ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2023: ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ


 

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2023

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ στα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

 

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Α1.α.

1. Λάθος

2. Λάθος

3. Σωστό

 

Α1.β.

α. 1

β. 3

 

Β1. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αριστοτέλη, το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και αξιολογείται η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου είναι η πόλις. Ασφαλώς ο φιλόσοφος έχει υπόψη του κυρίως το πολιτειακό μοντέλο της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους. Το τέλος τής πρώτης παραγράφου («Αὕτη δ' ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική») καθιστά εμφανή την πρόθεση τού φιλοσόφου να ορίσει την πόλη. Μάλιστα για την οριστέα έννοια χρησιμοποιεί συνωνυμία, καθώς ἡ κοινωνία ἡ πολιτική είναι έκφραση ταυτόσημη με τη λέξη πόλις. Ως προς το προσεχές γένος (genus proximum), η πόλη εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των κοινωνικών σχηματισμών («κοινωνία»). Η λέξη κοινωνία παράγεται από το ρήμα κοινωνῶ, που σημαίνει στην αρχαία ελληνική «συμμετέχω / παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με κάποιον άλ­λο (ή με κάποιους άλλους)». Έχοντας υπ’ όψιν τη σημασία του ρήμα­τος καταλαβαίνουμε καλύτερα και τη σημασία της πολιτικῆς κοινωνίας. Η ειδοποιός διαφορά (specifica differentia) τής πόλεως σε σχέση με τις άλλες κοινωνίες συνίσταται  στη στόχευση του ανώτερου αγαθού, της αυτάρκειας, δηλαδή, που οδηγεί στην ευδαιμονία (« τοῦ κυριωτάτου πάντων»).

Ο Αριστοτέλης εξετάζει τελεολογικά την έννοια «πόλις». Είναι χαρακτηριστικό ότι την αποκαλεί τέλεια μορφή κοινωνικής οντότητας («τέλειος πόλις»). Μέσα στη λέξη τέλειος ο αρχαίος Έλληνας άκουγε καθαρά τη λέξη τέλος, μια λέξη που δήλωνε τον σκοπό για τον οποίο είναι πλασμένο το καθετί, τον προορισμό του. Η λέξη δεν δήλωνε ό,τι η δική μας λέξη τέλος· ίσα ίσα δήλωνε τη στιγμή της τελείωσης, της ακμής, της ολοκλήρωσης. Ο Αριστοτέλης δηλώνει με τον όρο τέλος τον λόγο μιας σειράς ενεργειών ή την ολοκληρωμένη μορφή προς την πραγμάτωση της οποίας τείνει ένα ον. Έτσι, το τέλος λειτουργεί ως πρωθύστερο αίτιο και αρχή· δεν είναι αποτελείωμα αλλά τελείωση, η ορθή ολοκλήρωση μιας συγκεκριμένης διαδικασίας. Γι’ αυτό και το πραγματικό τέλος ενός όντος είναι να κατακτήσει το κορυφαίο για το ίδιο αγαθό και να ολοκληρώσει τη φύση του. Το πραγματικό τέλος μιας κοινωνίας είναι να εξασφαλίσει στα μέλη της την ευτυχία. Αυτό το πετυχαίνει η ανώτατη μορφή κοινωνίας, η πόλις. Στη συγκεκριμένη, λοιπόν, περίπτωση του κειμένου μας το επίθετο τέλειος λέγεται σε σχέση με την ολοκλήρωση του εξελικτικού κύκλου που παρακολουθούμε (οἰκία 4 κώμη 4 πόλις)· με το νόημα αυτό η στιγμή της ολοκλήρωσης δηλώνει και το τέλος της εξέλιξης (η οποία όμως δεν οδηγεί σε μια τελική φθορά, αλλά σε μια τελική ολοκλήρωση). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη τόσο η κοινωνικότητα του ανθρώπου   όσο και η σύσταση της πόλεως ανάγονται στη φύση, είναι φυσικά φαινόμενα. («Διὸ πᾶσα πόλις φύσει ἔστιν»).

Σε ό,τι αφορά στον σκοπό ύπαρξης τής πόλεως, αυτός δηλώνεται στην πρώτη παράγραφο τού πρώτου αποσπάσματος με τον υπερθετικό βαθμό «τοῦ κυριωτάτου πάντων (τῶν αγαθῶν)».  Αυτό το ανώτερο αγαθό δηλώνεται στη δεύτερη παράγραφο: δεν είναι άλλο από την αυτάρκεια και το εὖ ζῆν. Η λέξη «αυτάρκεια» παράγεται από το επίθετο «αὐτάρκης», το οποίο είναι σύνθετο από την αντωνυμία «αὐτὸς» και το ρήμα «ἀρκέω -ῶ». Η ετυμολογία της, λοιπόν, δηλώνει αυτόν που αρκείται σε όσα έχει ο ίδιος, αυτόν που ζει άνετα από τη δική του μόνο περιουσία, επομένως αυτόν που έχει οικονομική ανεξαρτησία. Η λέξη, κατά τον Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια), δηλώνει ότι κάτι είναι και μοναχό του τέλειο αγαθό, ότι και μόνο του κάνει τη ζωή άξια να την ζήσει κανείς, έχοντας το αίσθημα ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε άλλο. Η αυτάρκεια αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα της πόλεως και πρωταρχική επιδίωξή της. Με αυτήν δηλώνεται η επάρκεια των αγαθών που είναι απαραίτητα για την απόκτηση και διατήρηση της συλλογικής ευτυχίας (εὐδαιμονίας). Πρόκειται για αγαθά εξωτερικά (υλικά), σωματικά και ψυχικά. Η πόλις χαρακτηρίζεται τέλεια, ακριβώς γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτήν ο πολίτης, αφού η πόλις είναι αυτάρκης, μπορεί, δηλαδή, και μόνη της να τού χαρίσει το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το εὖ ζῆν, η ευδαιμονία. Μια πόλις λοιπόν είναι αυτάρκης αν η γεωγραφική της θέση της εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και τη βοηθεί στην εμπορική της ανάπτυξη, αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές δυνατότητες και αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης και, προπαντός, απονομής της δικαιοσύνης, που εγγυάται την εσωτερική συνοχή της πόλης, επομένως αν είναι ανεξάρτητη ή, με άλλα λόγια, αν δεν χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, για να καλύψει τις υλικές και ηθικές - πνευματικές - κοινωνικές ανάγκες της.   Απαραίτητες προϋποθέσεις της καλής κοινωνικής ζωής ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1325b13 κ.ε.) απαριθμεί τις εξής: α) επάρκεια τροφής, β) ποικιλία τεχνών και τεχνιτών,  γ) επαρκής οπλισμός, δ) οικονομική ευπορία,  ε) θρησκευτικοί θεσμοί, στ) θεσμοί δικαιοσύνης. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό της πόλης θεωρείται από τον φιλόσοφο και το πιο σημαντικό.

 

Β2. Το δοθέν απόσπασμα από τον Ανώνυμο τού Ιαμβλίχου τονίζει τη σημασία τής ευνομίας με ένα υποθετικό παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο ούτε ένας υπεράνθρωπος δεν θα επιβίωνε χωρίς τη συμμόρφωσή του με τον νόμο και τη δικαιοσύνη. Η φανταστική αυτή εικόνα τού υπερανθρώπου εμφανίζει αναλογίες με αντίστοιχο παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης στο 2ο πρωτότυπο απόσπασμα από τα Πολιτικά.

Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο τής αθροιστικής του θεωρίας, ο Σταγειρίτης εστιάζει στην άθροιση της αρετής και της φρόνησης των πολλών ως αποδεικτικό στοιχείο τής ικανότητας άσκησης της εξουσίας πολλῶν γὰρ ὄντων ἕκαστον μόριον ἔχειν ἀρετῆς καὶ φρονήσεως»). Άλλωστε, η συμ­μετοχή των πολιτών στην εκκλησία του δήμου και ο μεγάλος αριθμός των πολιτών-δικαστών έδειχνε καθαρά πως το σώμα των πολιτών θεωρούνταν στην Αθήνα ικανό να παίρνει αποφάσεις (χάρη στην "αθροιστικά" συσσωρευόμενη αρετή και φρόνηση). Μάλιστα, ο φιλόσοφος παρομοιάζει (ὥσπερ… ) τους πολλούς με έναν άνθρωπο που έχει πολλά πόδια, πολλά χέρια, πολλές αισθήσεις και, επιπλέον, πληθωρική αντί­ληψη και πολύπτυχο ήθος («καὶ γίνεσθαι συνελθόντων, ὥσπερ ἕνα ἄνθρωπον τὸ πλῆθος, πολύποδα καὶ πολύχειρα καὶ πολλὰς ἔχοντ’ αἰσθήσεις, οὕτω καὶ περὶ τὰ ἤθη καὶ τὴν διάνοιαν»). Οι πολλοί, επομένως, είναι σαν ένας άρχοντας, που διαθέτει ποσοτικά τόσες ικανότητες που κανείς μεμονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να συγκεντρώσει, γιατί αυτός ο «άρχοντας-πολλοί» αποτελεί α­ντανάκλαση του συνόλου των ικανοτήτων όλων των πολιτών. Τα ζεύγη ἀρετῆς- ἤθη και φρονήσεως-διάνοιαν αντιστοιχούν στην αριστοτελική διάκριση των αρετών σε ηθικές και διανοητικές και υποδηλώνουν ότι αθροιστικά το πλήθος μπορεί να τις συνδυάζει. Η υπεροχή αυτή τού πλήθους τονίζεται εκφραστικά με το πολυσύνδετο σχήμα (πολύποδα καὶ πολύχειρα καὶ πολλὰς ἔχοντ’ αἰσθήσεις, οὕτω καὶ περὶ τὰ ἤθη καὶ τὴν διάνοιαν) καθώς και με το ετυμολογικό σχήμα-παρονομασία, όπου τονίζεται η έννοια τής πλησμονής: πολύποδα καὶ πολύχειρα καὶ πολλὰς ἔχοντ’ αἰσθήσεις. Το υποθετικό παράδειγμα του ενός ανθρώπου με τα πολλά χέρια και πόδια αντλείται από τη μυθο­λογία, όπου υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις (ο Απόλλωνας των Λακεδαιμονίων με τα τέσσερα χέρια και αφτιά, οι Ερινύες με τα πολλά χέρια και πόδια, οι Εκατόγχειρες κ.ά.).

Στον Ανώνυμο ο φανταστικός υπεράνθρωπος παρουσιάζει ορισμένες αναλογίες με την παραπάνω αριστοτελική παρομοίωση. Διαθέτει υπερφυσικό σθένος και αντοχή, είναι άτρωτος και ανθεκτικός στις ασθένειες (θα είναι άτρωτος, απρόσβλητος από αρρώστιες και από άλλα παθήματα, χαλύβδινος, με υπερφυσικές σωματικές και ψυχικές δυνάμεις). Το υποθετικό αυτό παράδειγμα αναφέρεται προκειμένου να τονιστεί η σημασία τήρησης τού νόμου και τής δικαιοσύνης. Εξάλλου, ακόμη κι ένας τέτοιο υπερφυσικό ον δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στον νόμο, αφού το πλήθος των πολιτών  θα έσπευδε να καταστείλει τις ενδεχόμενες αυθαιρεσίες του (όλοι οι άλλοι θα συσπειρώνονταν εναντίον ενός τέτοιου ανθρώπου και καθώς θα είχαν καλή διοίκηση και αριθμητική υπεροχή, θα υπερτερούσαν απέναντί του είτε με την επιδεξιότητα είτε με τη δύναμη και τελικά θα έβγαιναν νικητές). Επομένως, η μόνη περίπτωση να μακροημερεύσει ένας τέτοιος υπεράνθρωπος θα ήταν με την τήρηση τού δικαίου («αυτός ο κάποιος θα κατόρθωνε να επιπλεύσει μόνο εφόσον θα πήγαινε με το μέρος του νόμου και της δικαιοσύνης, εφόσον θα τα ενίσχυε αυτά και εφόσον θα χρησιμοποιούσε τη δύναμή του για να στηρίξει το νόμο και το δίκιο και οτιδήποτε το προάγει»).

Συνολικά,  ο υπεράνθρωπος τού Ανώνυμου επιστρατεύεται για παρουσιάσει παραστατικά την αδυναμία οποιουδήποτε ατόμου- όσο ισχυρό κι αν είναι- απέναντι στην καθολική και ακατάβλητη ισχύ τής δικαιοσύνης. Αυτή εκπροσωπείται από το πλήθος των ευνομούμενων πολιτών, οι οποίοι συλλογικά («οι άλλοι θα συσπειρώνονταν εναντίον ενός τέτοιου ανθρώπου και καθώς θα είχαν καλή διοίκηση και αριθμητική υπεροχή») θα κατάφερναν να επικρατήσουν. Η αναφορά αυτή ανακαλεί την αθροιστική θεωρία τού Αριστοτέλη, ο οποίος με το παράδειγμά του ενισχύει την ιδέα περί υπεροχής τού πλήθους στην άσκηση τής εξουσίας. Μπορεί, δηλαδή, ο καθένας ξεχωριστά από τους «αρίστους» να είναι πιο αξιόλογος από κάθε επιμέρους άτομο του «πλήθους» αλλά, αν εξετάσουμε τα σύνολα που προ­κύπτουν με καθαρά προσθετική λογική, τότε το ενωμένο σύνολο του «πλήθους» υπερτερεί σε σχέση με το σύνολο των «αρίστων» («Τοὺς γὰρ πολλούς, ὧν ἕκαστός ἐστιν οὐ σπουδαῖος ἀνήρ, ὅμως ἐνδέχεται συνελθόντας εἶναι βελτίους ἐκείνων, οὐχ ὡς ἕκαστον ἀλλ’ ὡς σύμπαντας»). Η ιδέα ήταν παλιά· ήδη ο Όμηρος, περιγράφοντας (στη ραψωδία Ν της Ιλιάδας) μια φοβερή μάχη Αχαιών-Τρώων δίπλα στα καράβια, βάζει κάποια στιγμή στο στόμα του Ποσειδώνα την ακόλουθη φράση, με την οποία ο θεός θέλει να εμψυχώσει τον ήρωα Ιδομενέα (στ. 237): «κι οι πιο αχαμνοί, σαν πουν να σμίξουνε, κάτι θα κάνουν πάντα» («συμφερτὴ δ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν»).

 

Β3. οπτική: ὁρῶμεν

σύσταση: συνεστηκυῖαν

λάθος: ἀλήθειαν

δοχείο: ἐνδέχεται

ποδήλατο: πολύποδα

 

Β4.

1. β

2. β

3. α

4. α

5. β

 

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Γ1. Σωκράτη, φαίνεται ότι όλα τα φυτά έχουν τον ίδιο τρόπο (ανάπτυξης), και όσα φυτρώνουν από τη γη και τα άλλα ζωντανά πλάσματα και ο άνθρωπος.  Πράγματι, για εμάς, όσοι καλλιεργούμε τη γη, είναι πολύ εύκολο το εξής, δηλαδή να προετοιμάσουμε τα πάντα πριν από τη φύτευση αλλά και η ίδια η φύτευση. Αφού, όμως, το φυτό ευδοκιμήσει, μετά από αυτό η φροντίδα τού βλασταριού είναι μακροχρόνια, δύσκολη και περίπλοκη. Το ίδιο φαίνεται ότι συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Από τις προσωπικές μου υποθέσεις εγώ οδηγούμαι σε συμπέρασμα και για τα άλλα. Πράγματι, γι’ αυτόν εδώ τον γυιο, είτε πρέπει να την πω φύτευση είτε τεκνογονία, για εμένα ήταν το πιο εύκολο πράγμα από όλα, αλλά η ανατροφή του υπήρξε δύσκολη και διαρκώς εναγώνια για εμένα που φοβάμαι γι΄ αυτόν.

 

Γ2. Στο απόσπασμα «δοκῶ γάρ μοι … αὐτὸν σοφὸν ποιήσει» ο Δημόδοκος εκφράζει την ανησυχία του, επειδή ο γυιος του Θεάγης επιθυμεί διακαώς να γίνει μαθητής κάποιου σοφιστή. Συγκεκριμένα, αξιώνει από τον πατέρα του να φροντίσει γι’ αυτόν («ἐπιμεληθῆναι με ἑαυτοῦ») και να δαπανήσει χρήματα σε κάποιο σοφιστή, που θα αναλάβει να τον κάνει σοφό («καὶ χρήματα τελέσαι τινὶ τῶν σοφιστῶν, ὅστις αὐτὸν σοφὸν ποιήσει»). Σύμφωνα με τον Δημόδοκο, η επιθυμία αυτή τού Θέαγη προέκυψε από τη βλαβερή επιρροή που τού άσκησαν ορισμένοι συνομήλικοι συνδημότες του, οι οποίοι τού τάραξαν το μυαλό με τους λόγους των σοφιστών που είχαν απομνημονεύσει («δοκῶ γάρ μοι, τῶν ἡλικιωτῶν τινες αὐτοῦ καὶ δημοτῶν, εἰς τὸ ἄστυ καταβαίνοντες, λόγους τινὰς ἀπομνημονεύοντες διαταράττουσιν αὐτόν»). Έτσι, ο νεαρός,  επιθυμώντας να τους μοιάσει («οὕς ἐζήλωκεν»), δημιουργεί εδώ και καιρό προβλήματα στον πατέρα του («πάλαι μοι πράγματα παρέχει»).

 

Γ3. ἔχειν : σχές

ῥᾷστον : ῥᾴδιον, ῥᾷον

ἀγεννής : ἀγεννοῦς

ἐπιθυμεῖ : ἐπιθυμεῖν

τὸ ἄστυ : τὰ ἄστη

καταβαίνοντες : καταβησόμενοι

πάλαι : παλαίτερον

ἐπιμεληθῆναι : ἐπιμεληθέντων

ὅστις : οἵτινες

 

Γ4.α.

τὸν αὐτὸν: ονοματικός ομοιόπτωτος επιθετικός προσδιορισμός στο τρόπον

τοῦτο: υποκείμενο στο ρήμα γίγνεται.

ὀνομάζειν:  υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα δεῖ, τελικό απαρέμφατο, ετεροπροσωπία.

πάντων: γενική διαιρετική ως ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός στο ῥᾴστη.

εἰς τὸ ἄστυ: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός κίνησης σε τόπο στο καταβαίνοντες.

μοι: έμμεσο αντικείμενο στο ρήμα παρέχει.

σοφὸν: κατηγορούμενο στο αντικείμενο αὐτόν τού ρήματος ποιήσει.

 

Γ4. β. Δημόδοκος ἔλεγεν ὅτι ἡ δὲ τότε παροῦσα ἐπιθυμία τούτῳ πάνυ αὐτὸν φοβοῖ/ φοβοίη.