Διαγώνισμα ΗΝ και Πολιτικά + Απαντήσεις

 


Γ΄ Λυκείου                Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών

Γραπτή δοκιμασία στα Αρχαία Ελληνικά

 

Α. Διδαγμενο κειμενο

 

Αριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια Β6, 16

Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ' ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ' ἔλλειψιν· καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ' ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ' ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.

 

Αριστοτέλους Πολιτικὰ Θ΄ 2.3-4

Οὐ γὰρ ταὐτὰ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τοὺς νέους οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον, οὐδὲ φανερὸν πότερον πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος· ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν παιδείας ταραχώδης ἡ σκέψις καὶ δῆλον οὐδὲν πότερον ἀσκεῖν δεῖ τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον ἢ τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετὴν ἢ τὰ περιττὰ (πάντα γὰρ εἴληφε ταῦτα κριτάς τινας)· περί τε τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐθέν ἐστιν ὁμολογούμενον (καὶ γὰρ τὴν ἀρετὴν οὐ τὴν αὐτὴν εὐθὺς πάντες τιμῶσιν, ὥστ’ εὐλόγως διαφέρονται καὶ πρὸς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς). Ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον· ὅτι δὲ οὐ πάντα, διῃρημένων τῶν τε ἐλευθερίων ἔργων καὶ τῶν ἀνελευθερίων φανερόν, καὶ ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον. Βάναυσον δ’ ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν.

 

 

Α1.α. Να χαρακτηρίσετε τις ακόλουθες προτάσεις γράφοντας «Σωστό» ή «Λάθος». Να τεκμηριώσετε κάθε απάντησή σας παραπέμποντας στα αντίστοιχα χωρία τού κειμένου.

1. Η αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις.

2. Η μεσότητα τής αρετής είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής.

3. Για την αρετή και την ευδαιμονία υπάρχει διχογνωμία όσον αφορά στο περιεχόμενο τής παιδείας.

4. Όλοι συμφωνούν στο περιεχόμενο τής έννοιας «αρετή», διαφωνούν όμως στην έμπρακτη εφαρμογή της.

Μονάδες 8

 

β. 1. «...τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν»: Σε ποια λέξη του αρχαίου κειμένου αναφέρονται οι φράσεις « τῆς μὲν», «τῆς δὲ»; (μονάδα 1)

2. «…καὶ ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν»: Σε ποια λέξη του αρχαίου κειμένου αναφέρεται η λέξη «τῶν τοιούτων»; (μονάδα 1)

Μονάδες 2

Β1. Ποιοι πιθανοί διδακτικοί σκοποί αναφέρονται από τον Αριστοτέλη και ποια έννοια φαίνεται να τους διαπερνά;           

Μονάδες 10

 

Β2. Να παρουσιάσετε τις συγκεκριμένες προτάσεις τού Αριστοτέλη σχετικά με την παιδεία.

Μονάδες 10

 

Β3. Να γράψετε στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε καθεμία από τις παρακάτω θέσεις, τη λέξη Σωστό, αν είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν είναι λανθασμένη:     

α. Ο Αριστοτέλης ίδρυσε σχολή, το Λύκειον.

β. Όταν ο Αριστοτέλης πέθανε στη Χαλκίδα ήταν το τρίτο έτος της εκατοστής δέκατης τέταρτης Ολυμπιάδας σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Διογένη τού Λαέρτιου (3ος αι. μ.Χ.).

γ. Η πολιτική φιλοσοφία είναι μέρος τής ηθικής φιλοσοφίας.

δ. Η ευδαιμονία είναι ενέργεια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.

ε. Κατά διάρκεια τής δεύτερης παραμονής του στην Αθήνα ο Αριστοτέλης επιδόθηκε στη συγκέντρωση των 158 Πολιτειῶν.

Μονάδες 10

 

 

Β4. α. Να αντιστοιχίσετε στο τετράδιό σας καθεμία αρχαία ελληνική λέξη της στήλης Α με την ετυμολογικά συγγενή της νεοελληνική λέξη της στήλης Β. (Στη στήλη Β περισσεύει μία λέξη.)

Στήλη Α        

Στήλη Β

1. ἕξις

α. παραμεθόριος

2. ὁρίσειεν

β. άδεια

3. ὑπερβάλλειν

γ. προσβολή

4. δέοντος

δ. ένδεια

5. αἱρεῖσθαι

ε. άλωση

 

στ. ανθεκτικός

 (μονάδες 4)

 

β. «ἕξις», «περιττά», «κριτάς»: Να γράψετε τη σημασία που έχει καθεμιά λέξη στο αρχαίο κείμενο (μονάδες 3) και να χρησιμοποιήσετε καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις σε μία πρόταση ή σε μία περίοδο λόγου στη νεοελληνική γλώσσα με διαφορετική σημασία από εκείνη που έχει στο κείμενο. Οι νεοελληνικές λέξεις πρέπει να είναι στο ίδιο μέρος του λόγου και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε οποιονδήποτε γραμματικό τύπο. (μονάδες 3)

(μονάδες 6)

Μονάδες 10

 

 

Β5. ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Στο εκτενές προοίμιο τού λόγου του Παναθηναϊκός ο Ισοκράτης επιχειρεί να απαντήσει σε όσους τον κατηγόρησαν ότι απέρριπτε όλες τις πνευματικές ενασχολήσεις και δημιουργήματα εκτός από τα δικά του. Εκθέτει, έτσι, το δικό του πρότυπο για τον πραγματικά μορφωμένο άνθρωπο.

 

Αφού αποδοκιμάζω τις τέχνες, τις γνώσεις και τις άλλες ικανότητες, ποιούς τότε ονομάζω μορφωμένους; Πρώτα-πρώτα αυτούς που χειρίζονται καλά τα ζητήματα που παρουσιάζονται κάθε μέρα και αυτούς που έχουν σωστή άποψη για τις περιστάσεις και μάλιστα τέτοια που να μπορεί να βάζει ως στόχο και να πετυχαίνει τις περισσότερες φορές το συμφέρον.  Έπειτα, εκείνους που συμπεριφέρονται κατά τρόπο αρμόζοντα και δίκαιο σε όσους πλησιάζουν, εκείνους που υπομένουν καλόκαρδα και εύκολα τη δυσάρεστη και ενοχλητική συμπεριφορά των άλλων, ενώ οι ίδιοι φέρονται προς τους φίλους τους με τη μεγαλύτερη δυνατή επιείκεια και μετριοπάθεια. Ακόμη, μορφωμένους θεωρώ εκείνους που πάντοτε κυριαρχούν επί των ηδονών και δεν λυγίζουν μπροστά στις συμφορές, αλλά τις αντιμετωπίζουν σαν άνδρες και όπως αξίζει στη φύση μας. Τέταρτον και το σπουδαιότερο, αυτούς που δεν τους χαλούν οι επιτυχίες μήτε απαρνιούνται τον εαυτό τους μήτε γίνονται υπερόπτες, αλλά παραμένουν σταθερά άνθρωποι λογικοί και δεν ικανοποιούνται περισσότερο με τα αγαθά που έχουν χάρη στην εύνοια της τύχης παρά με εκείνα που αποκτούν εξαρχής χάρη στον χαρακτήρα και τη φρόνησή τους. Για μένα, συνετοί, τέλειοι άνδρες και προικισμένοι με όλες τις αρετές είναι όσοι προσαρμόζουν τον εσωτερικό τους κόσμο όχι προς μια μόνο από αυτές τις ικανότητες αλλά προς όλες μαζί.

Ισοκράτους, Παναθηναϊκός, 30-32, Μτφρ. Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε. Μαλαθούνη. 2012. Ισοκράτης, “Παναθηναϊκός”. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ.

 

Ποιες ομοιότητες εντοπίζετε ανάμεσα στις απόψεις τού Ισοκράτη σχετικά με τους μορφωμένους ανθρώπους με τις αντίστοιχες τού Αριστοτέλη περί αρετής;

Μονάδες 10

 

Γ. Αδίδακτο Κείμενο

Ισοκράτους, Περὶ ἀντιδόσεως, 253-255

Στο έργο του Περὶ ἀντιδόσεως ο Ισοκράτης μιλάει με πολύ ενθουσιασμό για τον λόγο ως διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου.

 

τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις οἷς ἔχομεν, ἅπερ ἤδη καὶ πρότερον εἶπον, οὐδὲν τῶν ζῴων διαφέρομεν, ἀλλὰ πολλῶν καὶ τῷ τάχει καὶ τῇ ῥώμῃ καὶ ταῖς ἄλλαις εὐπορίαις καταδεέστεροι τυγχάνομεν ὄντες· ἐγγενομένου δ᾽ ἡμῖν τοῦ πείθειν ἀλλήλους καὶ δηλοῦν πρὸς ἡμᾶς αὐτούς, περὶ ὧν ἂν βουληθῶμεν, οὐ μόνον τοῦ θηριωδῶς ζῆν ἀπηλλάγημεν, ἀλλὰ καὶ συνελθόντες πόλεις ᾠκίσαμεν καὶ νόμους ἐθέμεθα καὶ τέχνας εὕρομεν, καὶ σχεδὸν ἅπαντα τὰ δι᾽ ἡμῶν μεμηχανημένα λόγος ἡμῖν ἐστὶν ὁ συγκατασκευάσας. οὗτος γὰρ περὶ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων καὶ τῶν καλῶν καὶ τῶν αἰσχρῶν ἐνομοθέτησεν, ὧν μὴ διαταχθέντων οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ ἦμεν οἰκεῖν μετ᾽ ἀλλήλων. τούτῳ καὶ τοὺς κακοὺς ἐξελέγχομεν καὶ τοὺς ἀγαθοὺς ἐγκωμιάζομεν. διὰ τούτου τοὺς τ᾽ ἀνοήτους παιδεύομεν καὶ τοὺς φρονίμους δοκιμάζομεν· τὸ γὰρ λέγειν ὡς δεῖ τοῦ φρονεῖν εὖ μέγιστον σημεῖον ποιούμεθα, καὶ λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος καὶ δίκαιος ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν ἐστι.

 

Σχόλια

διατάττομαι = μπαίνω σε τάξη, σε σειρά

οἷός τ’ εἰμί = μπορώ


Παρατηρήσεις

Γ1. Να αποδώσετε στη Νέα Ελληνική το απόσπασμα «τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις οἷς ἔχομεν, … συνελθόντες πόλεις ᾠκίσαμεν».

Μονάδες 10

 

Γ2. Ποια η προσφορά τού λόγου στον άνθρωπο, σύμφωνα με τον Ισοκράτη;

Μονάδες 10

 

Γ3. Να γραφεί ό,τι ζητείται για καθένα από τους ακόλουθους τύπους τού κειμένου:

α) ζῆν: το α’ πληθυντικό ευκτικής ενεστώτα.

β) διαφέρομεν: το απαρέμφατο αορίστου β’

γ) πολλῶν: η γενική ενικού τού αρσενικού

δ) πείθειν: το γ’ πληθυντικό οριστικής παρακειμένου μέσης φωνής

ε) πόλεις: η δοτική τού άλλου αριθμού

στ) συνελθόντες: το β’ ενικό προστακτικής ίδιου χρόνου

ζ) ᾠκίσαμεν: ο ίδιος τύπος στον μέλλοντα

η) ἅπαντα: η δοτική ενικού του θηλυκού

θ) ἡμῖν: ο ίδιος τύπος στον άλλο αριθμό

ι) ἀδίκων: η ονομαστική πληθυντικού τού θηλυκού στον συγκριτικό

Μονάδες 10

 

Γ4.α. Να αναγνωριστούν συντακτικά οι ακόλουθες λέξεις τού κειμένου:

1) οἷς

2) καταδεέστεροι

3) ὄντες

4) ἡμῖν (το πρώτο)

Μονάδες 4

 

β. συνελθόντες, μὴ διαταχθέντων: να αναγνωριστούν συντακτικά οι μετοχές και να αναλυθούν στο αντίστοιχο είδος δευτερεύουσας πρότασης.

Μονάδες 4

 

γ. «λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος καὶ δίκαιος ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν ἐστι»: Να τραπεί στον πλάγιο λόγο με εξάρτηση Ἰσοκράτης ἔφη…

Μονάδες 2

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

 

Α1.α. 1. Σωστό: τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ' ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ' ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.

2. Σωστό: Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς / τὴν δ' ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.

3. Σωστό: Οὐ γὰρ ταὐτὰ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τοὺς νέους οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον

4. Λάθος: καὶ γὰρ τὴν ἀρετὴν οὐ τὴν αὐτὴν εὐθὺς πάντες τιμῶσιν, ὥστ’ εὐλόγως διαφέρονται καὶ πρὸς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς.

 

β. 1. Οι φράσεις « τῆς μὲν», «τῆς δὲ» αναφέρονται στη λέξη «κακιῶν»

2. Η λέξη « τῶν τοιούτων» αναφέρεται στη λέξη «χρησίμων (ἔργων)»

 

Β1. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα από τα Πολιτικὰ ο φιλόσοφος αναφέρεται σε τρεις διακριτές περιοχές της παιδαγωγικής έρευνας: α) διδακτικοί σκοποί, β) εκπαιδευτική πρακτική και γ) γνωστικό αντικείμενο. Η σύνταξη μανθάνειν πρός… χρησιμοποιείται από τον Αριστοτέλη, για να αναφερθεί σε πιθανούς διδακτικούς σκοπούς.

Ως πιθανοί σκοποί της παιδείας παρατίθενται διαζευτικά η αρετή ή ευτυχία (Οὐ γὰρ ταὐτὰ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τοὺς νέους οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον), η ανάπτυξη του πνεύματος ή η καλλιέργεια της ψυχής (οὐδὲ φανερὸν πότερον πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος·), η χρηστικότητα της γνώσης ή η αυταξία της (δῆλον οὐδὲν πότερον ἀσκεῖν δεῖ τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον ἢ τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετὴν ἢ τὰ περιττά).

Η τρέχουσα εκπαιδευτική πρακτική (ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν παιδείας) μόνο ταραχή μπορεί να προκαλέσει στον ερευνητή, γι’ αυτό και προσωρινά προσπερνάται.

Η έννοια που φαίνεται να διαπερνά όλο τον προβληματισμό τού Αριστοτέλη σχετικά με την παιδεία είναι εκείνη τής αρετής. Γίνεται αντιληπτό ότι όλες οι διχογνωμίες σχετικά με την παιδεία περιστρέφονται γύρω από το θέμα αυτό. Αρχικά, αναφέρεται ως απώτατο τέλος τής παιδείας η αρετή ή ο άριστος βίος (οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον). Ακουλούθως, εισάγει το δίλημμα: διανοητική ή ηθική αρετή (οὐδὲ φανερὸν πότερον πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος). Τέλος, εφόσον μία από τις κατευθύνσεις τής παιδείας τού καιρού του («ἐμποδὼν παιδείας») είναι η αρετή («τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετήν») ο φιλόσοφος θέτει το ερώτημα «ποιο το περιεχόμενο τής έννοιας αρετή;» (περί τε τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐθέν ἐστιν ὁμολογούμενον).

Εξάλλου, παρά τις διχογνωμίες, η αρετή συνιστά αδιαφιλονίκητο διδακτικό στόχο, ο οποίος υποβάλλεται από το απώτατο τέλος τής πολιτικής κοινωνίας, την ευδαιμονία. Η στόχευση σ’ αυτό το συλλογικό αγαθό δηλώνεται εμφαντικά με την επανάληψη τού απροσώπου ρήματος δεῖ στο κείμενο («δεῖ μὴ λανθάνειν»,  «ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τοὺς νέους», «δῆλον οὐδὲν πότερον ἀσκεῖν δεῖ», «τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων», «ὅτι δὲ οὐ πάντα (δεῖ διδάσκεσθαι», «τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον», «Βάναυσον δ' ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν»). Με αυτή τη δεοντολογική διατύπωση, υπογραμμίζεται η κοινωνική αναγκαιότητα τού κατάλληλου εκπαιδευτικού προγράμματος που θα διαμορφώσει πολίτες ενάρετους και ικανούς να συμβάλλουν αποφασιστικά στην επίτευξη τής ευδαιμονίας.

 

Β2. Μετά τη σύγχυση των πολλαπλών ερωτημάτων και των αντιφατικών α­πόψεων για την παιδεία, ο Αριστοτέλης επιχειρεί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ν' απαντήσει και να προτείνει κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα ταίριαζε στις ανάγκες των νέων και της πολιτικής κοινωνίας, στην οποία θα εντασσόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι με το σχήμα λιτότητας «οὐκ ἄδηλον» ο φιλόσοφος δημιουργεί αντίθεση με την αβεβαιότητα που δημιούργησαν οι διχογνωμίες γύρω από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα («οὐδὲ φανερόν», «δῆλον οὐδέν»). Μάλιστα, διατυπώνει τις προτάσεις του ως σημείο σύγκλισης των διαφορετικών απόψεων που παρουσίασε προηγουμένως, εκδηλώνοντας έτσι αντικειμενικότητα στην προσέγγιση τού θέματος (επιστημονικό ύφος).

Το εκπαιδευτικό σύστημα που προτείνει ο φιλόσοφος πρέπει να διευκολύνει το νέο να μετατραπεί σε ενάρετο άνθρωπο και πολίτη, υποδεικνύοντας του όλους εκείνους τους δρόμους που θα τον οδηγήσουν στην ηθική τελείωση, αλλά και εκείνους που πρέπει να αποφύγει, προκειμένου να μην αποπροσανατολιστεί και εκπέσει στο επίπεδο του μικρόψυχου, του εξαρτημένου από εσωτερικές και εξωτερικές συμβάσεις και του ανθρώπου με δουλικό φρόνημα. Ως γνωστικό αντικείμενο, ορίζονται όλες οι δράσεις, σωματικές και πνευματικές, των ελευθέρων πολιτών.  Κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει να διδάσκονται τα μαθήματα εκείνα που οδηγούν στην καλλιέργεια του νου, του σώματος και της ψυχής των ελεύθερων ανθρώπων με στόχο την άσκηση και τις πράξεις της αρετής («βάναυσον δ' ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν»). Απορρίπτει ως «βάναυσα» τα μαθήματα που αναστέλλουν αυτό το σκοπό, καθώς επιφυλάσσουν τις χειρότερες επιπτώσεις για τον άνθρωπο και την κοινωνία του.

Ο φιλόσοφος, λοιπόν, ακολουθεί τη μέση οδό και υποστηρίζει ότι οι νέοι πρέπει ασφαλώς να λαμβάνουν γνώσεις χρήσιμες για τη ζωή, όπως η ανάγνωση, η γραφή, η αριθμητική και το σχέδιο, αλλά από αυτές όχι όλες, παρά μόνο τις αναγκαίες («Ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον·»). Κι από τις αναγκαίες, όμως, πρέπει να μαθαίνουν όσες ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και όχι τις ευτελείς που ασκούν οι δούλοι, οι οποίες αδρανοποιούν το σώμα και τον νου του ανθρώπου, τον καθιστούν αγροίκο, άξεστο («βάναυσον») και τον απομακρύνουν από την κατάκτηση της αρετής. Με άλλα λόγια, δεν αρμόζει στους ελεύθερους ανθρώπους να αναζητούν σε κάθε γνώση τη χρησιμότητα, γιατί αυτή μπορεί να τους οδηγήσει στη μονομέρεια. Επομένως, οι χρήσιμες γνώσεις είναι απαραίτητες, αλλά δεν πρέπει να αποτελούν αυτοσκοπό.

Έτσι, ο φιλόσοφος ταυτίζει τις αναγκαίες γνώσεις με τα «ἐλευθέρια ἔργα», τα οποία αντιπαραβάλλει προς τα «ἀνελευθέρια», τα οποία ταυτίζει με τα «βάναυσα». Αυτή η διάκριση των χρήσιμων γνώσεων στηρίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε ελεύθερους και σε δούλους. Ο βάναυσος άνθρωπος ταυτίζεται με το δούλο, που είναι άξεστος και αγροίκος και ασχολείται με τις χειρωνακτικές εργασίες, στοιχεία που τον απομακρύνουν από την αρετή, την οποία, άλλωστε, δεν χρειάζεται, αφού ο ρόλος του δεν είναι κοινωνικός ή πολιτικός αλλά μόνο παραγωγικός. Είναι χαρακτηριστική επ’ αυτού η αντίθεση: «τῶν χρησίμων» ≠ «ἄχρηστον», που υπογραμμίζει ότι ορισμένες χρήσιμες γνώσεις μπορούν να επιφέρουν καταστροφικό αποτέλεσμα στην ηθική καλλιέργεια τού ατόμου («Βάναυσον δ' ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζεινἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν»).

 

Β3.

α. Λάθος

β. Λάθος

γ. Λάθος

δ. Σωστό

ε. Λάθος

Β4.

α.1-στ

2-α

3-γ

4-δ

5-ε

 

β. «ἕξις»: μόνιμο στοιχείο τού χαρακτήρα.

Το κάπνισμα είναι μια επικίνδυνη έξη.

 

«περιττά»: αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση.

Οι διαφημίσεις γεννούν στους καταναλωτές την επίπλαστη ανάγκη για μια σωρεία περιττών αγαθών.

 

«κριτάς»: υποστηρικτές

Οι κριτές τού διαγωνισμού τραγουδιού ανέδειξαν ομόφωνα τον νικητή.

 

Β5. Στο χωρίο «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν» ο Αριστοτέλης δίνει τον ορισμό της ηθικής αρετής. Τα στοιχεία που απαρτίζουν αυτή την έννοια εμφαίνουν χαρακτηριστικές ομοιότητες με τις απόψεις τού Ισοκράτη για τους μορφωμένους ανθρώπους.

Πρώτ’ απ’ όλα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η «ἕξις» είναι το προσεχές γένος της αρετής και δίνει στον όρο ηθικό περιεχόμενο: είναι το μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που προκύπτει από συνήθεια ή επαναλαμβανόμενη άσκηση. Η ποιότητα, λοιπόν, των έξεων εξαρτάται από την ποιότητα των ενεργειών μας. Κατά συνέπεια, η αρετή δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, αλλά προκύπτει μέσα από επίμονες προσπάθειες τού ανθρώπου. Παρόμοια, και ο Ισοκράτης αποδίδει την αρετή στους «μορφωμένους» ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι είναι επίκτητο χαρακτηριστικό κι όχι εκ φύσεως δοσμένο ή προϊόν καλοτυχίας («δεν ικανοποιούνται περισσότερο με τα αγαθά που έχουν χάρη στην εύνοια της τύχης παρά με εκείνα που αποκτούν εξαρχής χάρη στον χαρακτήρα και τη φρόνησή τους»). Άλλωστε, η απόκτησή της είναι δύσκολη και προϋποθέτει συστηματική προσπάθεια («που χειρίζονται καλά τα ζητήματα που παρουσιάζονται κάθε μέρα», «εκείνους που υπομένουν καλόκαρδα και εύκολα τη δυσάρεστη και ενοχλητική συμπεριφορά των άλλων», «Ακόμη, μορφωμένους θεωρώ εκείνους που πάντοτε κυριαρχούν επί των ηδονών και δεν λυγίζουν μπροστά στις συμφορές, αλλά τις αντιμετωπίζουν σαν άνδρες»)

Επιπρόσθετα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η αρετή είναι «ἕξις προαιρετική». Η λέξη προαίρεσις [: έλλογη προτίμηση] δεν δηλώνει μια άλογη και αδικαιολόγητη επιθυμία. Είναι δομικά συνδεμένη με τη διανοητική ικανότητα του ανθρώπου, τη σκέψη και την κρίση του. Αποτελεί επιλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό και επιδίωξη του ενός ή του άλλου. Στο πλαίσιο της ηθικής διδασκαλίας του Αριστοτέλη ανατίθεται καθοριστικός ρόλος στην προαίρεση. Ο λόγος είναι ότι αποτελεί ελεύθερη και συνειδητή επιλογή του ενός ή του άλλου τρόπου ζωής, επιλογή που οδηγεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις σε κάθε μία επιμέρους περίπτωση. Δίκαιος δεν είναι αυτός που τυχαίνει να κάνει κάποιες δίκαιες πράξεις, αλλά αυτός που συνειδητά επέλεξε τη δικαιοσύνη ως στάση ζωής και ακολουθεί στις επιμέρους επιλογές του την αντίστοιχη σταθερή πορεία. Επανειλημμένα υπογραμμίζεται από τον Αριστοτέλη η σημασία της προαιρέσεως για την ύπαρξη της αρετής. Σε άλλο χωρίο του ίδιου έργου διαβάζουμε τους αναγκαίους όρους, για να χαρακτηριστεί μια πράξη ενάρετη. Ο άνθρωπος πρέπει να έχει συνείδηση της πράξης του (εἰδώς), την ανάλογη προαίρεση (προαιρούμενος), σιγουριά και σταθερότητα στην πραγματοποίηση της (βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως). Η έννοια τής συνειδητής επιλογής τής αρετής υπονοείται από τον Ισοκράτη στο χωρίο «που έχουν σωστή άποψη για τις περιστάσεις και μάλιστα τέτοια που να μπορεί να βάζει ως στόχο και να πετυχαίνει τις περισσότερες φορές το συμφέρον», εφόσον αναγνωρίζει στους μορφωμένους τη δυνατότητα να σκέφτονται σωστά και να επιλέγουν τις κατάλληλες πράξεις. Άλλωστε, και ο ρήτορας υπογραμμίζει την ανάγκη σταθερότητας ως προς την επιδίωξη των ενάρετων πράξεων  («αυτούς που δεν τους χαλούν οι επιτυχίες μήτε απαρνιούνται τον εαυτό τους μήτε γίνονται υπερόπτες, αλλά παραμένουν σταθερά άνθρωποι λογικοί»).

Συνεχίζοντας τον ορισμό της αρετής, ο Σταγειρίτης την τοποθετεί «ἐν μεσότητι τῇ πρὸς ἡμᾶς». Στον ορισμό της αρετής ο Σταγειρίτης επισημαίνει ότι αρετή δεν αποτελεί μια αντικειμενική και υποχρεωτική για όλους εκδοχή της μεσότητας αλλά είναι η υποκειμενική και προσωπική αντίληψή της. Αυτή καθορίζεται από τον ορθό λόγο, όπως αυτός εκφράζεται από τον φρόνιμον πολίτη («Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ' ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ' ἔλλειψιν· καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ' ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ' ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι»). Έτσι και ο Ισοκράτης υπογραμμίζει τη σημασία τήρησης τού μέτρου οι ίδιοι φέρονται προς τους φίλους τους με τη μεγαλύτερη δυνατή επιείκεια και μετριοπάθεια») και την παράλληλη αποφυγή των ακροτήτων («μορφωμένους θεωρώ εκείνους που πάντοτε κυριαρχούν επί των ηδονών και δεν λυγίζουν μπροστά στις συμφορές») και ιδίως τής υπερβολής («Τέταρτον και το σπουδαιότερο, αυτούς που δεν τους χαλούν οι επιτυχίες μήτε απαρνιούνται τον εαυτό τους μήτε γίνονται υπερόπτες»). Και, βέβαια, η συμπεριφορά των μορφωμένων ανθρώπων είναι σύμφωνη με το κοινωνικό κριτήριο ορθότητας των πράξεων («εκείνους που συμπεριφέρονται κατά τρόπο αρμόζοντα και δίκαιο σε όσους πλησιάζουν»), όπως κι ο Αριστοτέλης προσδιορίζει τη μεσότητα σε σχέση μ' αυτό που πρέ­πει («τοῦ δέοντος»).

Μάλιστα, η φρόνηση και η λογική αποτελούν τα αντικειμενικά κριτήρια της ηθικής αρε­τής («ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ  ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»).  Αλλού στα Ηθικά Νικομάχεια διαβάζουμε «ἡ μετὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἕξις ἀρετή ἐστιν». Αρχικά, λοιπόν, ο νόμος συνηθίζει τους πολίτες να ενεργούν ενάρετα. Έπειτα, έρχεται η λογική, η φρόνηση, που βοηθεί το νόμο και τελειοποιεί το έργο του. Την αξία τού ορθού λόγου επισημαίνει και ο ρήτορας ως ουσιώδη για τους μορφωμένους ανθρώπους («αλλά παραμένουν σταθερά άνθρωποι λογικοί»).

Τέλος, η αναφορική προσδιοριστική στο «λόγῳ» πρόταση εξηγεί τι σημαίνει ορθότη­τα στη λογική («ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»). «Ορθός λόγος είναι ο σύμφωνος με τη φρόνηση», λέει σε κάποιο άλλο σημείο των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης. Στο φρόνιμο άνθρωπο ενώνονται και συνυπάρχουν όλες οι αρετές. Όταν υπάρχει η φρόνηση, γράφει αλλού ο Αριστοτέλης, όλες οι αρετές θα υπάρξουν. Οι διάφορες αρετές δείχνουν πώς αντιδρά ο φρόνιμος στις διάφορες περιστάσεις· αν λείψει μία αρετή, αποδιοργανώνεται το όλον. Έτσι, ο ηθικά σπουδαῖος αποτελεί μέτρο σύγκρισης για τους άλλους. Ο άνθρωπος που διαθέτει φρόνηση (φρόνιμος) αποτελεί συμβολικό ή και ένσαρκο ηθικό πρότυπο μέσα στην κοινωνία και με τις τεκμηριωμένες επιλογές του γίνεται ο γνώμονας (κανών) της ηθικής-πολιτικής αρετής: [: Κι άλλωστε ποιο κριτήριο θα ήταν πιο έγκυρο ή ποιος θα ήταν καλύτερος οδηγός μας για τα αγαθά από τον φρόνιμο, που όσα εκείνος θα όριζε, κρίνοντας με βάση την τέλεια γνώση του αγαθού, αυτά θα ήταν αγαθά, όπως τα αντίθετά τους φαύλα – Προτρεπτικός, 39.1-3, μετάφραση Λ. Μπενάκης]. Το κοινωνικό πρότυπο του φρονίμου είναι επίσης ένα σχετικά αντικειμενικό δεδομένο που μετριάζει τον προσωπικό-υποκειμενικό χαρακτήρα της αριστοτελικής ηθικής. Την έννοια τής φρονήσεως δεν παραλείπει να αναφέρει κι ο Ισοκράτης («δεν ικανοποιούνται περισσότερο με τα αγαθά που έχουν χάρη στην εύνοια της τύχης παρά με εκείνα που αποκτούν εξαρχής χάρη στον χαρακτήρα και τη φρόνησή τους»), ο οποίος μάλιστα φαίνεται να συμφωνεί με τον φιλόσοφο ως προς την δυνατότητα τού φρόνιμου ανθρώπου να συνενώνει όλες τις αρετές («Για μένα, συνετοί, τέλειοι άνδρες και προικισμένοι με όλες τις αρετές είναι όσοι προσαρμόζουν τον εσωτερικό τους κόσμο όχι προς μια μόνο από αυτές τις ικανότητες αλλά προς όλες μαζί»).

Και βέβαια, ο χαρακτηρισμός «τέλειοι άνδρες» που αποδίδει ο ρήτορας στους συνετούς ανθρώπους θυμίζει την τελεολογική αντίληψη τού Σταγειρίτη, ο οποίος υποστηρίζει ότι με την απόκτηση τής αρετής ο άνθρωπος γίνεται τέλειος, εκπληρώνοντας, έτσι, τον σκοπό τής ύπαρξής του και το ἔργον του.

Συνολικά, η διακειμενική προσέγγιση των δύο αποσπασμάτων αναδεικνύει τις κοινές συνιστώσες των απόψεων περί αρετής των δύο στοχαστών. Η τήρηση τού μέτρου, ο ορθός λόγος και η φρόνηση αποτελούν κοινό τόπο και απηχούν ορισμένες καίριες αξίες τού ελληνικού πνεύματος.

 

 

Γ. Αδίδακτο Κείμενο

 

Γ1. Ως προς τα άλλα που έχουμε, τα οποία ακριβώς ανέφερα ήδη προηγουμένως, καθόλου δε διαφέρουμε από τα ζώα, αλλά από πολλά συμβαί­νει να είμαστε κατώτεροι και ως προς την ταχύτη­τα και ως προς τη δύναμη και ως προς τις άλλες ευκολίες. Αφότου, όμως, γεννήθηκε σε μας η ικα­νότητα να πείθουμε ο ένας τον άλλον και να φα­νερώνουμε μεταξύ μας όσα τυχόν θελήσουμε, όχι μό­νο απαλλαχτήκαμε από το να ζούμε σαν θηρία, αλλά και, αφού συγκεντρωθήκαμε (συναθροιστή­καμε), ιδρύσαμε πόλεις.

 

Γ2. Στο δοθέν απόσπασμα από το έργο του Περὶ ἀντιδόσεως ο Ισοκράτης μιλάει με πολύ ενθουσιασμό για τον λόγο ως διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου. Ειδικότερα, με επιδοτική σύνδεση ο ρήτορας θεωρεί ότι με τον λόγο οι άνθρωποι υπερέβησαν την πρωτόγονη κτηνώδη ζωή οὐ μόνον τοῦ θηριωδῶς ζῆν ἀπηλλάγημεν») δημιουργώντας όχι μόνο τεχνικό πολιτισμό («καὶ τέχνας εὕρομεν») αλλά και πολιτικές κοινωνίες με νόμους (« ἀλλὰ καὶ συνελθόντες πόλεις ᾠκίσαμεν καὶ νόμους ἐθέμεθα»). Ο λόγος θεωρείται, επιπρόσθετα, ηθοπλαστικό στοιχείο τού ανθρώπου, καθώς μέσω αυτού διακρίνεται το δίκαιο από το άδικο, το όμορφο από το άσχημο («οὗτος γὰρ περὶ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων καὶ τῶν καλῶν καὶ τῶν αἰσχρῶν ἐνομοθέτησεν»), στοιχείο απαραίτητο για την οργανωμένη συλλογική ζωή στις πόλεις («ὧν μὴ διαταχθέντων οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ ἦμεν οἰκεῖν μετ᾽ ἀλλήλων»). Ο λόγος, άλλωστε, αποτελεί εργαλείο κοινωνικής κατακραυγής ή επιβράβευσης για τους πολίτες ανάλογα με τον χαρακτήρα τους τούτῳ καὶ τοὺς κακοὺς ἐξελέγχομεν καὶ τοὺς ἀγαθοὺς ἐγκωμιάζομεν»). Λειτουργεί παιδευτικά και για όσους συμπεριφέρονται ανόητα («τοὺς τ᾽ ἀνοήτους παιδεύομεν»), ενώ η ευπρέπεια τού λόγου αποτελεί δείκτη τού φρόνιμου ανθρώπου («τοὺς φρονίμους δοκιμάζομεν») και γνώρισμα ορθοφροσύνης («τὸ γὰρ λέγειν ὡς δεῖ τοῦ φρονεῖν εὖ μέγιστον σημεῖον ποιούμεθα»). Τέλος, ο λόγος που διέπεται από αλήθεια, νομιμότητα και δικαιοσύνη αντικατοπτρίζει τον ενάρετο ψυχικό κόσμο ενός ανθρώπου («καὶ λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος καὶ δίκαιος ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν ἐστι»). Συνολικά, ο Ισοκράτης αποδίδει στον λόγο όλες τις ευεργετικές επινοήσεις τού ανθρώπου καὶ σχεδὸν ἅπαντα τὰ δι᾽ ἡμῶν μεμηχανημένα λόγος ἡμῖν ἐστὶν ὁ συγκατασκευάσας»).

 

Γ3.

α) ζμεν

β) διενεγκεῖν

γ) πολλοῦ

δ) πεπεισμένοι, -αι, -α εἰσί(ν)

ε) πόλεσι(ν)

στ) σύνελθε

ζ) οἰκιοῦμεν

η) ἁπάσῃ

θ) οἷ, οἱ

ι) ἀδικώτεραι

 

Γ4.α.

1) αντικείμενο στο ρήμα ἔχομεν, σε δοτική αντί αιτιατικής (ἅ) λόγω έλξης τού αναφορικού από τον προσδιοριζόμενο όρο «τοῖς ἄλλοις».

2) κατηγορούμενο στο εννοούμενο υποκείμενο «ἡμεῖς» μέσω τής μετοχής «ὄντες» (τού συνδετικού ρήματος εἰμί)

3) κατηγορηματική μετοχή που εξαρτάται από το συνδετικό ρήμα «τυγχάνομεν» και αναφέρεται στο εννοούμενο υποκείμενο «ἡμεῖς»∙ λειτουργεί ως κατηγορούμενο στο «ἡμεῖς». 

4) αντικείμενο στη μετοχή «ἐγγενομένου»

 

β. συνελθόντες: επιρρηματική χρονική μετοχή συνημμένη στο εννοούμενο υποκείμενο «ἡμεῖς»∙ λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός τού χρόνου (προτερόχρονο) στο ρήμα «ᾠκίσαμεν». Αναλύεται σε δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική πρόταση: ἐπειδὴ συνήλθομεν

 

μὴ διαταχθέντων: επιρρηματική υποθετική μετοχή με υποκείμενο το «ὧν», γενική απόλυτη∙ λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός τής προϋπόθεσης στην περίφραση «οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ ἦμεν».  Με απόδοση δυνητική οριστική «οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ ἦμεν» σχηματίζει λανθάνοντα υποθετικό λόγο που δηλώνει το αντίθετο τού πραγματικού, γι΄ αυτό και αναλύεται με το εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου: εἰ μὴ διετάχθη (εννοούμενο υποκείμενο «ταῦτα», αττική σύνταξη).

 

γ. Ἰσοκράτης ἔφη λόγον ἀληθῆ καὶ νόμιμον καὶ δίκαιον ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν εἶναι.

 

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης