Βασικές κατηγορίες ρημάτων ανάλογα με τη σημασία τους

 

Βασικές κατηγορίες ρημάτων ανάλογα με τη σημασία τους

 


·       Ψυχικού πάθους:  ἀγανακτῶ, αἰσχύνομαι, ἄχθομαι, ἥδομαι (= ευχαριστιέμαι), χαίρω, λυποῦμαι, ὀργίζομαι, τέρπομαι, βαρέως φέρω 

·       Λεκτικά: λέγω, ἀγγέλλω, δηλῶ, ἀπαγγέλλω, διδάσκω, διηγοῦμαι

·       Αισθητικά: ὁρῶ, ἀκούω, αἰσθάνομαι, ἀκροῶμαι (= ακούω, υπακούω),  ἅπτομαι (= πιάνω, αγγίζω)

·       Γνωστικά: γιγνώσκω, οἶδα, ἐπίσταμαι, μανθάνω, ἀμφισβητῶ

·       Δεικτικά: δείκνυμι, ἐπιδείκνυμι, μηνύω, φαίνω

·       Δοξαστικά: οἴομαι, νομίζω, νοῶ, ἡγοῦμαι, ὑπολαμβάνω 

·       Ερώτησης, απορίας: ἐρωτῶ, πυνθάνομαι, ἀπορῶ, θαυμάζω

·       Δικανικά: αἰτιῶμαι (= κατηγορώ), καταψηφίζομαι (= καταδικάζω), ἐπιτιμῶ (= κατακρίνω), ἐγκαλῶ (= κατηγορώ)

·       Μνήμης: μέμνημαι (= θυμάμαι)

·       Λήθης: ἐπιλανθάνομαι, ἀμνημονῶ (=και λησμονώ).

·   Έναρξης: ἄρχω, ἄρχομαι (= κάνω αρχή, αρχίζω)

·       Λήξης:  λήγω, παύομαι (= σταματώ, εγκαταλείπω)

·       Επιμέλειας: φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι, κήδομαι, προνοῶ (= φροντίζω),  μέλει (= υπάρχει φροντίδα)

·       Εξουσίας: ἄρχω (= αρχίζω, κυβερνώ, διοικώ, είμαι άρχων, κυριαρχώ), κρατῶ (= γίνομαι κύριος, κυριεύω, επικρατώ), ἡγοῦμαι (= προηγούμαι, είμαι αρχηγός, κυριαρχώ), δεσπόζω (= κυριαρχώ), τυραννῶ (= είμαι τύραννος, άρχων), βασιλεύω, ἡγεμονεύω, προΐσταμαι (= είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός)

·       Σύγκρισης, διαφοράς, υπεροχής:  πλεονεκτῶ, μειονεκτῶ, ὑπερτερῶ, ὑστερῶ, ὑπερέχω, προέχω (= προεξέχω, υπερέχω), ἡττῶμαι (= είμαι κατώτερος, ασθενέστερος, υστερώ), ὑπολείπομαι (= μένω πίσω, υστερώ, απομένω)

·       Επιθυμίας: ἐπιθυμῶ, ἐφίεμαι, ὀρέγομαι (= επιθυμώ), ἐρῶ (= αγαπώ), 

·       Απόλαυσης: ἀπολαύω (= καρπούμαι, απολαμβάνω)

·       Αφθονίας: γέμω, πίμπλαμαι (= είμαι γεμάτος), εὐπορῶ (= έχω αφθονία ενός πράγματος)

·       Συμμετοχής: μετέχω, μεταλαμβάνω, κοινωνῶ (= συμμετέχω, κάνω κάτι από κοινού), συμμετέχω, μέτεστί τινι (= κάποιος μετέχει σε κάτι) κ.ά.

·       Έλλειψης, στέρησηςδέω (έχω ανάγκη, στερούμαι), δέομαι (= έχω ανάγκη, παρακαλώ), ἀπορῶ (= στερούμαι)

·       Απαλλαγής Χωρισμού ή απομάκρυνσης:  ἀπαλλάττομαι, χωρίζομαι, ἀπέχω, ἀπέχομαι, ἀφίσταμαι (απέχω, αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι)

·       Φιλικής ή εχθρικής διάθεσης: εὐνοῶ (= είμαι ευνοικός), χαρίζομαι (= κάνω χάρη, δείχνω εύνοια), ἀρέσκω (= είμαι αρεστός, ευχαριστώ κάποιον), βοηθῶ, ἀρήγω, ἐπικουρῶ, ἀμύνω (= βοηθώ, υπερασπίζω), λυσιτελῶ (= ωφελώ), φθονῶ, ἐπιβουλεύω (= σχεδιάζω κακό), μάχομαι, πολεμῶ, διαφέρομαι, ἐναντιοῦμαι (= εναντιώνομαι), ὀργίζομαι, ἐπιτιμῶ (= κατακρίνω), ἐγκαλῶ (= κατηγορώ)

·       Ευπείθειας, υποταγής: πείθομαι, πιστεύω, ὑπακούω, ἀπειθῶ (= δεν υπακούω), ὑπηρετῶ, ὑπουργῶ (= προσφέρω, εξυπηρετώ, βοηθώ), 

·       Ακολουθίας, διαδοχής: ἀκολουθῶ, ἕπομαι (= ακολουθώ)

·       Ομοιότητας, ισότητας, ταυτότητας, συμφωνίας: ὁμοιάζω, ὁμοιοῦμαι, ἔοικα (= μοιάζω), ὁμοιοῦμαι, ἰσοῦμαι, συμφωνῶ, ὁμολογῶ