ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ- 1η διδακτική ενότητα Φακέλου Υλικού: Κριτήριο Αξιολόγησης με απαντήσεις


Γ΄ Λυκείου                Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών
Γραπτή δοκιμασία στα Αρχαία Ελληνικά

Διδαγμένο κείμενο
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Μετὰ τὰ φυσικά, Α 2, 98b12-28
Διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν, ἐξ ἀρχῆς μὲν τὰ πρόχειρα τῶν ἀτόπων θαυμάσαντες, εἶτα κατὰ μικρὸν οὕτω προϊόντες καὶ περὶ τῶν μειζόνων διαπορήσαντες, οἷον περί τε τῶν τῆς σελήνης παθημάτων καὶ τῶν περὶ τὸν ἥλιον καὶ τὰ ἄστρα καὶ περὶ τῆς τοῦ παντὸς γενέσεως. Ὁ δ’ ἀπορῶν καὶ θαυμάζων οἴεται ἀγνοεῖν (διὸ καὶ ὁ φιλόμυθος φιλόσοφός πώς ἐστιν· ὁ γὰρ μῦθος σύγκειται ἐκ θαυμασίων)· ὥστ’ εἴπερ διὰ τὸ φεύγειν τὴν ἄγνοιαν ἐφιλοσόφησαν, φανερὸν ὅτι διὰ τὸ εἰδέναι τὸ ἐπίστασθαι ἐδίωκον καὶ οὐ χρήσεώς τινος ἕνεκεν. Μαρτυρεῖ δὲ αὐτὸ τὸ συμβεβηκός· σχεδὸν γὰρ πάντων ὑπαρχόντων τῶν ἀναγκαίων καὶ τῶν πρὸς ᾳστώνην καὶ διαγωγὴν ἡ τοιαύτη φρόνησις ἤρξατο ζητεῖσθαι. Δῆλον οὖν ὡς δι’ οὐδεμίαν αὐτὴν ζητοῦμεν χρείαν ἑτέραν, ἀλλ’ ὥσπερ ἄνθρωπος, φαμέν, ἐλεύθερος ὁ αὑτοῦ ἕνεκα καὶ μὴ ἄλλου ὤν, οὕτω καὶ αὐτὴν ὡς μόνην οὖσαν ἐλευθέραν τῶν ἐπιστημῶν· μόνη γὰρ αὕτη αὑτῆς ἕνεκέν ἐστιν.


 Α1. αὐτὴν: Σε ποια έννοια αναφέρεται η αντωνυμία; Ποιες άλλες λέξεις χρησιμοποιούνται στο κείμενο για να δηλώσουν την ίδια έννοια;
Μονάδες 4

Α2. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό που αντιστοιχεί σε κάθε μία από τις παρακάτω περιόδους λόγου και δίπλα σε αυτόν τη λέξη «Σωστό», αν είναι σωστή, ή τη λέξη «Λάθος», αν είναι λανθασμένη, με βάση το αρχαίο κείμενο (μονάδες 3), και να τεκμηριώσετε κάθε απάντησή σας γράφοντας τις λέξεις/φράσεις του αρχαίου κειμένου που την επιβεβαιώνουν (μονάδες 3).
1. Η αρχική έκπληξη των ανθρώπων επικεντρώθηκε στα σπουδαία ζητήματα τής ζωής.
2. Η φιλοσοφική ενασχόληση προϋποθέτει άνεση.
3. Ο μύθος και η φιλοσοφία έχουν κοινά στοιχεία.
Μονάδες 6

Β1. Πώς δηλώνεται στο κείμενο η ιστορική προσέγγιση τής φιλοσοφίας και τι φανερώνει αυτή η επιλογή για τη σκέψη τού Αριστοτέλη;
Μονάδες 10

Β2. Να εντοπίσετε στο κείμενο μια αναλογία και να την εξηγήσετε.
Μονάδες 10

Β3. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό που αντιστοιχεί σε καθεμία από τις φράσεις της Στήλης Α του παρακάτω πίνακα και δίπλα σε αυτόν το γράμμα της λέξης ή φράσης από τη Στήλη Β που συμπληρώνει ορθά το νόημά της.
Α
Β
1. Στην ειρωνεία ο Σωκράτης έμοιαζε με
α. τον Πλάτωνα
β. τους σοφιστές
γ. τον Αριστοτέλη
2. Οι πρώτοι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με
α. την αρχή τής δημιουργίας
β. τον άνθρωπο και την κοινωνία του
γ. θέματα ηθικής
3. Επαινεί τον Σωκράτη για τη χρήση τής επαγωγικής μεθόδου
α. ο Αριστοτέλης
β. ο Πλάτωνας
γ. ο Δημόκριτος
4. Οι Ηλιαστές καταδίκασαν τον Σωκράτη σε θάνατο
α. προτού ακούσουν την ποινή που προέτεινε ο ίδιος
β. επειδή η περιουσία του δεν ξεπερνούσε τις 5 μνες.
γ. αφού άκουσαν την ποινή που προέτεινε ο ίδιος.
5. Συμπαραστάτης τού Σωκράτη στο δικαστήριο υπήρξε
α. ο Κριτίας
β. ο Κρίτωνας
γ. ο Αλκιβιάδης
Μονάδες 10

Β4. α. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό που αντιστοιχεί σε καθεμία από τις λέξεις της Στήλης Α του παρακάτω πίνακα και δίπλα σε αυτόν το γράμμα της πρότασης από τη Στήλη Β που αντιστοιχεί στην ορθή σημασία της λέξης, σύμφωνα με το κείμενο του Αριστοτέλη.
(μονάδες 5)
β. Να γράψετε μία περίοδο λόγου με καθεμία από τις λέξεις της Στήλης Α του παρακάτω πίνακα. Να χρησιμοποιήσετε την κάθε λέξη με διαφορετική σημασία από εκείνη που της δίνει ο Αριστοτέλης στο αρχαίο κείμενο. Οι λέξεις πρέπει να είναι στο ίδιο μέρος του λόγου και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε οποιονδήποτε γραμματικό τύπο.
(μονάδες 5)

Α
Β
1. τὸ θαυμάζειν
α. έκπληξη, περιέργεια
β. θαυμασμός
2. τὰ πρόχειρα
α. τα καθημερινά
β. τα μη επίσημα
3. παθημάτων
α. φαινομένων
β. συμφορών
4. ἐδίωκον
α. απομάκρυναν
β. επεδίωκαν
5. διαγωγὴν
α. τρόπος συμπεριφοράς υπό συγκεκριμένες συνθήκες απέναντι στους άλλους
β. απόλαυση
Μονάδες 10

Β5. ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ξεκινάμε με μια διανοητική δυσφορία σαν του παιδιού που ρωτάει:
"Γιατί;” Το ερώτημα του παιδιού δεν είναι σαν εκείνο του ώριμου ανθρώπου· είναι μια έκφραση απορίας και όχι αίτημα για παροχή ακριβών πληροφοριών. Έτσι και οι φιλόσοφοι ρωτούν: “Γιατί;” και “Tι;”, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είναι αυτό που ρωτούν. Εκφράζουν ένα αίσθημα διανοητικής δυσφορίας... Τα φιλοσοφικά προβλήματα έχουν τη μορφή: “Τα ΄χω χαμένα”»
(Λούντβιχ Bίτγκενσταϊν, Αφορισμοί και εξομολογήσεις).

Αφού μελετήσετε το παραπάνω μεταφρασμένο απόσπασμα από το έργο Αφορισμοί και εξομολογήσεις τού Bίτγκενσταϊν καθώς και το δοθέν πρωτότυπο απόσπασμα τού Αριστοτέλη να εξηγήσετε γιατί φιλοσοφούν οι άνθρωποι, σύμφωνα με τους δύο στοχαστές.
 Μονάδες 10
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ


Α1. Η αντωνυμία αὐτὴν αναφέρεται στη φιλοσοφία. Άλλες λέξεις που χρησιμοποιούνται στο κείμενο για να δηλώσουν την ίδια έννοια είναι: φιλοσοφεῖν, φιλόσοφος, ἐφιλοσόφησαν, τὸ ἐπίστασθαι, φρόνησις, ἐπιστημῶν.

Α2.
1. Λάθος : ἐξ ἀρχῆς μὲν τὰ πρόχειρα τῶν ἀτόπων θαυμάσαντες, εἶτα κατὰ μικρὸν οὕτω προϊόντες καὶ περὶ τῶν μειζόνων διαπορήσαντες
2. Σωστό : σχεδὸν γὰρ πάντων ὑπαρχόντων τῶν ἀναγκαίων καὶ τῶν πρὸς ᾳστώνην καὶ διαγωγὴν ἡ τοιαύτη φρόνησις ἤρξατο ζητεῖσθαι
3. Σωστό : ὁ φιλόμυθος φιλόσοφός πώς ἐστιν· ὁ γὰρ μῦθος σύγκειται ἐκ θαυμασίων.

Β1. Ο Αριστοτέλης εντάσσει εμφαντικά τον φιλοσοφικό στοχασμό στο χρονικό του πλαίσιο χρησιμοποιώντας το πολυσύνδετο σχήμα (καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον). Η ιστορικότητα της φιλοσοφίας, στη διαχρονία και τη συγχρονία της, διαπερνά τη σκέψη του.
Με το νῦν η έναρξη του φιλοσοφείν τοποθετείται στη συγχρονία της: ανά πάσα στιγμή, και στο παρόν, μπορεί κάποιος, με αφετηρία την έκπληξη και την περιέργεια, να αρχίσει να φιλοσοφεί. Με την αιτιατική τὸ πρῶτον η έναρξη του φιλοσοφείν τοποθετείται στη διαχρονία της: κάποια στιγμή στο (ελληνικό) παρελθόν, έχοντας ως αφορμή επίσης την έκπληξη και την περιέργεια, εμφανίστηκαν οι πρώτοι φιλόσοφοι.
Η προσπάθεια τού Αριστοτέλη να αναχθεί ιστορικά στις απαρχές τής φιλοσοφίας γίνεται φανερή στο κείμενο:α) με τη χρήση χρονικών προσδιορισμών (καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον, ἐξ ἀρχῆς, εἶτα), β) με διπλή χρήση του ρήματος ἄρχομαι (ἤρξαντο, ἤρξατο), γ) με μία ρητή αναφορά στο συμβεβηκός, δηλαδή στο ιστορικό συμβάν, δ) με ευρεία χρήση ιστορικών χρόνων.
Ο Αριστοτέλης έχει υπόψη του την ιστορική πορεία της φιλοσοφίας, το τι όντως συνέβη στην (ελληνική) πραγματικότητα και γνωρίζει, ασφαλώς, τους προκατόχους του. Εξάλλου, η συνέχεια του Α’ Βιβλίου θα το κάνει προφανές, καθώς θα προβεί σε μια μεθοδική όσο και κριτική ανάλυση της συνεισφοράς όλων των Ελλήνων φιλοσόφων· από τον αρχηγέτη αυτής της πορείας, τον Θαλή, μέχρι και τον δάσκαλό του, τον Πλάτωνα. Άλλωστε, η φιλοσοφία είναι αυτοαναφορική: είναι και η ιστορία της· είναι η κατανόηση του παρελθόντος της, το οποίο δεν το αντιμετωπίζει ως κάτι παλιό και ξεπερασμένο (όπως συμβαίνει συχνά με τις θετικές επιστήμες). Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, καθίσταται με αυτόν τον τρόπο ένα είδος πρώτου ιστορικού της φιλοσοφίας.
Παράλληλα, η λογική εκ μέρους του Αριστοτέλη αποτύπωση της πορείας του ανθρώπου προς τη φιλοσοφία γίνεται και η ίδια φιλοσοφία. Αν η φιλοσοφία είναι στον πυρήνα της μία ελεύθερη αναζήτηση αιτιολογήσεων, τότε και η εκλογικευμένη, αιτιολογική, αποτύπωση της πορείας του ανθρώπου προς αυτήν είναι επίσης φιλοσοφία. Με άλλα λόγια, η διατύπωση και η απάντηση του ερωτήματος «γιατί η φιλοσοφία;» είναι αυθεντική φιλοσοφία!

Β2. Στο επιλογικό συμπέρασμα ο Αριστοτέλης καταφεύγει σε αναλογικό συλλογισμό (ὥσπερ …) χρησιμοποιώντας αναφορική παραβολική πρόταση, με το παραβολικό ζεύγος οὕτω-ὥσπερ, που δηλώνει τρόπο. Όπως ακριβώς χαρακτηρίζεται ελεύθερος μόνο ο άνθρωπος που υπάρχει για χάρη τού εαυτού του (αναφορικό μέρος παρομοίωσης), έτσι (οὕτω…) χαρακτηρίζεται ελεύθερη και η φιλοσοφία, γιατί υπάρχει για χάρη τής ίδιας (δεικτικό μέρος). Ο χαρακτηρισμός «ελεύθερος» είναι ο κοινός όρος τής παρομοίωσης. Είναι χαρακτηριστικό το σχήμα κύκλου, με το οποίο ο φιλόσοφος αναφέρεται στη φιλοσοφία με την αντωνυμία «αὐτήν» (δι’ οὐδεμίαν αὐτὴν ζητοῦμεν χρείαν ἑτέραν) για να επανέλθει στη συνέχεια με την ίδια αντωνυμία, κλείνοντας την αναλογία (οὕτω καὶ αὐτὴν ὡς μόνην οὖσαν ἐλευθέραν τῶν ἐπιστημῶν·). 
Στο χωρίο αυτό ο Αριστοτέλης υπογραμμίζει την υπεροχή τής φιλοσοφίας έναντι των άλλων επιστημών. Επιστήμη είναι η ακριβής γνώση. Αντίστοιχα, το ρήμα ἐπίσταμαι σημαίνει γνωρίζω καλά, γνωρίζω με βεβαιότητα. Κατά τον Αριστοτέλη, η ἐπιστήμη συνδέεται άμεσα με τη λογική λειτουργία του ανθρώπου: ἐπιστήμη δ΄ ἅπασα μετὰ λόγου ἐστί (Ἀναλυτικὰ Ὕστερα, 100b10). Η ἐπιστήμη υπερβαίνει την απλή εμπειρική μάθηση αλλά και τη γνώση μιας τέχνης. Αποτελεί σύνολο τεκμηριωμένων γνώσεων σε συγκεκριμένο και διακριτό τομέα του επιστητού.Η έμφαση στη μοναδικότητα τής φιλοσοφίας έναντι άλλων κλάδων τού επιστητού δηλώνεται με την επανάληψη τού επιθέτου «μόνη»: μόνην οὖσαν ἐλευθέραν τῶν ἐπιστημῶν· μόνη γὰρ αὕτη…. Επιπρόσθετα, είναι αξιοσημείωτο ότι αντί τής λέξης «φιλοσοφία» στο τέλος τού αποσπάσματος χρησιμοποιείται η αυτοπαθητική αντωνυμία (αὑτῆς αντί ἑαυτῆς), με την οποία προσωποποιείται η έννοια αυτή.
Η ιδέα σύνδεσης φιλοσοφίας και ελευθερίας ανάγεται στον Πλάτωνα (Πολιτεία). Το επίθετο «ἐλευθέραν», όταν αποδίδεται στη φιλοσοφία δηλώνε την απουσία σύνδεσης με την όποια χρηστικότητα. Επιπρόσθετα, μόνο ένα ελεύθερο πνεύμα μπορεί να φιλοσοφήσει αληθινά. Άλλωστε,  μόνο όταν οι Έλληνες προόδευσαν στην ελευθερία, ευδοκίμησε ο φιλοσοφικός λόγος· μάλιστα, αυτό συνέβη στην κατεξοχήν ελεύθερη πόλη, την Αθήνα. Τέλος, το επίθετο «ἐλευθέραν» δηλώνει την αυτονομία τής φιλοσοφίας από άλλους κλάδους τού επιστητού. Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα δεν είναι ποίηση, θρησκεία ή επιστήμη· αλλά έχει στοιχεία από κάθε διανοητική δραστηριότητα της εποχής εκείνης, χωρίς να ταυτίζεται ή να υποτάσσεται σε καμία. Από τη γέννησή της διεκδικεί την αυτονομία της: το δικαίωμά της να δίνει τις δικές της απαντήσεις σε ερωτήματα παλιότερα από την ίδια και να θέτει καινούργια ερωτήματα για τον κόσμο και τον άνθρωπο.


Β3.
1. β
2. α
3. α
4. γ
5. β


Β4. α.
1. α
2. α
3. α
4. β
5. β

β.
Οι έφηβοι  συχνά επιθυμούν να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο, επειδή θαυμάζουν τους μεγάλους αθλητές.
 Ο μαθητής αντέγραψε στο πρόχειρο τετράδιό του τις εκφωνήσεις των ασκήσεων για το σπίτι.
Το πάθημα έγινε μάθημα στον Γιώργο, ο οποίος μετά το ατύχημα με το μηχανάκι αποφάσισε να φοράει πάντα το κράνος του.
Η παράνομη ανατύπωση των περιεχομένων των βιβλίων διώκεται ποινικά λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Αποφοίτησε από το λύκειο με άριστα και διαγωγή κοσμιοτάτη.

Β5. Το δοθέν απόσπασμα από το έργο Αφορισμοί και εξομολογήσεις τού Bίτγκενσταϊν φαίνεται να απαντά στο ίδιο ερώτημα με το απόσπασμα από τα Μετά τα Φυσικά: «Γιατί φιλοσοφεί ο άνθρωπος;». Η λέξη «φιλοσοφία» εμφανίζεται τον 5ο αιώνα π.Χ. Στην αρχική του ετυμολογική σημασία το ρήμα φιλοσοφῶ (φιλῶ + σοφία) σημαίνει «αγαπώ τη σκέψη και τη γνώση». Η φιλοσοφία είναι φιλία, επιθυμία σοφίας.  Στην Πολιτεία του Πλάτωνα λέγεται: καὶ τὸν φιλόσοφον σοφίας φήσομεν ἐπιθυμητὴν εἶναι. Ο Αριστοτέλης συνδέει άμεσα τη φιλοσοφική δραστηριότητα με την αναζήτηση της αλήθειας: «είναι σωστό που καλείται η φιλοσοφία επιστήμη της αλήθειας» (Μετὰ τὰ Φυσικά, 993b19-20). Γι’ αυτόν η φιλοσοφία αποσκοπεί στην καθαρή γνώση και όχι στη χρησιμότητα. Ήδη, λοιπόν, από την αρχαιότητα το ρήμα φιλοσοφῶ άρχισε να αποκτά την ειδικότερη σημασία που έχει και σήμερα: στοχάζομαι, αναζητώ και ερευνώ σε έκταση και βάθος τη φύση των πραγμάτων και την αλήθεια των όντων, τη γνώση, τις αξίες κ.λπ.
Στα φιλοσοφικά κείμενα της ελληνικής αρχαιότητας συναντάται συχνά η ιδέα ότι κάθε δραστηριότητά μας έχει έναν λόγο που συμβαίνει, έναν σκοπό προς τον οποίο αποβλέπει. Αυτό το «γιατί» το ρωτάμε πρώτα για την ίδια τη φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης, θέλοντας να διακρίνει τη φιλοσοφία από άλλες μορφές γνώσης, αναζητεί την απάντηση με εμπειρικό τρόπο: η φιλοσοφία ανάγεται στον θαυμασμό, σε μια πρωτογενή έκπληξη και περιέργεια Διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν»). Θαυμάζω σημαίνει μένω έκθαμβος, νιώθω έκπληξη για κάτι. Το ρήμα δεν μπορεί να αποδοθεί πλήρως στα νέα ελληνικά, καθώς περιλαμβάνει τόσο την έκπληξη (ευχάριστη ή δυσάρεστη, άρα και την αμηχανία) όσο και την περιέργεια και τον θαυμασμό.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Αριστοτέλης τοποθετεί στην αφετηρία της κατεξοχήν λογικής δραστηριότητας, της φιλοσοφίας, ένα πάθος (συναισθημα), τον θαυμασμό. Ο θαυμασμός είναι ο φορέας της φιλοσοφίας και τη διέπει εξ ολοκλήρου. Διαβλέπουμε, έτσι, ξεκάθαρα τη δική του προσέγγιση: ο ίδιος εννοεί την σοφία ως τη θεωρητική γνώση που διεκδικεί καθολική εμβέλεια. Και στη συνέχεια της πραγματείας θα ονομάσει αυτή τη θεωρητική γνώση πρώτη φιλοσοφία. Αντικείμενό της είναι η ολότητα της ύπαρξης και όχι κάποιος συγκεκριμένος, περιχαρακωμένος, τομέας του επιστητού. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφική δραστηριότητα αφορά τον άνθρωπο ολιστικά και όχι μόνο διανοητικά. Το θαυμάζειν αποτελεί και για τον Πλάτωνα αρχή της φιλοσοφίας: «έντονα ο φιλόσοφος βιώνει την έκπληξη και τον θαυμασμό∙ και δεν είναι άλλη η αρχή της φιλοσοφίας παρά ακριβώς αυτή» (Θεαίτητος 155d).
Η φιλοσοφία, λοιπόν, συνδέεται με την απορία και τον θαυμασμό («Ὁ δ’ ἀπορῶν καὶ θαυμάζων οἴεται ἀγνοεῖν»).  Ἀπορῶ (στερ. ἀ- + πόρος) σημαίνει βρίσκομαι σε αδιέξοδο και αμηχανία, αδυνατώ να καταλάβω και να εξηγήσω κάτι· διατυπώνω απορία, ρωτώ να μάθω κάτι.  Ο Αριστοτέλης  στο Μετὰ τὰ Φυσικά παρομοιάζει τη διάνοια που βιώνει την ἀπορία με διάνοια δεμένη που επιδιώκει λύση (λύσιμο). Με αυτό τον τρόπο η ἀπορία γίνεται αφετηρία φιλοσοφικής αναζήτησης. Την ίδια θέση φαίνεται να υποστηρίζει και ο Bίτγκενσταϊν, ο οποίος χαρακτηρίζει την απορία ως «διανοητική δυσφορία» («Ξεκινάμε με μια διανοητική δυσφορία»). Μάλιστα, ο χαρακτηρισμός αυτός υποδηλώνει τον πιεστικό χαρακτήρα των φιλοσοφικών αποριών, την επιτακτική ροπή στο φιλοσοφείν. Την ίδια κατεύθυνση υπηρετεί και η επιλογή τού ρήματος «διώκω» (ἐδίωκον), όπως και τού συνώνυμου «ζητῶ» (ζητεῖσθαι, ζητοῦμεν) από τον Αριστοτέλη. Μπορεί, λοιπόν, η φιλοσοφία να μην ικανοποιεί καμία εξωτερική χρεία και ανάγκη, αποτελεί όμως πανανθρώπινο ψυχικό ζητούμενο.
«Τα φιλοσοφικά προβλήματα έχουν τη μορφή: “Τα ΄χω χαμένα”», ισχυρίζεται ο Bίτγκενσταϊν, προτάσσοντας την άγνοια ως κίνητρο για τη φιλοσοφία. Παρόμοια, ως συμπέρασμα (ὥστε) συνάγεται από τον Σταγειρίτη ότι η επιθυμία του ανθρώπου να υπερβεί την άγνοια οδηγεί τον αρχικό θαυμασμό στη φιλοσοφία(διὰ τὸ φεύγειν τὴν ἄγνοιαν ἐφιλοσόφησαν)· αυτή υπάρχει και νοηματοδοτείται καθ’ εαυτήν· δεν υπηρετεί καμία χρησιμότητα (διὰ τὸ εἰδέναι τὸ ἐπίστασθαι ἐδίωκον καὶ οὐ χρήσεώς τινος ἕνεκεν). Είναι χαρακτηριστική η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στους δύο προσδιορισμούς τού αναγκαστικού αιτίου (τής αιτίας): διὰ τὸ εἰδέναι ≠ οὐ χρήσεως ἕνεκεν.  Όλοι οι άνθρωποι επιζητούν τη γνώση, την οποία κατακτούν μέσα από τις αισθήσεις, και προχωρούν από την εμπειρία, που αφορά τα επιμέρους πράγματα, στην τέχνη και την επιστήμη. Μάλιστα, το έναρθρο απαρέμφατο τὸ ἐπίστασθαι χρησιμοποιείται αντί τής έννοιας ἐπιστήμη, που εδώ εννοεί τη φιλοσοφία. Η φράση διὰ τὸ εἰδέναι θυμίζει, την περίφημη προοιμιακή φράση των Μετὰ τὰ Φυσικά που έχει προηγηθεί (980a21): Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει [: Όλοι οι άνθρωποι ποθούν τη γνώση· κι αυτό είναι κάτι που οφείλεται στην ίδια την ανθρώπινη φύση]. Γι’αυτό και ο Bίτγκενσταϊν, παρομοιάζει τις φιλοσοφικές απορίες με εκείνες που διατυπώνουν τα μικρά παιδιά («σαν του παιδιού που ρωτάει:"Γιατί;”»), ως μια πανανθρώπινη φυσική τάση για γνώση και άρση τής «διανοητικής δυσφορίας».
Συνοψίζοντας, η διακειμενική προσέγγιση των δύο αποσπασμάτων αναδεικνύει τη μεταξύ τους συνάφεια ως προς τα αίτια τής φιλοσοφικής ενασχόλησης. Τόσο ο Bίτγκενσταϊν όσο και ο προκάτοχός του Αριστοτέλης αναγνωρίζουν την άγνοια και την πρωτογενή περιέργεια ως κίνητρο για το φιλοσοφείν. Ως εκ τούτου, η φιλοσοφία συμβάλλει στην άρση τής άγνοιας, δηλαδή στην καθαρή γνώση κι όχι στη χρησιμότητα.

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης