεσμώτη, εκτίθεται η προσφορά τού φιλάνθρωπου Τιτάνα στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Ειδικότερα, στον μύθο τού Πρωταγόρα, ο Προμηθέας, μετά την επιθεώρηση τής διανομής ιδιοτήτων που έκανε ο αδελφός του, βρέθηκε σε αμηχανία σχετικά με τον τρόπο διάσωσης τού ανθρώπινου γένους από τον αφανισμό Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι»). Αποφάσισε, λοιπόν, να κλέψει από το κοινό εργαστήριο τής Αθηνάς και τού Ηφαίστου τις θεϊκές ιδιότητες που κατείχαν εκείνοι («ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί», «ἔμπυρον τέχνην») και να τις προσφέρει στον άνθρωπο («κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς … καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ», «εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, … δίδωσιν ἀνθρώπῳ»). Με αυτόν τον τρόπο το ανθρώπινο γένος κατάφερε να αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών («τὴν περὶ τὸν βίον σοφίαν»). Η απόκτηση των παραπάνω θεϊκών ιδιοτήτων («ἔντεχνος σοφία», «ἔμπυρος τέχνη») επέτρεψε στο ανθρώπινο είδος όχι μόνο να επιβιώσει, όπως τα υπόλοιπα έμβια όντα, αλλά και να ξεχωρίσει από αυτά, δημιουργώντας σταδιακά έναν αξιόλογο τεχνικό και πνευματικό πολιτισμό και κατακτώντας μια ανώτερη ποιότητα ζωής («εὐπορία τοῦ βίου»). Είναι χαρακτηριστική στο κείμενο η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στην έννοια τής «ἀπορίας» (που κυριαρχούσε στο προηγούμενο στάδιο τού μύθου για τον άνθρωπο) και της έννοιας «εὐπορία». Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος, όχι μόνο αποκατέστησε την αρχική του αδυναμία, αλλά την μετέστρεψε σε υπεροχή εφορμόζοντας τις ιδιότητες τού Προμηθέα.
Στην αισχύλεια εκδοχή τού μύθου ο Τιτάνας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και εκθέτει την προσφορά του στο ανθρώπινο γένος («πιο πολύ θα ξαφνιαστείς ακούγοντας [476] τι τέχνες και τεχνάσματα σκαρφίστηκα»). Παρουσιάζει την αρχική κατάσταση αδυναμίας των ανθρώπων, κυρίως λόγω τής έλλειψης ιατροφαρμακευτικών γνώσεων («όσοι πέφτανε άρρωστοι δεν είχαν γιατρικό ή να το μασήσουν ή να το καταπιούν ή να το αλείψουν πάνω τους, [480] μόνο καταμαραίνονταν χωρίς φάρμακα ν’ ανακατεύουν, αμυντικά μέσα για όλες τις αρρώστιες»). Στη συνέχεια, παρουσιάζει ορισμένες τέχνες που δίδαξε στους ανθρώπους, όπως τής μαντικής («τα πολυάριθμα είδη της μαντικής τους ταξινόμησα»),τής ονειροσκοπίας («πρώτος απ’ τα όνειρα ξεχώρισα όσα μέλλονται [485] να βγουν αληθινά») και τής μεταλλουργίας («Κι ό,τι πολύτιμο έχει η γη [500] κρυμμένο απ’ τους ανθρώπους μες στα σπλάχνα της, το μπρούντζο και το σίδερο, το ασήμι, το χρυσάφι, ποιος άλλος θα ’λεγε πως τους το έδειξε πριν από μένα;»).
Η διακειμενική επισκόπηση των δύο αποσπασμάτων αναδεικνύει τη μεταξύ τους συνάφεια ως προς τον χαρακτήρα τού Προμηθέα. Ο Τιτάνας παρουσιάζεται προνοητικός («αἰολόμητις», κατά τον Ησίοδο), όπως αρμόζει στην ετυμολογία τού ονόματός του από τα πρό + μῆτις / μήδομαι (=σκέφτομαι)[1], δηλαδή σημαίνει «αυτόν που σκέφτεται εκ των προτέρων», «εξετάζει όλες τις παραμέτρους μιας πράξης, πριν προβεί στην τέλεση της». Με τις ενέργειές του το ανθρώπινο γένος εξασφαλίζει τη σωτηρία του μέσα από τη δημιουργία αξιόλογου υλικοτεχνικού πολιτισμού. Είναι χαρακτηριστική, επ’αυτού η αναφορά τού Πρωταγόρα στις έννοιες «ἔντεχνος σοφία» και « ἔμπυρος τέχνη», που συνδέουν τον Τιτάνα με τις τεχνικές επινοήσεις. Παρόμοια, στον Προμηθέα Δεσμώτη, ο ήρωας καταλήγει στο συμπέρασμα «όλες οι τέχνες [505] οι ανθρώπινες είναι δωρεές του Προμηθέα».
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό που διέπει την παρουσίαση τού Προμηθέα στα δύο κείμενα είναι αυτό τής φιλανθρωπίας, δηλαδή τής αγάπης για το ανθρώπινο γένος. Ο Πρωταγόρας, μάλιστα, συνδέει την αφήγησή του με τη γνωστή μυθική αφήγηση για την τιμωρία του Προμηθέα, την οποία παραλείπει ως γνωστή («ᾗπερ λέγεται»). Βέβαια, άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Τιτάνας αλυσοδέθηκε με διαταγή τού Δία σε ένα βράχο του Καυκάσου. Εκεί ερχόταν καθημερινά ένας γυπαετός και κατέτρωγε το συκώτι του, το οποίο, λόγω της αθάνατης φύσης του, αναδημιουργούταν την επόμενη μέρα. Έτσι τονίζεται η αυτοθυσία και ο ηρωισμός τού Προμηθέα. Η αγάπη για τους ανθρώπους είναι πρόδηλη και στο αισχύλειο απόσπασμα, αφού η ρητορική ερώτηση «ποιος άλλος θα ’λεγε πως τους το έδειξε πριν από μένα;», αλλά και η αυτονόητη απάντησή της («Κανείς, το ξέρω, εκτός αν φλυαρεί κι ανοηταίνει») υπογραμμίζουν τη συμβολή τού Τιτάνα στον ανθρώπινο πολιτισμό. Η πρόοδος τού ανθρώπινου είδους, όπως παρουσιάζεται και στα δύο κείμενα συνδέει την παρέμβαση τού Προμηθέα με τα αιτήματα τού ανθρωπισμού.
Μία διαφορά θα μπορούσε να εντοπιστεί στον τρόπο παρουσίασης τής προσφοράς τού Προμηθέα. Στον πρωταγόρειο μύθο η εξέλιξη των ανθρώπων φαίνεται ως απόρροια των θεϊκών ιδιοτήτων στις οποίες έλαβαν μερίδιο καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται»). Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος απέκτησε επινοητική και κατασκευαστική ικανότητα, ώστε να εξελιχθεί. Στην αισχύλεια εκδοχή, ωστόσο, η ανθρώπινη εξέλιξη αποδίδεται άμεσα στον Προμηθέα, οποίος, μάλιστα σε α’ ενικό πρόσωπο υπογραμμίζει την καθοριστική του συμβολή στην επινόηση («τι τέχνες και τι τεχνάσματα σκαρφίστηκα») και διδαχή των τεχνών («Να το έργο μου»… «όλες οι τέχνες [505] οι ανθρώπινες είναι δωρεές του Προμηθέα»). Στη δεύτερη περίπτωση, λοιπόν, θα μπορούσε να επισημανθεί η έπαρση τού Τιτάνα για την αξιόλογη προσφορά του.

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Γ1. Εγώ είμαι, βέβαια, απλός πολίτης, αλλά γνωρίζω ότι είναι πολύ καλό να μαθαίνει κανείς από τη δική του φύση, αφενός, κι αφετέρου περισσότερο από όσους γνωρίζουν αληθινά κάτι καλό παρά από εκείνους που κατέχουν την τέχνη τής εξαπάτησης. Ίσως, βέβαια, οι λέξεις που χρησιμοποιώ να μην είναι επενδυμένες με σοφία∙ γιατί ούτε το επιδιώκω αυτό.

Γ2. Στο δοθέν απόσπασμα από τον Κυνηγετικό ο Ξενοφών επικρίνει τους σοφιστές από παιδαγωγική άποψη. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς, ενώ επαγγέλλονται ότι οδηγούν τους νέους στην αρετή, επιτυγχάνουν το ακριβώς αντίθετο· («Θαυμάζω δὲ τῶν σοφιστῶν καλουμένων ὅτι φασὶ μὲν ἐπ’ ἀρετὴν ἄγειν οἱ πολλοὶ τοὺς νέους, ἄγουσι δ’ ἐπὶ τοὐναντίον»). Αιτιολογώντας αυτή τη μομφή ο γράφων με πολυσύνδετο σχήμα («οὔτε –οὔτε») διατείνεται ότι κανένα δεν έχουν καταστήσει ενάρετο οι σοφιστές ούτε τα συγγράμματά τους επιφέρουν ανάλογο αποτέλεσμα («οὔτε γὰρ ἄνδρα που ἑωράκαμεν ὅντιν’ οἱ νῦν σοφισταὶ ἀγαθὸν ἐποίησαν, οὔτε γράμματα παρέχονται ἐξ ὧν χρὴ ἀγαθοὺς γίγνεσθαι»). Μάλιστα, με το σχήμα άρσης-θέσης («οὔτε… ἀλλά»), υποστηρίζει ότι τα περισσότερα έργα τους παρέχουν στους νέους κάποια επιπόλαιη ευχαρίστηση, αρετή όμως δεν διαθέτουν («ἀλλὰ περὶ μὲν τῶν ματαίων πολλὰ αὐτοῖς γέγραπται, ἀφ’ ὧν τοῖς νέοις αἱ μὲν ἡδοναὶ κεναί, ἀρετὴ δ’ οὐκ ἔνι»). Το αποτέλεσμα, λοιπόν,  είναι να προκαλούν ανώφελο χάσιμο χρόνου σε όσους ελπίζουν ότι θα μάθουν κάτι από αυτά, απομακρύνοντάς τους από άλλες χρήσιμες ασχολίες και διδάσκοντάς τους την αδικία («διατρίβειν δ’ ἄλλως παρέχει τοῖς ἐλπίσασί τι ἐξ αὐτῶν μαθήσεσθαι καὶ ἑτέρων κωλύει χρησίμων καὶ διδάσκει κακά»). Και αυτό το κατορθώνουν χρησιμοποιώντας εξεζητημένη έκφραση («ὅτι τὰ μὲν ῥήματα αὐτοῖς ἐζήτηται»), ενώ οι απόψεις τους,  με τις οποίες θα μπορούσαν οι νέοι να μορφωθούν στην αρετή, είναι στρεβλές («γνῶμαι δὲ ὀρθῶς ἔχουσαι, αἷς ἂν παιδεύοιντο οἱ νεώτεροι ἐπ’ ἀρετήν, οὐδαμοῦ»). Γι’αυτό κι έμμεσα τους καταλογίζει την πρόθεση να εξαπατούν («ὑπὸ τῶν ἐξαπατᾶν τέχνην ἐχόντων.»). Συνολικά, οι έντονες επικρίσεις τού Ξενοφώντα απέναντι στους σοφιστές («Μέμφομαι οὖν αὐτοῖς τὰ μὲν μεγάλα μειζόνως») καταδεικνύουν την κενολογία και τον αμοραλισμό τους, ενώ παράλληλα τονίζουν τη βλαβερή επιρροή που ασκούν στους νέους.

Γ3. 
α. τριτόκλιτα ουσιαστικά
ἄνδρα: ἄνδρας
γράμματα: γράμμα

αντωνυμίες
ὅντιν’: οὕστινας
ὧν: οὗ

β. ἑωράκαμεν : ἴδωμεν
ἐποίησαν: ποιήσωσι(ν)
παρέχονται: παράσχωσι(ν)

Γ4. α. ὀνόματα μὲν γὰρ οὐκ ἂν παιδεύσειε, γνῶμαι δέ, εἰ καλῶς ἔχοιεν: ευθύς υποθετικός λόγος. Η υπόθεση εκφέρεται με εἰ και ευκτική τής απλής σκέψης («ἔχοιεν») και η απόδοση με δυνητική ευκτική («οὐκ ἂν παιδεύσειε»). Δηλώνει την απλή σκέψη.
Για να δηλώνει το προσδοκώμενο η υπόθεση πρέπει να εισάγεται με τους συνδέσμους ἐάν /ἄν /ἤν και να εκφέρεται με υποτακτική, και η απόδοση να εκφέρεται με οριστική μέλλοντα. Η τελική μορφή τής μετατροπής σε προσδοκώμενο έχει ως εξής:
ὀνόματα μὲν γὰρ οὐ παιδεύσει, γνῶμαι δέ, ἐάν /ἄν /ἤν καλῶς ἔχωσι.

β. «πολλὰ αὐτοῖς γέγραπται»: Η σύνταξη είναι παθητική. Ως προς το υποκείμενο, μάλιστα, παρατηρείται αττική σύνταξη, καθώς είναι ουδέτερο πληθυντικού («πολλά»), ενώ το ρήμα είναι σε γ’ενικό («γέγραπται»). Για να δηλωθεί το πρόσωπο που ενεργεί θα τραπεί σε ενεργητική : πολλά αὐτοὶ γεγράφασι.

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης


[1] Άλλη εκδοχή: πρό + μανθάνω