ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ κριτήριο αξιολόγησης Αρχαίων (Ενότητες 18, 19)

 

Γ΄ Λυκείου                    Ομάδα Προσ/μού Ανθρωπιστικών Σπουδών




Γραπτή δοκιμασία στα Αρχαία Ελληνικά

 

Α. Διδαγμένο Κείμενο

 

Αριστοτέλους Πολιτικά Γ 6. 3-4, 1281a39-b10. Δ 4.2-3, 1291b30-39

 

Περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἔστω τις ἕτερος λόγος· ὅτι δὲ δεῖ κύριον εἶναι μᾶλλον τὸ πλῆθος ἢ τοὺς ἀρίστους μὲν ὀλίγους δέ, δόξειεν ἂν λέγεσθαι καί τιν’ ἔχειν ἀπορίαν τάχα δὲ κἂν ἀλήθειαν. Τοὺς γὰρ πολλούς, ὧν ἕκαστός ἐστιν οὐ σπουδαῖος ἀνήρ, ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων, οὐχ ὡς ἕκαστον ἀλλ’ ὡς σύμπαντας, οἷον τὰ συμφορητὰ δεῖπνα τῶν ἐκ μιᾶς δαπάνης χορηγηθέντων· πολλῶν γὰρ ὄντων ἕκαστον μόριον ἔχειν ἀρετῆς καὶ φρονήσεως, καὶ γίνεσθαι συνελθόντων, ὥσπερ ἕνα ἄνθρωπον τὸ πλῆθος, πολύποδα καὶ πολύχειρα καὶ πολλὰς ἔχοντ’ αἰσθήσεις, οὕτω καὶ περὶ τὰ ἤθη καὶ τὴν διάνοιαν. Διὸ καὶ κρίνουσιν ἄμεινον οἱ πολλοὶ καὶ τὰ τῆς μουσικῆς ἔργα καὶ τὰ τῶν ποιητῶν· ἄλλοι γὰρ ἄλλο τι μόριον, πάντα δὲ πάντες.

Δημοκρατία μὲν οὖν ἐστι πρώτη μὲν ἡ λεγομένη μάλιστα κατὰ τὸ ἴσον. Ἴσον γάρ φησιν ὁ νόμος ὁ τῆς τοιαύτης δημοκρατίας τὸ μηδὲν μᾶλλον ὑπερέχειν τοὺς ἀπόρους ἢ τοὺς εὐπόρους, μηδὲ κυρίους εἶναι ὁποτερουσοῦν, ἀλλ’ ὁμοίους ἀμφοτέρους. Εἴπερ γὰρ ἐλευθερία μάλιστ’ ἔστιν ἐν δημοκρατίᾳ, καθάπερ ὑπολαμβάνουσί τινες, καὶ ἰσότης, οὕτως ἂν εἴη μάλιστα, κοινωνούντων ἁπάντων μάλιστα τῆς πολιτείας ὁμοίως. Ἐπεὶ δὲ πλείων ὁ δῆμος, κύριον δὲ τὸ δόξαν τοῖς πλείοσιν, ἀνάγκη δημοκρατίαν εἶναι ταύτην. Ἓν μὲν οὖν εἶδος δημοκρατίας τοῦτο.

 

Α1α. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό που αντιστοιχεί σε καθεμιά από τις παρακάτω περιόδους λόγου και δίπλα σε αυτόν τη λέξη «Σωστό», αν είναι σωστή, ή τη λέξη «Λάθος», αν είναι λανθασμένη, με βάση το αρχαίο κείμενο (μονάδες 2,5) και να τεκμηριώσετε κάθε απάντησή σας γράφοντας τις λέξεις/φράσεις του αρχαίου κειμένου που την επιβεβαιώνουν (μονάδες 2,5):

1.      Οι πολλοί κρίνουν καλύτερα τα έργα τέχνης από τους λίγους.

2.      Ο λαός που αποφασίζει σύσσωμος εμπνέει τρόμο όπως ένα μυθολογικό τέρας.

3.      Οι άριστοι μειονεκτούν σε σχέση με κάθε άτομο τού πλήθους.

4.      Στο πρώτο είδος δημοκρατίας δεν υπάρχουν άποροι και εύποροι πολίτες.

5.      Η αρχή τής πλειοψηφίας εφαρμόζεται στο πρώτο είδος δημοκρατίας.

Μονάδες 5

 

Α1β. Τοὺς γὰρ πολλούς, … μιᾶς δαπάνης χορηγηθέντων: να εξηγήσετε το παράδειγμα που χρησιμοποιεί εδώ ο Αριστοτέλης.

Μονάδες 5

 

Β1. Ποιο περιεχόμενο δίνει ο Αριστοτέλης στον όρο δημοκρατία και πώς συνδέεται με την αρχή τής ισότητας;

Μονάδες 10

 

Β2. Στην Εισαγωγή τού σχολικού εγχειριδίου αναφέρεται σχετικά με την εποχή συγγραφής των Ηθικών Νικομαχείων: «Ο Αριστοτέλης είναι πια τώρα ένας ώριμος και ήρεμος στοχαστής. Η συζήτηση μαζί του είναι τώρα ευκολότερη, γιατί και η δική του στάση απέναντι στις γνώμες των άλλων προσδιορίζεται τώρα από περισσότερη κατανόηση. Το πράγμα γίνεται φανερό ακόμη και στο ύφος των έργων του αυτής της περιόδου.» Ποιες εκφραστικές επιλογές τού φιλοσόφου στα δοθέντα αποσπάσματα τού αρχαίου κειμένου ενισχύουν αυτή την άποψη; Πώς θα χαρακτηρίζατε το ύφος του με βάση αυτά τα δεδομένα;

Μονάδες 10

 

Β3. Να επιλέξετε την απάντηση που συμπληρώνει σωστά το νόημα των προτάσεων γράφοντας δίπλα σε κάθε αριθμό το αντίστοιχο γράμμα:

 

1. Κατήγορος τού Σωκράτη υπήρξε

α. ο Αλκιβιάδης

β. ο Άνυτος

γ. ο Χαρμίδης

2. Οι πρώτοι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν

α. με την αρχή τής δημιουργίας

β. με τη γένεση τής πόλεως

γ. με την αρχή κάθε ηθικής έννοιας

3. Ο Σωκράτης έδειξε ότι μοναδικό δρόμο προς την αλήθεια αποτελεί

α. η λογική σκέψη

β. η ηθική

γ. η πολιτική

4. Ο Πρωταγόρας στον διάλογό του με τον Σωκράτη

α. χρησιμοποιεί τη διαλεκτική

β. απορρίπτει το απόλυτο

γ. αφηγείται τον μύθο τής Θεογονίας

5. Η πόλις ως όλον

α. αποτελείται από όμοια μεταξύ τους μέρη

β. έχει ως στόχο της την ευμάρεια

γ. προϋποθέτει την αρετή των μελών της

Μονάδες 10

Β4.α. Να αντιστοιχίσετε τις λέξεις τού πρώτου αποσπάσματος (στήλη Α) με τις ετυμολογικά συγγενείς τους τού δεύτερου αποσπάσματος (στήλη Β). Δύο στοιχεία από τη στήλη Α’ περιττεύουν.

 

Α

Β

πολύποδα

λεγομένη

ἐνδέχεται

εἴη

ἔχοντ’

ὑπερέχειν

λόγος

πλείων

ὄντων

 

συνελθόντας

 

Μονάδες 4

 

Β4.β. Για καθεμιά από τις τρεις παρακάτω λέξεις να γράψετε μία περίοδο λόγου στα νέα ελληνικά, όπου η ίδια λέξη, στο ίδιο μέρος του λόγου (για τη μετοχή να χρησιμοποιήσετε το αντίστοιχο ρήμα), σε οποιαδήποτε μορφή της (πτώση, αριθμό, γένος, έγκλιση, χρόνο), χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία από αυτήν που έχει στο αρχαίο κείμενο: ἀρίστους, κύριον, κοινωνούντων.

Μονάδες 6

 

Β5. ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ : Ηροδότου Ιστορίη, VII104

(μετάφραση Hλίας Σ. Σπυρόπουλος)

 

Ο Δημάρατος ήταν πρώην βασιλιάς της Σπάρτης (510-491 π.Χ.)· διαφώνησε με τον συμβασιλέα του Κλεομένη, εκθρονίστηκε και κατέφυγε στην αυλή του Δαρείου, του οποίου έγινε σύμβουλος. Με την ιδιότητα αυτή ακολούθησε τον Ξέρξη στην εκστρατεία του. Στο δοθέν απόσπασμα ο Δημάρατος απαντά στο ερώτημα τού Ξέρξη, αν θα τολμήσουν οι Έλληνες να αντισταθούν.

 

Σ' αυτά αποκρίθηκε ο Δημάρατος: «Bασιλιά μου, ήξερα απ' την αρχή πως με τη γλώσσα της αλήθειας δε θα σ' ευχαριστούσα. Επειδή όμως εσύ μ' εξανάγκασες να σου πω όλη την αλήθεια, σου εξέθεσα τη σπαρτιατική πραγματικότητα. Ποια βέβαια τυχαίνει να είναι σήμερα τα αισθήματά μου απέναντί τους, εσύ ο ίδιος το ξέρεις καλύτερα απ' τον καθένα, που μου στέρησαν τ' αξιώματα και τα κληρονομικά προνόμιά μου και μ' έκαναν χωρίς πατρίδα κι εξόριστο, ενώ ο πατέρας σου με δέχτηκε στην αυλή του και μου έδωσε περιουσία και στέγη. Λοιπόν είναι παράλογο ένας μυαλωμένος άνθρωπος ν' αποδιώχνει μια ολοφάνερη εύνοια – αντίθετα, την αγκαλιάζει όσο γίνεται πιο σφιχτά. Tώρα, εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι μπορώ να χτυπηθώ ούτε με δέκα άντρες ούτε με δυο, κι όσο είναι στο χέρι μου ούτε καν θα μονομαχούσα. Αν όμως το έφερνε η ανάγκη ή είχε κάπως μεγάλη σημασία το τι διακυβεύεται στον αγώνα, με την πιο μεγάλη ευχαρίστηση θα ερχόμουν στα χέρια μ' έναν απ' αυτούς τους άντρες που λένε πως ο καθένας τους αξίζει για τρεις Έλληνες. Tο ίδιο και οι Λακεδαιμόνιοι· πολεμώντας ένας προς ένα δεν είναι κατώτεροι από οποιονδήποτε πολεμιστή, πολεμώντας όμως όλοι τους μαζί είναι οι πιο αντρειωμένοι του κόσμου. Γιατί είναι βέβαια ελεύθεροι, όμως η ελευθερία τους δεν είναι απόλυτη· γιατί πάνω τους στέκεται δυνάστης ο νόμος, που τον τρέμουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι δικοί σου εσένα. Εκτελούν λοιπόν ό,τι τους προστάζει αυτός· και τους δίνει πάντοτε την ίδια προσταγή, απαγορεύοντάς τους να υποχωρούν στη μάχη μπροστά σε πλήθος ανθρώπων, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό, αλλά να μένουν στις γραμμές τους και να ζητούν ή τη νίκη ή τη θανή. Tώρα, αν μιλώντας έτσι σου δίνω την εντύπωση ότι φλυαρώ, ε λοιπόν, από δω και πέρα δε θέλω ν' ανοίξω το στόμα μου· αλλά τώρα εξαναγκάστηκα να μιλήσω. Οπωσδήποτε, ας έρθουν τα πράγματα όπως τα θέλει η καρδιά σου, βασιλιά μου».

 

Να συγκρίνετε τα γνωρίσματα τής πολεμικής αρετής των Λακεδαιμονίων με όσα εκθέτει ο Αριστοτέλης σχετικά με τις δυνατότητες τού πλήθους και τα γνωρίσματα τού  δημοκρατικού πολιτεύματος.

Γ. Αδίδακτο Κείμενο

ΠΛΑΤΩΝ, ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, 30c–31c

 

Ο Σωκράτης απολογείται στην Ηλιαία το 399 π.Χ. Οι Μέλητος, Άνυτος και Λύκων τον κατηγόρησαν ότι δεν σεβόταν τους θεούς της πόλης και ότι με τη διδασκαλία του διέφθειρε τους νέους. Ο Σωκράτης προσπαθεί να δείξει τις επιπτώσεις τής θανάτωσής του για τους Αθηναίους.

 

Εὖ γὰρ ἴστε, ἐάν με ἀποκτείνητε τοιοῦτον ὄντα οἷον ἐγὼ λέγω, οὐκ ἐμὲ μείζω βλάψετε ἢ ὑμᾶς αὐτούς· ἐμὲ μὲν γὰρ οὐδὲν ἂν βλάψειεν οὔτε Μέλητος οὔτε Ἄνυτος ―οὐδὲ γὰρ ἂν δύναιτο― οὐ γὰρ οἴομαι θεμιτὸν εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι. ἀποκτείνειε μεντἂν ἴσως ἢ ἐξελάσειεν ἢ ἀτιμώσειεν· ἀλλὰ ταῦτα οὗτος μὲν ἴσως οἴεται καὶ ἄλλος τίς που μεγάλα κακά, ἐγὼ δ’ οὐκ οἴομαι, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ποιεῖν ἃ οὑτοσὶ νῦν ποιεῖ, ἄνδρα ἀδίκως ἐπιχειρεῖν ἀποκτεινύναι. νῦν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολλοῦ δέω ἐγὼ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολογεῖσθαι, ὥς τις ἂν οἴοιτο, ἀλλὰ ὑπὲρ ὑμῶν, μή τι ἐξαμάρτητε περὶ τὴν τοῦ θεοῦ δόσιν ὑμῖν ἐμοῦ καταψηφισάμενοι. ἐὰν γάρ με ἀποκτείνητε, οὐ ῥᾳδίως ἄλλον τοιοῦτον εὑρήσετε, ἀτεχνῶς ―εἰ καὶ γελοιότερον εἰπεῖν― προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ, ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ καὶ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, οἷον δή μοι δοκεῖ ὁ θεὸς ἐμὲ τῇ πόλει προστεθηκέναι τοιοῦτόν τινα, ὃς ὑμᾶς ἐγείρων καὶ πείθων καὶ ὀνειδίζων ἕνα ἕκαστον οὐδὲν παύομαι τὴν ἡμέραν ὅλην πανταχοῦ προσκαθίζων.

 

Λεξιλόγιο

μεντἂν < μέντοι (=βέβαια) ἄν

ἐξελάσειεν < ἐξελαύνω = διώχνω, εξορίζω

μύωψ = αλογόμυγα

 

Γ1. Να μεταφράσετε στα Νέα Ελληνικά το χωρίο: «εὖ γὰρ ἴστε, … ἢ ἀτιμώσειεν·»

Μονάδες 10

 

Γ2. Με ποια παρομοίωση προσπαθεί ο Σωκράτης να δείξει στους Αθηναίους τη σημασία τής παρουσίας του στην πόλη;

Μονάδες 10

 

Γ3. νῦν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολλοῦ δέω ἐγὼ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολογεῖσθαι, ὥς τις ἂν οἴοιτο, ἀλλὰ ὑπὲρ ὑμῶν, μή τι ἐξαμάρτητε περὶ τὴν τοῦ θεοῦ δόσιν ὑμῖν ἐμοῦ καταψηφισάμενοι: να ξαναγράψετε την περίοδο μεταφέροντας όλους τους κλιτούς τύπους στον άλλο αριθμό (μονάδες 8). Έπειτα να μεταφέρετε τους υπογραμμισμένους ρηματικούς τύπους στο β’ ενικό προστακτικής ίδιου χρόνου και φωνής (μονάδες 2).

Μονάδες 10

 

Γ4.α. οὐ γὰρ οἴομαι θεμιτὸν εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι: να γίνει αναλυτική σύνταξη τού χωρίου.

Μονάδες 6

 

β. ἐμὲ μὲν γὰρ οὐδὲν ἂν βλάψειεν οὔτε Μέλητος οὔτε Ἄνυτος: να μεταφέρετε το χωρίο στον πλάγιο λόγο με εξάρτηση Σωκράτης ἔφη...

Μονάδες 4

 

 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

 

Α1α.

1.      Σωστό: Διὸ καὶ κρίνουσιν ἄμεινον οἱ πολλοὶ καὶ τὰ τῆς μουσικῆς ἔργα καὶ τὰ τῶν ποιητῶν·

2.      Λάθος: καὶ γίνεσθαι συνελθόντων, ὥσπερ ἕνα ἄνθρωπον τὸ πλῆθος, πολύποδα καὶ πολύχειρα καὶ πολλὰς ἔχοντ’ αἰσθήσεις, οὕτω καὶ περὶ τὰ ἤθη καὶ τὴν διάνοιαν.

3.      Λάθος: Τοὺς γὰρ πολλούς, ὧν ἕκαστός ἐστιν οὐ σπουδαῖος ἀνήρ, ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων, οὐχ ὡς ἕκαστον ἀλλ’ ὡς σύμπαντας

4.      Λάθος: τὸ μηδὲν μᾶλλον ὑπερέχειν τοὺς ἀπόρους ἢ τοὺς εὐπόρους

5.      Σωστό: Ἐπεὶ δὲ πλείων ὁ δῆμος, κύριον δὲ τὸ δόξαν τοῖς πλείοσιν, ἀνάγκη δημοκρατίαν εἶναι ταύτην.

 

Α1β. Με το οἶον ο Σταγειρίτης εισάγει ένα παράδειγμα, αντλημένο από την καθημερινή ζωή, που αναδεικνύει την αθροιστική υπεροχή τού πλήθους. Πρόκειται για τα «συμφορητὰ δεπνα», δηλαδή για τη συνεστίαση πολιτών, κατά την οποία ο καθένας φέρνει στο τραπέζι τη συνεισφορά του σε τρόφιμα και ποτά. Η άποψη που προωθείται εδώ είναι ότι ένα δείπνο είναι καλύτερο και πλουσιότερο, αν συνεισφέρουν οικονομικά πολλοί στην προετοιμασία του, σε αντίθεση με τα δείπνα που γίνονται με έξοδα ενός μόνο ανθρώπου («οἷον τὰ συμφορητὰ δεῖπνα τῶν ἐκ μιᾶς δαπάνης χορηγηθέντων»). Με ανάλογο τρόπο και η πόλη διοικείται καλύτερα, αν συμμετέχουν πολλοί στην άσκηση της εξουσίας («Τοὺς γὰρ πολλούς, ὧν ἕκαστός ἐστιν οὐ σπουδαῖος ἀνήρ, ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων, οὐχ ὡς ἕκαστον ἀλλ’ ὡς σύμπαντας»).

 

Β1. Εκδοχές και ποιότητες δημοκρατίας υπάρχουν πολλές, ανάλογα με τον τρόπο λήψης των αποφάσεων, την ισχύ των νόμων κ.λπ. Στη δεύτερη παράγραφο τού δοθέντος κειμένου περιγράφεται η ανώτερη και πιο σημαντική από αυτές, αυτή που έχει ως κύριες (αλλά όχι μοναδικές) αξίες την ισότητα, τη διασφαλισμένη από τον νόμο, και την ελευθερία.

Μια ατελής μορφή τής πολιτείας είναι η δημοκρατία (σε ποικίλες εκδοχές και ποιότητες), το πολίτευμα στο οποίο το κράτος (: η ισχύς, η εξουσία) ανήκει στον δῆμον (: τη μεγάλη πλειονότητα του λαού, σε αντιδιαστολή προς τους λίγους, όσους έχουν ευγενική καταγωγή και μεγάλη περιουσία). Ο Αριστοτέλης διατυπώνει με τον πιο πυκνό και εύστοχο τρόπο τη διαχρονικά θε­μελιώδη αρχή της δημοκρατίας: επικρατεί η θέση/ απόφαση των περισσοτέρων (κύριον δὲ τὸ δόξαν τοῖς πλείοσιν). Στο σημείο αυτό της συλλογιστικής του ο Αριστοτέλης επιλέγει να δώσει και τον ορισμό της δη­μοκρατίας (Ἐπεὶ δὲ πλείων ὁ δῆμος … δημοκρατίαν εἶναι ταύτην). Πρόκειται για το πολίτευμα στο οποίο η ισχύς και η κυριαρχία (κράτος) ανήκει στον πολύ λαό (δῆμον), δηλαδή στην πλειονότητα των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού σε διάκριση προς τους ὀλίγους, τους πλουσιότερους πολίτες. Σταδιακά η λέξη δῆμος έφτασε να σημαίνει και το σύνολο των ελευθέρων πολιτών μιας πόλης που είχε δημοκρατία. Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τη δημοκρατία παρέκβασιν (ατελή και υποδεέστερη μορφή) του ορθού πολιτεύματος που ο ίδιος ονομάζει πολιτεία. Τόσο η πολιτεία όσο και η δημοκρατία κυβερνώνται με βάση την αρχή της πλειοψηφίας· η διαφορά τους έγκειται στο ότι η πολιτεία μεριμνά για το συμφέρον του συνόλου των πολιτών, ενώ η δημοκρατία για το πλῆθος, την πλειονότητά τους.

Το πρώτο είδος δημοκρατίας που καταγράφεται α­πό τον Αριστοτέλη είναι εκείνο που στηρίζεται στην όσο γίνεται πιο πιστή εφαρμογή της αρχής της ισότητας (μάλιστα κατὰ τὸ ἴσον). Το ουδέτερο επιθέτου τὸ ἴσον χρησιμοποιείται αντί αφηρημένου ουσιαστικού: η ἰσότης, ιδιαίτερα η πολιτική ισότητα. Ο Σταγειρίτης θεωρεί την ισότητα αρχή που διασφαλίζει τη σωτηρία της πόλης, την ταυτίζει με τη δικαιοσύνη και την ανάγει σε διαρκές και υπέρτατο ζητούμενο μιας δημοκρατικής πολιτείας. Η ισότητα, διευκρινίζει, συνίσταται στο ότι οι φτωχοί δεν έχουν περισσότερα δικαιώματα και προνόμια από τους πλούσιους· σε καμιά περίπτωση οι δύο αυτές ομάδες δεν είναι κυρίαρχες η μία της άλλης: και οι δύο είναι όμοιες (Ἴσον γάρ φησιν ὁ νόμος ὁ τῆς τοιαύτης δημοκρατίας  τὸ μηδὲν μᾶλλον ὑπερέχειν τοὺς ἀπόρους ἢ τοὺς εὐπόρους,  μηδὲ κυρίους εἶναι ὁποτερουσοῦν,  ἀλλ’ ὁμοίους ἀμφοτέρους). Η ισότητα είναι χαρακτηριστικό της δημοκρατίας με το νόημα ότι το δικαίωμα να καταλαμβάνουν αξιώματα στην πολιτεία το έχουν όλοι οι πολίτες ὁμοίως.   Επομένως, οι φτωχοί δεν έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους πλουσίους αλλά όλοι είναι ίσοι και όμοιοι. Ο Αριστοτέλης ποικίλλει την έννοια της ισότητας με τη χρήση του όρου της ομοιότηταςἀλλ’ ὁμοίους ἀμφοτέρους»). Όλοι οι πολίτες είναι όμοιοι ή ίσοι απέναντι στους νόμους κι έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα στην ανάληψη πολιτικών ρόλων.

Η έμφαση στην αρχή τής ισότητας επιτυγχάνεται στο κείμενο με διάφορες εκφραστικές επιλογές. Καταρχάς, με την αναστροφή: κατὰ τὸ ἴσον. Ἴσον γάρ… (η δεύτερη περίοδος αρχίζει με την ίδια λέξη με την οποία τελειώνει η προηγούμενή της) και με τη συσσώρευση λέξεων συναφών εννοιολογικά: ἴσον, ὁμοίους, ἰσότης, ὁμοίως. Επιπρόσθετα, παρατηρείται το σχήμα άρσης –θέσης (τὸ μηδὲν μᾶλλον ὑπερέχειν τοὺς ἀπόρους ἢ τοὺς εὐπόρους, μηδὲ κυρίους εἶναι ὁποτερουσοῦν, ἀλλ’ ὁμοίους ἀμφοτέρους) και η επανάληψη τού επιρρήματος μάλιστα: ἡ λεγομένη μάλιστα κατὰ τὸ ἴσον,… Εἴπερ γὰρ ἐλευθερία μάλιστ’ ἔστιν ἐν δημοκρατίᾳ, …οὕτως ἂν εἴη μάλιστα, …κοινωνούντων ἁπάντων μάλιστα τῆς πολιτείας ὁμοίως. Η επανάληψη του υπερθετικού βαθμού μάλιστα εξυπηρετεί την εξής λεπτή σκέψη: η δημοκρατία διασφαλίζει τον ανώτατο βαθμό ελευθερίας και ισότητας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι μεγιστοποιείται και ο βαθμός ισότιμης συμμετοχής στο πο­λίτευμα (ὁμοίως κοινωνεῖν).

Η ομοιό­τητα ή η ισότητα αυτή υπονοεί ότι οι πολίτες αντιμετωπίζονται με κριτήριο ποσοτικό και όχι ποιοτικό, δηλαδή με βάση τον αριθμό και όχι την αξία (οικονομική κατά­σταση, ευγενική καταγωγή, μόρφωση, άλλες ικανότητες). Από το χαρακτηριστικό αυτό της δηµοκρατίας προκύπτει ότι καθένας από τους ελεύθερους πολίτες θεωρεί τον εαυτό του ίσο προς τους άλλους και ότι η δηµοκρατία είναι ασυµβίβαστη µε την ύπαρξη κάποιας  «χαρισµατικής προσωπικότητας»  ή µε την υπερβολική δύναµη κάποιου ηγέτη -  γι'  αυτό και ο οστρακισµός έχει, σύµφωνα  µε τον Αριστοτέλη,  «δίκαιον πολιτικόν»  και είναι αναγκαίο για κάθε πολιτεία, όπου η εξουσία ασκείται µε τρόπο συλλογικό. 

 

Β2. Τα Πολιτικά είναι έργο τής τρίτης περιόδου φιλοσοφικής δραστηριότητας τού Αριστοτέλη, κατά την οποία τον διακρίνει ωριμότητα και διαλλακτικότητα. Τα στοιχεία αυτά τής προσωπικότητάς του αποτυπώνονται και στο ύφος των έργων αυτής τής περιόδου, όπως χαρακτηριστικά αποδεικνύουν τα δοθέντα αποσπάσματα των Πολιτικών.

Στην πρώτη περίοδο τού αποσπάσματος ο Αρι­στοτέλης τοποθετείται υπέρ του «πλήθους» στο δίλημμα της άσκησης της ε­ξουσίας από το «πλήθος» ή από τους «ολίγους αρίστους» (ὅτι δὲ δεῖ κύριον εἶναι μᾶλλον τὸ πλῆθος). Εκείνο όμως που προκαλεί εντύπωση είναι ένας μεγάλος αριθ­μός εκφράσεων δισταγμού, πιθανότητας και αβεβαιότητας που τελικά αποδυ­ναμώνουν την ισχύ αυτής της προτίμησής του. Καταρχάς, η επιλογή του παρουσιάζεται αποστασιοποιημένη από τον ίδιο και ως μια άποψη ενός τρίτου που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησηςδόξειεν ἂν λέγεσθαι»). Επεξηγεί την αποστασιοποίηση του, αφού με σα­φήνεια δηλώνει τις δυσκολίες να αποδεχτεί μια τέτοια άποψη παρά το γεγο­νός ότι εμπεριέχει κάποια ψήγματα αλήθειας («καί τιν’ ἔχειν ἀπορίαν τάχα δὲ κἂν ἀλήθειαν»). Η χρήση των δυνητικών «ἄν» τονίζει την έννοια του πιθανού και ταυτόχρονα της έλλειψης βεβαιότητας και ταύτισης α­πό την πλευρά του. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται το «μᾶλλον» που παρεμβάλλεται στην άποψη «ὅτι δὲ δεῖ κύριον εἶναι μᾶλλον τὸ πλῆθος ἢ τοὺς ἀρίστους μὲν ὀλίγους δέ», όπως επίσης το «κἂν» στη φράση «τάχα δὲ κἂν ἀλήθειαν» και το ρήμα «ἐνδέχεται» στη φράση «ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων».

Παρόμοιες εκφραστικές επιλογές παρατηρούνται και στο δεύτερο απόσπασμα, όπου σκιαγραφείται το πρώτο είδος δημοκρατίας. Αξιοσημείωτη είναι η αποστασιοποίηση του Αριστοτέλη από τις τρέχουσες αντιλήψεις της εποχής του, καταδεικνύοντας και την επιφυλακτικότητά του απένα­ντι τους. Φράσεις, όπως «ἡ λεγόμενη» και «καθάπερ ὑπολαμβάνουσί τινες» φανερώνουν τις ιδεολογικές αποστάσεις που κρατά από τις απόψεις για τη δημοκρατία. Μάλιστα η χρήση τής δυνητικής ευκτικής στο χωρίο «οὕτως ἂν εἴη μάλιστα» επιβεβαιώνει τη διαλλακτικότητα και τον αντιδογματισμό τού φιλοσόφου. Τέλος, μολονότι ο φιλόσοφος φαίνεται να αναζητεί το άριστο πολίτευμα-το οποίο για τον ίδιο είναι η πολιτεία-  η διαλλακτικότητα του χαρακτήρα του και η επιστημονική του σκέψη τον οδηγούν στο να μη διατυπώσει με ενάργεια και σαφήνεια την προτίμησή του αυτή. 

Ερμηνεύοντας, λοιπόν, τους ανωτέρω κειμενικούς δείκτες, γίνεται αντιληπτό ότι ο Αριστοτέλης δεν βρίσκεται στη φάση εξαγωγής τελικών συμπερασμάτων, αλλά στη διάρκεια διερεύνησης των επιμέρους στοιχείων όλων των πολιτευμάτων και στη φάση αναζήτησης και α­νάδειξης των θετικών χαρακτηριστικών τους, αποφεύγοντας να παραλείψει κάποια πτυχή του θέματος. Το διαλλακτικό ύφος του κειμένου δίνει την διάσταση της αντικειμενικότητας στην διερεύνηση των ενδεχόμενων που βρίσκεται σε εξέλιξη. Συνολικά, τέτοιες διατυπώσεις αναδεικνύουν το επιστημονικό ύφος τού Αριστοτέλη, όπως διαμορφώθηκε στην ώριμη και ήρεμη περίοδο τής ζωής του.

 

Β3.    1: β

2: α

3: α

4: β

5: γ

 

Β4.α.

πολύποδα: πλείων

ἔχοντ’: ὑπερέχειν

λόγος : λεγομένη

ὄντων : εἴη

 

Β4.β.

Η Μαρίνα έχει άριστες επιδόσεις στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών.

Ο κύριος Αγγέλου δεν παρευρέθηκε στη χθεσινή συνάντηση.

Οι πιστοί πηγαίνουν από νωρίς στην εκκλησία, για να κοινωνήσουν.

 

Β5. Το δοθέν απόσπασμα από το ιστορικό έργο τού Ηροδότου αναδεικνύει την πολεμική αρετή των Λακεδαιμονίων μέσα από τα λόγια ενός πρώην βασιλιά τής Σπάρτης. Τα στοιχεία που συνθέτουν τη σπαρτιατική ανδρεία εμφαίνουν χαρακτηριστικές ομοιότητες με όσα εκθέτει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά αναφορικά με την αθροιστική υπεροχή τού πλήθους και τα γνωρίσματα τής λαϊκής κυριαρχίας στο πρώτο είδος δημοκρατίας.

Καταρχάς, και τα αποσπάσματα υποβαθμίζουν την ατομική αξία σε σχέση με τη συλλογική. Στην πρώτη παράγραφο τού διδαγμένου κειμένου ο Αριστοτέλης συγκρίνει το πλήθος με τους αρίστους σε ό,τι αφορά στην άσκηση τής εξουσίας (ὅτι δὲ δεῖ κύριον εἶναι μᾶλλον τὸ πλῆθος ἢ τοὺς ἀρίστους μὲν ὀλίγους δέ, δόξειεν ἂν λέγεσθαι καί τιν’ ἔχειν ἀπορίαν τάχα δὲ κἂν ἀλήθειαν). Το αρνητικό στοιχείο τού πλήθους είναι ότι το κάθε επιμέρους άτομο μπορεί να μην είναι αξιόλογος άνθρωπος («ὧν ἕκαστός ἐστιν οὐ σπουδαῖος ἀνήρ»). Το στοιχείο αυτό δίνεται με σχήμα λιτότητας (οὐ σπουδαῖος) που περιορίζει τη βαρύτητα τού χαρακτηρισμού. Παρόμοια εκφραστική επιλογή κάνει και ο Δημάρατος, όταν μιλάει για τις πολεμικές δυνατότητες κάθε Σπαρτιάτη ξεχωριστά (πολεμώντας ένας προς ένα δεν είναι κατώτεροι από οποιονδήποτε πολεμιστή). Η διαφορά είναι ότι εδώ το σχήμα λιτότητας (όχι κατώτεροι) επιστρατεύεται, για να δηλώσει ένα θετικό γνώρισμα των Λακεδαιμονίων σε ατομικό επίπεδο, ότι δηλαδή και στις μονομαχίες μπορούν να διακριθούν έναντι των άλλων.

Ωστόσο, εξόφθαλμη ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κείμενα αποτελεί η ιδέα περί τής αθροιστικής υπεροχής, η οποία καθιστά τις δυνατότητες τού πλήθους πολλαπλάσιες έναντι κάθε ατόμου ξεχωριστά. Ο Σταγειρίτης υποστηρίζει ότι το ενωμένο σύνολο του «πλήθους» υπερτερεί σε σχέση με το σύνολο των «αρίστων» Τοὺς γὰρ πολλούς, ὧν ἕκαστός ἐστιν οὐ σπουδαῖος ἀνήρ, ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων, οὐχ ὡς ἕκαστον ἀλλ’ ὡς σύμπαντας»), όπως ο Δημάρατος προβάλλει την εξέχουσα δύναμη των Σπαρτιατών, όταν ενώνονται (πολεμώντας όμως όλοι τους μαζί είναι οι πιο αντρειωμένοι του κόσμου). Η αξία της συνεισφοράς των πολλών και συνεπώς η ιδέα της αθροιστικής θεωρίας είναι γνωστή ήδη από τα χρόνια του Ομήρου. Στη ραψωδία Ν της Ιλιάδας ο ποιητής περιγράφει μια φοβερή μάχη μεταξύ των Αχαιών και των Τρώων δίπλα στα καράβια και βάζει κάποια στιγμή στο στόμα του Ποσειδώνα την ακόλουθη φράση, με την οποία ο θεός θέλει να εμψυχώσει τον ήρωα Ιδομενέα (στ. 237): «κι οι πιο αχαμνοί, σαν πουν να σμίξουνε, κάτι θα κάνουν πάντα» («συμφερτὴ δ’ ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν»). Η μόνη διαφορά εδώ ανάμεσα στα δύο κείμενα εντοπίζεται στο βαθμό βεβαιότητας στις σχετικές διατυπώσεις. Ο Αριστοτέλης εκφράζει τη θέση του διστακτικά (ἐνδέχεται), ενώ ο Δημάρατος ανεπιφύλακτα, φθάνοντας, μάλιστα, σε σημείο υπερβολής (οι πιο αντρειωμένοι του κόσμου).

Μια άλλη αναλογία εντοπίζεται στην αναφορά στην ελευθερία. «Γιατί είναι βέβαια ελεύθεροι» διατείνεται ο Δημάρατος για τους συμπατριώτες του, κάτι που συνάδει με την ελευθερία ως βασική αρχή τού πρώτου είδους δημοκρατίας, όπως αναφέρει ο Σταγειρίτης («Εἴπερ γὰρ ἐλευθερία μάλιστ’ ἔστιν ἐν δημοκρατίᾳ»). Εδώ, βέβαια, κοινό τόπο συνιστά η έννοια τής ατομικής ελευθερίας, δηλαδή η δυνατότητα να ζει ο κάθε πολίτης όπως ο ίδιος θέλει («ὡς βούλεται») σε αντίθεση με τον δούλο, ο οποίος δεν είναι ελεύθερος και ζει αντίθετα με τη θέλησή του («ὡς μὴ βούλεται»). Η ελευθερία στη δημοκρατία είναι και πολιτική, με το νόημα ότι μπορούν όλοι οι πολίτες με τη σειρά («ἐν μέρει») να άρχουν και να άρχονται, να εναλλάσσονται δηλαδή όλοι στα πολιτικά αξιώματα. Κάτι τέτοιο δεν αφορά στη συζήτηση Ξέρξη-Δημάρατου, καθώς το πολίτευμα της Σπάρτης δεν παρείχε τέτοια δικαιώματα.

Εντούτοις, αδιαμφισβήτητη ομοιότητα και στα δύο κείμενα αποτελεί η ισχύς του νόμου. Στο πρώτο είδος δημοκρατίας ο νόμος αποτελεί την υπέρτατη αρχή (φησιν ὁ νόμος), α­φού είναι προϋπόθεση για τη διασφάλιση της ισότητας ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες («Ἴσον γάρ φησιν ὁ νόμος ὁ τῆς τοιαύτης δημοκρατίας τὸ μηδὲν μᾶλλον ὑπερέχειν τοὺς ἀπόρους ἢ τοὺς εὐπόρους, μηδὲ κυρίους εἶναι ὁποτερουσοῦν, ἀλλ’ ὁμοίους ἀμφοτέρους»). Κατά τον Δημάρατο, ο νόμος είναι ο απρόσωπος οδηγός που προφυλάσσει το πλήθος από την αυθαιρεσία (όμως η ελευθερία τους δεν είναι απόλυτη·) και είναι ανώτερος από τη βούληση ενός βασιλιά ή ενός τυράννου (γιατί πάνω τους στέκεται δυνάστης ο νόμος, που τον τρέμουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι δικοί σου εσένα. Εκτελούν λοιπόν ό,τι τους προστάζει αυτός·). Οι απόψεις αυτές θυμίζουν αντίστοιχες άλλων διανοητών, αναδεικνύοντας τον νόμο ως υπέρτατη αρχή στο ελληνικό αξιακό σύστημα. Κατά τον Πίνδαρο, τον ποιητή που ύμνησε τους νικητές στους μεγάλους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες (πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ.), ο νόμος ήταν ὁ πάντων βασιλεύς, ενώ ο σοφιστής Ιππίας είχε καταλήξει στη διατύπωση ότι ο νόμος είναι τύραννος τῶν ἀνθρώπων. Διατυπώσεις όπως αυτές ήθελαν, βέβαια, να πουν ότι η δημοκρατία είναι πιο δυνατή εκεί όπου οι πολίτες φοβούνται τον νόμο σαν "αφέντη τους και βασιλιά τους". Πρβλ. Θουκυδ. II 37 (Επιτάφιος), όπου η δημοκρατία συσχετίζεται με το κύρος των νόμων.

Συνολικά, η διακειμενική προσέγγιση των δύο αποσπασμάτων αναδεικνύει τη μεταξύ τους σχέση σε ό,τι αφορά στην αθροιστικά συσσωρευόμενη πολιτική –στρατιωτική δύναμη τού πλήθους. Παράλληλα, και τα δύο κείμενα αναδεικνύουν ως διαχρονικές αρχαιοελληνικές αξίες την ελευθερία και την αξία τής τήρησης των νόμων, ώστε να διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις είτε ορθής λαϊκής κυριαρχίας είτε πολεμικής ισχύος.


Γ1. Μάθετε, λοιπόν, καλά: αν με θανατώσετε, παρόλο που είμαι τέτοιος, όπως εγώ λέω, δεν θα βλάψετε περισσότερο εμένα απ’ ό,τι εσάς τους ίδιους. Γιατί εμένα καθόλου δεν μπορεί να βλάψει ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος – δεν θα ήταν, άλλωστε, δυνατό- γιατί δεν πιστεύω ότι είναι σωστό ένας άνδρας κατώτερος να βλάπτει τον ανώτερό του. Να τον σκοτώσει, βέβαια, ίσως είναι δυνατό ή να τον εξορίσει ή να τού στερήσει τα πολιτικά δικαιώματα.

 

Γ2. Ο Σωκράτης προσπαθεί να δείξει στους Αθηναίους τη σημασία τής παρουσίας του στην πόλη μέσω μιας παρομοίωσης. Παραλληλίζει, λοιπόν, τους Αθηναίους με ένα άλογο μεγαλόσωμο και γενναίο (προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ). Παρά τις αρετές του αυτές όμως (μέν-δε), το άλογο αυτό εξαιτίας τού μεγέθους του έχει καταντήσει νωθρό (ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ) και γι’ αυτό χρειάζεται μια αλογόμυγα να το αφυπνίζει και να το ενεργοποιεί (καὶ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος). Τον ρόλο αυτό έχει αναλάβει ο Σωκράτης, εντεταλμένος από τον θεό (οἷον δή μοι δοκεῖ ὁ θεὸς ἐμὲ τῇ πόλει προστεθηκέναι τοιοῦτόν τινα), ώστε να φέρνει τους Αθηναίους ξανά σε πνευματική εγρήγορση με τις συζητήσεις που κάνει καθημερινά με τον καθένα (ὃς ὑμᾶς ἐγείρων καὶ πείθων καὶ ὀνειδίζων ἕνα ἕκαστον οὐδὲν παύομαι τὴν ἡμέραν ὅλην πανταχοῦ προσκαθίζων). Έτσι, παρά τη συχνά ενοχλητική του δράση, ο Σωκράτης –αλογόμυγα αναδεικνύεται απαραίτητος για την έξοδο των Αθηναίων –αλόγου από την πνευματική αδράνεια.

 

Γ3. νῦν οὖν, ὦ ἄνερ Ἀθηναῖε, πολλῶν δέομεν ἡμεῖς ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν ἀπολογεῖσθαι, ὥς τινες ἂν οἴοιντο, ἀλλὰ ὑπέρ σου, μή τινα /ἄττα ἐξαμάρτῃς περὶ τὰς τῶν θεῶν δόσεις σοὶ ἡμῶν καταψηφισάμενος.

οἴοιτο: οἴου

καταψηφισάμενοι: καταψήφισαι

 

Γ4.α. οὐκ οἴομαι: το ρήμα τής πρότασης.

(ἐγώ): εννοούμενο υποκείμενο στο ρήμα οὐκ οἴομαι.

θεμιτὸν εἶναι: αντικείμενο στο ρήμα οὐκ οἴομαι, ειδικό απαρέμφατο, ετεροπροσωπία.

βλάπτεσθαι: υποκείμενο στην απρόσωπη έκφραση θεμιτὸν εἶναι, τελικό απαρέμφατο, ετεροπροσωπία.

ἀνδρί: δοτική προσωπική λόγω απρόσωπης σύνταξης (θεμιτὸν εἶναι)· σε αιτιατική (ἀμείνονα / ἀμείνω ἄνδρα)  δίνει το υποκείμενο τού απαρεμφάτου βλάπτεσθαι.

ἀμείνονι: ονοματικός ομοιόπτωτος επιθετικός προσδιορισμός στη λέξη ἀνδρί.

ὑπὸ χείρονος: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός τού ποιητικού αιτίου στο βλάπτεσθαι.

 

β. Σωκράτης ἔφη αὐτὸν μὲν γὰρ οὐδὲν ἂν βλάψαι οὔτε Μέλητον οὔτε Ἄνυτον.


Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης