ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ: ΣΥΝΔΥΑΣΤΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

 



Γ΄ Λυκείου                    Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών

Γραπτή δοκιμασία στα Αρχαία Ελληνικά

 

Διδαγμένο κείμενο

 

1ο απόσπασμα:

Αριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια Β1, 7-8. Β6, 16

Οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν ἔχει∙ πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι, πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί. Ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τάς ἐπιθυμίας ἔχει καὶ τὰ περὶ τάς ὀργάς∙ οἳ μὲν γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται, οἳ δ’ ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι, οἳ μὲν ἐκ τοῦ οὑτωσὶ ἐν αὐτοῖς ἀναστρέφεσθαι, οἳ δὲ ἐκ τοῦ οὑτωσί. Καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται. Διὸ δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι∙ κατὰ γὰρ τὰς τούτων διαφοράς ἀκολουθοῦσιν αἱ ἕξεις. Οὐ μικρὸν οὖν διαφέρει τὸ οὕτως ἢ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν.

Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ' ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ' ἔλλειψιν· καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ' ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ' ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.

 

2ο απόσπασμα:

Αριστοτέλους Πολιτικά Α 1.1·8, 1252a1-7· b27-32

Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες), δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται, μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας. Αὕτη δ' ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική. […]

Ἡ δ’ ἐκ πλειόνων κωμῶν κοινωνία τέλειος πόλις, ἤδη πάσης ἔχουσα πέρας τῆς αὐταρκείας ὡς ἔπος εἰπεῖν, γινομένη μὲν τοῦ ζῆν ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν. Διὸ πᾶσα πόλις φύσει ἔστιν, εἴπερ καὶ αἱ πρῶται κοινωνίαι. Τέλος γὰρ αὕτη ἐκείνων, ἡ δὲ φύσις τέλος ἐστίν.

 

Α1α. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό που αντιστοιχεί σε καθεμιά από τις παρακάτω περιόδους λόγου και δίπλα σε αυτόν τη λέξη «Σωστό», αν είναι σωστή, ή τη λέξη «Λάθος», αν είναι λανθασμένη, με βάση το αρχαίο κείμενο (μονάδες 3) και να τεκμηριώσετε κάθε απάντησή σας γράφοντας τις λέξεις/φράσεις του αρχαίου κειμένου που την επιβεβαιώνουν (μονάδες 3):

1. Η αρετή αποτελεί αντικειμενική έκφραση τής μεσότητας.

2. Οι πολίτες προσανατολίζουν όλες τους τις ενέργειες σε ένα σκοπό που έχουν αξιολογήσει ως σημαντικό.

3. Η πόλη προέκυψε από τη φύση, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εξελικτικές βαθμίδες κοινωνιών.

(Μονάδες 6)

 

β. 1. καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ' ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος: Σε ποια λέξη του αρχαίου κειμένου αναφέρονται τα τὰς μὲν και τὰς δ';

2. Τέλος γὰρ αὕτη ἐκείνων: Σε ποιες λέξεις του αρχαίου κειμένου αναφέρονται οι αντωνυμίες αὕτη και ἐκείνων; (μονάδες 4)

Μονάδες 10

 

Β1. Ἡ δ’ ἐκ πλειόνων κωμῶν … τέλος ἐστίν: να εντοπίσετε και να σχολιάσετε όλα τα σημεία που δηλώνουν την τελεολογική προσέγγιση τής πόλεως.

Μονάδες 10

 

Β2. ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:

Ισοκράτους, Παναθηναϊκός, 30-32

(Μτφρ. Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε. Μαλαθούνη)

Στο εκτενές προοίμιο τού λόγου του Παναθηναϊκός ο Ισοκράτης επιχειρεί να απαντήσει σε όσους τον κατηγόρησαν ότι απέρριπτε όλες τις πνευματικές ενασχολήσεις και δημιουργήματα εκτός από τα δικά του. Εκθέτει, έτσι, το δικό του πρότυπο για τον πραγματικά μορφωμένο άνθρωπο.

 

Αφού αποδοκιμάζω τις τέχνες, τις γνώσεις και τις άλλες ικανότητες, ποιούς τότε ονομάζω μορφωμένους; Πρώτα πρώτα αυτούς που χειρίζονται καλά τα ζητήματα που παρουσιάζονται κάθε μέρα και αυτούς που έχουν σωστή άποψη για τις περιστάσεις και μάλιστα τέτοια που να μπορεί να βάζει ως στόχο και να πετυχαίνει τις περισσότερες φορές το συμφέρον.  Έπειτα, εκείνους που συμπεριφέρονται κατά τρόπο αρμόζοντα και δίκαιο σε όσους πλησιάζουν, εκείνους που υπομένουν καλόκαρδα και εύκολα τη δυσάρεστη και ενοχλητική συμπεριφορά των άλλων, ενώ οι ίδιοι φέρονται προς τους φίλους τους με τη μεγαλύτερη δυνατή επιείκεια και μετριοπάθεια. Ακόμη, μορφωμένους θεωρώ εκείνους που πάντοτε κυριαρχούν επί των ηδονών και δεν λυγίζουν μπροστά στις συμφορές, αλλά τις αντιμετωπίζουν σαν άνδρες και όπως αξίζει στη φύση μας. Τέταρτον και το σπουδαιότερο, αυτούς που δεν τους χαλούν οι επιτυχίες μήτε απαρνιούνται τον εαυτό τους μήτε γίνονται υπερόπτες, αλλά παραμένουν σταθερά άνθρωποι λογικοί και δεν ικανοποιούνται περισσότερο με τα αγαθά που έχουν χάρη στην εύνοια της τύχης παρά με εκείνα που αποκτούν εξαρχής χάρη στον χαρακτήρα και τη φρόνησή τους. Για μένα, συνετοί, τέλειοι άνδρες και προικισμένοι με όλες τις αρετές είναι όσοι προσαρμόζουν τον εσωτερικό τους κόσμο όχι προς μια μόνο από αυτές τις ικανότητες αλλά προς όλες μαζί.

 

Ποιες ομοιότητες εντοπίζετε ανάμεσα στις απόψεις τού Ισοκράτη σχετικά με τους μορφωμένους ανθρώπους με τις αντίστοιχες τού Αριστοτέλη περί αρετής; 

Μονάδες 10

 

Β3. Να ταξινομήσετε τα ακόλουθα γεγονότα στην κατάλληλη χρονική σειρά ξεκινώντας από το παλαιότερο χρονικά (ένδειξη 1) και καταλήγοντας στο νεότερο χρονικά (ένδειξη 5):

α. Διδασκαλία Αριστοτέλη στον Αλέξανδρο

β. Συγγραφή των Ηθικών Νικομαχείων

γ. Άφιξη Αριστοτέλη στην Ακαδημία

δ. Θάνατος Μ. Αλέξανδρου

ε. επιστροφή Πλάτωνα από το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία

 

1 -

2 -

3 -

4 -

5 -

 

Μονάδες 10

 

Β4.α. Να αντιστοιχίσετε στο τετράδιό σας καθεμιά αρχαία ελληνική λέξη της Στήλης Α με την ετυμολογικά συγγενή της νεοελληνική λέξη της Στήλης Β (στη Στήλη Β περισσεύουν δύο λέξεις).

 

Α

Β

1.   συναλλάγμασι

α. σύσταση

2.   δεινοῖς

β. άδεια

3.   ἕξεις

γ. συναίσθηση

4.   δέοντος

δ. καχεκτικός

5. συνεστηκυῖαν 

ε. μισαλλοδοξία

6. ἔπος

στ. ένδεια

 

ζ. εξόφθαλμος

 

η. ρήτορας

(μονάδες 6)

 

Β4.β. Για καθεμιά από τις δύο παρακάτω λέξεις να γράψετε μία πρόταση ή περίοδο λόγου στα νέα ελληνικά, όπου η ίδια λέξη, στο ίδιο μέρος του λόγου, σε οποιαδήποτε μορφή της (πτώση, αριθμό, γένος), χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία από αυτήν που έχει στο αρχαίο κείμενο: «δεινοῖς», «ἀγαθοῦ»

(μονάδες 4)

Μονάδες 10

 

Αδίδακτο Κείμενο:

 

Λουκιανός, Πατρίδος Ἐγκώμιον, 3-5

Ο Λουκιανός (γεννήθηκε το 120 μ.Χ. περίπου) καταγόταν από τη Συρία. Άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, στρέφεται με το έργο του εναντίον καθιερωμένων αντιλήψεων και καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της εποχής του. Στο ακόλουθο απόσπασμα εξετάζει την έννοια τής αγάπης προς την πατρίδα.



Τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ οἱ δίκαιοι τῶν παίδων πράττουσιν καὶ οἱ χρηστοὶ τῶν πατέρων· οὔτε γὰρ νέος καλὸς κἀγαθὸς ἄλλον ἂν προτιμήσαι τοῦ πατρὸς οὔτε πατὴρ καταμελήσας τοῦ παιδὸς ἕτερον ἂν στέρξαι νέον, ἀλλὰ τοσοῦτόν γε οἱ πατέρες νικώμενοι προσνέμουσι τοῖς παισίν, ὥστε καὶ κάλλιστοι καὶ μέγιστοι καὶ τοῖς πᾶσιν ἄριστα κεκοσμημένοι οἱ παῖδες αὐτοῖς εἶναι δοκοῦσιν. ὅστις δὲ μὴ τοιοῦτός ἐστι δικαστὴς πρὸς τὸν υἱόν, οὐ δοκεῖ μοι πατρὸς ὀφθαλμοὺς ἔχειν.

Πατρίδος τοίνυν τὸ ὄνομα πρῶτον οἰκειότατον πάντων· οὐδὲν γὰρ ὅ τι τοῦ πατρὸς οἰκειότερον. εἰ δέ τις ἀπονέμει τῷ πατρὶ τὴν δικαίαν τιμήν, ὥσπερ καὶ ὁ νόμος καὶ ἡ φύσις κελεύει, προσηκόντως ἂν τὴν πατρίδα προτιμήσαι· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ αὐτὸς τῆς πατρίδος κτῆμα καὶ ὁ τοῦ πατρὸς πατὴρ καὶ οἱ ἐκ τούτων οἰκεῖοι πάντες ἀνωτέρω, καὶ μέχρι θεῶν πατρῴων πρόεισιν ἀναβιβαζόμενον τὸ ὄνομα.

Χαίρουσι καὶ θεοὶ πατρίσι καὶ πάντα μέν, ὡς εἰκός, ἐφορῶσι τὰ τῶν ἀνθρώπων, αὑτῶν ἡγούμενοι κτήματα πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν, ἐφ' ἧς δὲ ἕκαστος αὐτῶν ἐγένετο, προτιμᾷ τῶν ἄλλων ἁπασῶν πόλεων. καὶ πόλεις σεμνότεραι θεῶν πατρίδες καὶ νῆσοι θειότεραι παρ' αἷς ὑμνεῖται γένεσις θεῶν. ἱερὰ γοῦν κεχαρισμένα ταῦτα νομίζεται τοῖς θεοῖς, ἐπειδὰν εἰς τοὺς οἰκείους ἕκαστος ἀφικόμενος ἱερουργῇ τόπους. εἰ δὲ θεοῖς τίμιον τὸ τῆς πατρίδος ὄνομα, πῶς οὐκ ἀνθρώποις γε πολὺ μᾶλλον;

 

Γ1. Να μεταφράσετε το απόσπασμα «Τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ οἱ δίκαιοι … προσηκόντως ἂν τὴν πατρίδα προτιμήσαι·»

Μονάδες 20

 

Γ2. Ποια σχέση έχουν οι άνθρωποι αλλά και οι θεοί με την έννοια τής πατρίδας, σύμφωνα με το κείμενο;

Μονάδες 10

 

Γ3α. ἀλλὰ τοσοῦτόν γε οἱ πατέρες νικώμενοι προσνέμουσι τοῖς παισίν, ὥστε καὶ κάλλιστοι καὶ μέγιστοι καὶ τοῖς πᾶσιν ἄριστα κεκοσμημένοι οἱ παῖδες αὐτοῖς εἶναι δοκοῦσιν. ὅστις δὲ μὴ τοιοῦτός ἐστι δικαστὴς πρὸς τὸν υἱόν, οὐ δοκεῖ μοι πατρὸς ὀφθαλμοὺς ἔχειν: να εντοπίσετε όλες τις αντωνυμίες τού αποσπάσματος και να τις μεταφέρετε στον ίδιο τύπο τού άλλου αριθμού. (μονάδες 5)


Γ3β. πάντα μέν, ὡς εἰκός, ἐφορῶσι τὰ τῶν ἀνθρώπων, αὑτῶν ἡγούμενοι κτήματα πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν, ἐφ' ἧς δὲ ἕκαστος αὐτῶν ἐγένετο, προτιμᾷ τῶν ἄλλων ἁπασῶν πόλεων. να εντοπίσετε όλα τα συνηρημένα ρήματα τού αποσπάσματος και να τα μεταφέρετε στο ίδιο πρόσωπο τού αορίστου ίδιας φωνής και έγκλισης. (μονάδες 2)

 

Γ3γ.καὶ γὰρ ὁ πατὴρ αὐτὸς τῆς πατρίδος κτῆμα καὶ ὁ τοῦ πατρὸς πατὴρ καὶ οἱ ἐκ τούτων οἰκεῖοι πάντες ἀνωτέρω, καὶ μέχρι θεῶν πατρῴων πρόεισιν ἀναβιβαζόμενον τὸ ὄνομα: να μεταφέρετε το ρήμα τής πρότασης στο β’ ενικό πρόσωπο των υπόλοιπων εγκλίσεων ίδιου χρόνου. (μονάδες 3)

Μονάδες 10

 

Γ4α. τοῖς πᾶσιν ἄριστα κεκοσμημένοι οἱ παῖδες αὐτοῖς εἶναι δοκοῦσιν: να κάνετε αναλυτική σύνταξη. (μονάδες 7)

 

Γ4β. οὔτε γὰρ νέος καλὸς κἀγαθὸς ἄλλον ἂν προτιμήσαι τοῦ πατρὸς: να μεταφέρετε τη σύνταξη στην αντίθετή της. (μονάδες 3)

Μονάδες 10

 

 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ


Α1α. 1. Λάθος: «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς»

2. Σωστό: «τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες»

3. Λάθος: «Διὸ πᾶσα πόλις φύσει ἔστιν, εἴπερ καὶ αἱ πρῶται κοινωνίαι.»

 

β. 1. Τα τὰς μὲν και τὰς δ' αναφέρονται στη λέξη «κακιῶν».

2. Η αντωνυμία αὕτη αναφερεται στη λέξη «πόλις», ενώ η αντωνυμία ἐκείνων στη φράση «πρῶται κοινωνίαι».

 

Β1. Ο Αριστοτέλης εξετάζει τελεολογικά την έννοια «πόλις» καθώς και τις άλλες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης. Εξετάζει, δηλαδή, τα παραπάνω σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο υπάρχουν και τον οποίο προσπαθούν να επιτύχουν. Σύμφωνα με την τελεολογική αντίληψη του φιλόσοφου, καθετί έχει δημιουργηθεί, για να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό («τέλος») και να φτάσει στην τελείωση, την ολοκλήρωσή του. Με άλλα λόγια, το νόημα και ο χαρακτήρας κάθε πράγματος στον κόσμο πρέπει να αναζητηθεί στο σκοπό της ύπαρξής του. Έτσι και η πολιτική κοινωνία, όπως και κάθε κοινωνική ομάδα, συστάθηκε και υπάρχει, για να επιτύχει ένα στόχο. Ο στόχος, μάλιστα, της πολιτικής κοινωνίας είναι ο ανώτερος, η ευδαιμονία όλων των πολιτών της.

Καταρχάς, ενδεικτική τής αριστοτελικής τελολογίας είναι η χρήση των λέξεων «τέλος» («Τέλος γὰρ αὕτη ἐκείνων») και «τέλειος» («Ἡ δ’ ἐκ πλειόνων κωμῶν κοινωνία τέλειος πόλις»), προκειμένου να χαρακτηριστεί η πόλις σε σχέση με τις προηγούμενες κοινωνικές οντότητες (οἶκος, κώμη). Μέσα στη λέξη τέλειος ο αρχαίος Έλληνας άκουγε καθαρά τη λέξη τέλος, μια λέξη που δήλωνε τον σκοπό για τον οποίο είναι πλασμένο το καθετί, τον προορισμό του. Η λέξη δεν δήλωνε ό,τι η δική μας λέξη τέλος· ίσα ίσα δήλωνε τη στιγμή της τελείωσης, της ακμής, της ολοκλήρωσης. Ο Αριστοτέλης δηλώνει με τον όρο τέλος τον λόγο μιας σειράς ενεργειών ή την ολοκληρωμένη μορφή προς την πραγμάτωση της οποίας τείνει ένα ον. Έτσι, το τέλος λειτουργεί ως πρωθύστερο αίτιο και αρχή· δεν είναι αποτελείωμα αλλά τελείωση, η ορθή ολοκλήρωση μιας συγκεκριμένης διαδικασίας. Γι’ αυτό και το πραγματικό τέλος ενός όντος είναι να κατακτήσει το κορυφαίο για το ίδιο αγαθό και να ολοκληρώσει τη φύση του. Το πραγματικό τέλος μιας κοινωνίας είναι να εξασφαλίσει στα μέλη της την ευτυχία. Αυτό το πετυχαίνει η ανώτατη μορφή κοινωνίας, η πόλις. Στη συγκεκριμένη, λοιπόν, περίπτωση του κειμένου μας το επίθετο τέλειος λέγεται σε σχέση με την ολοκλήρωση του εξελικτικού κύκλου που παρακολουθούμε (οἰκία 4 κώμη 4 πόλις)· με το νόημα αυτό η στιγμή της ολοκλήρωσης δηλώνει και το τέλος της εξέλιξης (η οποία όμως δεν οδηγεί σε μια τελική φθορά, αλλά σε μια τελική ολοκλήρωση).

Προκειμένου να αναφερθεί στον σκοπό τής πόλεως, ο Σταγειρίτης αναφέρεται στην αυτάρκεια («πάσης ἔχουσα πέρας τῆς αὐταρκείας»). Η λέξη «αυτάρκεια» παράγεται από το επίθετο «αὐτάρκης», το οποίο είναι σύνθετο από την αντωνυμία «αὐτὸς» και το ρήμα «ἀρκέω -ῶ». Η ετυμολογία της, λοιπόν, δηλώνει αυτόν που αρκείται σε όσα έχει ο ίδιος, αυτόν που ζει άνετα από τη δική του μόνο περιουσία, επομένως αυτόν που έχει οικονομική ανεξαρτησία. Η λέξη, κατά τον Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια), δηλώνει ότι κάτι είναι και μοναχό του τέλειο αγαθό, ότι και μόνο του κάνει τη ζωή άξια να την ζήσει κανείς, έχοντας το αίσθημα ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε άλλο. Η αυτάρκεια αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα της πόλεως και πρωταρχική επιδίωξή της. Με αυτήν δηλώνεται η επάρκεια των αγαθών που είναι απαραίτητα για την απόκτηση και διατήρηση της συλλογικής ευτυχίας (εὐδαιμονίας). Πρόκειται για αγαθά εξωτερικά (υλικά), σωματικά και ψυχικά. Η πόλις χαρακτηρίζεται τέλεια, ακριβώς γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτήν ο πολίτης, αφού η πόλις είναι αυτάρκης, μπορεί, δηλαδή, και μόνη της να τού χαρίσει το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το εὖ ζῆν, η ευδαιμονία. Προϋποθέσεις, για να χαρακτηριστεί μια πόλις αυτάρκης είναι αν η γεωγραφική της θέση τής εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και την βοηθεί στην εμπορική της ανάπτυξη, αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές δυνατότητες, αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης και, προπαντός απονομής της            δικαιοσύνης, που εγγυάται την εσωτερική συνοχή της πόλης˙ επομένως αν είναι ανεξάρτητη ή, με άλλα λόγια, αν δε χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, για να καλύψει τις υλικές και ηθικές - πνευματικές - κοινωνικές ανάγκες της. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο πραγματικός σκοπός ύπαρξης τής πόλεως δεν είναι απλώς η ζωή, αλλά η καλή ζωή («γινομένη μὲν τοῦ ζῆν ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν»). Απαραίτητες προϋποθέσεις της καλής κοινωνικής ζωής ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1325b13 κ.ε.) απαριθμεί τις εξής: α) επάρκεια τροφής, β) ποικιλία τεχνών και τεχνιτών, γ) επαρκής οπλισμός, δ) οικονομική ευπορία, ε) θρησκευτικοί θεσμοί, στ) θεσμοί δικαιοσύνης. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό της πόλης θεωρείται από τον φιλόσοφο και το πιο σημαντικό.

Τέλος, χαρακτηριστική τής τελεολογικής αντίληψης τού φιλοσόφου είναι η αναφορά του στη φύση Διὸ πᾶσα πόλις φύσει …φύσις τέλος ἐστίν.»). Είναι, άλλωστε, μία από τις θεμελιώδεις αρχές του φιλοσοφικού του κόσμου ότι «η φύση δεν κάνει τίποτε δίχως λόγο και χωρίς αιτία» («ἡ φύσις οὐδὲν ποιεῖ μάτην»). Η τυποποιημένη δοτική φύσει δηλώνει συμφωνία ή αιτία (συνώνυμη η έκφραση κατὰ φύσιν). Σύμφωνο με τη φύση ή οφειλόμενο σε αυτήν είναι ό,τι γίνεται πάντα (ή σχεδόν πάντα) με τον ίδιο τρόπο και αφορά μια μεγάλη ομάδα ομοειδών όντων ή φαινομένων: πάντα τὰ φύσει ἢ αἰεὶ οὕτω γίγνεται ἢ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ (Φυσικά 198b35-36). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τόσο η κοινωνικότητα του ανθρώπου όσο και η σύσταση της πόλεως ανάγονται στη φύση, είναι φυσικά φαινόμενα. Δεν αποκλείεται η συγκεκριμένη διδασκαλία του φιλοσόφου να αποτελεί απάντηση σε ορισμένους σοφιστές που υποστήριζαν ότι οι πολιτικοί θεσμοί και οι νόμοι αποτελούν προϊόντα ανθρώπινα, κοινωνικές συμβάσεις που έρχονται σε σύγκρουση με τις φυσικές διεργασίες.

 

Β2. Στο χωρίο «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν» ο Αριστοτέλης δίνει τον ορισμό της ηθικής αρετής. Τα στοιχεία που απαρτίζουν αυτή την έννοια εμφαίνουν χαρακτηριστικές ομοιότητες με τις απόψεις τού Ισοκράτη για τους μορφωμένους ανθρώπους.

Πρώτ’ απ’ όλα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η «ἕξις» είναι το προσεχές γένος της αρετής και δίνει στον όρο ηθικό περιεχόμενο: είναι το μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που προκύπτει από συνήθεια ή επαναλαμβανόμενη άσκηση. Καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται»). Η ποιότητα, λοιπόν, των έξεων εξαρτάται από την ποιότητα των ενεργειών μας («Διὸ δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι∙ κατὰ γὰρ τὰς τούτων διαφοράς ἀκολουθοῦσιν αἱ ἕξεις»). Κατά συνέπεια, η αρετή δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, αλλά προκύπτει μέσα από επίμονες προσπάθειες τού ανθρώπου. Παρόμοια, και ο Ισοκράτης αποδίδει την αρετή στους «μορφωμένους» ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι είναι επίκτητο χαρακτηριστικό κι όχι εκ φύσεως δοσμένο ή προϊόν καλοτυχίας («δεν ικανοποιούνται περισσότερο με τα αγαθά που έχουν χάρη στην εύνοια της τύχης παρά με εκείνα που αποκτούν εξαρχής χάρη στον χαρακτήρα και τη φρόνησή τους»). Άλλωστε, η απόκτησή της είναι δύσκολη και προϋποθέτει συστηματική προσπάθεια («που χειρίζονται καλά τα ζητήματα που παρουσιάζονται κάθε μέρα»).

Επιπρόσθετα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η αρετή είναι «ἕξις προαιρετική». Η λέξη προαίρεσις [: έλλογη προτίμηση] δεν δηλώνει μια άλογη και αδικαιολόγητη επιθυμία. Είναι δομικά συνδεμένη με τη διανοητική ικανότητα του ανθρώπου, τη σκέψη και την κρίση του. Αποτελεί επιλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό και επιδίωξη του ενός ή του άλλου. Στο πλαίσιο της ηθικής διδασκαλίας του Αριστοτέλη ανατίθεται καθοριστικός ρόλος στην προαίρεση. Ο λόγος είναι ότι αποτελεί ελεύθερη και συνειδητή επιλογή του ενός ή του άλλου τρόπου ζωής, επιλογή που οδηγεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις σε κάθε μία επιμέρους περίπτωση. Δίκαιος δεν είναι αυτός που τυχαίνει να κάνει κάποιες δίκαιες πράξεις, αλλά αυτός που συνειδητά επέλεξε τη δικαιοσύνη ως στάση ζωής και ακολουθεί στις επιμέρους επιλογές του την αντίστοιχη σταθερή πορεία. Επανειλημμένα υπογραμμίζεται από τον Αριστοτέλη η σημασία της προαιρέσεως για την ύπαρξη της αρετής. Σε άλλο χωρίο του ίδιου έργου διαβάζουμε τους αναγκαίους όρους, για να χαρακτηριστεί μια πράξη ενάρετη. Ο άνθρωπος πρέπει να έχει συνείδηση της πράξης του (εἰδώς), την ανάλογη προαίρεση (προαιρούμενος), σιγουριά και σταθερότητα στην πραγματοποίηση της (βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως). Η έννοια τής συνειδητής επιλογής τής αρετής υπονοείται από τον Ισοκράτη στο χωρίο «που έχουν σωστή άποψη για τις περιστάσεις και μάλιστα τέτοια που να μπορεί να βάζει ως στόχο και να πετυχαίνει τις περισσότερες φορές το συμφέρον», εφόσον αναγνωρίζει στους μορφωμένους τη δυνατότητα να σκέφτονται σωστά και να επιλέγουν τις κατάλληλες πράξεις. Άλλωστε, και ο ρήτορας υπογραμμίζει την ανάγκη σταθερότητας ως προς την επιδίωξη των ενάρετων πράξεων  («αυτούς που δεν τους χαλούν οι επιτυχίες μήτε απαρνιούνται τον εαυτό τους μήτε γίνονται υπερόπτες, αλλά παραμένουν σταθερά άνθρωποι λογικοί»).

Συνεχίζοντας τον ορισμό της αρετής, ο Σταγειρίτης την τοποθετεί «ἐν μεσότητι τῇ πρὸς ἡμᾶς». Στον ορισμό της αρετής ο Σταγειρίτης επισημαίνει ότι αρετή δεν αποτελεί μια αντικειμενική και υποχρεωτική για όλους εκδοχή της μεσότητας αλλά είναι η υποκειμενική και προσωπική αντίληψή της. Αυτή καθορίζεται από τον ορθό λόγο, όπως αυτός εκφράζεται από τον φρόνιμον πολίτη («Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ' ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ' ἔλλειψιν· καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ' ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ' ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι»). Έτσι και ο Ισοκράτης υπογραμμίζει τη σημασία τήρησης τού μέτρου οι ίδιοι φέρονται προς τους φίλους τους με τη μεγαλύτερη δυνατή επιείκεια και μετριοπάθεια») και την παράλληλη αποφυγή των ακροτήτων («μορφωμένους θεωρώ εκείνους που πάντοτε κυριαρχούν επί των ηδονών και δεν λυγίζουν μπροστά στις συμφορές») και ιδίως τής υπερβολής («Τέταρτον και το σπουδαιότερο, αυτούς που δεν τους χαλούν οι επιτυχίες μήτε απαρνιούνται τον εαυτό τους μήτε γίνονται υπερόπτες»). Και, βέβαια, η συμπεριφορά των μορφωμένων ανθρώπων είναι σύμφωνη με το κοινωνικό κριτήριο ορθότητας των πράξεων («εκείνους που συμπεριφέρονται κατά τρόπο αρμόζοντα και δίκαιο σε όσους πλησιάζουν»), όπως κι ο Αριστοτέλης προσδιορίζει τη μεσότητα σε σχέση μ' αυτό που πρέ­πει («τοῦ δέοντος»).

Μάλιστα, η φρόνηση και η λογική αποτελούν τα αντικειμενικά κριτήρια της ηθικής αρε­τής («ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ  ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»).  Αλλού στα Ηθικά Νικομάχεια διαβάζουμε «ἡ μετὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἕξις ἀρετή ἐστιν». Αρχικά, λοιπόν, ο νόμος συνηθίζει τους πολίτες να ενεργούν ενάρετα. Έπειτα, έρχεται η λογική, η φρόνηση, που βοηθεί το νόμο και τελειοποιεί το έργο του. Την αξία τού ορθού λόγου επισημαίνει και ο ρήτορας ως ουσιώδη για τους μορφωμένους ανθρώπους («αλλά παραμένουν σταθερά άνθρωποι λογικοί»).

Τέλος, η αναφορική προσδιοριστική στο «λόγῳ» πρόταση εξηγεί τι σημαίνει ορθότη­τα στη λογική («ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»). «Ορθός λόγος είναι ο σύμφωνος με τη φρόνηση», λέει σε κάποιο άλλο σημείο των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης. Στο φρόνιμο άνθρωπο ενώνονται και συνυπάρχουν όλες οι αρετές. Όταν υπάρχει η φρόνηση, γράφει αλλού ο Αριστοτέλης, όλες οι αρετές θα υπάρξουν. Οι διάφορες αρετές δείχνουν πώς αντιδρά ο φρόνιμος στις διάφορες περιστάσεις· αν λείψει μία αρετή, αποδιοργανώνεται το όλον. Έτσι, ο ηθικά σπουδαῖος αποτελεί μέτρο σύγκρισης για τους άλλους. Ο άνθρωπος που διαθέτει φρόνηση (φρόνιμος) αποτελεί συμβολικό ή και ένσαρκο ηθικό πρότυπο μέσα στην κοινωνία και με τις τεκμηριωμένες επιλογές του γίνεται ο γνώμονας (κανών) της ηθικής-πολιτικής αρετής. Το κοινωνικό πρότυπο του φρονίμου είναι επίσης ένα σχετικά αντικειμενικό δεδομένο που μετριάζει τον προσωπικό-υποκειμενικό χαρακτήρα της αριστοτελικής ηθικής. Την έννοια τής φρονήσεως δεν παραλείπει να αναφέρει κι ο Ισοκράτης («δεν ικανοποιούνται περισσότερο με τα αγαθά που έχουν χάρη στην εύνοια της τύχης παρά με εκείνα που αποκτούν εξαρχής χάρη στον χαρακτήρα και τη φρόνησή τους»), ο οποίος μάλιστα φαίνεται να συμφωνεί με τον φιλόσοφο ως προς την δυνατότητα τού φρόνιμου ανθρώπου να συνενώνει όλες τις αρετές («Για μένα, συνετοί, τέλειοι άνδρες και προικισμένοι με όλες τις αρετές είναι όσοι προσαρμόζουν τον εσωτερικό τους κόσμο όχι προς μια μόνο από αυτές τις ικανότητες αλλά προς όλες μαζί»).

Και βέβαια, ο χαρακτηρισμός «τέλειοι άνδρες» που αποδίδει ο ρήτορας στους συνετούς ανθρώπους θυμίζει την τελεολογική αντίληψη τού Σταγειρίτη, ο οποίος υποστηρίζει ότι με την απόκτηση τής αρετής ο άνθρωπος γίνεται τέλειος, εκπληρώνοντας, έτσι, τον σκοπό τής ύπαρξής του και το ἔργον του. Ειδικότερα, οι αρετές τού μορφωμένου ανθρώπου, κατά τον Ισοκράτη, προσιδιάζουν σε όσες αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια ως παραδείγματα ηθικών αρετών. Έτσι, η δικαιοσύνη εξαίρεται ως βασική ιδιότητα τού ενάρετου ανθρώπου, οποίος εκδηλώνει ανάλογες πράξεις στις συναλλαγές του πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι») και αντίστοιχα στις καθημερινές συναναστροφές του εκείνους που συμπεριφέρονται κατά τρόπο αρμόζοντα και δίκαιο σε όσους πλησιάζουν»). Επιπρόσθετα, ο ρήτορας εγκωμιάζει «εκείνους που υπομένουν καλόκαρδα και εύκολα τη δυσάρεστη και ενοχλητική συμπεριφορά των άλλων» θυμίζοντας την πραότητα ως αρετή τού ανθρώπου που διαχειρίζεται ορθολογικά ό,τι μπορεί να τού προκαλέσει οργή («τὰ περὶ τάς ὀργάς»)Άλλη αριστοτελική αρετή είναι η σωφροσύνη, δηλαδή η εγκράτεια απέναντι στις σωματικές επιθυμίες («περὶ τὰς ἐπιθυμίας»), την οποία επαινεί και ο Ισοκράτης («Ακόμη, μορφωμένους θεωρώ εκείνους που πάντοτε κυριαρχούν επί των ηδονών»). Κοινή αποδοχή, εξάλλου, συναντά και η ανδρεία, την οποία ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει σε όσους αντιμετωπίζουν με θάρρος όσα τούς προκαλούν φόβο πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι») και ο Ισοκράτης σε όσους «δεν λυγίζουν μπροστά στις συμφορές, αλλά τις αντιμετωπίζουν σαν άνδρες».

Συνολικά, η διακειμενική προσέγγιση των δύο αποσπασμάτων αναδεικνύει τις κοινές συνιστώσες των απόψεων περί αρετής των δύο στοχαστών. Η τήρηση τού μέτρου, ο ορθός λόγος και η φρόνηση αποτελούν κοινό τόπο και απηχούν ορισμένες καίριες αξίες τού ελληνικού πνεύματος.

 

Β3.

1 - γ

2 - ε

3 - α

4 - β

5 -δ

Β3.

 

Β4.α.          1: ε

            2: β

            3: δ

            4: στ

            5: α

            6: η

 

Β4.β. Το δελφίνι είναι δεινός κολυμβητής.

Ο Γιώργος είναι τόσο αγαθός, που συχνά γίνεται θύμα εκμετάλλευσης.

 

Γ1. Αυτό το ίδιο κάνουν και τα πλέον δίκαια παιδιά και οι σωστοί πατέρες: ο καλός και ενάρετος νέος δεν θα προτιμούσε άλλον, αντί γιά τον πατέρα του, ούτε ο πατέρας θα παραμελούσε το παιδί του γιά να αγαπήσει άλλον νέο, αλλά τόσο πολύ νικιούνται οι πατέρες και υποστηρίζουν τα παιδιά τους, ώστε αυτά να τους φαίνονται ότι είναι τα ωραιότερα και τα δυνατότερα και ότι διαθέτουν άριστα προσόντα στα πάντα, ενώ όποιος δεν κρίνει κατά τέτοιο τρόπο τον γιό του, αυτός μου φαίνεται ότι δεν έχει μάτια πατέρα. Της πατρίδας, λοιπόν, το όνομα είναι το πρώτο και το πλέον οικείο μεταξύ όλων, επειδή τίποτε δεν είναι πιό οικείο από τον πατέρα. Εάν, λοιπόν, κάποιος απονέμει στον πατέρα του δίκαια τιμή, όπως ακριβώς προστάζει και ο νόμος και η φύση, κατάλληλα θα τιμήσει και την πατρίδα του.

 

Γ2. Ο Λουκιανός στο δοθέν απόσπασμα εξαίρει τη σχέση θεών και ανθρώπων με την έννοια τής πατρίδας. Καταρχάς, οι άνθρωπο αντιμετωπίζουν την πατρίδα ως την πιο αγαπημένη έννοια απ΄ όλες («Πατρίδος τοίνυν τὸ ὄνομα πρῶτον οἰκειότατον πάντων·»). Η σχέση αυτή προκύπτει, κατά τον γράφοντα, από τη δίκαιη και φυσική αγάπη τού παιδιού προς τον πατέρα («οὐδὲν γὰρ ὅ τι τοῦ πατρὸς οἰκειότερον. εἰ δέ τις ἀπονέμει τῷ πατρὶ τὴν δικαίαν τιμήν, ὥσπερ καὶ ὁ νόμος καὶ ἡ φύσις κελεύει, προσηκόντως ἂν τὴν πατρίδα προτιμήσαι·»), καθώς ο πατέρας λογίζεται ως κτήμα τής πατρίδας («καὶ γὰρ ὁ πατὴρ αὐτὸς τῆς πατρίδος κτῆμα»). Η σύνδεση αυτή μπορεί να γίνει εν γένει και με τους προγόνους ακόμη και με τους εφέστιους θεούς («καὶ ὁ τοῦ πατρὸς πατὴρ καὶ οἱ ἐκ τούτων οἰκεῖοι πάντες ἀνωτέρω, καὶ μέχρι θεῶν πατρῴων πρόεισιν ἀναβιβαζόμενον τὸ ὄνομα»). Οι τελευταίοι αντιμετωπίζουν την πατρίδα ως αγαπημένο τους κτήμα, όπως συμβαίνει και με κάθε γήινη και θαλάσσια έκταση («Χαίρουσι καὶ θεοὶ πατρίσι καὶ πάντα μέν, ὡς εἰκός, ἐφορῶσι τὰ τῶν ἀνθρώπων, αὑτῶν ἡγούμενοι κτήματα πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν»). Μάλιστα, οι θεοί τρέφουν ιδιαίτερη αγάπη για τα μέρη στα οποία οι ίδιοι γεννήθηκαν, σύμφωνα με τους σχετικούς μύθους περί θεογονίας  («ἐφ' ἧς δὲ ἕκαστος αὐτῶν ἐγένετο, προτιμᾷ τῶν ἄλλων ἁπασῶν πόλεων. καὶ πόλεις σεμνότεραι θεῶν πατρίδες καὶ νῆσοι θειότεραι παρ' αἷς ὑμνεῖται γένεσις θεῶν.»). Έτσι, η αγάπη για την πατρίδα είναι κοινή τόσο για θεούς όσο και για ανθρώπους («εἰ δὲ θεοῖς τίμιον τὸ τῆς πατρίδος ὄνομα, πῶς οὐκ ἀνθρώποις γε πολὺ μᾶλλον;»).

 

Γ3α.

τοσοῦτόν: τοσαῦτα

αὐτοῖς: αὐτῷ

ὅστις : οἵτινες

τοιοῦτός: τοιοῦτοι

μοι: ἡμῖν

 

Γ3β. ἐφορῶσι : ἐπεῖδον

προτιμᾷ: προετίμησε(ν) / προυτίμησε(ν)

 

Γ3γ. πρόεισιν

Υποτακτική: προḯῃ

Ευκτική: προḯοι / προϊοίη

Προστακτική: προḯτω

 

Γ4α.

τοῖς πᾶσιν : δοτική ως επιρρηματικός προσδιορισμός τής αναφοράς στη μετοχή κεκοσμημένοι.

ἄριστα : επιρρηματικός προσδιορισμός τού τρόπου στη μετοχή κεκοσμημένοι

κεκοσμημένοι : κατηγορούμενο στο παῖδες μέσω τού συνδετικού ρηματικού τύπου εἶναι, επιθετική μετοχή με υποκείμενο το παῖδες.

οἱ παῖδες : υποκείμενο στο ρήμα δοκοῦσι

αὐτοῖς : δοτική προσωπική τού κρίνοντος προσώπου από το ρήμα δοκοῦσι

εἶναι: αντικείμενο στο ρήμα δοκοῦσι και ειδικό απαρέμφατο, ταυτοπροσωπία.

δοκοῦσιν: το ρήμα της πρότασης

 

Γ4β. οὔτε γὰρ ὑπὸ νέου καλοῦ κἀγαθοῦ ἄλλος ἂν προτιμηθείη τοῦ πατρός.

 

Επιμέλεια: Χαρίδημος Ξενικάκης