Γ΄ Λυκείου Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών
Γραπτή δοκιμασία στα Αρχαία Ελληνικά
Διδαγμένο κείμενο
Πλάτωνος
Πρωταγόρας 320D- 321B5
|
Α1α.
Να
γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό που αντιστοιχεί σε κάθε μία από τις
παρακάτω περιόδους λόγου και δίπλα σε αυτόν τη λέξη «Σωστό», αν είναι
σωστή, ή τη λέξη «Λάθος», αν είναι λανθασμένη, με βάση το αρχαίο κείμενο
και να τεκμηριώσετε την απάντησή σας παραθέτοντας
τις κατάλληλες λέξεις / φράσεις τού αρχαίου κειμένου:
1.
Οι θεοί δημιούργησαν τα θνητά γένη από φωτιά και χώμα.
2. Ο Επιμηθέας ανέλαβε να μοιράσει
αυτός τα εφόδια των ζώων και ο Προμηθέας να κάνει την επιθεώρηση.
3. Ο Προμηθέας έδωσε ταχύτητα και
δύναμη στα ίδια ζώα.
4. Όσα ζώα έχουν άοπλη φύση έχουν
κάποια άλλη ικανότητα για τη σωτηρία τους.
Μονάδες 8
Α1β.
i.
Ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως
ii.
ὅπως ὑπάρχοι τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ:
σε ποια λέξη / φράση τού αρχαίου κειμένου αναφέρεται
κάθε υπογραμμισμένη αντωνυμία;
Μονάδες 2
Β1. Ἦν γάρ ποτε χρόνος /χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος: να
εξηγήσετε την έννοια τού χρόνου στις δύο διατυπώσεις τού Πρωταγόρα.
Μονάδες 10
Β2. Στο κείμενο κυριαρχούν οι
σύνδεσμοι μέν - δέ. Να σχολιάσετε την
αποτελεσματικότητα τής συγκεκριμένης γλωσσικής επιλογής τού Πρωταγόρα στο ύφος
και στο περιεχόμενο τού λόγου του.
Μονάδες 10
Β3. Να γράψετε
στο τετράδιό σας καθεμία από τις προτάσεις της στήλης Α, συμπληρωμένη με την
ορθή επιλογή από τη στήλη Β:
1. Ο μύθος τού
Πρωταγόρα |
α. υιοθετεί την αισχύλεια αισιοδοξία. |
β. είναι δημιούργημα τού Ησιόδου. |
|
γ. είναι δημιούργημα τού Πλάτωνα. |
|
2. Κατά τον Σωκράτη
και τον Πλάτωνα, |
α. όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν την
αλήθεια, τις Ιδέες. |
β. το γραπτό κείμενο είναι αξιόλογος
τρόπος φιλοσοφικής αναζήτησης. |
|
γ. η διάλεξη ταιριάζει στη φιλοσοφία
περισσότερο απ’ ό,τι στα δικαστήρια. |
|
3. Ο Σωκράτης |
α. δεν χρησιμοποιούσε παραδείγματα από
την καθημερινή ζωή. |
β. προσπαθεί να εξαγάγει την άποψή του
από τον αντίπαλο μέσω τής μαιευτικής. |
|
γ. ήταν ο μόνος φιλόσοφος που ασχολήθηκε
με ηθικά ζητήματα. |
|
4. Η κατηγορία για
διαφθορά των νέων |
α. σχετίστηκε με διάφορα πρόσωπα που
έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε μια καλή περίοδο για την Αθήνα. |
β. ήταν η πραγματική αιτία της δίωξης του
Σωκράτη. |
|
γ. έδειξε ότι η ασέβεια προς τους
μεγαλύτερους ήταν σοβαρό αδίκημα. |
|
5. Ο Σωκράτης
θανατώθηκε |
α. με το πέρας της δίκης του. |
β. ένα μήνα μετά την καταδικαστική
απόφαση. |
|
γ. ολομόναχος στο κρατητήριο. |
Μονάδες
10
Β4α. Να
εντοπίσετε στο αρχαίο κείμενο μία λέξη ετυμολογικά συγγενή με καθεμιά από τις
ακόλουθες: εισιτήριο, δέμα, επιταγή,
ιδιοσυγκρασία, άμαξα, σύναψη.
(Μονάδες
6)
Β4β. Για καθεμιά από τις δύο παρακάτω
λέξεις να γράψετε μία περίοδο λόγου στα νέα ελληνικά, όπου η ίδια λέξη, στο
ίδιο μέρος του λόγου, σε οποιαδήποτε μορφή της (πτώση, αριθμό, γένος),
χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία από αυτήν που έχει στο αρχαίο κείμενο:
εὐλάβειαν,
στερεοῖς.
(Μονάδες 2)
Β4γ. γῆ: να δώσετε
τις δύο βασικές σημασίες που έχει η λέξη στο αρχαίο κείμενο παραπέμποντας στα
αντίστοιχα χωρία.
(Μονάδες 2)
Μονάδες
10
Β5. ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Πλάτωνος
Πολιτικός, 271 a - 274 d, Μετάφραση: Ηλ. Λάγιος
Στον διάλογο
αυτό ανάμεσα στον Ξένο (ΞΕ) και τον Σωκράτη τον νεώτερο (ΝΕ.ΣΩ.)], ο Πλάτων
διερευνά τη φύση τού πολιτικού άνδρα. Στο απόσπασμα αναφέρεται ένας μύθος για
την κοσμική βασιλεία τού Κρόνου και εκτίθεται η άποψη τού φιλοσόφου για την
κυκλική πορεία τής ιστορίας.
ΝΕ. ΣΩ. Και ο τρόπος γεννήσεως, ξένε µου, ποιος ήταν τότε για τα
ζώα; Και κατά ποιον τρόπο γεννήθηκαν το ένα από το άλλο;
ΞΕ. Είναι φανερό, Σωκράτη µου, ότι το να γεννηθούν το ένα από το
άλλο δεν ήταν δυνατόν στην τότε φύση τους, αλλά αυτή η ιστορία που διηγούνται
για µια γενεά πως γεννήθηκε κάποτε από τη γη, αυτό συνέβηκε εκείνον τον καιρό,
όταν οι άνθρωποι ξανάβγαιναν από τη γη, και η ανάµνησή του µεταδόθηκε από τους
πρώτους προγόνους µας, που γειτόνευαν τον υπόλοιπο χρόνο µε το τέλος αυτής της
αρχαίας κυκλικής περιφοράς και γεννήθηκαν στην αρχή του τωρινού κύκλου. Αυτοί
µας έγιναν κήρυκες αυτών των παραδόσεων για τις οποίες σήµερα πολλοί άνθρωποι
χωρίς λόγο αµφιβάλλουν. (…) Γιατί τότε πρώτα πρώτα αυτή την περιστροφή τη
κυβερνούσε και την φρόντιζε όλη ο θεός, … όλα τα µέρη του κόσµου ηταν
µοιρασµένα από τους θεούς τους επιφορτισµένους να τα κυβερνούν … Και µάλιστα
και τα ζώα τα είχαν µοιραστή κατά γένη και αγέλες, σαν βοσκοί, θεία πνεύµατα,
από τα οποία καθένα, µη έχοντας ανάγκη του άλλου, µόνο προνοούσε για όλες τις
ανάγκες τους, ώστε κανένα δεν ήταν άγριο, ούτε αλληλοτρώγονταν και δεν υπήρχε
µεταξύ τους ούτε πόλεµος, ούτε κανενός είδους φιλονικία. (...) Εκείνο λοιπόν
που ειπώθηκε, πως οι άνθρωποι ζούσαν µόνοι τους χωρίς εξωτερική βοήθεια,
ειπώθηκε για τον εξής λόγο. Ο ίδιος ο θεός τους εποίµαινε και ο ίδιος τους
κυβερνούσε, καθώς ακριβώς τώρα οι άνθρωποι, που είναι ζώο πιο θεϊκό, κυβερνούν
άλλα είδη ζώων κατώτερα απ' αυτούς. Όταν τους κυβερνούσε εκείνος, δεν υπήρχαν
πολιτικά συστήµατα ούτε καθένας είχε τις δικές του γυναίκες και παιδιά. Γιατί
από τη γη ξαναγύριζαν στη ζωή όλοι, χωρίς να θυµούνται τίποτα από την
προηγούµενη ύπαρξή τους·
Να συγκρίνετε τον τρόπο δημιουργίας και διαβίωσης των θνητών γενών,
καθώς και τον ρόλο των θεών σε αυτή, όπως παρουσιάζεται στους δύο πλατωνικούς
διαλόγους (Πρωταγόρας και Πολιτικός).
Μονάδες 10
Γ. Αδίδακτο Κείμενο
Στο έργο του Περὶ ἀντιδόσεως ο Ισοκράτης
μιλάει με πολύ ενθουσιασμό για τον λόγο ως διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου.
Τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις οἷς ἔχομεν, ἅπερ ἤδη καὶ πρότερον εἶπον,
οὐδὲν τῶν ζῴων διαφέρομεν, ἀλλὰ πολλῶν καὶ τῷ τάχει καὶ τῇ ῥώμῃ καὶ ταῖς ἄλλαις
εὐπορίαις καταδεέστεροι τυγχάνομεν ὄντες· ἐγγενομένου
δ᾽ ἡμῖν τοῦ πείθειν ἀλλήλους καὶ δηλοῦν πρὸς ἡμᾶς αὐτούς, περὶ ὧν ἂν βουληθῶμεν,
οὐ μόνον τοῦ θηριωδῶς ζῆν ἀπηλλάγημεν, ἀλλὰ καὶ συνελθόντες πόλεις ᾠκίσαμεν καὶ
νόμους ἐθέμεθα καὶ τέχνας εὕρομεν, καὶ σχεδὸν ἅπαντα τὰ δι᾽ ἡμῶν μεμηχανημένα
λόγος ἡμῖν ἐστὶν ὁ συγκατασκευάσας. οὗτος
γὰρ περὶ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων καὶ τῶν καλῶν καὶ τῶν αἰσχρῶν ἐνομοθέτησεν,
ὧν μὴ διαταχθέντων οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ ἦμεν οἰκεῖν μετ᾽ ἀλλήλων. τούτῳ
καὶ τοὺς κακοὺς ἐξελέγχομεν καὶ τοὺς ἀγαθοὺς ἐγκωμιάζομεν. διὰ τούτου τοὺς τ᾽
ἀνοήτους παιδεύομεν καὶ τοὺς φρονίμους δοκιμάζομεν· τὸ γὰρ λέγειν ὡς δεῖ τοῦ
φρονεῖν εὖ μέγιστον σημεῖον ποιούμεθα, καὶ λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος καὶ δίκαιος
ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν ἐστι.
Ισοκράτους, Περὶ ἀντιδόσεως,
253-255
Σχόλια
διατάττομαι = μπαίνω σε τάξη, σε σειρά
οἷός τ’ εἰμί = μπορώ
Παρατηρήσεις
Γ1. Να αποδώσετε στη Νέα Ελληνική το απόσπασμα «τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις οἷς ἔχομεν, … συνελθόντες πόλεις ᾠκίσαμεν».
Μονάδες
10
Γ2. Ποια η προσφορά τού λόγου στον άνθρωπο, σύμφωνα με τον
Ισοκράτη;
Μονάδες
10
Γ3α. ἐγγενομένου δ᾽ ἡμῖν τοῦ πείθειν ἀλλήλους καὶ δηλοῦν πρὸς ἡμᾶς
αὐτούς, περὶ ὧν ἂν βουληθῶμεν, οὐ μόνον τοῦ θηριωδῶς ζῆν ἀπηλλάγημεν, ἀλλὰ καὶ
συνελθόντες πόλεις ᾠκίσαμεν καὶ νόμους ἐθέμεθα καὶ τέχνας εὕρομεν, καὶ σχεδὸν ἅπαντα
τὰ δι᾽ ἡμῶν μεμηχανημένα λόγος ἡμῖν ἐστὶν ὁ συγκατασκευάσας. οὗτος γὰρ περὶ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων
καὶ τῶν καλῶν καὶ τῶν αἰσχρῶν ἐνομοθέτησεν, ὧν μὴ διαταχθέντων οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ ἦμεν
οἰκεῖν μετ᾽ ἀλλήλων: να εντοπίσετε τα απαρέμφατα συνηρημένων ρημάτων στο
απόσπασμα και να τα μεταφέρετε στο β’ ενικό προστακτικής ενεστώτα και οριστικής
παρατατικού.
Μονάδες 6
Γ3β. ἐγγενομένου δ᾽ ἡμῖν τοῦ πείθειν ἀλλήλους καὶ δηλοῦν πρὸς ἡμᾶς
αὐτούς, περὶ ὧν ἂν βουληθῶμεν, οὐ μόνον τοῦ θηριωδῶς ζῆν ἀπηλλάγημεν, ἀλλὰ καὶ
συνελθόντες πόλεις ᾠκίσαμεν καὶ νόμους ἐθέμεθα καὶ τέχνας εὕρομεν: να
εντοπίσετε όλες τις αντωνυμίες τού αποσπάσματος και να αναγνωρίσετε το είδος
τους. Όσες είναι σε α’ πρόσωπο να τις μεταφέρετε στον ίδιο τύπο τού άλλου
αριθμού.
Μονάδες 4
Γ4α. Να αναγνωριστούν συντακτικά οι υπογραμμισμένες λέξεις τού
αποσπάσματος: τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις οἷς
ἔχομεν, ἅπερ ἤδη καὶ πρότερον εἶπον, οὐδὲν τῶν ζῴων διαφέρομεν, ἀλλὰ
πολλῶν καὶ τῷ τάχει καὶ τῇ ῥώμῃ καὶ ταῖς ἄλλαις εὐπορίαις καταδεέστεροι
τυγχάνομεν ὄντες·
Μονάδες 4
Γ4β. συνελθόντες, μὴ διαταχθέντων: να
αναγνωριστούν συντακτικά οι μετοχές και να αναλυθούν στο αντίστοιχο είδος
δευτερεύουσας πρότασης.
Μονάδες 4
Γ4γ. «λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος καὶ δίκαιος ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς
εἴδωλόν ἐστι»: Να τραπεί στον πλάγιο λόγο με εξάρτηση Ἰσοκράτης
ἔφη…
Μονάδες 2
Α1α.
1. Σωστό: τυποῦσιν αὐτὰ
θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες
2. Σωστό: «Νείμαντος δέ
μου,» ἔφη, «ἐπίσκεψαι∙» καὶ οὕτω πείσας νέμει.
3. Λάθος: Νέμων δὲ τοῖς
μὲν ἰσχὺν ἄνευ τάχους προσῆπτεν, τοὺς δ’ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει∙
4. Σωστό: τοῖς δ’ ἄοπλον
διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν’ αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν.
Α1β. i. τούτοις
: αναφέρεται στα «θνητὰ γένη»
ii. ταῦτα:
αναφέρεται στη φράση «πυκναῖς τε θριξὶν
καὶ στερεοῖς δέρμασιν».
Β1. Η φράση «ἦν γάρ ποτε
χρόνος» αποτελεί συνήθη στερεότυπη αρχή μυθολογικών διηγήσεων, αντίστοιχη με τη
νεοελληνική έκφραση «μια φορά κι έναν καιρό...». Η φράση αυτή αποτελεί
μέρος του σκηνικού, μια εξωτερική, δηλαδή, διακόσμηση
που περιβάλλει την τελεολογική εξήγηση του Πρωταγόρα για τη δημιουργία του
ζωικού βασιλείου και του ανθρώπου. Η
λέξη «χρόνος» στη φράση «ἦν γάρ ποτε χρόνος» εννοεί την αρχή του χρόνου, την αρχή της δημιουργίας, το σημείο εκείνο που
ακολουθεί τη θεογονία, δηλαδή τη γένεση των θεών. Είναι χαρακτηριστικό πως στην
αρχαιοελληνική μυθολογική σκέψη υπάρχει μόνον θεογονία, και όχι κοσμογονία,
όπως σε άλλες μυθολογίες ή στην εβραιοχριστιανική Γένεση. Αντίθετα από τον
Ησίοδο, που στη Θεογονία του
αναφέρει, μετά τη δημιουργία των θεών, την ύπαρξη των ανθρώπων χωρίς να εξηγεί
πώς πλάστηκαν και από ποιον, ο Πρωταγόρας μεταφέρει το κέντρο του ενδιαφέροντος
στον άνθρωπο. Στον μύθο του,
παρακολουθούμε τη διαδικασία με την οποία τα μεν ζώα "διαμορφώθηκαν",
απέκτησαν δηλαδή το καθένα τις δικές του ιδιότητες, ο δε άνθρωπος απέκτησε τα
χαρακτηριστικά εκείνα, τις αρετές,
που συνιστούν τελικά την ανθρώπινη ουσία του.
Ο Πρωταγόρας προβάλλει την έννοια του χρόνου
ως κυρίαρχου φυσικού μεγέθους στο οποίο εγγράφεται η ύπαρξη των θεών και των
θνητών όντων. Σύμφωνα με τον πρωταγόρειο μύθο, η γέννηση των θεών (θεογονία)
είχε προηγηθεί της δημιουργίας των θνητών όντων («θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη οὐκ ἦν»). Η τελευταία
πραγματοποιήθηκε, όταν έφθασε ο «εἱμαρμένος χρόνος». Η εἱμαρμένη προέρχεται από το ρήμα μείρομαι: συμμερίζομαι,
συμμετέχω· εἵμαρται (απρόσωπο ρήμα): είναι πεπρωμένο). Για τους αρχαίους
Έλληνες (ήδη από τα ομηρικά χρόνια) η εἱμαρμένη είναι η αμάχητη δύναμη,
ισχυρότερη και από τους θεούς, που καθορίζει τη μοίρα (ομόρριζη λέξη) του
κόσμου και των ανθρώπων. «Εἱμαρμένος χρόνος» είναι ο αυστηρά
προκαθορισμένος. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, λοιπόν, η γένεση του κόσμου δεν
μπορούσε να συμβεί ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα από τότε που έγινε. Στο μύθο
του Πρωταγόρα η "εἱμαρμένη" αναφέρεται δύο φορές: «χρόνος εἱμαρμένος»
και «εἱμαρμένη ἡμέρα». Είναι στοχείο του μύθου που προσδιορίζει
χρονικά την εξέλιξη. Εκφράζει "το πλήρωμα του χρόνου", τη μετάβαση
από μία εποχή σε άλλη, από μια μορφή ζωής σε άλλη, που ούτε στιγμιαία είναι
ούτε αυτόματη. Αν αφαιρέσουμε το περίβλημα του μύθου από την αφήγηση του
Πρωταγόρα, σημαίνει ότι το πέρασμα σε άλλο στάδιο γίνεται κάτω από την πίεση
της ανάγκης για επιβίωση ή βελτίωση της ζωής.
Β2. Στο δοθέν απόσπασμα
παρουσιάζεται η διανομή ιδιοτήτων που έκανε ο Επιμηθέας στα ζώα. Η επανάληψη των
αντιθετικών συνδέσμων μέν – δέ στο εν λόγω εδάφιο είναι μια γλωσσική επιλογή
που συνάδει με το ύφος και τον ιδεολογικό πυρήνα τού μύθου.
Σε ό,τι αφορά στη μορφή του λόγου, η συχνή χρήση των συνδέσμων μέν – δε
είναι ενδεικτική τής απλής κατασκευής
του λόγου, χωρίς μακρές και πολύπλοκες περιόδους. Ταυτόχρονα, οι πολλές διαιρέσεις εννοιών, τα μέλη των
οποίων συνδέονται με τα τοῖς μὲν – τὰ δὲ, ἃ μὲν - ἃ δὲ κ.ά καθιστούν το περιεχόμενο τής αφήγησης απλό
και κατανοητό. Συνακόλουθα, το ύφος αναδεικνύεται «δημοτικό», δηλαδή απλό,
φυσικό και ζωντανό.
Ως προς το περιεχόμενο, η
αντιθετική σύνδεση μέν- δέ δηλώνει παραστατικά την προσπάθεια τού Επιμηθέα για
εναρμόνιση των αντιθέτων. Έτσι, διασφαλίζεται η ισορροπία του οικοσυστήματος («ἐπανισῶν
ἔνεμεν»), όπου διαφαίνεται η θέση του Ηράκλειτου για την «παλίντονον / ἀφανῆ
ἁρμονίην». Ταυτόχρονα, η ποικιλία των ζωικών ειδών με διαφορετικές ιδιότητες
και ικανότητες δείχνει ότι στον ζωικό κόσμο επικρατεί συνεχής αγώνας για
επιβίωση, ένας διαρκής πόλεμος για την ύπαρξη.
Ο Πρωταγόρας αναφέρεται στην σωτηρίαν
των διαφόρων ειδών του ζωικού βασιλείου (και του ανθρώπου) δηλώνοντας τους
τρόπους με τους οποίους αποφεύγεται η εξαφάνισή τους. Ανάμεσά σε αυτούς, καίριο
ρόλο έχει ο φυσικός νόμος τής αναπλήρωσης, σύμφωνα με τον οποίο, μια αδυναμία
αναπληρώνεται από μια ικανότητα. Έτσι, μέσα από αλλεπάλληλες διαιρέσεις εννοιών
με τους συνδέσμους μέν-δέ γίνεται αντιληπτή η μέριμνα τού Επιμηθέα να
αναπληρώνει τις φυσικές αδυναμίες των έμβιων όντων, παρέχοντάς τους ιδιότητες
που τα καθιστούν ισοδύναμα («καὶ τἆλλα
οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν»). Συγκεκριμένα, όσα ζώα έχουν δύναμη δεν χρειάζονται
ταχύτητα («Νέμων δὲ ... προσῆπτεν»),
ενώ η ταχύτητα αντισταθμίζει την έλλειψη δύναμης («τοὺς δὲ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει»)· τα φτερά ή η υπόγεια
κατοικία αντισταθμίζουν το μικρό σωματικό μέγεθος («Ἃ μὲν γὰρ ... οἴκησιν ἔνεμεν»), αλλά όσα έχουν μεγάλο σωματικό μέγεθος σώζονται χάρη
σ’ αυτό («ἃ δὲ ηὖξε ... ἔσῳζεν»)·
τα όπλα αντισταθμίζουν την έλλειψη δύναμης και
ταχύτητας («τοὺς δὲ ὥπλιζε ... εἰς
σωτηρίαν»)· σε αυτά που γίνονται βορά
άλλων ζώων δίνεται η δυνατότητα να γεννούν πολλούς απογόνους, αντίθετα με
όσα τρέφονται με άλλα ζώα, τα οποία γεννούν
λίγους απογόνους («καὶ τοῖς μὲν ...
πορίζων»)· τέλος, δίνονται
διαφορετικά είδη τροφής σε κάθε είδος ζώου, για να μην εξαντληθούν ορισμένα
είδη διατροφής («Τοὐντεῦθεν τροφὰς ...
ἐξεπόριζεν ... σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων»).
Τέλος, το πλήθος αντιθετικών σχημάτων («τοῖς μὲν
ἰσχύν ... τοὺς δ’ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει», «τοὺς δὲ ὥπλιζε, τοῖς δ’ ἄοπλον
διδοὺς φύσιν») στο σημείο αυτό της μυθολογικής
διήγησης δηλώνει ότι ο Πρωταγόρας διακρίνει μια τελεολογική τάση στη φύση: κατ'
αυτόν, οτιδήποτε συμβαίνει στο σύμπαν έχει κάποιο σκοπό («τέλος») να
εκπληρώσει. Έτσι, προκύπτει ότι ο Πρωταγόρας εξηγεί τελεολογικά αυτό το
νόμο τής αναπλήρωσης, εξηγεί, δηλαδή, τις ιδιότητες και τις ικανότητες ανάλογα
με τον σκοπό που υπηρετούν και τη λειτουργία που επιτελούν.
Β3.
1: α
2: α
3: β
4: β
5: β
Β4α. εισιτήριο: ἦλθεν / ἰοῦσιν
δέμα: ὑποδῶν
επιταγή: προσέταξαν
ιδιοσυγκρασία: κεράννυται
άμαξα: ἄγειν
σύναψη: προσῆπτεν/ προσῆψε
Β4β. Οι πιστοί προσκύνησαν την εικόνα με μεγάλη ευλάβεια.
Οι
μαθητές τού δημοτικού μαθαίνουν τις μονάδες μέτρησης των στερεών σωμάτων.
Β4γ. Η λέξη «γῆ» στο
κείμενο έχει δύο σημασίες. Στη φράση «γῆς ἔνδον» και «ἐκ γῆς βοτάνην» σημαίνει το σώμα, τη
γήινη σφαίρα, ενώ στη φράση «ἐκ γῆς καὶ πυρὸς» σημαίνει την ύλη, το χώμα.
Β5. Τα δύο πλατωνικά
αποσπάσματα (Πρωταγόρας και Πολιτικός) παρουσιάζουν μυθικές εξηγήσεις
για τον τρόπο δημιουργίας και διαβίωσης των θνητών γενών, όπου σημαίνοντα ρόλο
διαδραματίζουν οι θεοί. Η αντιπαραβολή
των κειμένων αναδεικνύει τις μεταξύ τους ομοιότητες αλλά και διαφορές.
Καταρχάς, κοινό τόπο
και στα δύο έργα αποτελεί η ιδέα ότι όλα τα θνητά πλάσματα προέρχονται από τη
γη. Σύμφωνα με τον πρωταγόρειο μύθο, η δημιουργία των έμβιων όντων, και
συγκεκριμένα ο σχηματισμός της εξωτερικής μορφής τους, έγινε από τους θεούς στο
εσωτερικό της γης («τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ
γῆς ἔνδον») και αργότερα τα «θνητὰ γένη» οδηγήθηκαν προς το φως (Ἐπειδὴ δ’
ἄγειν αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον…). Τέτοιες αναφορές
υποδηλώνουν την αρχέγονη αντίληψη της μητέρας-γης (γῆ παμμήτωρ), μέσα στα
σπλάγχνα της οποίας δημιουργήθηκαν όλα τα έμβια όντα [Δημήτηρ < Δᾶ (γῆ) +
μήτηρ = η μάννα γη, η θεά της βλάστησης και της καρποφορίας]. Στον μητρικό
κόλπο της γης αποδίδεται η δημιουργία
όλων των οργανισμών, ζώων και φυτών, και από αυτόν αναδύονται τα είδη των ζώων
και φυτών. Φυσικά, το ίδιο αφορά και στους ανθρώπους, οι οποίοι, σύμφωνα με τον
Πολιτικό, «ξανάβγαιναν από τη γη», καθώς η ύπαρξή τους άρχιζε και τέλειωνε
στη γη, για να επιστρέψουν και πάλι σε άλλο κύκλο θνητής ζωής («Γιατί από τη γη ξαναγύριζαν στη ζωή όλοι,
χωρίς να θυµούνται τίποτα από την προηγούµενη ύπαρξή τους·»). Πρόκειται για
άποψη η οποία απηχεί την ευρέως διαδεδομένη στην αρχαιότητα αντίληψη για τον
αυτοχθονισμό των ανθρώπων. Με βάση αυτήν, οι πρώτοι άνθρωποι γεννήθηκαν/βγήκαν
μέσα από τη γη, τη μητέρα όλων των έμβιων όντων. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς
την έκαναν στη συνέχεια πατρίδα τους. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι το να
είναι κάποιος γέννημα και θρέμμα της γης στην οποία ζούσε αποτελεί σημάδι
ευγενικής καταγωγής, στοιχείο υπεροχής έναντι των υπολοίπων. Επιπλέον, πίστευαν
ότι ανάμεσα στον άνθρωπο και τη γη η οποία τον γέννησε υφίσταται μια ιδιαίτερη
σχέση, ανάλογη μ' εκείνη της μητέρας και των παιδιών της.
Στο ίδιο θέμα,
ωστόσο, εντοπίζεται και μια διαφορά μεταξύ των δύο μυθικών διηγήσεων. Στον Πολιτικό αναφέρεται ότι σε παλαιότερη
εποχή τα ζώα δεν αναπαράγονταν από μόνα τους («το να γεννηθούν το ένα από το άλλο δεν ήταν δυνατόν στην τότε φύση
τους»), αλλά αντίθετα έβγαιναν από τη γη («διηγούνται για µια γενεά πως γεννήθηκε κάποτε από τη γη»). Από
την άλλη πλευρά, στον πρωταγόρειο μύθο αναφέρεται η ιδιαίτερη μέριμνα τού
Επιμηθέα για την αναπαραγωγική ικανότητα των ζωικών ειδών. Ειδικότερα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ισορροπία στη φύση έδωσε
ολιγογονία, δηλαδή μικρή γονιμότητα, στα σαρκοφάγα ζώα και πολυγονία, δηλαδή
μεγάλη γονιμότητα, σε όσα γίνονται βορά άλλων ζώων (καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε,
τοῖς δ’ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν, σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων).
Επομένως, δηλώνεται η δυνατότητα των ζώων να αναπαράγονται μόνα τους ύστερα από
την πρώτη εμφάνισή τους στη γη.
Πέρα όμως από τον
τρόπο δημιουργίας των θνητών γενών, η επίγεια διαβίωσή τους παρουσιάζει
διαφορές στα δύο αποσπάσματα. Στον Πρωταγόρα
φαίνεται ότι στη φύση υπάρχει ένας συνεχής αγώνας για επιβίωση, καθώς τα ζώα
αλληλοσπαράσσονται (ἀλληλοφθοριῶν) και, ως
εκ τούτου, βασική μέριμνα τού Επιμηθέα είναι διασφαλίσει τη διαιώνισή των ειδών
(εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη∙). Ο Πρωταγόρας
αναφέρεται στην σωτηρίαν των διαφόρων ειδών του ζωικού βασιλείου (και
του ανθρώπου) δηλώνοντας τους τρόπους με τους οποίους αποφεύγεται η εξαφάνισή
τους. Αντίθετα, στον Πολιτικό
αναφέρεται ρητά για τα ζώα ότι «κανένα
δεν ήταν άγριο, ούτε αλληλοτρώγονταν και δεν υπήρχε µεταξύ τους ούτε πόλεµος,
ούτε κανενός είδους φιλονικία». Η ειρηνική τους διαβίωση παρουσιάζεται εδώ
ως θεϊκή μέριμνα («τα ζώα τα είχαν
µοιραστή κατά γένη και αγέλες, σαν βοσκοί, θεία πνεύµατα, από τα οποία καθένα,
µη έχοντας ανάγκη του άλλου, µόνο προνοούσε για όλες τις ανάγκες τους»),
ενώ στον Πρωταγόρα η επιμηθεϊκή
επέμβαση περιορίζεται στο να εξασφαλίσει τα αναγκαία μέσα για την επιβίωση των
ζώων σε μια φύση εχθρική.
Τέλος, διαφορά
εντοπίζεται στον ρόλο που διαδραματίζουν οι θεοί στην ύπαρξη των θνητών
πλασμάτων. Στον κοσμογονικό του μύθο ο Πρωταγόρας παρουσιάζει τη γένεση του
κόσμου ως θεϊκή δημιουργία («τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ»). Συγκεκριμένα, οι θεοί, αφού έπλασαν σε ένα πρώτο στάδιο τα ζώα στο εσωτερικό της
γης, στη συνέχεια, αναθέτουν τον εφοδιασμό τους με τις απαραίτητες ιδιότητες
στους δύο Τιτάνες, τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα (Ἐπειδὴ δ’ ἄγειν
αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον, προσέταξαν Προμηθεῖ καὶ Ἐπιμηθεῖ κοσμῆσαί τε καὶ νεῖμαι
δυνάμεις ἑκάστοις ὡς πρέπει). Άρα, η δράση των
θεϊκών οντοτήτων περιορίζεται στη δημιουργία και τον κατάλληλο εφοδιασμό των
θνητών πλασμάτων. Αντίθετα, στον Πολιτικό
οι θεοί, ύστερα από τη δημιουργία, παραμένουν μέσα στις κοινότητες των ζώων
(τα ζώα τα είχαν µοιραστή κατά γένη και
αγέλες, σαν βοσκοί, θεία πνεύµατα, από τα οποία καθένα, µη έχοντας ανάγκη του
άλλου, µόνο προνοούσε για όλες τις ανάγκες τους) και των ανθρώπων (Ο ίδιος ο θεός τους εποίµαινε και ο ίδιος
τους κυβερνούσε, καθώς ακριβώς τώρα οι άνθρωποι, που είναι ζώο πιο θεϊκό,
κυβερνούν άλλα είδη ζώων κατώτερα απ' αυτούς) τις οποίες «ποιμαίνουν» σαν
βοσκοί. Με άλλα λόγια, ο ρόλος των θεών εδώ παρουσιάζεται ιδιαίτερα
παρεμβατικός σε ό,τι αφορά στα θνητά γένη.
Συνοψίζοντας, οι
κοσμολογικοί μύθοι των δύο πλατωνικών αποσπασμάτων συγκλίνουν ως προς τη γένεση
των θνητών πλασμάτων μέσα από τη μητέρα-γη. Ωστόσο, διαφέρουν ως προς τη
διαβίωση τους ύστερα από τη δημιουργία, καθώς στον Πρωταγόρα οι μεταξύ τους διαφορές διευθετούνται μέσα από την εγγενή
δυνατότητα για ισορροπία τού οικοσυστήματος, ενώ στον Πολιτικό τον ρόλο τού εγγυητή τής ειρηνικής διαβίωσης αναλαμβάνουν
οι θεοί.
Γ1. Ως προς τα άλλα που έχουμε, τα οποία ακριβώς ανέφερα ήδη
προηγουμένως, καθόλου δε διαφέρουμε από τα ζώα, αλλά από πολλά συμβαίνει να
είμαστε κατώτεροι και ως προς την ταχύτητα και ως προς τη δύναμη και ως προς
τις άλλες ευκολίες. Αφότου, όμως, γεννήθηκε σε μας η ικανότητα να πείθουμε ο
ένας τον άλλον και να φανερώνουμε μεταξύ μας όσα τυχόν θελήσουμε, όχι μόνο
απαλλαχτήκαμε από το να ζούμε σαν θηρία, αλλά και, αφού συγκεντρωθήκαμε
(συναθροιστήκαμε), ιδρύσαμε πόλεις.
Γ2. Στο δοθέν απόσπασμα
από το έργο του Περὶ ἀντιδόσεως
ο Ισοκράτης μιλάει με πολύ ενθουσιασμό για τον λόγο ως διακριτικό
γνώρισμα του ανθρώπου. Ειδικότερα, με επιδοτική σύνδεση ο ρήτορας θεωρεί ότι με
τον λόγο οι άνθρωποι υπερέβησαν την πρωτόγονη κτηνώδη ζωή («οὐ μόνον τοῦ θηριωδῶς ζῆν ἀπηλλάγημεν») δημιουργώντας όχι μόνο τεχνικό πολιτισμό
(«καὶ τέχνας εὕρομεν») αλλά και
πολιτικές κοινωνίες με νόμους (« ἀλλὰ καὶ
συνελθόντες πόλεις ᾠκίσαμεν καὶ νόμους ἐθέμεθα»). Ο λόγος θεωρείται,
επιπρόσθετα, ηθοπλαστικό στοιχείο τού ανθρώπου, καθώς μέσω αυτού διακρίνεται το
δίκαιο από το άδικο, το όμορφο από το άσχημο («οὗτος γὰρ περὶ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων καὶ τῶν καλῶν καὶ τῶν αἰσχρῶν
ἐνομοθέτησεν»), στοιχείο απαραίτητο για την οργανωμένη συλλογική ζωή στις
πόλεις («ὧν μὴ διαταχθέντων οὐκ ἂν οἷοί τ᾽
ἦμεν οἰκεῖν μετ᾽ ἀλλήλων»). Ο λόγος, άλλωστε, αποτελεί εργαλείο κοινωνικής
κατακραυγής ή επιβράβευσης για τους πολίτες ανάλογα με τον χαρακτήρα τους («τούτῳ καὶ τοὺς κακοὺς ἐξελέγχομεν καὶ τοὺς ἀγαθοὺς
ἐγκωμιάζομεν»). Λειτουργεί παιδευτικά και για όσους συμπεριφέρονται ανόητα («τοὺς τ᾽ ἀνοήτους παιδεύομεν»), ενώ η
ευπρέπεια τού λόγου αποτελεί δείκτη τού φρόνιμου ανθρώπου («τοὺς φρονίμους δοκιμάζομεν») και γνώρισμα ορθοφροσύνης («τὸ γὰρ λέγειν ὡς δεῖ τοῦ φρονεῖν εὖ
μέγιστον σημεῖον ποιούμεθα»). Τέλος, ο λόγος που διέπεται από αλήθεια,
νομιμότητα και δικαιοσύνη αντικατοπτρίζει τον ενάρετο ψυχικό κόσμο ενός
ανθρώπου («καὶ λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος
καὶ δίκαιος ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν ἐστι»). Συνολικά, ο Ισοκράτης
αποδίδει στον λόγο όλες τις ευεργετικές επινοήσεις τού ανθρώπου («καὶ σχεδὸν ἅπαντα
τὰ δι᾽ ἡμῶν μεμηχανημένα λόγος ἡμῖν ἐστὶν ὁ συγκατασκευάσας»).
Γ3α.
απαρέμφατα |
β’ ενικό προστακτικής ενεστώτα |
β’ ενικό οριστικής παρατατικού |
δηλοῦν |
δήλου |
ἐδήλους |
ζῆν |
ζῆ / ζῆθι |
ἔζης |
οἰκεῖν |
οἴκει |
ᾤκεις |
Γ3β. ἡμῖν: προσωπική α’ προσώπου· στον άλλο αριθμό: ἐμοί,
μοι
ἀλλήλους: αλληλοπαθητική
ἡμᾶς αὐτούς: αυτοπαθητική α’
προσώπου· στον άλλο αριθμό: ἐμαυτόν
ὧν: αναφορική
Γ4.α. οἷς : αντικείμενο στο ρήμα ἔχομεν, σε
δοτική αντί αιτιατικής (ἅ) λόγω έλξης τού αναφορικού από τον προσδιοριζόμενο
όρο «τοῖς ἄλλοις».
τῶν ζῴων: αντικείμενο στο
ρήμα «διαφέρομεν»
καταδεέστεροι : κατηγορούμενο στο εννοούμενο
υποκείμενο «ἡμεῖς» μέσω τής μετοχής «ὄντες» (τού συνδετικού ρήματος εἰμί)
ὄντες : κατηγορηματική
μετοχή που εξαρτάται από το συνδετικό ρήμα «τυγχάνομεν» και αναφέρεται στο
εννοούμενο υποκείμενο «ἡμεῖς»∙ λειτουργεί ως κατηγορούμενο στο «ἡμεῖς».
β. συνελθόντες: επιρρηματική χρονική μετοχή συνημμένη στο
εννοούμενο υποκείμενο «ἡμεῖς»∙ λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός τού
χρόνου (προτερόχρονο) στο ρήμα «ᾠκίσαμεν». Αναλύεται σε δευτερεύουσα
επιρρηματική χρονική πρόταση: ἐπειδὴ συνήλθομεν
μὴ διαταχθέντων: επιρρηματική υποθετική μετοχή με
υποκείμενο το «ὧν», γενική απόλυτη∙ λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός
τής προϋπόθεσης στην περίφραση «οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ ἦμεν». Με απόδοση δυνητική οριστική «οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ ἦμεν» σχηματίζει
λανθάνοντα υποθετικό λόγο που δηλώνει το αντίθετο τού πραγματικού, γι΄ αυτό και
αναλύεται με το εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου: εἰ μὴ διετάχθη (εννοούμενο
υποκείμενο «ταῦτα», αττική σύνταξη).
γ. Ἰσοκράτης
ἔφη λόγον ἀληθῆ καὶ νόμιμον καὶ
δίκαιον ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν εἶναι.