ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2022
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ
ΚΕΙΜΕΝΟ
Α1.α.
1. Σωστό
2. Λάθος
3. Λάθος
Α1β.
α- ζῷον
β- ἄνθρωπος
γ- ζῷον
δ-ἄνθρωπος
Β1. Προκειμένου να χαρακτηρίσει τον
άνθρωπο ως πολιτικό ον, ο φιλόσοφος τονίζει τον ρόλο τής φύσης και τού λόγου. Στην αρχή της παραγράφου εισάγεται η σύγκριση της πολιτικής ιδιότητας του ανθρώπου και εκείνων των ζώων που
υποτυπωδώς τη διαθέτουν. Η σύγκριση γίνεται με την κοινωνία των μελισσών και
άλλων αγελαίων ζώων, εκείνων, δηλαδή, που ζουν σε ομάδα με αυστηρή ή χαλαρότερη
οργάνωση. Στο έργο του «Περὶ τὰ ζῷα
ἱστορίαι» ο Αριστοτέλης γράφει ότι τα πολιτικά (με μεταφορική, βέβαια,
σημασία) είναι τα ζώα που αναλαμβάνουν και διεκπεραιώνουν όλα μαζί μια κοινή
δραστηριότητα· ως πολιτικά ζώα μνημονεύει
-εκτός από τον άνθρωπο- τη μέλισσα, τη σφήκα, το μυρμήγκι και τον γερανό. Στην περίπτωση αυτών των
ζώων, το επίθετο «πολιτικός» χρησιμοποιείται, για να δηλώσει μια απλούστερη
διαδικασία συμμετοχής σε κοινές δραστηριότητες, ενώ, όταν αναφέρεται στον άνθρωπο,
το σημασιολογικό περιεχόμενο του επιθέτου «πολιτικός» διευρύνεται και δηλώνει
πιο πολύπλοκες κοινωνικές διαδικασίες. Αυτό εκφράζεται κι από το ποσοτικό
επίρρημα συγκριτικού βαθμού «μᾶλλον», στην πρώτη πρόταση της ενότητας, όπου
γίνεται η σύγκριση του ανθρώπου και των αγελαίων ζώων.
Ο
Αριστοτέλης υπογραμμίζει άμεσα το ρόλο
της φύσης ως βασικό κριτήριο της σύγκρισης μεταξύ του ανθρώπου και των αγελαίων ζώων.
Είναι, άλλωστε, μία από τις θεμελιώδεις αρχές του φιλοσοφικού του κόσμου ότι «η φύση δεν κάνει τίποτε δίχως λόγο και
χωρίς αιτία» («ἡ φύσις οὐδὲν ποιεῖ
μάτην»). Η φύση δεν κάνει τίποτε χωρίς σκοπό· όλες οι φυσικές διεργασίες
κάπου αποβλέπουν. Πρόκειται για φράση που επαναλαμβάνει ο Αριστοτέλης σε πολλές
πραγματείες του. Υποστηρίζει ότι στη φύση τίποτε δεν γίνεται μάταια, τα πάντα εξυπηρετούν ορισμένη σκοπιμότητα,
από την οποία και νοηματοδοτούνται: «αν είναι αλήθεια ότι η φύση τίποτε δεν
κάνει στην τύχη. Όλα, αλήθεια, τα φυσικά όντα υπάρχουν για κάποιο σκοπό, ή
είναι τυχαία παραστρατήματα εκείνων που υπάρχουν για κάποιο σκοπό» (Περὶ ψυχῆς 434a31-32).
Στην ανάπτυξή της η θεωρία αυτή ονομάστηκε αριστοτελική
τελολογία. Προνομιακός χώρος της τελολογίας είναι η βιολογία. Σχεδόν όλα τα
παραδείγματα που φέρνει ο φιλόσοφος αντλούνται από την έμβια φύση· γίνεται
αναφορά στα σχήματα των δοντιών, που είναι όπως είναι για να εξυπηρετούν την
πρόσληψη και επεξεργασία των τροφών, στις στοχευμένες ενέργειες μυρμηγκιών και
μελισσών για την επιβίωση της κοινότητάς τους, στην ύπαρξη και λειτουργία των
φύλλων χάριν των καρπών. Βασίζεται, λοιπόν, ο Αριστοτέλης στη βιολογία και
επεκτείνει το τελολογικό ερμηνευτικό μοντέλο του και σε άλλα πεδία των φυσικών
επιστημών.
Ο
άνθρωπος διαθέτει φωνή, όπως και τα υπόλοιπα ζώα. Ωστόσο, εκείνη η ικανότητα
που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι η ικανότητα του «λόγου». H
λέξη λόγος χρησιμοποιείται
συχνά για να δηλωθούν αξεχώριστες μεταξύ τους η λογική (ως
ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου και ως διανοητική δραστηριότητα) και η γλώσσα
(ως σύστημα σημείων και ως συγκεκριμένη έκφραση). Στο συγκεκριμένο
χωρίο ο λόγος αντιδιαστέλλεται προς την φωνήν,
και, συνεπώς, έχει ενισχυμένη τη σημασία της γλώσσας (χωρίς να χάνεται βέβαια η
σημασία της ανθρώπινης λογικής).
Από όσα φυσικά εφόδια
έχει ο άνθρωπος ο λόγος είναι το πιο σημαντικό, ενώ σε άλλες ικανότητες
υστερεί απέναντι σε πολλά άλλα ζώα, όπως -για παράδειγμα- στην ταχύτητα και στη
σωματική ρώμη. Γι’ αυτό ο λόγος παρακάτω αναφέρεται ως ἀνθρώποις ἴδιον, δηλαδή διακριτικό γνώρισμα των
ανθρώπων. Οι αριστοτελικοί ορισμοί αποτελούνται από μία ή περισσότερες
επάλληλες έννοιες γένους,
εντάσσοντας έτσι την οριζόμενη έννοια σε μία ή περισσότερες ευρύτερες
κατηγορίες, και από την ειδοποιό διαφορά,
η οποία διακρίνει την οριζόμενη έννοια από άλλες ομοειδείς (αυτές που ανήκουν στο
ίδιο γένος). Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτει ο ορισμός τού ανθρώπου: Ο
άνθρωπος είναι ζῷον (έννοια
γένους) και έχει ως αποκλειστικά δικό του γνώρισμα (ἴδιον,
ειδοποιό διαφορά) τον λόγον, δηλαδή τη λογική και γλώσσα. Η ικανότητα του λόγου έχει
φυσική προέλευση, αφού η φύση την έδωσε στον άνθρωπο και όχι στα υπόλοιπα ζώα,
αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και τη βασική προϋπόθεση (όπως θα τονιστεί παρακάτω),
για την ύπαρξη και την επιβίωση της πόλης. Γι’ αυτό και στα Ηθικά
Νικομάχεια ο
Αριστοτέλης μίλησε για το ἔργον του ανθρώπου που είναι «ψυχῆς ἐνέργεια
κατὰ λόγον ἢ μὴ ἄνευ λόγου».
Επομένως, ο άνθρωπος
με τον έναρθρο λόγο και τη λογική σκέψη έχει την ικανότητα να συγκροτεί
κοινωνίες και να δημιουργεί πολιτισμό. Δεν πρόκειται
απλώς για σχέσεις αλληλεπίδρασης σαν αυτές που αναπτύσσουν τα ζώα μεταξύ τους
και με το περιβάλλον· οι σχέσεις των
πολιτών έχουν έλλογο χαρακτήρα: υποστηρίζονται από τον λόγον, τη
λογική και τη γλώσσα. Η λογικότητα του ανθρώπου είναι η άλλη όψη της πολιτικής
του φύσης. Αυτή, εξάλλου, είναι και μια παλιά σημασία της αρχαιοελληνικής λέξης
λόγος:
σχέση. Μέσω του λόγου οι άνθρωποι σημασιοδοτούν, κατανοούν και σημαίνουν
διακρίσεις που αποτελούν συστατικό πυρήνα της πολιτικής κοινωνίας: το ωφέλιμο
και το βλαβερό, το δίκαιο και το άδικο. Εξάλλου, η ηθική διάσταση των ανθρωπίνων σχέσεων μόνο μέσα στο λογικό περιβάλλον
της κοινωνίας νοηματοδοτείται και αξιολογείται.
Β2. Το
απόσπασμα τής ενότητας ξεκινάει με προστακτική έγκλιση σε β’ ενικό πρόσωπο
(σκέψαι). Ο Επίκτητος, μέσω αυτής, προτρέπει τον αναγνώστη να προβληματιστεί
σχετικά με το περιεχόμενο τής πλάγιας ρητορικής ερώτησης που ακολουθεί (τίς εἶ). Ακολούθως ο φιλόσοφος θα δώσει
στην εν λόγω ερώτηση δύο διαδοχικές απαντήσεις, με τις οποίες παρουσιάζει τον
άνθρωπο τής εποχής του και τον ρόλο του στον κόσμο.
Η πρώτη απάντηση είναι «Τὸ
πρῶτον ἄνθρωπος». Ο
Επίκτητος
επιμένει στην κοινή ανθρώπινη φύση. Πριν από οποιαδήποτε διαφορά, εθνότητας,
καταγωγής, κοινωνικής τάξης, φύλου, προσωπικών ιδιωμάτων αυτό που γι’ αυτόν
έχει την πρωταρχική σημασία (αυτό είναι εδώ το νόημα του υπερθετικού πρῶτον) είναι αυτή καθ’ εαυτήν
η ανθρώπινη ιδιότητα. Στη συνέχεια του αποσπάσματος που μελετούμε παρατίθενται
και άλλες επιγενέστερες ανθρώπινες ιδιότητες: γυιος, σύμβουλος κτλ. Ο πρωταρχικός ρόλος, λοιπόν, του
ανθρώπου είναι αυτή ακριβώς η ιδιότητα του, να είναι άνθρωπος. Το κύριο
χαρακτηριστικό τού ανθρώπου είναι η προαίρεση. Η προαίρεσις είναι
ένας σημαντικός όρος της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας, κεντρικός στον Αριστοτέλη και
σε Στωικούς όπως ο Επίκτητος. Εκτός από τη γενική σημασία της προτίμησης, στον Επίκτητο σημαίνει την ελεύθερη βούληση, την ελεύθερη στοχαστική επιλογή ενεργειών
που συγκροτεί τον ηθικό χαρακτήρα του ανθρώπου. Είναι κυρίως μία κρίση, η έλλογη ικανότητα να επιλέγουμε και να αποβλέπουμε στα αποτελέσματα
των πράξεων μας. Προϋπόθεση για την
προαίρεσιν είναι η διαίρεσις των πραγμάτων σε αυτά που εξαρτώνται από εμάς (τὰ
ἐφ' ἡμῖν) και σε αυτά που βρίσκονται πέρα από τις δυνάμεις μας (τα ἀπροαίρετα,
τὰ οὐκ ἐφ' ἡμῖν) και είναι αδιάφορα για εμάς και την επίτευξη της ευδαιμονίας.
Με μια
δεύτερη πλάγια ρητορική ερώτηση (τίνων κεχώρισαι κατά λόγον) ο Επίκτητος παρακινεί τον αναγνώστη (Σκόπει) να σκεφτεί για το
ανθρώπινο γνώρισμα που τον διακρίνει από τα άλλα πλάσματα. Το δεύτερο αυτό
χαρακτηριστικό του ανθρώπου που παρουσιάζει ο Επίκτητος είναι ο λόγος. Ο λόγος είναι η ιδιότητα που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα
ζώα. Περιλαμβάνει την έννοια της ομιλίας
και της ικανότητας σκέψης. Ο Επίκτητος
διατηρεί την κλασική σύνδεση της προαιρέσεως με την ανθρώπινη
λογικότητα. Σχετική
αναφορά έχει κάνει και ο Αριστοτέλης που ορίζει τον άνθρωπο ως ον με προσεχές
γένος τα ζώα και ειδοποιό διαφορά τον λόγο. Και για τον Επίκτητο, λοιπόν, η λογικότητα, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της προαίρεσης,
διακρίνει το ανθρώπινο είδος (κεχώρισαι) από όλα τα άλλα
ζώα, είτε άγρια (θηρία) είτε εξημερωμένα (πρόβατα).
Στην αρχική
ερώτηση (Σκέψαι τις εἶ) ο Επίκουρος
προσθέτει εδώ μια δεύτερη απάντηση. Εκτός από άνθρωπος, ο αναγνώστης καλείται
να σκεφτεί ότι είναι πολίτης του κόσμου («Ἐπὶ
τούτοις πολίτης εἶ τοῦ κόσμου»). Ως
πολίτης τού κόσμου ο άνθρωπος είναι και κυρίαρχο μέρος του. Μετέχει στη θεϊκή
τάξη και προσανατολίζει τις ενέργειές του σύμφωνα με αυτή. Ο Επίκτητος αποκαλεί
τον άνθρωπο πολίτην, όχι βέβαια με την έννοια ότι ο κόσμος αποτελεί μία
πολιτική δομή, κύτταρο της οποίας θα ήταν ο άνθρωπος-πολίτης όπως κύτταρο
της αρχαϊκής και κλασικής πόλης-κράτους ήταν ο κάθε πολίτης της. Πρόκειται,
μάλλον για μία καινούργια, μεταφορική
έννοια του πολίτη. Ασφαλώς
δεν υπήρχε κάποιο παγκόσμιο κράτος, ώστε η έννοια του πολίτη να έχει
κυριολεκτική σημασία- και ο κόσμος εννοείται με στωική σημασία, ως ένα ενιαίο
σύνολο που διέπεται από τον φυσικό νόμο και τη λογικότητα. Η έννοια του
κοσμοπολίτη θα ξαναχρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου
αιώνα σε ένα ολοένα περισσότερο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Με το σχήμα άρσης-θέσης ο φιλόσοφος
υπογραμμίζει ότι ο άνθρωπος είναι
πολίτης του κόσμου και μέρος αυτού, μέρος όμως όχι υπηρετικό αλλά ηγετικό (οὐχ ἓν τῶν ὑπηρετικῶν, ἀλλὰ τῶν
προηγουμένων). Αιτιολογώντας αυτή την απόφανση
(γάρ), ο Επίκτητος παραθέτει δύο επίθετα που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο και
δηλώνουν ικανότητα (με την παραγωγική κατάληξη –ικός: παρακολουθητικός,
ἐπιλογιστικός). Αρχικά ο άνθρωπος είναι «παρακολουθητικὸς
τῇ θείᾳ διοικήσει». Το
ρήμα «παρακολουθῶ» σημαίνει ακολουθώ νοητικά, κατανοώ. Ο άνθρωπος, λοιπόν, κατανοεί το
θεϊκό σχέδιο (θείᾳ διοικήσει). Αυτό που κινεί τον κόσμο είναι η πρόνοια, η εἱμαρμένη,
η απαραβίαστη τάξη του κόσμου, μια λογική και συνεκτική δύναμη, ο ίδιος ο
λόγος. Όλα γίνονται σύμφωνα με αυτήν, που κάνει όλα τα πράγματα να είναι
ενωμένα σε μια παγκόσμια συμπάθεια. Οι Στωικοί την ονομάζουν θεό ή και Δία: η διακυβέρνηση
του κόσμου είναι η έκφραση ενός θείου, έλλογου νόμου. Όπως η προαίρεση μέσα στον
άνθρωπο έχει ηγεμονικό ρόλο και σώζει έναντι των αλόγων δυνάμεων τη λογική του
φύση, έτσι και ο άνθρωπος είναι πολίτης του κόσμου στο βαθμό που έχει την
εξουσία να συντονίσει τη λογικότητά του με τη θεία διακυβέρνηση του κόσμου,
διασώζοντάς την κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Η θεία διοίκησις (διακυβέρνηση) είναι η θεϊκή,
συμπαντική υπέρτατη δύναμη που κυβερνά τον κόσμο, ένα σύστημα που περιέχει τα
πάντα, όλα όσα υπάρχουν και γίνονται στον κόσμο' είναι η δύναμη που ζωογονεί
την παγκόσμια συμπάθεια, που κάνει όλα τα πράγματα να βρίσκονται σε
αλληλοπάθεια, ενωμένα σφιχτά το ένα με το άλλο με μια αμοιβαία φιλία. Η θεία
διοίκηση του κόσμου εμπεριέχεται, τρόπον τινά, μέσα στον ίδιο τον κόσμο,
κατεξοχήν όμως στα νοήμονα όντα που μετέχουν αμεσότερα σε αυτήν. Έτσι, η φύση
φτάνει να ταυτίζεται σχεδόν με τον λόγο που κυβερνά τα πάντα. Οι δύο κεντρικές
έννοιες του στωικισμού, φύση και λόγος, διαπλέκονται και απαρτίζουν το όλον στο
οποίο εντάσσεται -με ένα προνομιακό τρόπο, μάλιστα- και ο άνθρωπος.
Επιπλέον, ο φιλόσοφος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο χρησιμοποιώντας τη φράση «τοῦ
ἑξῆς ἐπιλογιστικός»: Με το
επίθετο αυτό που παράγεται από τη λέξη «λόγος» ο φιλόσοφος υποστηρίζει
ότι η έλλογη ικανότητα του ανθρώπου είναι αυτή που τού επιτρέπει να και να
υποτάσσει τη θέληση του στο κοινό καλό. Προκειμένου
να προβούμε στις σωστές επιλογές, θα πρέπει να έχουμε μελετήσει τη φύση, έτσι
ώστε, γνωρίζοντας τις δυνατότητες των πραγμάτων και των γεγονότων, να
επιλέξουμε από αυτές εκείνες που θα μας κάνουν ευτυχισμένους. Με τον τρόπο
αυτό θα επιτύχουμε να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά μας σύμφωνα με τις επιταγές
του «ἐν ἡμῖν λόγου». H συμμόρφωσή μας προς
τον «ἐν ἡμῖν λόγον» σημαίνει, την ευθυγράμμισή μας προς τον κοσμικό λόγο
-του οποίου αποτελεί τμήμα- και, κατ’ επέκταση, την εναρμόνισή μας προς τη
φύση, η οποία διέπεται από αυτόν. Γιατί το να συμπεριφέρεται κανείς σύμφωνα με
το λόγο, το ὁμολογουμένως
τῷ λόγῳ ζῆν, ισοδυναμεί με το ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν, που μας υπαγορεύει τι πρέπει να πράξουμε, για να
γίνουμε ευτυχισμένοι. Τελικά, κατά τους στωικούς, η ευδαιμονία με την οποία είναι
συνυφασμένη η αρετή εξαρτάται από εμάς, από τη λογική φύση μας.
Εφόσον ο
Επίκτητος χαρακτήρισε τον άνθρωπο ως «πολίτη τοῦ κόσμου», σπεύδει να επισημάνει
τα καθήκοντα τού πολίτη με μια ακόμη ρητορική
ερώτηση: Τίς οὖν ἐπαγγελία πολίτου; Η ιδιότητα του
πολίτη, όμως δεν αποτελεί για τον Επίκτητο ένα στατικό δεδομένο. Πρέπει να
επαληθεύεται από γνωρίσματα που αναμένουμε όντως να έχει ο αληθινός πολίτης (ἐπαγγελία πολίτου = αυτό που υπόσχεται η
ιδιότητα του πολίτη, ό,τι αναμένεται από κάποιον που εκ φύσεως είναι πολίτης,
ο ρόλος του πολίτη). Ειδικότερα, ο πολίτης δεν λειτουργεί ως μεμονωμένο άτομο (ὡς ἀπόλυτον), επιδιώκοντας
ιδιοτελή συμφέροντα (ἰδίᾳ). Η έννοια του συμφέροντος είναι μια έννοια έμφυτη τόσο στον
άνθρωπο όσο και στα ζώα που κινούνται για να βρουν το προσωπικό συμφέρον και
τις αιτίες του και αντίστοιχα
αποφεύγουν το ασύμφορον και τις αιτίες
του. Ο άνθρωπος, όμως, ως κατεξοχήν λογικό ον έχει την ικανότητα να
συνδέσει το προσωπικό του συμφέρον με το συμφέρον του συνόλου. Επιπρόσθετα, ο
πολίτης λειτουργεί ως μέρος ενός συνολικού κοσμικού
οργανισμού (σαν τα ανθρώπινα μέλη που λειτουργούν όπως το επιβάλλει η φύση, ως
μέρη του όλου ανθρωπίνου οργανισμού). Για να γίνει πιο κατανοητή αυτή η
άποψη ο Επίκτητος παραθέτει την αναλογία των μερών και
του όλου σε ένα σώμα. Αν το χέρι ή το πόδι είχαν λογική βούληση, δεν θα
επιδίωκαν τίποτα άλλο παρά το καλό τού σώματος (αναφορικό μέρος). Έτσι, και ο
πολίτης, λογικά σκεπτόμενος, οφείλει να ευθυγραμμίζει τις επιδιώξεις του προς
το κοινό συμφέρον, γιατί μόνο έτσι μπορεί να ικανοποιήσει και το ατομικό
(δεικτικό μέρος).
Συνολικά,
ο άνθρωπος τής εποχής τού Επίκτητου (ελληνιστικής) πρέπει να συνειδητοποιήσει
την κοινή ανθρώπινη ιδιότητα που τον συνδέει με τους υπόλοιπους ανθρώπους τής νέας
οικουμένης. Γι’ αυτό και είναι πολίτης, όχι μιας συγκεκριμένης πόλης, αλλά τού
κόσμου. Οι δύο γλωσσικές επιλογές που τονίζουν αυτό τον ρόλο είναι η προστακτική (σκέψαι) και η χρήση τού β' ενικού προσώπου (σκέψαι, κεχώρισαι) που καθιστούν το ύφος παραινετικό και άμεσο.
Β3.
1:
δ
2:
α
3:
ε
4:
β
5:
στ
Β4α.
1:
ε
2:
δ
3:
ζ
4:
β
5:
α
6:
στ
Β4β. Το κείμενο που μού παρέδωσε ήταν εντελώς αδούλευτο,
γεμάτο παραλείψεις και ασάφειες.
Στο
προηγούμενο μάθημα κάναμε επανάληψη για τις αυριανές εξετάσεις.
Β5. Το δοθέν απόσπασμα από το έργο «Νόμος και Αρετή» τού
Ε.Π. Παπανούτσου εξετάζει την έννοια τής προαίρεσης, την οποία συνδέει με την
ανθρώπινη βούληση. Οι απόψεις του φαίνεται ότι κινούνται στην ίδια γραμμή
σκέψης με όσα εκθέτει για το ίδιο θέμα ο Επίκτητος στο κείμενο αναφοράς.
Καταρχάς,
η προαίρεση συνδέεται ευθέως με την ανθρώπινη ιδιότητα, τής οποίας συστατικό
είναι η λογικότητα. Ειδικότερα, ο Παπανούτσος προβάλλει την προαίρεση ως
διακριτικό γνώρισμα τού ανθρώπου μαζί με τη βούληση («Μόνο στον άνθρωπο υπάρχει βούληση», «μόνο στον άνθρωπο έχουμε
προαίρεση») με εμφατική επανάληψη τής λέξης «μόνο». Παρόμοια, ο Επίκτητος
διακρίνει την προαίρεση και τον λόγο ως στοιχεία που διακρίνουν το ανθρώπινο
είδος (κεχώρισαι) από όλα τα άλλα
ζώα, είτε άγρια (θηρία) είτε εξημερωμένα (πρόβατα). Είναι χαρακτηριστική η έμφαση που
επιτυγχάνεται με την επανάληψη τού
ρήματος κεχώρισαι, που τονίζει την ανθρώπινη υπεροχή (τίνων κεχώρισαι κατὰ λόγον. Κεχώρισαι
θηρίων, κεχώρισαι προβάτων.) Τόσο η επανάληψη της
λέξης όσο και η χρήση του παρακειμένου, που εμφανίζει το νόημα του ρήματος ως
τελεσίδικα συντελεσμένο, δίνουν έμφαση στην καθοριστική διαφορά του ανθρώπου
από τα υπόλοιπα ζώα. Ο άνθρωπος έχει προικιστεί με λογική και έχει πάρει την
ξεχωριστή του πορεία στην πανανθρώπινη και την προσωπική του ιστορία. Αν για τα
ζώα η πορεία ζωής είναι προδιαγεγραμμένη, για τον άνθρωπο, που διαθέτει
προαίρεση, οι επιλογές είναι ανοικτές∙ είτε θέλει, είτε δεν θέλει. Μάλιστα,
με το ασύνδετο σχήμα παρουσιάζει κατηγορίες
άλογων πλασμάτων (Κεχώρισαι θηρίων, κεχώρισαι
προβάτων.)
Άλλη μία ομοιότητα εντοπίζεται στο νόημα που αποδίδεται στην προαίρεση. Πρόκειται
για ένα σημαντικό όρο της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας, κεντρικό στον
Αριστοτέλη και σε Στωικούς όπως ο Επίκτητος. Εκτός από τη γενική σημασία της προτίμησης, στον Επίκτητο σημαίνει την ελεύθερη βούληση, την ελεύθερη στοχαστική επιλογή ενεργειών
που συγκροτεί τον ηθικό χαρακτήρα του ανθρώπου. Είναι κυρίως μία κρίση, η έλλογη ικανότητα να επιλέγουμε και να αποβλέπουμε στα αποτελέσματα
των πράξεων μας. Η σύνδεση τής
προαιρέσεως με την ηθικότητα τού ανθρώπου δηλώνεται και στο παράλληλο κείμενο
εκ τού αντιθέτου («Στο ζώο υπάρχει ό ρ ε ξ η, όχι βούληση,
γιατί στο ζώο δεν έχομε ηθική προαίρεση»). Εξάλλου, η προαίρεση συνδέεται με την
ελεύθερη βούληση («όπου προαίρεση, εκεί
και βούληση»). Είναι φανερή η πρόθεση τού Επίκτητου να συνδέσει την
προαίρεσιν τού ανθρώπου με την ελευθερία προσωποποιώντας
την. Στην ιδιότητα τής προαιρέσεως, λοιπόν υποτάσσονται όλες οι άλλες
ανθρώπινες δυνάμεις (ταύτῃ τά ἄλλα ὑποτεταγμένα). Ενδεικτικά αυτές μπορεί να είναι: η σωματικότητα, οι ορμές,
οι επιθυμίες, τα πάθη. Η ίδια η
προαίρεση παρουσιάζεται αδούλωτη και ανυπότακτη (ἀδούλευτον καὶ ἀνυπότακτον).
Είναι χαρακτηριστική η έμφαση που επιτυγχάνεται με τη συνωνυμία των επιθέτων (ἀδούλευτον
καὶ ἀνυπότακτον) και με την αντίθεση: τά ἄλλα ὑποτεταγμένα ≠ αὐτὴν δ’ ἀνυπότακτον.
Η ταύτιση της προαίρεσης με την ελευθερία
δίνει μάλιστα και ένα ιδιαίτερο νόημα στην τελευταία: αυτή δεν συνίσταται στην
απουσία εξωτερικών δεσμών και δεσμεύσεων, αλλά προκύπτει μέσα από τον άνθρωπο∙
ταυτίζεται με το αδούλωτο του πνεύματός του. Ελεύθερος δεν είναι όποιος δεν
είναι δούλος, αλλά όποιος διατηρεί ελεύθερο το πνεύμα του, ενδεχομένως και μέσα
στη δουλεία του. Με αυτόν τον τρόπο η ελευθερία αποκτά υπαρξιακές διαστάσεις,
γίνεται ο φυσικός τρόπος ύπαρξης του μόνου έλλογου όντος, δηλαδή του ανθρώπου.
Τέλος, γίνεται φανερό και στα δύο κείμενα ότι η προαίρεση δεν εφαρμόζεται σε όλο το φάσμα
τής ανθρώπινης δραστηριότητας. Κατά τους Στωικούς, προϋπόθεση για την προαίρεσιν είναι η διαίρεσις
των πραγμάτων σε αυτά που εξαρτώνται από εμάς (τὰ ἐφ' ἡμῖν) και σε αυτά που
βρίσκονται πέρα από τις δυνάμεις μας (τα ἀπροαίρετα, τὰ οὐκ ἐφ' ἡμῖν) και είναι
αδιάφορα για εμάς και την επίτευξη της ευδαιμονίας. Παρόμοια, ο Παπανούτσος
αναφέρει ότι «προαίρεση ούτε
χρειάζεται ούτε γίνεται σε όλες τις περιστάσεις της ζωής, αφού κάνομε άπειρα πράγματα
από το πρωί έως το βράδυ χωρίς σκέψη και ζύγισμα, από συνήθεια, μηχανικά, όπως μας
έμαθε ο κοινωνικός εθισμός». Επομένως,
η προαίρεση είναι, βέβαια, χαρακτηριστικό τού ανθρώπου, αλλά εκδηλώνεται μόνο στις
περιστάσεις όπου παρεμβαίνει η ελεύθερη βούληση.
Συνοψίζοντας, η διακειμενική επισκόπηση των δύο αποσπασμάτων εμφαίνει
χαρακτηριστικές αναλογίες ως προς τη σημασία που αποδίδεται στην προαίρεση και
τον λόγο-βούληση. Πρόκειται για στοιχεία που διαφοροποιούν τον άνθρωπο από το
υπόλοιπο ζωικό βασίλειο και προσδιορίζουν την ηθική του ποιότητα.
ΑΔΙΔΑΚΤΟ
ΚΕΙΜΕΝΟ
Γ1. Γιατί, αφού λάβουμε δάνειο, μπορούμε
να προσελκύσουμε με μεγαλύτερο μισθό τους μισθοφόρους ναύτες τους. Εξάλλου, η
δύναμη των Αθηναίων είναι μάλλον κάτι που μπορεί να εξαγοραστεί παρά αληθινά δική
τους. Αντίθετα, η δική μας δύναμη έχει λίγες πιθανότητες να το πάθει αυτό,
καθώς βασίζεται περισσότερο στη σωματική ανδρεία παρά στα χρήματα.
Γ2. Στη συνέλευση τής Πελοποννησιακής Συμμαχίας οι Κορίνθιοι
εκφράζουν τη βεβαιότητά τους για τη νίκη τού κοινού μετώπου τους απέναντι στους
Αθηναίους, για πολλούς λόγους (κατὰ πολλὰ δὲ ἡμᾶς εἰκὸς ἐπικρατῆσαι) .
Καταρχάς, η συμμαχία τους υπερέχει ποσοτικά, σε στρατιωτική δύναμη («πρῶτον μὲν
πλήθει προύχοντας»), αλλά και ποιοτικά, στην πείρα που διαθέτουν στον πόλεμο («ἐμπειρίᾳ
πολεμικῇ»). Επιπλέον, αναφέρεται ότι πρόθυμα όλοι πειθαρχούν στις εντολές («ἔπειτα
ὁμοίως πάντας ἐς τὰ παραγγελλόμενα ἰόντας»). Τέλος, σε ό,τι αφορά στο ναυτικό,
όπου βασίζεται η αθηναϊκή δύναμη («ναυτικόν τε, ᾧ ἰσχύουσιν»), οι Κορίνθιοι
δηλώνουν ότι θα συγκροτήσουν δικό τους με ατομικές εισφορές από την περιουσία
καθενός, αλλά και από τα χρήματα που υπάρχουν στην Ολυμπία και στους Δελφούς («ἀπὸ
τῆς ὑπαρχούσης τε ἑκάστοις οὐσίας ἐξαρτυσόμεθα καὶ ἀπὸ τῶν ἐν Δελφοῖς καὶ Ὀλυμπίᾳ
χρημάτων»). Μάλιστα, παίρνοντας το κατάλληλο δάνειο, δηλώνουν ότι μπορούν να
εξαγοράσουν τους μισθοφόρους πεζοναύτες των Αθηναίων («δάνεισμα γὰρ ποιησάμενοι
ὑπολαβεῖν οἷοί τ’ ἐσμὲν μισθῷ μείζονι τοὺς ξένους αὐτῶν ναυβάτας»). Επομένως, η
δύναμη των Αθηναίων, που βασίζεται στα χρήματα, μπορεί εύκολα να εξασθενίσει,
σε αντίθεση με την πελοποννησιακή ισχύ, που βασίζεται στην ανδρεία των
πολεμιστών τής («ὠνητὴ γὰρ ἡ Ἀθηναίων δύναμις μᾶλλον ἢ οἰκεία· ἡ δὲ ἡμετέρα ἧσσον
ἂν τοῦτο πάθοι, τοῖς σώμασι τὸ πλέον ἰσχύουσα ἢ τοῖς χρήμασιν»).
Γ3α. Ἐγὼ δὲ νῦν καὶ ἀδικούμενος τοὺς πολέμους ἐγείρω.
Γ3β.
ρηματικοί
τύποι |
β’ ενικό
προστακτικής αορίστου |
ἀμυνώμεθα |
ἄμυναι |
καταθησόμεθα |
κατάθου |
ἐπικρατῆσαι |
ἐπικράτησον |
προύχοντας |
πρόσχες |
επίθετο |
συγκριτικός
βαθμός |
πολλά |
πλέονα (πλείονα) / πλέω (πλείω) |
Γ4.α.
ἔχοντες: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή, συνημμένη στο
υποκείμενο (ἡμεῖς)· λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός τού αναγκαστικού
αιτίου στο ρήμα «ἐγείρομεν»
ἐπικρατῆσαι: υποκείμενο στην απρόσωπη έκφραση «εἰκός (ἐστι)» και
τελικό απαρέμφατο, ετεροπροσωπία.
πλήθει: δοτική ως επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει
αναφορά στο «προύχοντας»
μισθῷ:
δοτική ως επιρρηματικός προσδιορισμός τού
μέσου στο «ὑπολαβεῖν»
ναυβάτας: αντικείμενο στο απαρέμφατο «ὑπολαβεῖν»
ἢ οἰκεία: β’
όρος σύγκρισης, που εκφέρεται με το «ἤ + ομοιόπτωτα με τον ά’ όρο» («ὠνητή») ·
λειτουργεί ως κατηγορούμενο στο υποκείμενο «ἡ δύναμις» μέσω τού εννοούμενου
συνδετικού ρήματος «ἐστί»).
Γ4β. Οἱ Κορίνθιοι ἔλεγον δὲ τότε καὶ ἀδικούμενοι
τὸν πόλεμον ἐγείρειν .